Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Λόγος τὴν Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς (α) «Ἁγίου Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας Λόγοι καί ὁμιλίες τόμος Β»

 


Λόγος τὴν Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς (α)

     «Ἐάν τις διψᾶ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω» (Ἰω. 7, 37). Τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ λόγια εἶπε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς στὸν ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων. Τὸν ἴδιο περίπου λόγο εἶπε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ὁ προφήτης Ἡσαῒας, ὁ ὁποῖος ζοῦσε ἑφτὰ αἰῶνες πρὶν γεννηθεῖ κατὰ σάρκα ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Σὰν νὰ ἄκουγε ὁ προφήτης αὐτὸ ποὺ θὰ ἔλεγε 700 χρόνια ἀργότερα ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἔλεγε λοιπὸν τὸ ἑξῆς· «Οἱ διψῶντες, πορεύεσθε ἐφ’ ὕδωρ, καὶ ὅσοι μὴ ἔχετε ἀργύρων, βαδίσαντες ἀγοράσατε καὶ πίετε ἄνευ ἀργυρίου καὶ τιμῆς οἶνον καὶ στέαρ» (Ἡσ. 55, 1). «Καὶ ἀντλήσατε ὕδωρ μετ’ εὐφροσύνης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου» (Ἡσ. 12, 3).
    Βλέπετε πόσο μεγάλος εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ἂν καὶ εἶχε προαναγγελθεῖ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ 700 χρόνια νωρίτερα. Αὐτὰ τὰ λόγια πρέπει νὰ τὰ ἔχουμε χαραγμένα στὴν καρδιά μας καὶ νὰ δοξάζουμε τὸν Χριστὸ καὶ Θεό μας, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς μας! Γιὰ ποιὸ ὕδωρ μιλοῦσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὅταν ἔλεγε· «ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38). Μέσα δηλαδὴ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν σ’ Αὐτὸν θὰ τρέξουν ποτάμια ζωντανὸ νερό. Καὶ τὸ ζωντανὸ αὐτὸ νερὸ ποὺ θὰ τρέξει μέσα ἀπ’ αὐτούς, ποὺ μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ τους ἀγάπησαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, εἶναι ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
       Τὴν χάρη αὐτή μᾶς τὴν δίνει ὁ Κύριος ἂν τὴν ζητᾶμε, ἂν τὴν δεχόμαστε μὲ δέος καὶ σεβασμό. Ἂν μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας πιστεύουμε στὴν δύναμη ποὺ ἔχει ἡ χάρη Ὅταν μᾶς πλημμυρίζει αὐτὴ ἡ χάρη τότε ἐκχέεται ἔξω καὶ τρέχουν ἀπό μέσα μας ποτάμια ζωντανὸ νερό. Αὐτὸ λοιπὸν σημαίνει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος γεμίζει τὸν ἄνθρωπο δὲν μένει μέσα του ἀπαρατήρητη. Ἐκχέεται ἔξω μὲ τὰ λόγια τῆς ἀγάπης γεμάτα πραότητα, ταπείνωση καὶ ἀλήθεια.» (Τά κείμενα τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ πού δημοσιεύονται σέ συνέχειες στήν ἱστοσελίδα μας εἶναι παρμένα ἀπό τό ὁμώνυμο βιβλίο τῶν ἐκδόσεων «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»)

Μεσοπεντηκοστή : Η δεσποτική εορτή ανάμεσα στο Πάσχα και την Πεντηκοστή




Δεσποτική εορτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία τελείται 25 ημέρες μετά το Πάσχα, δηλαδή την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου

Μεσοπεντηκοστή : Η δεσποτική εορτή ανάμεσα στο Πάσχα και την Πεντηκοστή
Η εορτή της Μεσοπεντηκοστής αποτελούσε κατά τους Βυζαντινούς Χρόνους ένα μεγάλο γεγονός για την Κωνσταντινούπολη, καθώς την ημέρα εκείνη πανηγύριζε ο ναός της του Θεού Σοφίας
Trending

Η Μεσοπεντηκοστή είναι δεσποτική εορτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία τελείται 25 ημέρες μετά το Πάσχα, δηλαδή την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου, σε ανάμνηση της διδασκαλίας του Ιησού Χριστού στο ναό του Σολομώντος (Ιω. ζ’ 14).

Συμπίπτει με το μέσον του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ δύο σημαντικών εορτών της χριστιανοσύνης, του Πάσχα και της Πεντηκοστής.

Με άλλα λόγια, κατά τη Μεσοπεντηκοστή σημειώνεται η 25η ημέρα μετά την Ανάσταση και η 25η πριν από την Πεντηκοστή.

Δεδομένου ότι αποτελεί έναν ενδιάμεσο σταθμό, η εορτή αυτή συνδυάζει πασχάλια θέματα με τα γεγονότα της Πεντηκοστής, αλλά και προϊδεάζει τους πιστούς για την εορτή της Ανάληψης του Κυρίου, με σημείο αναφοράς τη Σοφία του Θεού, που είναι ο Ιησούς Χριστός.

Η εορτή της Μεσοπεντηκοστής αποτελούσε κατά τους Βυζαντινούς Χρόνους ένα μεγάλο γεγονός για την Κωνσταντινούπολη, καθώς την ημέρα εκείνη πανηγύριζε ο ναός της του Θεού Σοφίας.

Η Μεσοπεντηκοστή εορταζόταν με μεγαλοπρέπεια, παρουσία του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, ενώ στο μεγάλο ναό της Κωνσταντινούπολης συνέρρεαν πλήθη λαού.

Το λαμπρό χαρακτήρα της εορτής διασώζουν τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, τα οποία είναι εμπλουτισμένα με αναγνώσματα, σπουδαία τροπάρια, κανόνες και έργα μεγάλων υμνογράφων.

Τί εορτάζουμε τη Μεσοπεντηκοστή; Ιωάννης Μ. Φουντούλης, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (+)


Σε λίγους πιστούς είναι γνωστή η εορτή, αυτή. Εκτός από τους ιερείς και μερικούς άλλους χριστιανούς, που έχουν ένα στενότερο σύνδεσμο με την Εκκλησία μας, οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή της. Λίγοι είναι εκείνοι που εκκλησιάζονται κατ’ αύτη και οι περισσότεροι δεν υποπτεύονται καν, ότι την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μία μεγάλη δεσποτική εορτή, την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Και όμως κάποτε αυτή η εορτή  ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και συνέτρεχαν κατ’ αυτή στον μεγάλο ναό πλήθη λαού.

Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει την Έκθεση της Βασιλείου Τάξεως του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου για να δει το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 στον ναό του αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορα Λέοντος ς΄ του Σοφού (11 Μαΐου 903). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτορας το πρωί της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του ξεκινούσε από το ιερό παλάτι για να μεταβεί στον ναό του αγίου Μω­κίου. όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία.

Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλιάς και πατριάρχης εισέρχονταν επισήμως στον ναό. Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτορας παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο παρεκάθητο και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλιάς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους ο Θεός αγάγοι την βασιλείαν υμών» και με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερό παλάτι.

Αλλά και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στο Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τα ίχνη της παλαιάς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σαν μία μεγάλη δεσποτική εορτή, με τα εκλεκτά της τροπάρια και τους διπλούς της κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, του Θεοφάνους και του Ανδρέου Κρήτης, με τα αναγνώσματά της και την επίδρασή της στις προ και μετά από αυτήν Κυριακές και με την παράταση του εορτασμού της επί οκτώ ημέρες κατά τον τύπο των μεγάλων εορτών του εκκλησιαστικού έτους.

Ποιό όμως είναι το θέμα της ιδιορρύθμου αυτής εορτής; Όχι πάντως κανένα γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Το θέμα της είναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό. Η Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η από του Πάσχα και η 25η προ της Πεντηκοστής ημέρα. Σημειώνει το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτάσιμων ημερών. Είναι δηλαδή  ένας σταθμός, μία τομή.

Χωρίς δηλαδή να έχει δικό της θέμα η ημέρα αυτή συνδυάζει τα θέματα, του Πάσχα αφ’ ενός και της επιφοιτήσεως του αγίου Πνεύματος αφ’ ετέρου, και «προφαίνει» τη δόξα της αναλήψεως του Κυρίου, που θα εορταστεί μετά από 15 ημέρες. Ακριβώς δε αυτό το μέσον των δύο μεγάλων εορτών έφερνε στο νου και ένα εβραϊκό επίθετο του Κυρίου, το «Μεσ­σίας». Μεσσίας στα ελληνικά μεταφράζεται Χριστός. Αλλά ηχητικά θυμίζει το μέσον. Έτσι και στα τροπάρια και στο συναξάριο της ημέρας η παρετυμολογία αυτή γίνεται αφορμή να παρουσιασθεί ο Χριστός σαν Μεσσίας -μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης και διαλλάκτης ημών και του αιωνίου αυτού Πατρός». «Διά ταύτην την αιτίαν την παρούσα εορτή εορτάζοντες και Μεσοπεντηκοστήν ονομάζοντες τον Μεσσίαν  ανυμνούμεν Χριστόν», σημειώνει ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στο συναξάριο.

Σ’ αυτό βοήθησε και η ευαγγελική περικοπή, που επελέγη για την ημέρα αυτή. Μεσούσης της εορτής του ιουδαϊκού Πάσχα ο Χριστός ανεβαίνει στο ιερό και διδάσκει. Η διδασκαλία Του προκαλεί τον θαυμασμό, αλλά και ζωηρή αντιδικία μεταξύ αυτού και του λαού και των διδασκάλων. Είναι Μεσσίας ο Ιησούς ή δεν είναι; Είναι η διδασκαλία Του εκ Θεού ή δεν είναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ο Χριστός είναι ο διδάσκαλος. Αυτός που ενώ δεν έμαθε γράμματα κατέχει το πλήρωμα της σοφίας, γιατί είναι η Σοφία του Θεού που κατασκεύασε τον κόσμο. Ακριβώς από αυτόν τον διάλογο εμπνέεται μεγάλο μέρος της υμνογραφίας της εορτής. Εκείνος που διδάσκει στο ναό, στο μέσον των διδασκάλων του ιουδαϊκού λαού, στο μέσον της εορτής, είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Αυτός που αποδοκιμάζεται από τους δήθεν σοφούς του λαού Του είναι η του Θεού Σοφία.

Λίγες σειρές πιο κάτω στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, αμέσως μετά την περικοπή που περιλαμβάνει τον διάλογο του Κυρίου με τους Ιουδαίους «της εορτής μεσούσης», έρχεται ένας παρόμοιος διάλογος, που έγινε μεταξύ του Χριστού και των Ιουδαίων «τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής», δηλαδή κατά την Πεντηκοστή. Αυτός αρχίζει με μία φράση του Κυρίου «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω· ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος». Και σχολιάζει ο ευαγγελιστής· «Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος, ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν».

Δεν έχει σημασία, ότι οι λόγοι αυτοί του Κυρίου δεν ελέχθησαν κατά την Μεσοπεντηκοστή, αλλά λίγες ημέρες αργότερα. Ποιητική αδεία μπήκαν στο στόμα του Κυρίου στην ομιλία Του κατά την Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν εξάλλου τόσο πολύ με το θέμα της εορτής. Δεν μπορούσε να βρεθεί πιο παραστατική εικόνα για να δειχθεί ο χαρακτήρας του διδακτικού έργου του Χριστού. Στο διψασμένο ανθρώπινο γένος η διδασκαλία του Κυρίου ήλθε σαν ύδωρ ζων, σαν ποταμός χάριτος που δρόσισε το πρόσωπο της γης.

Ο Χριστός είναι η πηγή της χάριτος, «του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», που ξεδιψά και αρδεύει τις συνεχόμενες από βασανιστική δίψα ψυχές των ανθρώπων. Που μεταβάλλει τους πίνοντας σε πηγές· «Ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσι ύδατος ζώντος». «Και γενήσεται αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», είπε στη Σαμαρείτιδα. Που μετέτρεψε την έρημο του κόσμου σε θεοφύτευτο παράδεισο αειθαλών δένδρων φυτευμένων παρά τας διεξόδους των υδάτων του αγίου Πνεύματος. Το γόνιμο αυτό θέμα έδωσε νέες αφορμές στην εκκλησιαστική ποίηση και στόλισε την εορτή της Μεσοπεντηκοστής με εξαίρετους ύμνους.

Αυτή με λίγα λόγια είναι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Η έλλειψη ιστορικού υπόβαθρου της στέρησε τον απαραίτητο εκείνο λαϊκό χαρακτήρα, που θα την έκανε προσφιλή στον πολύ κόσμο. Και το εντελώς θεωρητικό της θέμα δεν βοήθησε τους χριστιανούς, που δεν είχαν τις απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, να ξεπεράσουν την επιφάνεια και να εισδύσουν στην πανηγυριζόμενη δόξα του διδασκάλου Χριστού, της Σοφίας και Λόγου του Θεού, της πηγής του ακένωτου ύδατος. Συνέβη με αυτή κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβη με τους περίφημους ναούς της του Θεού Σοφίας, που αντί να τιμώνται στο όνομα του Χριστού ως Σοφίας του Θεού, προς τιμήν του οποίου ανεγέρθησαν, κατάντησαν, για τους ιδίους λόγους, να πανηγυρίζουν στην εορτή της Πεντηκοστής ή του αγίου Πνεύματος ή της αγίας Τριάδος ή των Εισοδίων ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή και αυτής της μάρτυρος Σοφίας και των τριών θυγατέρων της Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.

(Ι. Μ. Φουντούλη, «Λογική λατρεία», εκδ. Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, σ. 108-114)

Τί είναι η Μεσοπεντηκοστή;


«Ο Μεσσίας (= Χριστός), όταν η εορτή ήταν στο μέσο, στάθηκε ανάμεσα στους διδασκάλους του μωσαϊκού Νόμου και τους δίδασκε».

Την εορτή της Μεσοπεντηκοστής την εορτάζουμε για την τιμή των δύο μεγάλων εορτών, δηλαδή του Πάσχα και της Πεντηκοστής, επειδή αυτή και ενώνει και συνδέει τις δύο αυτές εορτές. Η εορτή της Μεσοπεντηκοστής θεσπίστηκε για τον εξής λόγο: Μετά το υπερφυές θαύμα που έκαμε ο Χριστός στο παράλυτο, οι Ιουδαίοι, σκανδαλισμένοι δήθεν για το Σαββάτου (διότι πράγματι, Σάββατο θεράπευσε ο Κύριος τον παράλυτο), Τον καταδίωκαν και ζητούσαν να τον σκοτώσουν. Για το λόγο αυτό ο Ιησούς έφυγε από τα Ιεροσόλυμα και πήγε στη Γαλιλαία, όπου και διέμενε στα όρη της περιοχής εκείνης με τους μαθητές Του. Εκεί έκανε το υπερφυές θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, και έφαγαν και χόρτασαν πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς να υπολογίζονται στον αριθμό αυτό γυναίκες και παι­διά. Μετέπειτα, κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας (ήταν δε και αυτή μεγάλη εορτή των Ιουδαίων), ο Ιησούς ανέβηκε και πάλι στα Ιεροσόλυμα και περπατούσε στα κρυφά.  Στο μέσο όμως της εορτής ανέβηκε στο Ναό και δίδασκε· και όλοι έμεναν έκπληκτοι από τη διδαχή Του. Αλλά, επειδή Τον φθονούσαν, έλεγαν: «Πώς αυτός ξέρει γράμματα, ενώ δεν έχει σπουδάσει;». Αλλά ο Ιησούς, όντας πράγματι νέος Αδάμ, όπως εκείνος ο πρώτος ήταν κατάμεστος από σοφία, έτσι και Αυτός, όντας επιπλέον και Θεός, ήταν παντογνώστης (που βέβαια ο πρώτος Αδάμ δεν ήταν). Γόγγυζαν λοιπόν όλοι κατά του Χριστού και επιδίωκαν να Τον σκοτώσουν οπωσδήποτε. Εκείνος δε, ελέγχοντάς τους ότι μάχονταν δήθεν υπέρ του Σαββάτου, είπε: «Γιατί ζητάτε να με σκοτώσετε;». Και στρέφοντας τη σκέψη των Ιουδαίων στο μωσαϊκό Νόμο, τους είπε επιπρόσθετα ότι δεν είχαν κανένα λόγο να θυμώνουν εναντίον του, επειδή θεράπευσε κατά την ημέρα του Σαββάτου τον παράλυτο, διότι και ο Μωυσής έχει νομοθετήσει ότι το Σάββατο μπορεί να καταλύεται, στη περίπτωση που πρόκειται για περιτομή, (όταν η όγδοη ημέρα από τη γέννηση του αρσενικού παιδιού, κατά την οποία έπρεπε αυτή να γίνει, συνέπιπτε με την ημέρα του Σαββάτου. Και συνεχίζοντας ο Κύριος, είπε: «Αν ένας άνθρωπος περιτέμνεται το Σάββατο, για να μην παραβιαστεί ο Νόμος του Μωυσή, εσείς θυμώνετε εναντίον μου, επειδή θεράπευσα έναν ολόκληρο άνθρωπο κατά την ημέρα του Σαββάτου;»). Και βέβαια ο Κύριος έκαμε διάλογο πολλή ώρα με τους Ιουδαίους περί του θέματος αυτού και τους τόνισε ότι δοτήρας του Νόμου ήταν αυτός ο ίδιος και ότι ήταν ίσος προς τον Πατέρα. Και αυτό το τόνισε  ιδιαίτερα κατά την τελευταία και πιο επίσημη ημέρα της εορτής (λέγοντας τους: «Εάν κανείς διψάει, ας έλθει σ’ εμένα και ας πιει»). Μετά ο Ιησούς τους είπε και πάρα πολλά άλλα, και ιδιαίτερα βαρυσήμαντα. Τότε εκείνοι πήραν στα χέρια τους πέτρες, για να τις ρίξουν καταπάνω Του, πλην όμως πέτρα δεν Τον άγγιξε ούτε κατ’ ελάχιστον. Και τούτο, διότι ο Ιησούς χάθηκε θαυματουργικά από τα μάτια τους και, περνώντας από ανάμεσά τους απαρατήρητος, έφυγε από το Ναό. Φεύγοντας δε από εκεί ο Κύριος και διαβαίνοντας από το μέσο της πόλεως, είδε κάποιον που είχε γεννηθεί τυφλός και τον θεράπευσε, κάνοντας τα μάτια του να βλέπουν.

Πρέπει δε να ξέρουμε ότι οι μέγιστες εορτές των Ιουδαίων είναι τρεις: Πρώτη είναι η εορτή του Πάσχα, η οποία τελείται κατά τον πρώτο μήνα, προς ανάμνηση της διάβασης της Ερυθράς θάλασσας. Δεύτερη είναι η Πεντηκοστή, η οποία θεσπίστηκε προς ανάμνηση της παραμονής τους στην έρημο επί πενήντα ημέρες, μετά τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας -πενήντα ημέρες, πράγματι, πέρασαν από τη διάβαση της Ερυθράς μέχρι που έλαβαν το μωσαϊκό Νόμο. (Συνολικά βέβαια στην έρημο έμειναν σαράντα χρόνια). Η εορτή αυτή γίνεται και προς τιμήν του αριθμού εφτά, ο οποίος θεωρείται από αυτούς ιερός. Τρίτη είναι η εορτή της Σκηνο­πηγίας, η οποία θεσπίστηκε προς ανάμνηση της σκηνής, την οποία ο Μωυσής κατασκεύασε και έστησε με αρχιτέκτονα τον Βεσελεήλ και έχοντας ως πρότυπο τη σκηνή που είδε (που του περιέγραψε ο Θεός) στη νεφέλη στο όρος Σινά. Η εορτή αυτή διαρκεί εφτά ημέρες και, εκτός από τον παραπάνω λόγο, θεσπίστηκε και προς ανάμνηση της επί σαράντα χρόνια παραμονής των Εβραίων στην έρημο. Αλλά και με τη συγκομιδή των καρπών σχετίζεται η εορτή της Σκηνοπηγίας. Τότε, λοιπόν, ενώ τελούνταν η εορτή αυτή, στάθηκε όρθιος ο Χριστός και έκραξε με φωνή μεγάλη: «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω». Εάν δηλαδή κάποιος αισθάνεται πόθο και δίψα, όχι για αγαθά υλικά και φθαρτά, αλλά για την εσωτερική γαλήνη και τη μακαριότητα της θείας ζωής, ας έρχεται προς έμενα διά της πίστεως και ας πίνει ελεύθερα. Πλησίον μου θα ικανοποιηθούν όλοι οι ευγενείς του πόθοι και θα βρει ανάπαυση η ψυχή του.

Επειδή λοιπόν με τη διδασκαλία Του αυτή ο Χριστός απέδειξε ότι είναι Μεσσίας (δηλαδή χρισμένος από το Θεό Πατέρα βασιλέας και λυτρωτής), αφού έγινε μεσίτης και συμφιλιωτής των ανθρώπων και του αιώνιου Πατέρα Του, γι’ αυτήν ακριβώς την αιτία, εορτάζοντας την εορτή αυτή και ονομάζοντάς την Μεσοπεντηκοστή, ανυμνούμε και τον Μεσσία Χριστό, αλλά συνάμα δηλώνουμε και τη μεγάλη σημασία που έχει η εορτή αυτή ευρισκόμενη στο μέσο μεταξύ των δύο μεγάλων εορτών της Εκκλησίας μας, δηλαδή του Πάσχα και της Πεντηκοστής. Νομίζω δε ότι για το λόγο αυτό θεσπίστηκε να γίνεται μετά την εορτή αυτή η εορτή της Σαμαρείτιδας, διότι και σ’ εκείνη την εορτή γίνεται λόγος για το Μεσσία Χριστό και περί ύδατος και δίψας, όπως και κατά την παρούσα εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Πέραν δε τούτου, κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη, ο διάλογος με τη Σαμαρείτιδα έγινε αρκετά πριν από τη θεραπεία του εκ γενετής τυφλού.

Με το  άπειρό  Σου έλεος , Χριστέ ο Θεός , ελέησέ μας .Αμήν.

(Γ.Δ.Παπαδημητρόπουλου, «Με τους Αγίους μας»-συναξάρια Τριωδίου και Πεντηκοσταρίου.)

Μεσοπεντηκοστή

AddThis Sharing Buttons

Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/926

© SanSimera.gr

Μεσοπεντηκοστή

AddThis Sharing Buttons

Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/926

© SanSimera.gr

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Η ουσία του Θεού είναι αμέθεκτη, ενώ οι άκτιστες ενέργειές Του μεθεκτές

 


του Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυριωτικής κ. Νικολάου

Ερ.: Αν δεν υπάρχει κάτι που να αποδεικνύει την μη ύπαρξη του Θεού, υπάρχει κάτι που να αποδεικνύει την ύπαρξή Του, και αν όχι, γιατί δεν υπάρχει;

Απ.: Ο Θεός δεν προσεγγίζεται λογικά. Αν έτσι συνέβαινε θα Τον ανακάλυπταν οι έξυπνοι, οι μορφωμένοι και οι σοφοί του κόσμου. Συχνά η αλήθεια κρύβεται από τα μάτια «των σοφών και συνετών και αποκαλύπτεται νηπίοι» (Ματθ.ια’ 25). Υπάρχω σημαίνει βρίσκομαι κάτω από μία αρχή. Εμείς υπάρχουμε γιατί βρισκόμαστε κάτω από Αυτόν. Θεός που αποδεικνύεται πως υπάρχει ή πως δεν υπάρχει, δεν υπάρχει!

Ο Θεός είναι… ονομάζεται στην Παλαιά Διαθήκη με αυτό το όνομα: ο Ων. Από το είναι του Θεού απορρέει η ύπαρξη του κόσμου.

Στην Ορθόδοξη παράδοση, αντί να ψάχνουμε αποδείξεις για την ύπαρξη και ουσία του Θεού, αγωνιζόμαστε για την αποκάλυψη της παρουσίας Του στην ζωή μας και για την κοινωνία του προσώπου Του. όταν κανείς ζει την ευλογία της παρουσίας Του και το μυστήριο της κοινωνίας Του, δεν έχει ανάγκη να απαντήσει στο ερώτημα της ύπαρξής Του. όλα τα σχετικά ερωτήματα εκφυλίζονται πριν λάβουν την απάντησή τους.

Θα πω κάτι που ίσως λίγο σας δυσκολέψει, αλλά όμως είναι πολύ σημαντικό. Η γνώση μας για τους λόγους των όντων για το μυστήριο του Θεού είναι πολύ περιορισμένη. Πολύ λίγα γνωρίζουμε, διότι και πολύ λίγα μπορούμε να χωρέσουμε. Αλλά αυτά που κατέχουμε είναι ότι μας χρειάζεται. Η ουσία του Θεού είναι αμέθεκτη, ενώ οι άκτιστες ενέργειές Του μεθεκτές. Εμείς δεν γνωρίζουμε ούτε κατανοούμε την ουσία Του, μόνο μυστηριακώς και μυστικώς κοινωνούμε τη φύση Του, γινόμαστε «κοινωνοί θείας φύσεως» (Β’ Πέτρ.α’ 4). Έτσι ζούμε την αποκάλυψή Του, και τη χάρι και την παρουσία Του.

Από το βιβλίο: «Αν υπάρχει ζωή, θέλω να ζήσω»

Γνώση των Θείων ενεργειών † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας

 


† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας

ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ

ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει εκείνο που χαρακτηρίζει τη Θεία ύπαρξη και την ξεχωρίζει από τα κτιστά δημιουργήματα, δεν μπορεί δηλαδή να γνωρίσει την ουσία του Θεού. Ο Μωυσής, ο αγνός δούλος του Θεού απαιτεί: «Εάν λοιπόν βρήκα χάρη ενώπιόν Σου, φανέρωσέ μου τον εαυτό Σου και να πεισθώ πως βρήκα χάρη ενώπιόν Σου και πως είναι ο λαός Σου το μεγάλο αυτό έθνος» (Έξ. λγ' 13). Όμως ο Κύριος του απαντά: «δεν θα μπορέσεις να δεις το πρόσωπό μου- γιατί δεν μπορεί ο άνθρωπος να δει το πρόσωπό μου και να ζήσει» (Έξ. λγ' 20). 

Η Ουσία του Θεού είναι απρόσιτη και ακοινώνητη, ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσεγγίσει την Ουσία του Θεού, ούτε μπορεί να ενωθεί με Αυτήν. Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι τα μόνα πρόσωπα που γνωρίζουν την Ουσία του Θεού (Ματθ. ια' 27. Ιω. α' 18. Α' Κορ. β' 10), είναι κοινωνοί της Θείας Ουσίας, έχουν θεϊκή φύση, χωρίς όμως να αποτελούν «άλλους Θεούς», γιατί πρόκειται για τον ενυπόστατο Λόγο και το ενυπόστατο Πνεύμα του Ενός και Μοναδικού Θεού! 

Αλλά ο απρόσιτος και ακοινώνητος κατά την ουσία Θεός δεν μένει ανενέργητος, όταν ο άνθρωπος αγαπά, τότε ο Θεός απαντά στην αγάπη του ανθρώπου με την δική Του αγάπη (Ιω. ιδ' 23), «τον Θεό δεν Τον έχει δει κανείς, εάν αγαπούμε αλλήλους, ο Θεός μένει μέσα μας και η αγάπη Του έχει γίνει τέλεια μέσα μας. Με τούτο γνωρίζουμε ότι μένουμε "εν αυτώ" και Αυτός "εν ημίν", γιατί μας έδωκε από το Πνεύμα Του» (Α' Ιω. δ' 12-13). 

Η αγαπητική αυτή κίνηση του Θεού δεν είναι κάτι έξω από την ουσία του Θεού· είναι ακτινοβολία της Θείας φύσης και πραγματική κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, κατά την οποία ο άνθρωπος γίνεται «κατοικητήριο του Θεού» (Εφεσ. β' 22. Πρβλ. Α' Κορ. γ' 16-17).

«Η Θεία δύναμη του Θεού μάς δώρησε όσα συντελούν στη ζωή και στην ευσέβεια διά της επίγνωσης Εκείνου που μας κάλεσε με τη δική Του δόξα και δύναμη. Δι' αυτών μας εδώρισε τις πολύτιμες και μέγιστες υποσχέσεις, ώστε να αποφεύγετε με αυτές την διαφθορά που υπάρχει στον κόσμο λόγω των κακών επιθυμιών και να γίνετε κοινωνοί θείας φύσης» (Β' Πέτρ. α' 3-4).

«Το κτιστό ον κοινωνεί κατά τη δωρεά της ευδοκίας με την άκτιστη άναρχη Ύπαρξη... Πώς είναι δυνατό αυτό; Είναι τόσο ανεξήγητο, όσο ακατάληπτο και ανεξιχνίαστο είναι το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου "εκ του μηδενός". Κι όμως είναι τέτοια η ευδοκία του ουρανίου Πατρός, ώστε ο κτισθείς "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση", είναι προικισμένος με την ικανότητα να δεχθεί την θέωση, να γίνει δηλαδή κοινωνός της θείας ζωής, να λάβει το θείο τρόπο υπάρξεως, να γίνει Θεός κατά χάρη» (Γέροντας Σωφρόνιος).

Αυτό που αγγίζει τον άνθρωπο δεν είναι κάτι το κτιστό· πρόκειται πράγματι για Θεοκοινωνία, γιατί η χάρη του Θεού προέρχεται από την ίδια τη φύση του Θεού· είναι άκτιστη!

Η διάκριση μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών του Θεού και η παραδοχή ότι δεν πρόκειται για κάτι που προέρχεται έξω από τη φύση του Θεού (κτιστό), αλλά για την ενέργεια της θείας φύσης, κάνει δυνατή αυτή τη Θεοκοινωνία, ανοίγει δηλαδή το δρόμο για τη σωτηρία του ανθρώπου.

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει την Ουσία του Θεού, όμως η χάρη του Θεού, δηλαδή οι θείες ενέργειες, που είναι όχι κτιστές, αλλά άκτιστες και αχώριστες από την Ουσία του Θεού, φθάνουν μέχρι τον άνθρωπο και τον μεταβάλλουν σε «κατοικητήριον του Θεού» (Εφεσ. β' 22), σε «κοινωνόν Θείας φύσεως» (Β' Πέτρ. α' 4).

Είναι αυτονόητο πως η φανέρωση της θείας Ουσίας με τις θείες ενέργειες δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή όχι του κόσμου. Γι' αυτό άλλωστε λέμε πως οι θείες ενέργειες είναι άκτιστες και αιώνιες, όπως είναι άκτιστος και αιώνιος η δόξα του Τριαδικού Θεού. 

Με αυτό τον τρόπο το μήνυμα της  Ορθοδοξίας είναι μήνυμα ελπίδας και ζωής για τον άνθρωπο. Ο κτιστός άνθρωπος μπορεί να «γνωρίσει» τον Θεό, όχι με βάση την Ουσία του Θεού, αλλά με βάση τη χάρη, δηλαδή με τις άκτιστες και αιώνιες θείες ενέργειες του Θεού. Αυτή η θεογνωσία, δεν είναι αποτέλεσμα λειτουργίας κάποιων τυφλών νόμων είναι καρπός της ελευθερίας του Θεού και αποτελεί την εγγύηση για τη διατήρηση του ανθρώπινου προσώπου, που δεν συγχωνεύεται σε μία ενότητα ουσίας με τον Θεό, δεν απορροφάται από μια «Συμπαντική Υπερσυνειδητότητα», όπως κηρύττει ο αποκρυφισμός σε όλες τις μορφές του. Ταυτόχρονα όμως, η μετοχή του ανθρώπου στις Θείες ενέργειες εγγυάται την πραγματικότητα της σωτηρίας του ανθρώπου, γιατί αποτελεί κοινωνία άκτιστης και όχι κτιστής μορφής.


1) «Θεοφάνειες»

Οι άκτιστες θείες ενέργειες δεν επιφέρουν καμμιά αλλαγή στη θεία ζωή. Υπογραμμίζουμε και πάλι ότι είναι καρπός της θείας βουλήσεως και αγάπης του Θεού, όχι είδος τυφλών δυνάμεων. Με αυτές τις θείες ενέργειες ο Θεός μένει αναλλοίωτος, χωρίς «παραλλαγή ή τροπής αποσκίασμα» (Ιακ. α' 17. Πρβλ. Ψαλμ. ρά 28), όμως η Δόξα Του πληροί και ζωογονεί τον άνθρωπο και ολόκληρη τη δημιουργία (Ησ. στ' 3).
Στην Αγία Γραφή βλέπουμε διάφορες «Θεοφάνειες», μια απ' αυτές δέχθηκε ο Μωυσής, που βρήκε πράγματι χάρη ενώπιον του Θεού. Όμως στην παράκληση να του δοθή απόδειξη της Θείας αγάπης προς τον εκλεκτό λαό πήρε την απάντηση:

«Εγώ θα περάσω από μπροστά σου με τη δόξα μου και θα αναγγείλω το όνομα μου "ο Κύριος είναι ενώπιον σου". Και θα ελεήσω αυτόν που θέλω να ελεήσω και θα λυπηθώ εκείνον που θα λυπηθώ... Ιδού εδώ κοντά σου τόπος, στάσου πάνω στην πέτρα, όταν περάσει η δόξα μου, θα σε βάλω στην τρύπα της πέτρας και θα σκεπάσω το πρόσωπο σου με το χέρι μου και τότε θα δεις τα νώτα μου• όμως το πρόσωπο μου δεν θα σου φανερωθή» (Έξοδ. λγ' 19-23).

Ο Μωυσής, χωρίς την «πέτρα», δεν μπορούσε να «δει» τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ερμηνεύει πως η «πέτρα που προστάτευσε τον Μωυσή ήταν ο Λόγος του Θεού (Πρβλ. Έξοδ. ιζ' 6. Αριθ. κ' 11. Α' Κορ. ι’ 4), που έγινε για μας άνθρωπος. Ο Μωυσής δεν είδε την «πρωταρχική και ακήρατο φύση, που είναι γνωστή μόνον στον εαυτό Της, δηλαδή στην Αγία Τριάδα», αλλά είδε «την εξωτερική, η οποία φθάνει σε μας»: γνώρισε τη «μεγαλειότητα» η «μεγαλοπρέπεια» (Ψαλμ. η' 2), που αποκαλύπτεται στα δημιουργήματα. «Όπως εκείνοι που έχουν αδύνατα μάτια βλέπουν τις σκιές και τις εικόνες του ήλιου στην επιφάνεια του νερού, γιατί το καθαυτό φως θα κατέστρεφε την όραση τους, έτσι κι εμείς γνωρίζουμε τα νώτα του Θεού, δηλαδή τα ίχνη του».

Το ίδιο βλέπουμε και στην «όραση» του θείου φωτός, για το οποίο η Αγία Γραφή μας πληροφορεί ότι ήταν διαφορετικό από το συνηθισμένο φως. Πρόκειται για το άκτιστο φως, που έγινε ορατό στους ανθρώπους του Θεού (Έξοδ. γ' 2. ιγ' 21-22. λδ' 29-30. Ματθ. ιζ' 2. Πράξ. Β' 3). Αυτό το φως χαρακτηρίζεται και ως «δόξα Κυρίου» (Λουκ. β' 9).

Αυτή η «δόξα», η «μεγαλειότητα», η «μεγαλοπρέπεια», δεν αποτελεί γνώση της Ουσίας του Θεού, γιατί η θεία Ουσία είναι «απλή και ασχημάτιστη και ασύνθετη και απερίγραπτη και ούτε κάθεται, ούτε στέκεται, ούτε περιπατεί- όλα αυτά ανήκουν στα σώματα». Πώς όμως στην πραγματικότητα είναι η ουσία του Θεού, αυτό «το γνωρίζει μόνον Εκείνος» (Χρυσ.).

Ο Θεός λοιπόν δεν άφησε στο σκοτάδι τον άνθρωπο, πληθαίνει τις «οράσεις» (Ωσ. ιβ' 10)• όμως αυτό δεν αποτελεί γνώση της ουσίας του Θεού, αλλά θεία συγκατάβαση. Από το άλλο μέρος, οι θείες αυτές ενέργειες που φθάνουν μέχρι τον άνθρωπο δεν είναι κτιστές. Δίνουν στον άνθρωπο πραγματική ελπίδα, γιατί κάνουν δυνατή την πραγματική κοινωνία με τον Θεό. Αν οι ενέργειες αυτές ήταν κτιστές, η κοινωνία του ανθρώπου με αυτές τις κτιστές ενέργειες δεν θα εσήμαινε κοινωνία με τον Άκτιστο Θεό. Μια τέτοια κοινωνία δεν θα σήμαινε σωτηρία.


2) Νόθες καταστάσεις

Όλες οι εμπειρίες στον πνευματικό τομέα της ζωής του ανθρώπου δεν αποτελούν αληθινές «θεοφάνειες». Και εδώ μπορεί εύκολα να εισχωρήσει το στοιχείο της πλάνης. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος κάνει διάκριση μεταξύ «πνευματικής αισθήσεως», που είναι από τη φύση της θεία ενέργεια (άκτιστη χάρη) και «νοητής θεωρίας» του «φυσικού φωτός», που αποτελεί γνώση σε φυσικό επίπεδο και όχι κοινωνία με τον Θεό. Ο Γέροντας Σωφρόνιος εφαρμόζει τη διάκριση αυτή στο λόγο του Κυρίου: «Πρόσεχε λοιπόν μήπως το φως, που είναι μέσα σου, γίνει σκοτάδι» (Λουκ. ια' 35), πρόκειται για το «φυσικό φως» του νου και ονομάζεται σκοτάδι, γιατί δεν υπάρχει εκεί ο Θεός, δεν είναι γνήσια εμπειρία του ακτίστου θείου φωτός!

Ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί στις διανοητικές του αναζητήσεις (ακόμη και θεολογικές!) ορθολογιστικές μεθόδους και φθάνει σε υψηλά επίπεδα διανόησης, ξεπερνά την «τυπική λογική» και μπαίνει σε «μεταλογική σφαίρα». Σ' αυτή την περίπτωση μπορεί να έχει εμπειρίες, όπως η αίσθηση μιας «γνώσης» σε μορφή «φωτόμορφης αυτοθεωρίας», που αποτελεί αίσθηση του «κτιστού κάλλους» της εικόνας του Θεού και δεν αποτελεί πραγματική κοινωνία με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού- είναι εμπειρία «πανθεϊστικής τάξεως», λέγει ο Γέροντας Σωφρόνιος.

Οι πνευματικές λοιπόν αυτές εμπειρίες είναι φυσικό ιδίωμα του ανθρώπινου νου. Ο άνθρωπος βλέπει την καθαρότητα του νου, δηλαδή το νου του σε όλο του το κτιστό μεγαλείο, αφού απαλλαγεί από κάθε εξωτερική επίδραση ή σωματικό πάθος. «Μένοντας μέσα στο γνόφο της απεκδύσεως από κάθε τι ορατό και νοητό, ο νους δοκιμάζει μια ιδιόμορφη ευχαρίστηση και ανάπαυση κι αν ποτέ στρέψει το βλέμμα στον εαυτό του μπορεί να αισθανθεί κάτι που μοιάζει με φως, αυτό όμως δεν είναι το άκτιστο φως της Θεότητος, αλλά ένα φυσικό ιδίωμα του νου, που κτίστηκε κατ' εικόνα του Πρώτου Νου, δηλαδή του Θεού», συνεχίζει ο Γέροντας Σωφρόνιος.

Αυτής της τάξης είναι οι εμπειρίες που υπόσχονται τα διάφορα συστήματα που στρέφουν τον άνθρωπο «αυτοερωτικά» στον εαυτό του και κηρύττουν ουσιαστικά την αυτοσωτηρία, είτε με τη βοήθεια αυτοελέγχου, είτε με άλλες «τεχνικές». Στις περιπτώσεις αυτές ο άνθρωπος απομονώνει τον εσωτερικό εαυτό του από κάθε εξωτερική επίδραση και αποκτά ένα είδος «θεωρίας», αλλά μένει ουσιαστικά κλειστός στην ενέργεια της θείας χάρης. Τούτο γιατί μεταθέτει το κέντρο από την άκτιστη Θεία Αρχή στον εαυτό του, μακρυά από την πηγή του άκτιστου Θείου φωτός (πρβλ. Ιακ. α' 17). Όμως η χάρη του Θεού δεν εξαναγκάζεται, ούτε εξαναγκάζει κανένα!


3) Οι κίνδυνοι

Όταν ο άνθρωπος μεταθέσει το κέντρο της «πνευματικής» του ζωής στον εαυτό του, υπάρχει κίνδυνος να θεωρήσει τις «εμπειρίες» του ως Θεοφάνεια, σαν «σημάδι» αληθινής κοινωνίας με τον Θεό. Αυτό καλλιεργείται έντεχνα από το πνεύμα της πλάνης, που μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός, με αποτέλεσμα να φέρει σύγχυση στις καρδιές των ανθρώπων (Β' Κορ. ια' 14-15).
Δεν χρειάζεται βέβαια να υπογραμμίσουμε εδώ ότι υπάρχουν και άλλες «εμπειρίες», που δημιουργεί από την αρχή το πνεύμα της πλάνης, με σκοπό να παρασύρει στην απώλεια, αν είναι δυνατόν, ακόμη και τους εκλεκτούς (Ματθ. κδ' 24. Β' Θεσ. β' 9-11. Αποκ. ιγ' 13-14).


4) Διάκριση πνευμάτων

Ο κίνδυνος της πλάνης μας υποχρεώνει να θέσουμε το ερώτημα της διάκρισης των πνευμάτων. Πότε μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για το Πνεύμα του Θεού, πώς μπορούμε να γνωρίζουμε πως μια εμπειρία προέρχεται από το πνεύμα της πλάνης;

Η αγία Γραφή μάς διδάσκει πως κάθε πνεύμα, που δεν ομολογεί τον Ιησού Χριστό, είναι πνεύμα πλάνης και οδηγεί στην απώλεια (Α' Ιω. δ' 2-3, πρβλ. Ρωμ. ι' 8-13).

Όλες λοιπόν οι εμπειρίες ανθρώπων που δεν ομολογούν τον Ιησού Χριστό, δηλαδή το συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο, ως μονογενή Υιό του Θεού (Ματθ. ιστ' 16-17), δηλαδή ως ομοούσιο προς τον Πατέρα, τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο (Ιω. α' 1.14. Φιλιπ. β' 5-8. Κολ. β' 9. Α' Τιμ. γ' 16) δεν είναι γνήσιες πνευματικές εμπειρίες, προέρχονται από το πνεύμα της πλάνης.

Το να ομολογήσει κανείς τον Ιησού ως Κύριο, σημαίνει πως τον δέχεται ως μοναδικό Σωτήρα (Πράξ. δ' 12. Α' Κορ. η' 6) και δεν τοποθετεί στη θέση Του ή δίπλα από Αυτόν κανένα άλλο, γιατί πιστεύει πως ο Χριστός δεν είναι κάποια «χριστική κατάσταση», αλλά ο ένας και μοναδικός Σωτήρας, είναι ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ που έζησε επί Ποντίου Πιλάτου και μόνο Αυτός!

Αλλά η ομολογία του Χριστού δεν μπορεί να αποδεσμευθεί από τη διδαχή του Χριστού (Β' Ιω. 9. Γ' Ιω. 11), γι' αυτό και η τήρηση της διδαχής του Χριστού συνοδεύει πάντοτε τις γνήσιες πνευματικές εμπειρίες. «Το Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη, ειρήνη, γλυκύτης και διδάσκει την αγάπη για τον Θεό και για τον πλησίον. Αντίθετα το πνεύμα της πλάνης είναι υπερήφανο και δεν λυπάται τον άνθρωπο ούτε την άλλη δημιουργία. Επειδή δεν είναι δημιουργός των όντων, ενεργεί σαν κλέφτης και άρπαγας και η οδός του είναι γεμάτη όλεθρο» (Γέροντας Σωφρόνιος).

Η «ταπεινή αγάπη» που αγκαλιάζει ακόμη και τους εχθρούς, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της αληθινής κοινωνίας με τον Θεό και ξεχωρίζει την γνήσια εμπειρία από την φιλοσοφική πανθεϊστική κοινωνία. «Οι θείες θεωρίες παρέχονται στον άνθρωπο όχι όταν τις επιδιώκει, έχοντας κυρίως αυτές σαν στόχο, αλλ’ όταν η ψυχή κατεβαίνει στον άδη της μετανοίας και αισθάνεται αληθινά πως είναι χειρότερη από όλη την κτίση. Οι θεωρίες όμως που κατακτώνται με τη βία του λογικού, δεν είναι αληθινές, δηλαδή Θείας προελεύσεως, αλλά "κατά το δοκούν". Και όταν αυτό το δοκούν θεωρείται σαν αλήθεια, τότε δημιουργείται στην ψυχή του ανθρώπου μια κατάσταση που παρεμποδίζει τη δυνατότητα να ενεργήσει η χάρη του Θεού, δηλαδή η αληθινή θεωρία».

«Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιακ. δ' 6. Α' Πέτρ. ε' 5). Όπου δεν υπάρχει ταπεινό φρόνημα, είναι σίγουρο πως εκεί δεν υπάρχουν γνήσιες πνευματικές εμπειρίες. Νόθες «πνευματικές» εμπειρίες ενισχύουν σχεδόν πάντοτε την έπαρση, δεν καλλιεργούν ταπεινό φρόνημα.

Αυτό βλέπουμε στις διάφορες ομάδες, που υπόσχονται εσωτερικές εμπειρίες με τη βοήθεια διαφόρων «τεχνικών» (γιόγκα, διαλογισμό κ.ο.κ.). Αλλά το Άγιο Πνεύμα δεν εξαναγκάζεται με κάποιες «τεχνικές»- πνέει όπου Εκείνο θέλει (Ιω. γ' 8. Α' Κορ. β' 11. Εβρ. β'4).

Τα συστήματα αυτά δεν κηρύττουν τη μετάνοια, ούτε καλλιεργούν στους οπαδούς τους το ταπεινό φρόνημα. Ένα τέτοιο φρόνημα, κατά την αντίληψη τέτοιων ομάδων, δεν βοηθάει στην πνευματική αύξηση, αλλά πιστεύεται πως εμποδίζει την «ανάπτυξη της συνειδητότητας». Εδώ δεν αναζητάται ο αληθινός Θεός, αλλά «ο θεός μέσα μας», ο οποίος ταυτίζεται με τη «συνειδητότητα». Έτσι καλλιεργείται η συναίσθηση της υπεροχής και της έπαρσης. Αποδεικνύεται πως αυτός ο «θεός», που αναζητάται μακρυά από την ταπείνωση, μάλιστα με τρόπο εκβιαστικό, είναι το πνεύμα της πλάνης ή και ο ίδιος ο άνθρωπος, που αυτο-θεοποιείται και αυτο-λατρεύεται. Πρόκειται για «άλλο θεό» (Ησ. ξστ' 2. Ματθ. ε' 3. ι' 3. Α' Πέτρ. ε' 5).

π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Απόσπασμα από το βιβλίο του «Η Ορθοδοξία μας»

Θεός απρόσιτος (Β΄) Γεώργιος Γαλίτης, Ομ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Αθηνών

 

Με το θέμα μας συμπλέκεται το ερώτημα, γιατί η Γρα­φή ομιλεί έτσι, γιατί η αποκάλυψη του Θεού πρέπει να δίδεται έτσι. Η απάντηση των Πατέρων, που πολλές φορές τη συναντήσαμε και στα όσα είπαμε να υποκρύπτεται, είναι, διότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφθεί αλλιώς. Όπως ομιλούμε στα νήπια, έτσι ο Θεός μάς ομιλεί στη Γραφή για τον εαυτό του, λέει ο Ωριγέ­νης. Και κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας οι Γραφές, που ομιλούν περί του Θεού, «ώσπερ τινας νηπίους παιδαγωγούσαι τους εντυγχάνοντας, ανθρωπινότερον περί αυτού διαλέγονται, χείρας αυτώ και πόδας και οφθαλμούς και φωνάς και λόγους και στόματα και πρόσωπον και μυρία άλλα τοιαύτα περιάπτουσαι». Και πράγματι ο άνθρωπος απέναντι στον Θεό είναι κατά κυριολεξίαν νήπιος (από το νη και έπος), δεν έχει έπος, λόγο, δεν μπορεί να μιλήσει. Γι’ αυτό και χρειάζεται για να εκφράσει το θείο εικόνες και σύμβολα. Γι’ αυτό, λέει ο συγ­γραφέας των Αρεοπαγιτικών συγγραφών, απιστούμε οι πολλοί στα λόγια των θείων μυστηρίων, διότι τα βλέ­πουμε μόνον διά μέσου των προσκολλημένων σ’ αυτά αισθητών συμβόλων. Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να είναι αυτά όλα που βλέπουμε στην Παλαιά Διαθήκη; Πώς είναι δυνατόν να έχει ο Θεός χέρια και πόδια; Πρέπει να τα ξεντύσει κανείς τα σύμβολα και να τα δει όπως έχουν, γυμνά και καθαρά. Και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός φρονεί ότι όλα όσα λέγονται περί Θεού σαν να είχε σώμα, λέγονται συμβολικώς και έχουν ένα υψηλότερο νόημα.

Αγία Τριάς Β (1)

Αυτά δεν ισχύουν μόνον για τις παραστάσεις περί Θεού. Επεκτείνονται και σε ένα μεγάλο αριθμό βι­βλικών διηγήσεων. Ανέφερα μερικές προηγουμένως. Για πολλές όμως από τις διηγήσεις πιστεύουν οι Πα­τέρες ότι η Γραφή χρησιμοποιεί ομοίως συμβολική γλώσσα. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, για τον αστέρα που φάνηκε την ημέρα της γεννήσεως και οδήγησε τους Μάγους, λέει: αυτό το αστέρι δεν ήταν ένα από τα πολλά αστέρια· μάλλον δε ούτε καν αστέρι, όπως μου φαίνεται, αλλά κάποια δύναμη αόρατη που μετασχηματίσθηκε σ’ αυτήν την όψη. Τα αστέρια πώς μπο­ρεί να προχωρούν; Όταν κοιμόντουσαν οι Μάγοι, κοι­μόταν το αστέρι; Όταν προχωρούσαν, προχωρούσε το αστέρι; Όταν είχε συννεφιά, δεν έβλεπαν το αστέρι; Όταν στάθηκε πάνω από το μέρος που ήταν το παιδίον, πώς το είδαν και το κατάλαβαν; Συνεπώς πρέπει να είναι κάποια άλλη αόρατη δύναμη, ένας άγγελος, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, που τους οδή­γησε και τους φώτισε να πάνε εκεί. Με αυτά βέβαια ο ιερός πατήρ απογοητεύει μερικούς ευσεβείς διαπρε­πείς επιστήμονες, που προσπαθούν να μας ορίσουν τι ήταν αυτό το αστέρι, και λένε ότι υπήρχε σύνοδος τριών αστέρων κ.λπ. Με αυτά όλα, όσο και να είναι φι­λότιμες οι προσπάθειες, άθελά τους, με τον ζήλο τους, μετατρέπουν αυτό το περιστατικό σε ένα απλό φυσικό φαινόμενο· ακόμη και αν αυτό το εξηγήσουμε φυσικώς, ένας άπιστος δεν πρόκειται να πιστέψει, παρ’ όλη την προσπάθειά τους, τη στιγμή που μένει ένα πλήθος άλλων που δεν μπορούν να εξηγηθούν με τη φυσική.

Τη συμβολική γλώσσα βλέπουν οι Πατέρες και στις τε­λετές της Εκκλησίας. Με την κάθαρση π.χ. στο ύδωρ του βαπτίσματος εξεικονίζεται «εν συμβόλοις» η πνευ­ματική αποκάθαρση, κατά τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Γι’ αυτό βαπτίζουμε το παιδί στο νερό, γι’ αυτό βαπτιζόμαστε στο νερό, επειδή αυτό είναι σύμβολο της πνευ­ματικής καθάρσεως. Και ο Απόστολος Παύλος το ονο­μάζει «λουτρόν παλιγγενεσίας»: βυθιζόμενοι στο ύδωρ συμμετέχουμε στον θάνατο του Χριστού, εξερχόμενοι συμμετέχουμε στην ανάστασή του, ξαναγεννημένοι σε μια καινούργια ζωή.

Εδώ επιτρέψτε μου να ρωτήσω: δεν είναι όσα ελέχθησαν μια απάντηση σε όλους εκείνους που βλέπουν μύθους στη Γραφή; Αυτοί βλέπουν μύθους, και τους απορρίπτουν. Οι Πατέρες βλέπουν σύμβολα, εικόνες, ανθρωποπαθείς, ανθρωποκεντρικές και ανθρωπομορφικές εκφράσεις και τις ερμηνεύουν.

Βεβαίως δεν ερμηνεύονται όλες οι διηγήσεις της Γραφής με αυτόν τον τρόπο. Για τους Πατέρες η βά­ση κάθε ερμηνείας είναι η πίστη. Πολλές φορές η ερμηνεία ευρίσκεται έξω από τις δυνατότητές μας. Οι Πατέρες εγνώριζαν τα όρια των ανθρωπίνων δυνατο­τήτων. Έτσι γράφει ο Χρυσόστομος: «Το πώς ορώσιν οι Προφήται ταύτα, άπερ ορώσιν, ουχ ημέτερον ειπείν, ου γαρ δυνατόν ερμηνευθήναι λόγω τον τρόπον της όψεως». Λογικά δεν μπορούμε να το συλλάβουμε, ξέ­ρουμε όμως ότι έβλεπαν αυτό που έβλεπαν, με τον τρόπο που το έβλεπαν (την συγκατάβαση που είπαμε κ.λπ.), αλλά το πώς, δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Αυτή είναι η ερμηνεία των Πατέρων, εκείνων που γνώ­ριζαν να σταματούν τη σκέψη τους μπροστά στην πύ­λη του μυστηρίου και να μην υποκαθιστούν τον Θεό με υποκατάστατα, με είδωλα του Θεού. Όπου η χριστια­νική παράδοση απομακρύνθηκε από τον τρόπο σκέψεως των Πατέρων, μεταβλήθηκε σε ένα είδος θρησκευτικής φιλοσοφίας (και εννοώ συγκεκριμένα τη Δύ­ση), ή μιας ευσεβούς φιλολογίας, ενώ με αυτόν τον τρόπο της πατερικής σκέψεως θα μπορούσε η ανθρώπινη σκέψη, η θεολογία η χριστιανική, να φυλαχθεί από πολλά ατοπήματα. Η σκέψη των Πατέρων εισήγαγε μια νέα διάσταση στην ανθρώπινη σκέψη, μια διά­σταση που προσδιορίζεται από τα όσα είπαμε για το πώς βλέπουν οι Πατέρες την γνώση του Θεού. Αυτό είναι το μήνυμα των Πατέρων ανά τους αιώνες, ένα μήνυμα που δεν είναι αυτόνομο, αλλά είναι το μήνυμα της Γραφής ερμηνευμένο και υπομνηματισμένο. Γιατί και τη Γραφή πρέπει να ξέρουμε να τη διαβάζουμε, αν θέλουμε να βρούμε απάντηση στα προβλήματά μας. Δίνει απάντηση στα προβλήματά μας, αλλά πρέπει να ξέρουμε να τη διαβάζουμε. Στη Γραφή βρίσκεται ο Λό­γος του Θεού, που απεκαλύφθη στον άνθρωπο, με τρό­πο που να είναι προσιτός στο λόγο του ανθρώπου.

Για να γίνει προσιτός στο ανθρώπινο λογικό ο Θεός μέσω της Γραφής, χρησιμοποιεί τον ανθρώπινο λόγο, τις ανθρώπινες εκφράσεις. Αν θέλουμε να μιλήσουμε σε κάποιον, θα πρέπει να γνωρίζουμε τη γλώσσα του. Η απόσταση μεταξύ ημών και του Θεού είναι άπειρη. Ο Θεός είναι άκτιστος, τελείως απρόσιτος, δεν υπάρχει ουδεμία δυνατότητα επαφής με τις δικές μας δυνάμεις. Έτσι ο Θεός μάς μιλάει με τη γλώσσα μας, μιλάει με τις ανθρώπινες εκφράσεις. Αυτό πρέπει να γνωρίζουμε, όταν διαβάζουμε την Γραφή. Έτσι μόνον μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό και αυτό πρέπει να μάθουν και όλοι όσοι φεύγουν από τη Γραφή, επειδή τη θεωρούν κατώτερη του λόγου των, της λογικής των, σκανδαλιζόμενοι από τον τρόπο που ομιλεί. Ο σκανδαλισμός αυτός των «σοφών» και των «συνετών» δείχνει το επί­πεδο της θρησκευτικής τους μορφώσεως και της πνευ­ματικής τους καλλιέργειας.

Πρέπει να το παραδεχθούμε: το επίπεδο αυτό, παγκοσμίως, αλλά ας μείνουμε στη χώρα μας, είναι πολύ χαμηλό, είναι σε απελπιστική στάθμη. Δεν ξέρω αν όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται χειρότερη η κατάσταση. Για πολλούς ναι. Δεν θέλω να γενικεύσω. Υπάρχουν και οι εκλεκτοί που ξεχωρίζουν και ίσως αυτοί οι εκλεκτοί έχουν βαθύτερη γνώση από τις προηγούμενες γενιές. Αλλά η πλειονότης όσο πηγαίνει και υποβαθμίζεται. Ενώ μιλάμε για ανάπτυξη, είμαστε σ’ αυτό το θέμα υπανάπτυκτοι. Ενώ καταβάλλουμε τόσες προσπάθειες για την ανάπτυξη, το φράγμα της θρησκευτικής υπανάπτυ­ξης δεν επιχειρούμε να το σπάσουμε. Η οικονομική ανάπτυξη είναι η θεότητά μας, η υπαρξιακή αγωνία όμως δεν ικανοποιείται με τα ξυλοκέρατα του ασώτου υιού του Ευαγγελίου. Το πως θα καταξιώνουμε την ύπαρ­ξή μας στον 21ο  αιώνα, θα το μάθουμε μόνο στη Γραφή. Μόνο αν μάθουμε να μελετάμε τη Γραφή και αν μάθου­με να εμβαθύνουμε στη Γραφή και να την καταλαβαίνουμε, τότε μόνον θα μπορέσουμε να αναπτυχθούμε πνευματικά, θρησκευτικά, εκκλησιαστικά και χριστιανι­κά. Και δάσκαλοί μας σ’ αυτό είναι οι Πατέρες, μερικά δείγματα από τα οποία πήρα και σας μετέδωσα.

Ως τώρα προσπαθήσαμε να καταδείξουμε ότι ο Θε­ός είναι το αντικείμενο της απόλυτης αγνωσίας του ανθρώπου. Η γνώση όμως από τον άνθρωπο αυτής της απόλυτης αγνωσίας, το να αισθάνεται δηλαδή κα­νείς το αχώρητο, το απρόσιτο, το άρρητο του Θεού και το να ομιλεί περί του αρρήτου του Θεού και του απροσίτου και του αχωρήτου, αυτή είναι η μόνη δυνατή γνώση σχετικά με την ουσία του Θεού και ο μόνος δυνατός τρόπος αισθήσεως του Θεού και ομιλίας πε­ρί αυτού. Ακόμη περισσότερο, αυτό είναι μία πείρα, μία εμπειρία, στην οποία καταλήγει κανείς, όταν όλοι οι άλλοι δρόμοι που με την νόησή του άνοιξε για να φθάσει στον Θεό, έχουν αποδειχθεί αδιέξοδοι. Έτσι ο Θεός παύει πλέον να είναι νοητικό ή συναισθηματικό ή οτιδήποτε άλλο αντικείμενο, και γίνεται βίωμα: όπως  έλεγαν οι Πατέρες, «πάσχειν τα θεία». Ο δρόμος της γνώσεως δεν είναι ο νοητικός, αλλά ο βιωματικός. Ο Θεός δεν είναι το αντικείμενο της γνώσεως, αλλά το υποκείμενό της. Και η σχέση του ανθρώπου με Αυτόν, δεν είναι σχέση γνώσεως, αλλά ενώσεως, δηλαδή, όπως λένε οι Πατέρες και η Εκκλησία μας, «θεώσεως». Έτσι φθάνουμε στην καρδιά της ορθόδοξης θεολο­γίας, κατά την οποία ο άνθρωπος πλάσθηκε από το Δημιουργό του για να μετάσχει στη θεία φύση και να γίνει θεός, θεός όχι κατά φύσιν και κατ’ ουσίαν, εφόσον η ουσία του Θεού είναι απρόσιτη και άγνωστη, αλλά θεός κατά χάριν, ενούμενος μαζί του, δηλαδή θεούμενος.

Εδώ ανακύπτει ένα πιθανό ερώτημα: αφού η ουσία και η φύση του Θεού είναι απρόσιτη στον άνθρωπο, με τί ενώνεται ο θεούμενος άνθρωπος; Θέωση σημαίνει ένωση με το Θεό. Αφού η ουσία είναι απρόσιτη, πώς ενώνεται ο άνθρωπος με τον Θεό;

Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να κάνουμε μία διάκριση. Αν και η ουσία του Θεού μέ­νει άγνωστη και απρόσιτη στον άνθρωπο, όμως ο Θε­ός αποκαλύπτεται και γνωρίζεται και γίνεται προσιτός μέσω των ενεργειών του. Επειδή αφ’ ενός ο Θεός είναι  για τον άνθρωπο απρόσιτος κατά την ουσία· και επειδή  αφ’ ετέρου η θέωση του ανθρώπου πρέπει να νοηθεί ως μετοχή στη θεία φύση, γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε  διάκριση ανάμεσα στην ασύλληπτη, απρόσιτη, άκτιστη θεία ουσία, και στις προσιτές, αλλά επίσης άκτιστες, αλλά και αχώριστες από τη θεία ουσία, ενέργειες, με τις οποίες αποκαλύπτεται και γνωρίζεται ο Θεός. Τέ­τοια ενέργεια είναι π.χ. η θεία χάρις. Λέγεται θεία χάρις, γιατί χαρίζεται στους ανθρώπους και τους οδηγεί στη σωτηρία, ανάλογα με τη δεκτικότητά τους. Χαρίζει ο Θεός, αλλά πρέπει και εμείς να δεχθούμε τη δωρεά. Ο Θεός δεν μεροληπτεί, δίνει τη χάρη του σε όλους. Λέγει η Γραφή: «Τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονη­ρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. 5, 45). Η χάρη είναι άκτιστη δωρεά του Θεού. Δεχόμενος κανείς τη χάρη του Θεού, διαποτίζεται από αυτήν. Δεχόμενος ο άνθρωπος τη θεία χάρη, ενώνεται με τον Θεό, θεούται. Αυτή είναι η θέωση. Το ίδιο είναι η δόξα του Θεού, μια άλλη άκτιστη ενέργεια του Θεού. Θέωση θα πει να βλέπεις τη δόξα του Θεού. Αυτό είναι ο παράδεισος. Και η κόλαση είναι αντίστοιχα να μην μπορείς να δεις τη δόξα του Θεού. Η κόλαση και ο παράδεισος είναι η θέα ή η μη θέα της δόξης του Θεού. Η θέα της δόξας του Θεού είναι η άπειρη μακαριότητα του ανθρώπου. Γιατί ο Θεός είναι μεν το τελείως απρόσιτο ον, αλλά η άκτιστη ενέργεια του Θεού καθιστά προσιτή τη δόξα του. Βλέποντας τη δόξα του Θεού, ενούται ο άνθρωπος με την άκτιστη αυτή ενέργεια του Θεού, που είναι για μάς το ανώτερο που μπορούμε να συλλάβουμε για τον Θεό, είναι ο ίδιος ο Θεός· το να δούμε τη δόξα του Θεού, αυτή είναι η μακαριότης μας, αυτός είναι ο παράδεισος, αυτή είναι η θέωση. Το να μη μπορεί να δει κανείς τη δόξα του Θεού, αυτό είναι το μεγαλύτερο βάσανο, αυτό είναι η κόλαση.

             Κριτήριο για τη θέα της δόξας του Θεού είναι η αγά­πη. Θυμηθείτε την παραβολή της μελλούσης κρίσεως. Ο Κριτής θα κρίνει με το κριτήριο της αγάπης. «Ο Θεός αγάπη εστίν», όπως γράφει ο Ευαγγελιστής Ιω­άννης (Α’ Ιω. 4, 8.10). Ο Θεός είναι αγάπη· δε λέμε έχει αγάπη, αλλά είναι αγάπη. Αφού είναι αγάπη, θα κρίνει με το μέτρο αυτό τους ανθρώπους. Εσείς οι εκ δεξιών μου, δείξατε αγάπη, μπορείτε να με δείτε: «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομή­σατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (Ματθ. 25, 34). Οι άλλοι πάλι θα δουν το Θεό, αλλά αν δεν έχουν αγάπη, η αγάπη του Θεού θα τους καίει. Και για τους μεν θα είναι φως που θα φωτίζει, για τους δε «πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. 12, 29). Ο Θεός, λένε οι Πατέρες, τιμωρεί τους αμαρτωλούς, χρησιμο­ποιώντας ως μαστίγιο την αγάπη του. Εμείς ανάλογα με τη στάση μας απέναντι στο Θεό θα απολαύσουμε τον παράδεισο, ή θα υποστούμε την κόλαση. Η ανταπόκριση ή μη στην αγάπη του Θεού είναι αυτή που κολά­ζει ή σώζει τον άνθρωπο.

Η προσέγγιση αυτή, για την οποία μίλησα, στις άκτι­στες ενέργειες του Θεού, είναι η μόνη δυνατή προ­σέγγιση του Θεού που μπορεί να πραγματοποιήσει ο άνθρωπος.

Με όσα είπαμε, έγινε κατανοητό, ότι λέγοντας αγνωσία οι Πατέρες δεν εννοούν τον αγνωστικισμό. Ο αγνωστικιστής αναφέρεται σ’ αυτή την ύπαρξη του Θεού. Φρονεί ότι, το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός, είναι αδύνατον να το γνωρίζουμε. Για την Ορθοδοξία όμως η αγνωσία είναι η υψίστη μορφή της γνώσεως του Θεού, μιας γνώσεως που οδηγεί από την αλογία στην δοξολογία. Πολύ ωραία ψάλλει ένας ύμνος: «Αφού δεν μπορούμε να βρούμε λόγια να σημάνουμε την ασύλληπτο στο νου τριφεγγή σου θεότητα, φιλάν­θρωπε Δέσποτα, σε υμνούμε και τη δύναμή σου δοξά­ζουμε». Και ένας ύμνος των Χριστουγέννων: «Μυστή­ριον ξένον, ορώ, και παράδοξον! Ουρανόν, το σπήλαιον· θρόνον χερουβικόν, την Παρθένον· την φάτνην, χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος, Χριστός ο Θεός· ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν».

Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι το δοξολογικό τέ­λος και η δοξολογική αρχή στους ύμνους είναι κύριο χαρακτηριστικό της ορθοδόξου θεολογίας που εκφράζεται στην ορθόδοξη υμνολογία, γιατί η υμνο­λογία είναι η πεμπτουσία της θεολογίας. Η Οκτώηχος του Ιωάννου του Δαμασκηνού περιέχει όλη τη σύνοψη της θεολογίας. Όχι μόνον σύνοψη αλλά και ανάπτυξη, έκθεση της θεολογίας.

Ορθοδοξία δεν είναι μόνον η ορθή δόξα περί του Θεού, η ορθή πίστη, αλλά είναι και η ορθή δόξα προς τον Θεό, η ορθή δοξολογία. Η ορθή δόξα του Θεού, η δοξολογία δηλαδή του Θεού, γίνεται στο πλαίσιο της ορθής δόξας περί του Θεού, είναι αχώριστη από την ορθή πίστη, το ορθό δόγμα. Και η δόξα ως πίστη και δι­δασκαλία είναι αχώριστη από τη δόξα ως αίνον και δο­ξολογία.

Όλη η ορθόδοξη θεολογία ως λόγος περί του Θεού και ειδικότερα η θεολογία των Πάτερων της Εκκλη­σίας καταλήγει διά μέσου του αποφατισμού ακριβώς στην δοξολογία του Θεού.

Η περιήγηση στο περιβόλι της ορθοδόξου θεολογίας με ξεναγούς τους θεοφόρους Πατέρες μάς έδειξε το απρόσιτο του Θεού. Όμως αυτός ο απρόσιτος Θεός είναι ο πατέρας μας, ο πλάστης και δημιουργός μας, είναι αγάπη, είναι η αγάπη· και η αγάπη του δεν θέλησε να αφήσει εαυτόν «αμάρτυρον» κατά την Γραφή (Πράξ. 14,17). «Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4,4) έγινε προσιτός και απεκάλυψε τον εαυτό του στο πρό­σωπο του Υιού και Λόγου του· «και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού» (Ιω. 1, 14). «Σώσαι θέλων τον κόσμον, ο των όλων κοσμήτωρ, προς τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε· και ποιμήν υπάρχων ως Θεός, δι’ ημάς έφάνη καθ’ ημάς άνθρωπος· ομοίω γαρ το όμοιον καλέσας, ακούει παρά πάντων ούτως: Αλληλούια» (Ακάθιστος Ύμνος, Σ), «αινείτε τον Θεόν!»

(Γεωργίου Αντ. Γαλίτη, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Αποκάλυψη και Εκκλησία», εκδ. Ι. Μητροπόλεως Ηλείας, Πύργος 2006, σ.7-23)