Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Η αδιάλειπτη Προσευχή (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)


theologia
efxh
Όπως το να αναπνέεις ποτέ δεν είναι άκαιρο, έτσι ούτε και το να ζητάς, αλλά το να μη ζητάς είναι άκαιρο. Διότι όπως έχουμε ανάγκη από αυτήν, την αναπνοή, έτσι και από τη βοήθειά Του· και εάν θέλουμε, εύκολα μπορούμε να Τον προσελκύσουμε. Αυτά που πολλές φορές δεν μπορούμε να κατορθώσουμε με τη δική μας προσπάθεια, αυτά εύκολα θα μπορέσουμε να τα επιτύχουμε με τις προσευχές, τις προσευχές εννοώ τις συνεχείς. Διότι πρέπει πάντοτε και ακατάπαυστα να προσεύχεται και αυτός που βρίσκεται σε θλίψη και αυτός που βρίσκεται σε άνεση, και μέσα στις συμφορές και μέσα στα αγαθά· αυτός που έχει άνεση και πολλά αγαθά, για να μένουν αμετακίνητα και αμετάβλητα και να μην τα στερηθεί ποτέ, και αυτός που έχει θλίψεις και πολλές συμφορές, για να δει κάποια αγαθή μεταβολή, να επέλθει γαλήνη και να παρηγορηθεί.
Έλεγε η Άννα (η μητέρα του Σαμουήλ) συνεχώς τα ίδια και δεν σταματούσε να προσεύχεται δαπανώντας πολύ χρόνο με τα ίδια λόγια. Έτσι λοιπόν και στο Ευαγγέλιο διέταξε ο Χριστός να προσευχόμαστε. Διότι λέγοντας στους Μαθητές: «Όταν προσεύχεστε, μη φλυαρείτε όπως οι ειδωλολάτρες, που νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουσθούν» (Ματθ. 6, 7), μας δίδαξε και τον τρόπο της προσευχής, δείχνοντας ότι το να εισακουσθεί η προσευχή εξαρτάται όχι από το πλήθος των λόγων, αλλά από την εγρήγορση του νου.
Εάν αγρυπνούμε, η Χάρη μας κάνει ναούς του Αγίου Πνεύματος, ώστε όλα να μας έρχονται πολύ εύκολα… οπουδήποτε κι αν είσαι, το θυσιαστήριο το έχεις μαζί σου… αφού συ ο ίδιος είσαι και ιερέας και θυσιαστήριο και θύμα που θυσιάζεται. Γιατί όπου και να είσαι μπορείς να στήσεις τον βωμό δείχνοντας μόνο άγρυπνη διάθεση, και καθόλου δεν σε εμποδίζει ο τόπος ούτε ο καιρός, αλλά κι αν δεν γονατίσεις, κι αν δεν κτυπήσεις το στήθος και δεν σηκώσεις τα χέρια στον ουρανό, αλλά δείξεις μόνο θερμή διάνοια, η προσευχή σου είναι πλήρης.
Είναι δυνατόν και γυναίκα που υφαίνει και γνέθει με τη ρόκα της να στραφεί βλέποντας τον ουρανό με τη διάνοια και να επικαλεσθεί με θερμότητα το Θεό· είναι δυνατόν και άνθρωπος που ευρίσκεται στην αγορά και περπατά μόνος του να κάνει μακρές προσευχές· και άλλος που κάθεται στο εργαστήριο και ράβει δέρματα να ανεβάσει τη ψυχή του στον Δεσπότη· είναι δυνατόν και ο υπηρέτης, και ο δούλος κι εκείνος που πηγαινοέρχεται κι εκείνος που εργάζεται στο μαγειρείο, όταν δεν μπορεί να έλθει στην εκκλησία, να κάνη προσευχή μακρά και έντονη· δεν περιφρονεί τόπο ο Θεός· ένα μόνο ζητά, διάνοια θερμή και ψυχή που σωφρονεί.

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Στη Νέα Σκήτη αγιάσανε Μητροπολίτες και επίσκοποι

 

Η ιερά Νέα Σκήτη του Αγίου Παύλου, καθώς μου διηγήθηκαν οι κάτοικοι αυτής, Μοναχοί ευλαβείς και άγιοι Πατέρες, κατά καιρούς έχει κρύψει στους κόλπους της, στις ασκητικές Καλύβες και τα ησυχαστήρια της, πολλούς Μητροπολίτες, επισκόπους και αρχιεπισκόπους, οι οποίοι, εκτός από τον αναφερόμενο στον Α’ τόμο του «Γεροντικού» μας, επίσκοπο Ευβοίας Θεοφάνη (βλέπε σελ. 31), είναι και οι:
1) Ο Μητροπολίτης Λακεδαίμονος Θεοφάνης, ο οποίος ασκητικά και με κάθε είδος αρετής κεκοσμημένος, έζησε στην ασκητική Καλύβα «Ζωοδόχος Πηγή» με πολλή αυταπάρνηση και ταπείνωση σαν απλός Μοναχός, στην υπακοή και στη θερμή και αδιάλειπτη προσευχή. Αξιώθηκε δε μακαριστού τέλους και παρέδωσε την μακαρία του ψυχή, στα χέρια του Σωτήρος του κόσμου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά το σωτήριον έτος 1805. Δυστυχώς δεν διασώθηκαν άλλα στοιχεία από την ευλογημένη και μακαρία ζωή του.
2) Ο Μητροπολίτης Ραψάνης Βησσαρίων, ο οποίος άφησε κάθε ανθρώπινη δόξα και τα αξιώματα του ματαίου τούτου κόσμου και με ειλικρινή μετάνοια, με επίγνωση και συντριβή της καρδιάς του, έγινε ζωντανό πρότυπο αρετής και παράδειγμα μιμήσεως της αγίας ζωής του ανάμεσα στους Πατέρες και αδερφούς της Ιεράς αυτής Νέας Σκήτης.
Για την αρετή του αυτή τον αξίωσε ο Κύριος να αφήση την τελευταία του πνοή στον έχοντα εξουσίαν ζωής και θανάτου Κύριον και Θεόν ημών, στην Ιεράν αυτή Σκήτη, από την ασκητική Καλύβα από την οποία, σαν Ιερό πορθμείο, περαιώθη στη βασιλεία των ουρανών και κατετάγη στα Τάγματα των Οσίων και Θεοφόρων Αγιορειτών Πατέρων ημών.
3) Ο Επίσκοπος Χαλεπίου Γεράσιμος, του οποίου πόθησε η ψυχή, να τελειώσει το δρόμο της ενάρετης ζωής και πολιτείας του, στο Ιερό Περιβόλι της Παναγίας Θεοτόκου, στο Άγιον Όρος. Τον αξίωσε δε ο Κύριος της δόξης και Θεός ημών Ιησούς Χριστός, να ησυχάσει για πολλά χρόνια, σε μια από τις ερημικές ασκητικές Καλύβες της Νέας Σκήτης, από την οποία κι αυτός σαν πουλάκι με δόξα
Θεού, πέταξε η ψυχή του στα ουράνια και τον πήρε εκεί να δοξάζει
αιώνια τον Τρισυπόστατο Θεό με τους Αγγέλους και όλους τους
Αγίους.
4) Ο Επίσκοπος Μεσολογγίου Αθανάσιος, ο οποίος, αφού πολλές ψυχές πιστών και ευσεβών χριστιανών, με το υπόδειγμα της ενάρετης ζωής και πολιτείας του και την θεοφώτιστη διδασκαλία του, κατεύθυνε στο θέλημα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και πολλά χρόνια εργάστηκε, σαν ευλαβής ιεράρχης
στον αμπελώνα του Κυρίου, από τον οποίο και στον οποίο προσέφερε
«πεπήρους όρπηκας» στην αγία Εκκλησία Του, προς το τέλος της
ζωής του, πεθύμησε να γευθεί το μέλι της ησυχίας.

Όσιος Σεραπίων ο Ρώσος

 

Στο νοητό στερέωμα των Αγίων της Εκκλησίας μας και στην αγιορείτικη χορεία των Οσίων Πατέρων, κατά τα τελευταία αυτά χρόνια, προστέθηκε κι άλλο αστέρι μεγάλου μεγέθους, ο Ρώσος την καταγωγή και αδελφός της Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήμονος, Σεραπίων Μοναχός, ο οποίος για περισσότερη ησυχία και τελειοποίηση στην επιστήμη και καλλιέργεια της νοεράς προσευχής, αποφάσισε να αναχωρήσει από την πολυθόρυβη ζωή της μετανοίας του.
Αφού προγυμνάστηκε στην αυταπάρνηση, την υπακοή και την ταπείνωση, υπηρετώντας πρόθυμα τους Γέροντες και αδελφούς της ιεράς Κοινοβιακής Μονής του Αγίου Παντελεήμονος και έλαβε τα απαραίτητα αυτά εφόδια, με την ευλογία και άδεια του Καθηγουμένου, ανεχώρησε και πήγε στην έρημο των Κατουνακίων και Καρουλίων.
Εκεί βοηθήθηκε από τους ησυχαστές της ερήμου και προόδευσε πολύ στην καρδιακή νοερά προσευχή και με πολλούς και σκληρούς αγώνες, στερήσεις, κακουχίες, αντιστάθηκε σε όλους τους πειρασμούς της ολιγωρίας και ολιγοπιστίας. Με πίστη θερμή και αγάπη αληθινή προς όλους τους Πατέρες, τους οποίους με πολλή ταπείνωση παρακαλούσε να προσεύχωνται για την ψυχική του σωτηρία.
Ύστερα από μικρή αδιαθεσία, προείδε τον καιρό της εκδημίας του, και ήταν έτοιμος με χαρά να έρθει εκείνη η ευλογημένη ώρα, όπως συνήθιζε να λέει πολλές φορές. Έτσι με τη χάρη του Θεού, αφού ζήτησε συγχώρεση από όλους τους Πατέρες, κοιμήθηκε τον μακάριο ύπνο των Οσίων το 1974 σωτήριο έτος.
Με την ενάρετη και αγία ζωή του, ο όσιος αυτός Σεραπίων, απέδειξε ακόμη μια φορά οτι, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός «Χθες, σήμερον και εις τους αιώνας είναι ο αυτός» (Έβρ. ΙΓ’ 8). Και οτι εκ των αναίσθητων λίθων των σημερινών ανθρώπων και πιστών χριστιανών, Μοναχών και Κληρικών, μπορεί ο Θεός και κατά τους έσχατους αυτούς καιρούς, να αναδείξει άξιους δούλους Του, εργάτες της αρετής, οι οποίοι μπορούν να λάβουν την αγιαστική Του θεία χάρη.

Ο κόπος που γίνεται για πνευματικό σκοπό πληρώνεται

 

Στην ιερά αυτή Σκήτη, της Αγίας Άννης με πίστη και αφοσίωση, όπως και σ’ όλη την περιφέρεια του Αγίου Όρους, έχουν αφιερώσει τη ζωή τους πολλοί ευλαβείς χριστιανοί, από όλα τα μέρη της Ελλάδος, καθώς και από άλλα ακόμη Ορθόδοξα χριστιανικά Κράτη, όπως είναι Ρώσοι, Ρουμάνοι, Σέρβοι και Βούλγαροι και κατά καιρούς έχουν ασκητέψει. Ειδικά στη Σκήτη αυτή της Αγίας Αννης έχουν συνασκητέψει πολλά κατά σάρκα αδέλφια, με αρετή και πνευματική προκοπή, όπως ήταν οι αδελφοί «Καρτσωναίοι» τέσσερα κατά σάρκα αδέλφια και οι τέσσερις πνευματικοί, οι «Λεονταίοι», ό Παπά -Χαράλαμπος με τον Παπα – Θεοδόσιο, ό Γαβριήλ με τον Ιωάννη οί Μυτιληνιοί, πέντε άλλα αδέλφια στην Καλύβα «Αγία Τριάς» και πολλοί άλλοι για τους οποίους ακούσαμε, αλλά δεν αξιωθήκαμε να τους γνωρίσουμε, γι’ αυτό και δεν αναφέρονται εδώ με τα ονόματα τους.
Για να στερεωθεί περισσότερο ή πίστη των Πατέρων και αδελφών αυτών και να μένουν μέχρι τέλους της ζωής τους στα βράχια αυτά, με διάφορα σημεία και θαύματα, ό Πανάγαθος Θεός δυνάμωνε και στερέωνε την πίστη και αγάπη τους για τα ιερά και αγιασμένα μέρη αυτά του Αγίου Όρους.
Σε διάφορα σημεία του Αγίου Όρους, συναντάμε στο δρόμο μικρά προσκυνηταράκια, μικρές εικόνες ή σταυρούς, πού το καθένα άπ’ αυτά έχει την ιστορία του. Γι’ αυτά σας παραθέταμε όσα οι Πατέρες προφορικά μας παρέδωκαν:
α) Στη Σκήτη της Αγίας Αννης, από τη θάλασσα ό δρόμος είναι πολύ ανηφορικός και κοπιαστικός. Οι Πατέρες, κατά την περίοδο του Αυγούστου, ανέβαζαν με την πλάτη το σιτάρι τους και ότι άλλο ήταν απαραίτητο για τροφή και συντήρηση και ανέβαιναν μετά κόπου πολλοί βαρεία φορτωμένοι, γιατί πριν από 50 – 60 χρόνια δεν επιτρεπόταν να έχει κανείς υποζύγια.
Μετά από λίγα χρόνια και μέχρι σήμερα, ή πίστη μας λιγόστεψε, ή φύση μας αδυνάτισε ή στις ανέσεις σιγά – σιγά γυρίσαμε και στις ευκολίες της ζωής; Δεν γνωρίζω ποιο άπ’ όλα συντέλεσε να μη συνεχίζεται μέχρι σήμερα εκείνη ή ωραία, αυστηρή, αλλά και πολύ βαριά και δυσβάστακτη Παράδοση, κατά την οποία δεν επετρέπετο ή μεταφορά των αγαθών με υποζύγια, άλλ’ ας ίδωμεν την συνέχεια, που με διάφορες θαυματουργικές επεμβάσεις της Κυρίας Θεοτόκου και της θείας Προνοίας δυνάμωνε και ανεζωπυρώνετο ή πίστη και αυταπάρνηση των Πατέρων μας.
Μια μέρα, ένας υποτακτικός νέος. ενώ ανέβαζε το φορτίο με τα τρόφιμα στην πλάτη, από τη θάλασσα, να το πάει στην Καλύβα πού ήταν στη Σκήτη, κουρασμένος κάθισε να ξεκουραστεί λίγο. Τότε ο Σατανάς δεν έχασε καιρό κι άρχισε να τον πειράζει με διάφορους λογισμούς, και να του βάζει στο μυαλό, πώς άδικα κοπιάζει κι ότι οι κόποι αυτοί θα πάνε χαμένοι, γιατί γίνονται για το σώμα κι όχι για την ψυχή και με άλλα παρόμοια του βασάνιζε το νου. Αυτά του φέρανε κάποια απροθυμία και στενοχώρια με ψυχική θλίψη. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσε μια φωνή, πού πληροφορήθηκε πώς ήταν φωνή της Παναγίας, να του λέγει: «Γιατί στενοχωριέσαι και θλίβεσαι παιδί μου; Οί κόποι σου δε θα πάνε χαμένοι, ό ίδρωτας πού χύνεις με τόση προθυμία να ανεβαίνεις αυτόν τον δύσκολο ανήφορο και να πηγαίνεις με τη πλάτη το φορτίο σου πάνω στη Σκήτη και συ και όλοι οι αδελφοί πού κάνουν αυτό τον κόπο, ό Υιός και Θεός μας, ό Δεσπότης Χριστός, θα το δεχθεί σαν αίμα μαρτυρικό και αυτά πού άκουσες να τα ειπείς σ’ όλους τους αδελφούς να ανεβάζουν αγόγγυστα το φορτίο τους και θα έχουν μισθό αιώνιο».
Ό Μοναχός ενθουσιασμένος από την πληροφορία αυτή της Παναγίας, γεμάτος χαρά πήγε στο Κυριάκο και όλα αυτά είπε στους Πατέρες, οι όποιοι με χαρά και προθυμία ανέβαζαν τα φορτία τους στην πλάτη από τη θάλασσα.
Εις ανάμνηση του θαύματος αυτού, οι πατέρες, στο σημείο εκείνο πού ακούστηκε ή φωνή, έστησαν το προσκυνητάρι στο όποιο έβαλαν την εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου και την ευχαρίστησαν πού τους έδειξε με τον τρόπο αυτόν ότι αναγνωρίζονται και πληρώνονται οι κόποι των Μοναχών και κάθε ανθρώπου, πού για την αγάπη του Υιού και Θεού Της υπομένουν.
Τελευταίως, ό Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης κατέγραψε το ιστορικό αυτό γεγονός επί του ιερού Προσκυνηταρίου της Αγίας Αννης.

ο ιερομοναχος γαβριηλ στη νεα σκητη (1880-1967)

 

Στην Καλύβη του «Αγίου Σπυρίδωνος» έγινε Μοναχός και πήρε το όνομα Γαβριήλ και υστέρα από πολλά χρόνια υπακοής, στους Γεροντάδες του, έγινε Διάκονος, Πρεσβύτερος και Πνευματικός. Κατόπιν προσκλήσεως του Επίσκοπου Κορίνθου, με την ευλογία του Γέροντα του, πήγε στην Κόρινθο. Εκεί έμεινε πολλά χρόνια, με την εξομολόγηση, τη πνευματική νουθεσία, άλλα καί το παράδειγμα της πνευματικής του ζωής καί πολιτείας, βοήθησε τους χριστιανούς να βρούνε το δρόμο του Θεού, το δρόμο της κατά Θεόν ζωής καί της καθόλου αρετής.
Με το δικό του παράδειγμα, τη νηστεία, την εγκράτεια, την προσευχή, την ταπείνωση καί κάθε άλλο είδος αρετής, πού πρέπει να έχει κάθε χριστιανός για να φτάσει στην κορωνίδα των αρετών πού είναι ή αγάπη, χωρίς την οποία δεν μπορεί ό άνθρωπος να λέγεται καί να είναι χριστιανός καί δε θ’ αξιωθεί ποτέ να δει το πρόσωπο του Θεού, γι’ αυτό έλεγε ό αείμνηστος αυτός Γέρο – Παπα – Γαβριήλ: — Ό άνθρωπος, αν κάθε μέρα κοινωνεί τα Άχραντα Μυστήρια, το Σώμα καί Αίμα του Δεσπότη Χριστού, όλη την περιουσία του να δώσει ελεημοσύνη, από τη νηστεία καί τις μετάνοιες αν στεγνώσει καί γίνει πετσί καί κόκαλο σχέτος σκελετός, αν δεν αποκτήσει αγάπη προς το Θεό καί τους ανθρώπους καί σ’ όλη τη φύση, δεν έκανε τίποτε καί δε θα τύχει ποτέ του ελέους καί των οικτιρμών του Θεού, όπως μας διδάσκει καί ό μεγάλος εκείνος των Εθνών απόστολος Παύλος, ό όποιος έχει πλέξει το εγκώμιο της μεγάλης αυτής αρετής πού λέγεται αγάπη και έγραφε στους Κορίνθιους: «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των Αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ήχων ή κύμβαλον αλαλάζον και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πασάν την γνώσιν, και εάν έχω την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δεν μη έχω ουδέν ειμί, και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντα μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσωμαι, άγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι» και όλο το Κεφάλαιο τούτο είναι ένας συνεχής ύμνος της αρετής της αγάπης. (Α’ Κορ. ΙΓ’ 1-3).

Ο Γερο – Μιχαήλος στα Καυσοκαλύβια

 

Πριν από δεκαέξι χρόνια (1965) ο Γερο – Μιχαήλος, Γέροντας της Καλύβης «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» είχε ανιστορήσει μια εικόνα του αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως (διότι ήταν καλός αγιογράφος), την οποία εικόνα είχε μεταφέρει ο ίδιος στην νήσο Ρόδο.
Ο Γερο – Μιχαήλος, επί είκοσι και πλέον χρόνια είχε πάθει έλκος του στομάχου και κατά καιρούς υπέφερε από φριχτούς πόνους.
Όταν γύρισε από την Ρόδο, που παρέδωσε την εικόνα του Αγίου Νεκταρίου, στο πλοίο τον έπιασαν πάλι ισχυροί πόνοι και κάθονταν σε μια γωνιά κουβαριασμένος.
Στο ίδιο πλοίο συνταξίδευε και ένας γιατρός παθολόγος Παπανικολάου το όνομα. Ο γιατρός ρώτησε τον Γερο – Μιχαήλ «γιατί κάθεσαι έτσι μαζεμένος Πάτερ;» Και αφού έμαθε την αιτία του είπε: «Μη στενοχωριέσαι Γέροντα, θα σου δώσω εγώ ένα φάρμακο και θα γίνεις περδίκι», όπως μου είπε ο ίδιος ο Π. Μιχαήλ, όταν του έδωσε το φάρμακο και το ήπιε αμέσως υπεχώρησαν οι πόνοι, ανακουφίστηκε αρκετά και έτσι μπόρεσε και συνέχισε το ταξίδι άνετα.
Όταν έφτασε στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, στο Άγιον Όρος, δεκαπέντε ήμερες πριν από την εορτή του Αγίου Νεκταρίου, ο Γέρο – Μιχαηλος, μετά το Απόδειπνον και την Ιδιαίτερη προσευχή (τον κανόνα του) έπεσε να αναπαυθεί. Δεν πέρασε δε ούτε μια ώρα και άκουσε την πόρτα του δωματίου του να ανοίγει.
Από τον θόρυβο ξύπνησε και βλέπει μπροστά του έναν ιεροπρεπή σεβάσμιο Γέροντα. Στήν αρχή φοβήθηκε κι όταν συνήλθε από το φόβο, κοίταξε καλύτερα και βλέπει ότι έφερε εγκόλπιο και σταυρό στο στήθος.
Τότε ξεθάρρεψε και με κάπως έντονη φωνή είπε: «Ο άγιος Νεκτάριος!» ο οποίος του είπε: «Ηρθα να σου πω ότι δεν σε θεράπευσε ο γιατρός Παπανικολάου με τα φάρμακα του στο πλοίο αλλά από την στιγμή που πήγες την εικόνα μου στην Ρόδο, θεραπεύτηκες. Να δοξάζεις το Θεό και να τιμάς την Παναγία».

Γέρων Αβέρκιος

 

Το έτος 1880 ήρθε από το Μοναστήρι της Νάξου ό Γέρων Αβέρκιος Μοναχός, ό όποιος έζησε με άσκηση και εγκράτεια, έδειξε μεγάλη υπομονή στους πειρασμούς και καρτερικότητα στον πόλεμο της σάρκας και του Διαβόλου. Έμενε στη σπηλιά της Νέας Σκήτης και επειδή είχε σύντροφο τη μακαριά απλότητα και θερμή πίστη στο Θεό, έφτασε σε μεγάλα μέτρα αρετής και ταπεινώσεως. Κατά καιρούς έδειξε σημεία, από τα όποια φαίνεται πώς είχε μεγάλη παρρησία στο Θεό.
Σαν ανταμοιβή της θερμής πίστεως και των πολλών του κόπων, είχε λάβει από τον Πανάγαθο Θεό πολλά χαρίσματα όπως είναι το «διορατικό», το «προορατικό», αλλά και με το προφητικό ακόμη χάρισμα ήταν πλουτισμένος. Με τα χαρίσματα αυτά έβλεπε και πρόλεγε υπερφυσικά πράγματα:
α) Σε μια αγρυπνία πού είχαν οι Πατέρες στο Κυριάκο της Σκήτης, κατά την ώρα της θείας λειτουργίας μπήκε στο ιερό. Ό εφημέριος του έλεγε τι θέλεις εδώ, Γέρο – Αβέρκιε; Αυτός δεν είπε τίποτε στον εφημέριο, αλλά πλησίαζε στην αγία Τράπεζα οπού έβλεπε το Δεσπότη Χριστό να του κάνει νόημα με το χέρι να πλησιάσει. Κι όταν πήγε κοντά του έδειξε πώς είναι γραμμένο το όνομα του στη «Βίβλο της Ζωής» και του είπε ότι πρέπει περισσότερο να αγρυπνεί και να προσεύχεται.
β) Όταν για πρώτη φορά είδε, ό Γέρο – Αβέρκιος, το Νεόφυτο νέο Καλογέρι του είπε πώς, σύντομα θα γινόταν παπάς, και πράγματι υστέρα από λίγα χρόνια χειροτονήθηκε Διάκονος και την άλλη μέρα πρεσβύτερος και σε νόμιμη ηλικία προχειρίστηκε Πνευματικός.
γ) Μέσα από το ασκητήριο του, πού συνέχεια και αδιάλειπτα προσεύχονταν, είδε στο Μοναστήρι του Αγίου Παύλου, να μπαίνουν πλήθος Δαίμονες από τον Πύργο του Μοναστηρίου και να φθάνουν μέχρι τον ξενώνα, το λεγόμενο «Αρχονταρίκι» και μετά από 20 μέρες, από το φαινόμενο αυτό, πήρε φωτιά το Μοναστήρι, από το μέρος εκείνο του Πύργου, και έφτασε ή φωτιά μέχρι κει πού πήγαν οί Δαίμονες, κάηκε όλο το μέρος εκείνο.
δ) Με το «διορατικό» χάρισμα πού είχε, όταν πήγαιναν οι Πατέρες να κοινωνήσουν τα Άχραντα Μυστήρια, το Σώμα και Αίμα του Σωτήρος Χριστού, διέκρινε τον καθένα άπ’ αυτούς σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκονταν και ανάλογα με τα φαινόμενα, άλλοτε λυπόταν και άλλοτε χαίρονταν.

Θαυμαστή ωφέλιμη διήγηση για την απλότητα της καρδίας

 

Θαυμαστή ωφέλιμη διήγηση για την απλότητα της καρδίας
Διηγήθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τὴν ἀκόλουθη ἱστορία ποὺ ἄκουσε στὴν ἔρημο τῆς Θηβαϊδος. Συνέβηκε κάποτε καὶ πέρασε ἀπὸ τὴν ἔρημο ἕνας μεγάλος πνευματικὸς καὶ στὴν ἀρετὴ περιβόητος. Τότε πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἔτρεχαν καὶ ἐξομολογοῦντο σ’αὐτόν, μεταξύ τους δὲ πῆγε καὶ ἕνας ἁπλὸς καὶ ἄκακος ἄνθρωπος βοσκὸς στὸ ἐπάγγελμα, ποὺ δὲν ἤξερε τί θὰ πεῖ ἁμαρτία μόνη του δὲ ἐπιθυμία ἦταν πὼς νὰ κερδίσει τὸ παράδεισο. Ὁ πνευματικὸς τότε τοῦ εἶπε νὰ κρατεῖ τὸν ἴσιο δρόμο καὶ θὰ φθάσει στὸ παράδεισο. Ἄκακος ὅπως ἦταν ἑρμήνευσε κατὰ γράμμα τὰ λόγια τοῦ πνευματικοῦ καὶ περπατώντας τρεῖς μέρες ἔφτασε σ’ ἕνα μοναστήρι καὶ είπε στὸν ἡγούμενο τὸν πόθο του. Ἀπὸ τὰ λόγια του ὁ ἡγούμενος ἐννόησε τὴν ἁπλότητα καὶ ἀκεραιότητά του, τὸν δέχτηκε στὸ μοναστήρι καὶ ἀφοῦ τὸν ἔκαμε μοναχὸ τὸν ἔβαλε νὰ «φιλοκαλὴ» τὴν Ἐκκλησίαν, δηλαδὴ τὸν ἔκαμε νεωκόρο.

Kύριε μη με ελεήσεις. Γεροντικό.

 

Πριν από πoλλά χρόνια ζoύσε σε κάπoιo χωριό της πατρίδoς μας ένας νέoς, πoυ από μικρός είχε τoν πόθo να γίνει ασκητής. Υπήρχαν όμως κάπoιες δυσκoλίες: Ήταν αγράμματoς,βραδύγλωσσoς, λίγo βραδύνoυς και με oικoγενειακές υπoχρεώσεις.
Ομως στην ηλικία των 40 περίπoυ ετών μπόρεσε να πραγματoπoιήσει τη κρυφή τoυ αγία επιθυμία. Έφυγε από τo χωριό τoυ και περιπλανώμενoς από τόπoυ εις τόπo κατέληξε σε ένα ερημoνήσι, όπoυ βρήκε ένα γέρo ασκητή πoυ τoυ ανέπαυε την καρδιά και έγινε υπoτακτικός τoυ.
Με έκπληξη λoιπόν παρατηρoύσε ότι: όταν πρoσευχόταν o Γέρoντάς τoυ έλαμπε oλόκληρoς, και ιδιαιτέρως όταν παρακλητικά και μετά δακρύων έλεγε «Κύριε, ελέησόν με».
Ο Γέρων-ασκητής ήταν και αυτός αγράμματoς, αλλά oι συμβoυλές τoυ ήταν πoλύτιμες και γεμάτες σoφία και όλη τoυ η πνευματική πρoσπάθεια συγκεντρώνετo στo πως να μάθει να πρoσεύχεται και o υπoτακτικός τoυ με τo «Κύριε, ελέησόν με».
Την τελευταία ημέρα της ζωής τoυ o Γέρoντας ασκητής χάρισε στoν υπoτακτικό τoυ τo τρίχινo μισoτριμμένo ράσo τoυ, ξάπλωσε κάτω, έκανε τoν σταυρό τoυ και λέγoντας τρεις φoρές «Κύριε, ελέησόν με», «Κύριε, ελέησόν με», «Κύριε, ελέησόν με» η oσιακή τoυ ψυχή πέταξε στoν oυρανό.
Μετά την κoίμηση και ταφή τoυ Γέρoντoς τoυ o εν λόγω υπoτακτικός ζoύσε πλέoν oλoμόναχoς στo ερημoνήσι ως ασκητής και ησυχαστής μέσα σε μια σπηλιά, ακoλoυθώντας τo ίδιo τυπικό πρoσευχής και κανόνων πoυ παρέλαβε από τoν Γέρoντά τoυ. Έτσι πέρασαν 30 oλόκληρα χρόνια, χωρίς να δει πoτέ τoυ άνθρωπo.

Από το Μεγάλο Γεροντικό και τον Μικρό Ευεργετινό – Σταχυολογήματα

 

Ο Θεός από κάθε άνθρωπο που είναι βαπτισμένος ζη­τάει αυτά τα τρία: Από την ψυχή ορθή πίστι, από την γλώσ­σα την αλήθεια και από το σώμα την σωφροσύνη (Αγ. Γρηγόριος Θεολόγος).
*  Αδελφοί μου, ας έχουμε καθαρό νου, στραμμένο στον Θεό… Ας κάνουμε όσα αρέσουν στον Θεό. Όποιος ζει, ό­πως θέλει ο Θεός, ζει μαζί με τον Θεό.
*  Το να αγνοούν οι άνθρωποι εντελώς τους θείους νό­μους είναι μεγάλη προδοσία της σωτηρίας.
*  Εάν δουλεύουμε αδιάκοπα (τις εντολές του Θεού, την αρετή) θα βρούμε τον δρόμο της ζωής.
…Δια να βρεις παρηγοριά από τον Θεό, πήγαινε προσκολλήσου σε άνθρωπο που έχει φόβο Θεού, ταπείνωσε τον εαυτό σου ενώπιόν του και παράδωσε το θέλημά σου.
Όλα για μας τα υπέστη ο Χριστός, για να μας σώσει. Ας είμαστε νηφάλιοι, ας είμαστε άγρυπνοι, ας περνούμε τον καιρό μας προσευχόμενοι, ας κάνουμε όσα είναι ευάρεστα σ’ Αυτόν.
*  Εάν δεν μισήσεις πρώτα την αμαρτία, δεν μπορείς να κάνης το θέλημα του Θεού… Το μόνο που ζητάει ο Θεός απ’ τον άνθρωπο είναι η καλή του διάθεση και να έχει πά­ντοτε τον φόβο του Θεού.
*  Εκεί που υπάρχει σαρκική ανάπαυση, δεν μπορεί να κατοικήσει φόβος Θεού (Αβ. Ησαΐας).
*  Εάν κανείς, δεν δουλέψει, δεν παίρνει μισθό από τον Θεό (Αβ. Ησαΐας).
*  Η επαγρύπνηση και η προσοχή στον εαυτό μας και η διάκριση, αυτές οι τρεις αρετές είναι οδηγοί της ψυχής.
*  Απόφευγε τις ανώφελες φιλίες του κόσμου αυτού, και από μόνες τους θα αποξενωθούν (Αβ. Ποιμήν).
*  Να είσαι πρόθυμος πάντα να κάνης την πνευματική σου εργασία λίγο – λίγο και θα σωθής.
Προϋπόθεση για να ‘σαι Χριστιανός είναι να μιμεί­σαι τον Χριστό.
*  Όπως δεν είναι δυνατόν να βόσκουν μαζί πρόβατα και λύκοι, έτσι είναι αδύνατον να βρει έλεος εκείνος που α­ντιμετωπίζει με δόλο τον πλησίον του.
*  Για να είσαι αρεστός στον Θεό, κράτησε αυτές τις τρεις παραγγελίες και σώζεσαι: Όπου και αν πας, τον Θεό να έχης μπρος στα μάτια σου πάντοτε. Ό,τι και αν κάνης, να στηρίζεται στη μαρτυρία των θείων Γραφών. Και σ’ ό­ποιον τόπον και αν κατοικής, μη μετακινείσαι εύκολα από εκεί (Άγ. Αντώνιος).
*  …Αδελφέ, εσύ είπες. «ασθενώ στην ψυχή και στο σώ­μα». Αλλά γιατί δεν ομολογείς ότι υγιαίνεις στο θέλημά σου; (Άγ. Βαρσανούφιος).
*  Το να βιάζουμε σε όλα τον εαυτό μας (για να κατορθώ­σουμε την αρετή), αυτός είναι ο δρόμος που οδηγεί στο Θεό.
*  Αυτός που βιάζει τον εαυτό του για το Θεό, είναι ό­μοιος με τον ομολογητή της πίστεως.
*  …Εκείνος που θέλει να ξεριζώση τα πάθη του, έχει α­νάγκη από ιδρώτες και κόπους.
*  Όποιος δεν γεύθηκε ακόμα τα επουράνια, ποθεί τα α­κάθαρτα.
*  Εντολή του Χριστού που εκτελείται με επίγνωση, χα­ρίζει παρηγοριά ανάλογη με τις οδύνες της καρδιάς.
Η χάρις του Θεού ακολουθεί πάντα την προαίρεσί μας. και με την χάρι κατορθώνουμε κάθε αγαθό…
*   Προτιμότερος είναι ο θάνατος για χάρη του Θεού, παρά μια ζωή γεμάτη ντροπή και οκνηρία.
*   Στήριξε το θάρρος σου στο Θεό…, και να μην αρχίσης την εργασία του καλού έργου με διψυχία, που οδηγεί στη χαυνότητα, για να μη φτάση να γίνη ανώφελος ο κό­πος σου και αφόρητη η εργασία της (πνευματικής) καλ­λιεργείας σου. Άρχισε το αγαθό με ανδρεία και αδίστακτη πίστη στο Θεό… (Αβ. Ισαάκ).
*   Πολύ λυπόμαστε όταν κάνουμε αμαρτίες. Τις αίτιες τους όμως με ευχαρίστησι τις δεχόμαστε.

Σχετικά με τὴν ἐνάρετη ζωὴ

 

1. Κάποια φορὰ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος προσευχόταν στὸ κελί του, ἄκουσε μία φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε:
«Ἀντώνιε, δὲν ἔφθασες ἀκόμη στὸ μέτρο τοῦ τάδε τσαγκάρη ποὺ ζεῖ στὴν Ἀλεξάνδρεια».
Σηκώθηκε τὸ πρωί, πῆρε τὸ βαΐτικο ραβδί του καὶ πῆγε νὰ τὸν βρεῖ. Ἔφθασε σὲ κεῖνο τὸ μέρος καὶ μπῆκε στὸ ἐργαστήριό του.
Ἐκεῖνος ὅταν τὸν εἶδε ταράχτηκε. Τοῦ λέει λοιπὸν ὁ Γέροντας:
«Μίλησέ μου γιὰ τὶς πράξεις σου».
Ὁ τσαγκάρης εἶπε:
«Δὲν ξέρω νὰ ἔχω κάνει ποτὲ κάτι καλό, παρὰ μόνο, μόλις σηκωθῶ τὸ πρωὶ νὰ καθίσω στὸ ἐργόχειρό μου, λέω ὅτι ὁλόκληρη ἡ πόλη αὐτή, ἀπὸ τὸν πιὸ μικρὸ μέχρι τὸν πιὸ μεγάλο, μπαίνουν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὶς ἐνάρετες πράξεις τους καὶ ὅτι μόνο ἐγὼ κληρονομῶ τὴν κόλαση γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου. Τὸ βράδυ πάλι λέω τὰ ἴδια λόγια, πρὶν κοιμηθῶ».
Τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος καὶ εἶπε:
«Ἀληθινά, σὰν καλὸς χρυσοχόος, ἐνῷ κάθεσαι στὸ σπίτι, ἀναπαυτικὰ κληρονόμησες τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἐγὼ ὅλο μου τὸν χρόνο τὸν περνῶ στὴν ἔρημο, ὅμως, καθὼς δὲν ἔχω διάκριση, δὲν σὲ ἔφθασα».
5. Κάποτε τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν ὁ ἀββᾶς Μακάριος στὸ κελί του, ἄκουσε μία φωνὴ ποὺ ἔλεγε:
«Μακάριε, δὲν ἔφθασες ἀκόμη στὰ μέτρα τῶν τάδε γυναικῶν αὐτῆς ἐδῶ τῆς πόλης».
Τὸ πρωὶ ὁ Γέροντας σηκώθηκε, πῆρε τὸ βαΐτικο ραβδί του κι ἄρχισε νὰ ὁδοιπορεῖ γιὰ τὴν πόλη.
Ὅταν ἔφτασε στὴν πόλη καὶ βρῆκε τὸ σπίτι, χτύπησε τὴν πόρτα. Βγῆκε ἡ μία καὶ τὸν ὑποδέχτηκε στὸ σπίτι. Ἀφοῦ κάθισε γιὰ λίγο, ἦρθε καὶ ἡ ἄλλη. Τὶς κάλεσε, κι ἐκεῖνες ἦρθαν καὶ κάθισαν μαζί του. Τὶς λέει ὁ Γέροντας:
«Γιὰ σᾶς ἔκανα τόση πορεία καὶ ὑπέμεινα τόσο κόπο, ὥσπου νὰ φτάσω ἀπὸ τὴν ἔρημο. Πέστε μου λοιπὸν τὴν ἐργασία σας, ποιὰ εἶναι;»
«Πάτερ -τοῦ λένε- πίστεψέ μας, δὲν εἴμαστε ἡ καθεμιά μας ἔξω ἀπὸ τὴν κλίνη τοῦ ἄνδρα της μέχρι σήμερα. Ποιὰ ἐργασία λοιπὸν ζητᾷς ἀπὸ μᾶς;»
Ὁ Γέροντας ἔβαλε μετάνοια καὶ τὶς παρακαλοῦσε:
«Φανερῶστε μου τὸ ἔργο σάς».
Τότε τοῦ λένε:

Παραίνεση τῶν ἁγίων πατέρων γιὰ προκοπὴ στὴν τελειότητα

 

1. Ρώτησε κάποιος τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο:
«Τί ἂν φυλάξω, θὰ εἶμαι ἀρεστὸς στὸν Θεό;».
Καὶ ἀπάντησε ὁ Γέροντας: «Τήρησε αὐτὰ ποὺ θὰ σοῦ παραγγείλω:
  • Ὅπου κι ἂν πᾶς, τὸν Θεὸ να᾿ χεῖς μπρὸς στὰ μάτια σου πάντοτε.
  • Ὅ,τι κι ἂν κάνεις, νὰ στηρίζεται στὴ μαρτυρία τῶν θείων Γραφῶν.
  • Καὶ σ᾿ ὅποιον τόπο κι ἂν κατοικεῖς, μὴ μετακινεῖσαι εὔκολα ἀπὸ κεῖ. Αὐτὲς τὶς τρεῖς παραγγελίες κράτησέ τες καὶ σώζεσαι».
8. Ὁ ἀββᾶς Βενιαμὶν πεθαίνοντας εἶπε στὰ πνευματικά του παιδιά:
«Κάντε αὐτὰ ποὺ θὰ σᾶς πῶ καὶ θὰ μπορέσετε νὰ σωθεῖτε: Νὰ εἶστε πάντοτε χαρούμενοι, νὰ προσεύχεστε ἀδιάκοπα καὶ νὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ κάθε τί».
10.Εἶπε ὁ ἀββᾶς Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:
«Ὁ Θεὸς ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο ποὺ εἶναι βαφτισμένος αὐτὰ τὰ τρία ζητάει: Ἀπὸ τὴν ψυχὴ ὀρθὴ πίστη, ἀπὸ τὴ γλῶσσα τὴν ἀλήθεια καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα τὴ σωφροσύνη».
13.Ὁ μακάριος Ἐπιφάνιος ἔλεγε:
«Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀποκτοῦν, ὅσοι μποροῦν, τὰ χριστιανικὰ βιβλία. Καὶ μόνο ποὺ τὰ βλέπουμε τὰ βιβλία, μᾶς κάνουν πιὸ διστακτικοὺς πρὸς τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ μᾶς παρακινοῦν νὰ ἀνοίγουμε τὰ μάτια ὅλο καὶ περισσότερο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».
14.Εἶπε πάλι:
«Μεγάλη ἀσφάλεια γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῆς ἁγίας Γραφῆς».
15.Εἶπε ἐπίσης:
«Ἡ ἄγνοια τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι μεγάλος γκρεμὸς καὶ βαθὺ χάσμα».
16.Εἶπε ἀκόμη:

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ



Αποσπάσματα από τα κεφάλαια:


δεν πρέπει να τηρούμε την εγκράτεια μόνο στην τροφή αλλά και στις υπόλοιπες κινήσεις της ψυχής


και

Είναι ανάγκη να επαγρυπνούμε ώστε να μη κρίνουμε κανέναν
Και ότι δεν πρέπει να τηρούμε την εγκράτεια μόνο στην τροφή αλλά και στις υπόλοιπες κινήσεις της ψυχής.

1. Κάποιοι αδελφοί από τη Σκήτη (Σκήτη: Τόπος μοναχικών οικισμών βορειοδυτικά του Καΐρου) ξεκίνησαν να επισκεφθούν τον αββά Αντώνιο.Μπήκαν λοιπόν σ’ένα καράβι για να πάνε και σ’αυτό βρήκαν έναν άλλο Γέροντα, που ήθελε κι αυτός να πάει εκεί. Δεν τον γνώριζαν όμως αυτόν οι αδελφοί. Καθισμένοι λοιπόν μέσα στο καράβι ανέφεραν μεταξύ τους αποφθέγματα Πατέρων (Είναι η αρχαιότερη μαρτυρία περί προφορικής χρήσεως Αποφθεγμάτων των Πατέρων. Έχουμε δηλαδή ένα προδρομικό στάδιο προς την γραπτή συλλογή που ακολούθησε αργότερα) ή ρητά από την Γραφή και από ανάμεσα για το εργόχειρό τους. Ο Γέροντας έμενε εντελώς σιωπηλός .Σαν βγήκαν στο λιμάνι παρατήρησαν ότι και ο Γέροντας πήγαινε προς τον Αββά Αντώνιο.
Κι όταν έφτασαν εκεί τους είπε ο αββάς Αντώνιος:«Καλή συνοδία βρήκατε τον Γέροντα αυτόν». Στον Γέροντα είπε: «Καλούς αδελφούς είχες μαζί σου,αββά» και ο Γέροντας του απαντά:«Καλοί βέβαια είναι, αλλά η αυλή τους δεν έχει πόρτα και όποιος θέλει μπαίνει στον στάβλο και λύνει το γαϊδούρι». Αυτό το είπε γιατί ότι ερχόταν στο στόμα τους, το έλεγαν.

12. Επισκέφθηκε κάποιος από τους Γέροντες τον αββά Αχιλλά και τον είδε να φτύνει αίμα από το στόμα του και τον ρωτάει: «Τι είναι αυτό,πάτερ;» Αποκρίθηκε ο Γέροντας: «Είναι λόγος αδελφού που με λύπησε και αγωνίστηκα να μην το ανακοινώσω. Παρακάλεσα τον Θεό να με απαλλάξει απ’αυτό (Δηλαδή από την θύμηση των λόγων του αδελφού) και έγινε ο λόγος αίμα στο στόμα μου και τον έφτυσα. Έτσι βρήκα την ανάπαυσή μου και λησμόνησα τη λύπη μου ».

20. Έστειλε κάποτε ο Επιφάνιος, ο επίσκοπος Κύπρου ,μήνυμα στον αββά Ιλαρίωνα και τον παρακαλούσε: «Έλα να δούμε ο ένας τον άλλον ,πριν αποχωρήσουμε από το σώμα». Πράγματι πήγε ο αββάς και χάρηκαν που βρέθηκαν .Την ώρα που έτρωγαν, έφεραν στο τραπέζι πτηνό. Το πήρε ο Επίσκοπος και το πρόσφερε στον αββά Ιλαρίωνα. Του λεέι τότε ο Γέροντας: «Συγχώρεσέ με, από τότε που πήρα το σχήμα δεν έφαγα σφαχτό». Ο Επίσκοπος αποκρίνεται: «Εγώ από τότε που πήρα το σχήμα, δεν άφησα κανέναν να κοιμηθεί έχοντας κάτι εναντίον μου, ούτε εγώ κοιμήθηκα έχοντας κάτι εναντίον κάποιου άλλου». Του λέει τότε ο Γέροντας: «Συγχώρα με ,ο δικός σου τρόπος ζωής είναι ανώτερος απ’τον δικό μου».

24. Είπε ο αββάς Ησαϊας: «Τη σιωπή να την αγαπάς περισσότερο από το λόγο, γιατί η σιωπή φέρνει θησαυρό ,ενώ η ομιλία τον διασκορπίζει».

32. Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης: «Γιατί οι δαίμονες σε φοβούνται τόσο πολύ;» Του απαντά ο Γέροντας: «Από την ώρα που έγινα μοναχός προσπαθώ να μην επιτρέπω την οργή να ανέβει στο στόμα μου (Πρβλ.Ψαλμ. 149, 6.)»

οι κρυφοδουλιες φερνουν ολεθρια αποτελεσματα

 

Πολλοί άνθρωποι επικαλούμενοι το ρητό του ευαγγελίου, πού λέγει: «Ότι εάν δύο υμών συμφωνήσωσιν επί της γης περί παντός πράγματος ου εάν αιτήσωνται, γενήσεται αυτοίς παρά του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ΙΗ’ 19) και παρερμηνεύοντες αυτό, κατά τη δική τους επιθυμία, προκαλούν και κατεργάζονται μόνοι τους την καταστροφή τους.
Έτσι πριν από αρκετά χρόνια έγινε στην Κερασιά, με δυο νέους Μοναχούς. Ό ένας από το Κελί του Χατζηγιώργη «Άγιος Δημήτριος» με το όνομα Δημήτριος, κι ό άλλος από το Κελί του «Αγίου Νικολάου» Αυξέντιος.
Οι νέοι αυτοί Μοναχοί, είχαν αγάπη μεταξύ τους καί ορκίστηκαν φιλία αιώνια. Στην αρχή είχαν συμφωνήσει να προσεύχονται, να νηστεύουν, να αγρυπνούν καί να κάνουν ότι καλό έργο καί καλή πράξη θα μπορούσαν, χωρίς να ρωτούν κανένα.
Με τον τρόπο αυτόν, ό πολύπειρος Σατανάς, κατόρθωσε να βρίσκονται πάντοτε ό ένας κοντά στον άλλο καί ό ένας στο Κελί του άλλου, πράγμα το όποιον απαγορεύεται στους νέους Μοναχούς, σύμφωνα με την υπόσχεση πού δίνουν όταν γίνονται Μοναχοί, πού λέγει ότι απαγορεύεται… μερική φιλία… καί για να μη συναντιόνται καί έχουν κρυφές συναναστροφές. ‘Αλλά καί κανένα έργο έστω καί καλό, όταν γίνεται χωρίς τη γνώμη καί γνώση του Γέροντα καί του Πνευματικού, δεν γίνεται δεκτό από τον Πανάγαθο Θεό, όπως λέγει καί το Πατερικό ρητό «το καλόν ουκ εστί καλόν εάν μη καλώς γένηται».
‘Άλλά οι δυο αυτοί φίλοι, νεαροί Μοναχοί, που ως εκ του αποτελέσματος φαίνεται, πώς δεν είχαν καί καλούς Γέροντες καί πνευματικούς για να τους επιμελούνται καί να τους φροντίζουν, θέλησαν να φάνουν περισσότερο του δέοντος καλοί καί εναρετώτεροι από τους άλλους, από ψευτοευλάβεια κινούμενοι καί από σατανική ενέργεια. Έκαναν κρυφά προσευχές καί ψευτοεγκράτειες καί με το καιρό ό Σατανάς τους έφερε κει πού ήθελε, οί δυο τους παρεξηγήσανε τη λέξη αγάπη καί άρχισαν να συμφωνούν καί σ’ όλα τα κακά θελήματα θεμιτά καί αθέμιτα κι έτσι ξέπεσαν καί στα «εν κρύπτω καί παραβύστω γινόμενα», για τα όποια αναφέρει ό απόστολος Παύλος «αισχρόν εστί καί λέγειν» (Έφεσ. Ε’ 12).
Κατά εγκατάλειψι Θεού ενεργήσαντες, σε τόση πώρωσι ψυχική καί σωματική αμετανοησία φθάσανε, πού αποφάσισαν, να είναι πάντα μαζί καί να μη τους χωρίσει ούτε αυτός ό θάνατος.
Έτσι φόρεσαν τα καλά καί καινούργια τους ράσα, έβαλαν τα σχήματα, γιατί καί οί δυο τους ήταν «μεγαλόσχημοι» Καλόγεροι, φόρεσαν τα επανοκαλύμμαυχά τους, πήγαν στη θάλασσα κοντά, κει που πήγαιναν πολλές φορές κι έκαναν κρυφά τα θαλάσσια λουτρά τους. Πήραν μια φλοκάτη κουβέρτα, μπήκαν μέσα, ράφτηκαν καί σιγά – σιγά όπως ήταν αγκαλιασμένοι, πέσανε στη θάλασσα, ή οποία με τη συνεργασία του δαίμονα, πού τους έδειξε τον τρόπο αυτό, να πάνε δήθεν αγκαλιασμένοι στην άλλη ζωή, στον «Παράδεισο», αλλά στην πραγματικότητα κατάφερε να τους στείλει στην αιώνια Κόλαση, για να καίγονται αιώνια μαζί του.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΑΙΩΝΙΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
Μετά καιρό, υστέρα από μεγάλη θαλασσοταραχή, ή θάλασσα στην παραλία του Παγασητικού κόλπου μπροστά από το Βόλο, ξέβρασε ένα μπόγο με τα σώματα, τα όποια ανακαλύψανε ψαράδες της περιοχής.
Άνοιξαν το μεγάλο μακάβριο καί παράξενο εκείνο δέμα καί είδαν φρικτό θέαμα! Οί δυστυχισμένοι αυτοί Καλόγεροι, από την αγωνία καί τη φρίκη του πνιγμού, πού δοκίμασαν για να σωθούνε, είχαν βγάλει ό ένας τα μάτια του άλλου καί ήσαν πιασμένοι από τα μαλλιά, αλλά ήταν αδύνατο να γλιτώσουν τον πνιγμό, έτσι πού τους είχε καταφέρει ό διάβολος να ραφτούν μόνοι τους από μέσα καί να παραδοθούν στα χέρια του Σατανά!

Οι χωρίς κατοικία αόρατοι ερημίτες

 

Μια περιοχή του Αγίου Όρους Άθω, η οποία εκτείνεται από την μικρή Αγιάννα μέχρι την Σκήτη της «Γλωσσίας», πολύ μεγαλη έκταση γεμάτη δέντρα και πυκνά δάση, αυτή είναι και λέγεται «Έρημος του Άθω». Εκεί, κατά καιρούς, σε πολύ λίγους κατοίκους της περιοχής αυτής, κάνουν την εμφάνισή τους σεβάσμιοι στην όψη και αποσκελετωμένοι Ασκητές, αλλά αυτοί, κατά κοινή ομολογία, είναι τελείως γυμνοί από ενδύματα υλικά, αλλά καλύπτονται από τη χάρι του θεού.
Έτσι σε ένα αγιορείτικο περιοδικό, που κυκλοφορούσε με τον τίτλο «Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη» από το 1930 έως το 1938, ο γιατρός Σπυρίδων ή Αθανάσιος Καμπανάου, Μοναχός και αδελφός της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, έγραφε για τους αόρατους γυμνούς και χωρίς κατοικία αυτούς Μοναχούς ότι, «πολλά πράγματα γνωρίζει το τα πάντα εφόρων όμμα», «περί δε των αοίκων, που βρίσκονται στα κρύα νερά, τί να πώ; Το πανέφορον όμμα ξέρει την πολιτεία τους».
Ο Πάτερ Γεράσιμος Μοναχός Μενάγιας που ήταν πρώτα χημικός και έγινε ησυχαστής και κάτοικος της ερήμου του Αγιοβασίλη, είχε αδελφική φιλία με τον γιατρό της Λαύρας Αθανάσιο Καμπανάου, όταν είδε να δημοσιεύει αυτά τα πράγματα στο περιοδικό της Αγιορείτικης Βιβλιοθήκης, του έκανε σύσταση, και παρατήρηση, να μην κάνει τέτοιες δημοσιεύσεις και γράφει πράγματα αμάρτυρα, τα οποία πιθανόν να προκαλέσουν δυσπιστίες και γέλωτες σε βάρος της Μοναχικής πολιτείας του Αγίου Όρους.
Στις παρατηρήσεις αυτές ο γιατρός Π. Αθανάσιος απήντησε όπως συνήθιζε να λέει: «Καλέ μου άνθρωπε κι αγαπητέ μου αδελφέ, δεν μπορώ να μη γράψω και να μη δημοσιεύσω αυτά τα οποία ήλθεν άνθρωπος και μου είπε, οτι «θα αρρωστήσω καί θα πεθάνω».
Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Γερο – Αντώνης από τον «Άγιο Πέτρο». Στον άνθρωπο αυτό, οι αόρατοι εκείνοι Ασκηταί είπαν «να πσς και να πεις στον γιατρό ότι σε λίγο θα αρρωστήσει και θα πεθάνει και γι’ αυτό θα πρέπει να ετοιμαστεί». Ο δε Γερο – Αντώνης, αφού είπε στον γιατρό εκείνα που του είχαν πει οι αόρατοι Ασκητές, του έδειξε και ένα σταυρό ξύλινο, τον οποίον έδωσαν οι Ασκητές εκείνοι. Στο σταυρό αυτόν επάνω ήταν σκαλισμένα τα γράμματα «Μακάριος Ιερομόναχος».
Αυτά για απάντηση έγραψε, στον Αγιοβασιλιάτη χημικό Γεράσιμο Μοναχό, ο γιατρός Π. Αθανάσιος και υστέρα από λίγο χρονικό διάστημα αρρώστησε και χωρίς καμμιά βαρειά ασθένεια κοιμήθηκε, ο Π. Αθανάσιος, τον αιώνιο ύπνο, αφού πρώτα απεκάλυψε και δημοσίευσε ότι υπάρχουν και περιφέρονται από τόπου εις τόπον στην Έρημο του Άθω, οι Άγιοι αυτοί Ασκητές και ερημίτες Μοναχοί, προς δόξαν Θεού καί ψυχική ωφέλεια των Μοναχών κατοίκων του Αγίου Όρους.

ΟΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΑΡΕΤΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ

 

Ό Στάρετς Ευστράτιος (1788-1855)
Στις αρχές του 19ου αιώνος το μοναστήρι του Γκλίνσκ, στη νότια Ρωσία, μεταξύ των πό­λεων Τσερνιγκώφ και Κούρσκ, απέκτησε μεγάλη φήμη για τον αριθμό και την πνευματικότη­τα των πατέρων του.
Ή μονή του Γκλίνσκ είχε ιδρυθεί από τον 16ο αιώνα στο ομώνυμο δάσος, στις όχθες τον πόταμου Ομπεστ, αλλά κατά τις τρεις πρώτες εκατονταετηρίδες της ζωής της δεν έγνώρισε ιδιαίτερη άνθιση. Το 1817 όμως ανέλαβε την ηγουμενία της ό ονομαστός σταρετς Φιλάρετος 3 (Ντανιλέφσκυ, 1777-1841), γαλουχημένος πνευματικά από τον αρχιμανδρίτη Θεοδόσιο (1Ί802)1 της μονής του Σωφρόνιεφ, μαθητή του μεγάλου οσίου Παϊσίου Βελιτσκοφσκυ (1722-1794). Κάτω από την σοφή και θεοφιλή διαποίμανσι του σταρετς Φιλάρετου, ή αδελφότης σύντομα αυξήθηκε αριθμητικά, καλλιεργήθηκε πνευματικά και ανέδειξε σημαντικές ασκητικές προσωπικότητες.
Μετά την κοίμηση του (31-3-1841) οί αδελφοί επέλεξαν ως υποψηφίους διαδόχους του τον π. Πορφύριο, πνευματικό, και τον π. Θεοδόσιο, προϊστάμενο της μονής. Κατά θεία οικονομία όμως ό τοπικός επίσκοπος ώρισε ως ηγούμενο τον κτήτορα της μονής Κοτμίζσκυ γέροντα Ευστράτιο, πού εγκαταβίωνε στο Γκλίνσκ από το 1820. Έτσι πραγματοποιήθηκε και μια σχετική πρόρρησης του σταρετς Φιλάρετου.
Ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία του σταρετς Ευστρατίου μας είναι γνωστά, πέρα από  παραδεδομένη φήμη του ως αυστηρού και βιαστού ασκητού. Όταν ανέλαβε την ηγουμενία  είχε ήδη δώδεκα χρόνια πού δεν ξάπλωνε σε κρεβάτι. Κοιμόταν ελάχιστα, καθισμένος σε μια καρέκλα. Έμενε σ’ ένα φτωχικό κελί, και δεν διέθετε κανένα προσωπικό αντικείμενο.
Όταν έγινε ηγούμενος, τίποτε δεν άλλαξε τον τρόπο της ζωής του. Αναδείχθηκε αϊ αντάξιο διάδοχο του προκατόχου του. Επί των ήμερων του επεκτάθηκε κτιριακά ή μονή ανεγέρθηκε νέο Καθολικό και αυξήθηκε σημαντικά ό αριθμός τόσο των αδελφών όσο καί των προσκυνητών, πού κατέφθαναν στο Γκλίνσκ για πνευματική ζωογόνηση και παρηγοριά.
Έκοιμήθη την 22 Ιουλίου 1855, σε ηλικία 67 ετών.

Πνευματική διδαχή του Γέροντα Φιλάρετου

 

Αφού τέλειωσε τη θερμή προσευχή του αυτή, τότε, όπως μου αφηγήθηκε ό αδελφός Δανιήλ, άρχισε να κάνει διδαχή με θείες θεωρίες, με υποθήκες αρετής καί με θεια επιτεύγματα. Δηλαδή μας είπε, πώς, καί με ποιο τρόπο μπορούμε να αρχίσομε τη νοερά προσευχή, με ποιο τρόπο να αποφεύγομε τις πλάνες του διαβόλου, ό όποιος με τέχνη σπέρνει τα ζιζάνια του εγωισμού καί της υπερηφάνειας στο μυαλό καί στην καρδιά εκείνων, πού θέλουν να αγωνιστούν καί να προκόψουν στη θεία αύτη αρετή καί να μπουν στον πνευματικό αγώνα, καί ότι αυτοί, θα πρέπει να παλέψουν στήθος με στήθος με το διάβολο, θα συναντήσουν, μας είπε, πολλές δυσκολίες, αλλά δεν πρέπει να δειλιάσουν, παρά με ταπείνωση να επιμείνουν και να λένε οσες περισσότερες ώρες το 24) ωρο μπορούνε τη θεία προσευχή το «Κύριε Ίησοΰ Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με», άλλα παιδιά μου, προσέξτε αυτό πού θα σας ειπώ: «Την προσευχή αυτή, να τη λέτε ολόκληρη καί όχι όπως συνηθίζουν μερικοί καί την κόβουν, δήθεν για συντομία, καί λένε τη μισή, αυτό είναι πλάνη καί απαράδεκτο από τους αγίους Πατέρες, διότι με το να παραλείπομε το «Υιέ του Θεού» αφαιρούμε τη θεολογική έννοια της προσευχής αυτής, ή οποία είναι μεν απλή, αλλά είναι θεολογική καί συμπεριλαμβάνει ολόκληρο το Μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας του Υιού καί Λόγου του Θεού, όπως λέγει κι ό άγιος Νικόδημος ό αγιορείτης, καί πρέπει να ξέρετε πώς ή πλάνη του διαβόλου από το σημείο αυτό αρχίζει, στους αγωνιζόμενους να αποκτήσουν τη θεία καί ουράνια αύτη προσευχή, ή οποία πρέπει να γίνει ένα με την αναπνοή μας, κι όταν συνηθίσομε να την λέμε σωστά από την αρχή, τότε ό νους μας θα καθαρίσει από κάθε γήινη έννοια, εύκολα τότε θα μπαίνει ό νους μας στην καρδιά, ή οποία στην αρχή θα αρχίζει να πιέζεται, να πονεί, θα μας φέρνει δύσπνοια, στενοχώρια, αν επιμείνομε να λέμε έντονα την ευχή, επιμένω ολόκληρη καί όχι τη μισή, τότε θα αρχίζουν να υποχωρούν τα πάθη καί οι ανθρώπινες αδυναμίες, πού μόνιμα φωλιάζουν στην καρδιά μας, ή οποία άμα καθαρίσει τότε θα ανάψει το λυχνάρι του θείου φωτός, δηλαδή θα αρχίσουν οι ουράνιες ελλάμψεις, θα στηθεί ό θρόνος του Θεού καί Αφού γίνουν όλα αυτά κι άλλα πολλά τα όποια με την πράξη θα τα βρείτε μόνοι σας, τότε θα αρχίσουν οι αποκαλύψεις καί τα μυστικά επιτεύγματα της πνευματικής ζωής, πού άμα σας αξιώσει ό Πανάγαθος Θεός θα δείτε, τότε μόνοι σας πλέον, με καθοδηγητή τη θεία χάρι του Παναγίου Πνεύματος, θα προχωρήσετε άφοβα στην προκοπή και πρόοδο της πραγματικής πνευματικής ζωής καί θα σας αποκαλυφθούν μυστήρια Θεού, τα οποία δεν λέγονται, παρά μόνον νοούνται καί αποκαλύπτονται».
ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ ΜΕ ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ
Όταν τελείωσε αυτά καί πολλά άλλα πού μας είπε καί τα οποια δεν μπορέσαμε να συγκρατήσομε, γιατί ήταν θεωρήματα με πολύ ψηλές έννοιες πού καλά – καλά δεν καταλαβαίναμε, άλλα θαυμάζαμε καί είπαμε μέσα μας: Τι πνευματικός θησαυρός κρύβεται μέσα στο οστράκινο τούτο σκεύος! Όπως λέγει κι ό απόστολος Παύλος: Εχομεν δε τον θησαυρόν τούτον —του αγίου Πνεύματος— εν οστρακίνοις σκεύεσιν…» (Β’ Κορ. Δ’ 7). Μετά άπ’ αυτά μας είπε: «Καί τώρα, παιδιά μου, σας παρακαλώ να μου ψάλλετε τον «Εθνικό ύμνο του Άθωνα», τον ύμνο της Παναγίας μας, πού είναι το «Άξιον εστίν». Όταν το ψάλλαμε κι αυτό, τότε μας αγκάλιασε, μας έδωκε τον «εν Χριστώ» ασπασμό καί προφητικά μας είπε: «Αδέλφια μου καί αγγελούδια της Παναγίας, δεν πρόκειται να σας ξαναειδώ με τα μάτια του σώματος μου, γιατί με κάλεσε ό Κύριος, με την πρεσβεία της Παναγίας καί των αγιορειτών Πατέρων, να με πάρει στα ουράνια θεία Σκηνώματα».
Κι άμα είπε αυτά μας έβγαλε έξω μέχρι την εξώπορτα της ασκητικής του Καλύβας, καί την άλλη μέρα, που πήγαμε να τον δούμε καί να πάρουμε την ευχή του, είχε οριστικά αναχωρήσει, όπως μας είπε, από τα γήινα, ήταν σχηματισμένος πάνω στο ξύλινο κρεβάτι, είχε σταυρωμένα τα χέρια καί τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμόταν τον φυσικό ύπνο, αλλά ή μακαριά του ψυχή, είχε πετάξει στα ουράνια καί έτσι με όσιακό τέλος κοιμήθηκε τον ύπνο των Μακάρων, Όπως «εδίψησε καί επεπόθησεν ή ψυχή του εις τάς αυλάς του Κυρίου».

Φοβερή πλάνη του ιδίου θελήματος

 

Στα ησυχαστήρια των Κατουνακίων, προς τη θάλασσα έμενε ενάρετος Γέροντας, με έναν επίσης ευλαβέστατο υποτακτικό, ό όποιος στην αρχή έκανε υπακοή, άλλα με μια μικρή δώσει υποκρισίας. Ή υποκρισία του έφερε ψευτοταπείνωσι, και ενώ στην αρχή, όπως είπαμε, πράγματι υποτάζονταν στο θέλημα του Γέροντα του και του Πνευματικού του και ήταν πράος και ήσυχος, με τον καιρό όμως, επειδή δεν είχε ειλικρίνεια, άρχισε να κάνει κρυφά το θέλημα του.
Όπως μου διηγήθηκαν Πατέρες της ερήμου αυτής, το όνομα του Γέροντα του δεν ενθυμούνται, άλλα πολύ καλά ενθυμούνται, πώς ό Μοναχός αυτός, πνευματικό είχε τον ξακουστό και ενάρετο Παπα – Γρηγόρη, ό όποιος ησύχαζε στη Μικρή Άγιάννα, στην Καλύβα «Κοίμησης της Θεοτόκου», πού είναι στο ψηλότερο μέρος.
Στους δοκίμους και αρχαρίους Μοναχούς, από τον Πνευματικό έξομολόγο, σύμφωνα με τη δύναμη του καθενός, δίδεται ανάλογος Κανόνας προσευχής και νηστείας. Συνήθως στην αρχή ορίζονται 50 γονυκλισίες—Μετάνοιες— και έξι κομβοσχοίνια. Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή μονοφαγία, δηλαδή μια φορά την ήμερα φαγητό χωρίς λάδι ή τίποτε το λιπαρό. Αν ό οργανισμός αντέχει, με την πάροδο του χρόνου, αυξάνει ό Κανόνας της προσευχής και της νηστείας. Οι Μετάνοιες γίνονται 100 και 10 κομβοσχοίνια την ήμερα και δυο φορές την εβδομάδα απόλυτη ξηροφαγία ή τέλεια νηστεία.
Όταν γίνει Μοναχός μεγαλόσχημος, οι μετάνοιες γίνονται 300 και τα κομβοσχοίνια 15 την ήμερα, ανάλογα γίνεται και με την νηστεία. Αυτή ή προσευχή πού κάνει ό κάθε αδελφός μόνος του είναι ό καθορισμένος Κανόνας, ό όποιος θα πρέπει να γίνεται, εκτός από τις καθιερωμένες κοινές προσευχές με όλους τους αδελφούς, δηλαδή την προσευχή του Εσπερινού, του Μεσονυκτικού, του Όρθρου, των Ωρών, της θείας Λειτουργίας, των Τυπικών και του Απόδειπνου, ή οποία είναι κοινή για όλους τους αδελφούς και υποχρεωτική, εκτός ασθενείας ή αναγκαίας υπηρεσίας —διακονήματος— το όποιο θα διακρίνει και θα καθορίζει ό Γέροντας ή ό ηγούμενος και ό Πνευματικός.
Έκτος, λοιπόν, άπ’ αυτά, που είναι καθορισμένα και συνεχίζονται από την ιερή Παράδοση, ότι άλλο κάνει ιδιαίτερο ό Μοναχός, χωρίς την άδεια ή ευλογία από το Γέροντα του ή τον Πνευματικό του, αυτό λογίζεται θέλημα κι όταν μάλιστα γίνεται κρυφά είναι αμαρτία μεγάλη. Ό υποτακτικός αυτός, πού το όνομά του, καθώς με βεβαίωσαν ήταν «Σπυρίδων» είχε πολλά χρόνια στην Καλογερική και στην υπακοή, πού στην αρχή ακολουθούσε τη σειρά των Πατέρων, αλλά σιγά ,σιγά τον πλάνεψε ό διάβολος κι άρχισε να κάνει κρυφά νηστείες και προσευχές περισσότερες άπ’ εκείνες πού του είχαν ορίσει.
Από το θέλημα αυτό, αισθάνονταν μέσα του ικανοποίηση και άρχισε να πιστεύει, πώς αυτός έβαλε κάποια καλύτερη σειρά, άπ’ εκείνη πού είχανε οι άλλοι Πατέρες. Νήστευε πιο πολύ και έτσι λίγο – λίγο χωρίς να το καταλάβει έπεσε σε υπερηφάνεια κι είχε τον εαυτό του σε υπόληψη και τους άλλους θεωρούσε κατώτερους του, στην αρετή και σ’ όλα τ’ άλλα, πώς δεν τον έφτανε στην αρετή, ούτε αυτός ό Γέροντας του. Τον δε Πνευματικό του θεωρούσε στενοκέφαλο, όπως και ό ίδιος διηγόταν αργότερα, στους Πατέρες, μετά το πάθημα του.
Πνευματικός του ήταν ό Παπα – Γρηγόρης, πού με τα καλογέρια του, Κοσμά και Δαμιανό τους Μοναχούς, έμενε στην «Κοίμηση της Θεοτόκου», όπως είπαμε, στη Μικρή Άγιάννα.
ΚΑΛΟΣΤΗΜΕΝΗ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

Ομολογία Πίστεως, δηλαδή Απολογία δικαιότατη

 



Φοβερό πράγμα είναι ό φθόνος, αγα­πητοί μου, καί ανήσυχο· διαρκώς βρίσκεται σε κίνηση καί ποτέ δεν παύει να ενερ­γοποιεί την φυσική του ιδιότητα. Αυτή συνίσταται στο να προσάπτει μομφή στους άμεμπτους, να κατηγορεί τους ακατηγόρητους καί να διαβάλλει ως δήθεν κακόδοξους καί ασεβείς ακόμη καί αυ­τούς πού τυχαίνει να είναι οί πλέον ευσεβείς καί Ορθόδοξοι.
Για να επιβεβαιωθεί αυτό πού λέω, αρκεί να αναφερθούν τά παραδείγματα των μεγάλων διδασκά­λων καί αγίων της Εκκλησίας μας· καί εννοώ τον Αθανάσιο, τον Βασίλειο, τον Γρηγόριο, τον Χρυσό­στομο καί τους υπολοίπους, οί οποίοι ενώ ήσαν οί πλέον ευσεβείς καί Ορθόδοξοι, εντούτοις διαβάλλονταν από τους εχθρούς τους ως δήθεν ασεβείς καί κακόδοξοι.
Κι αν, όπως συνέβη, οί τέτοιας λογής καί τόσου μεγέθους άγιοι της Εκκλησίας δεν μπόρεσαν να γλιτώσουν από τον φθό­νο καί τίς διαβολές, πώς ήταν δυνατό να μείνουμε ακατηγόρητοι εμείς καί να φανούμε ανώτεροι από αυτούς, εμείς πού δεν είμαστε άξιοι ούτε να σταθούμε κοντά τους; Δεν είναι λοιπόν καθό­λου παράξενο πού κι εμείς κατηγορούμαστε καί διαβαλλόμαστε με δυσφημιστικά καί κακόδοξα ονόματα, από κάποιους αδελ­φούς πού κινούνται από φθόνο καί πείσμα ή καί από μίσος.
Υπάρχουν εξάλλου καί μερικοί, οί οποίοι δεν γνωρίζουν καθόλου τι σημαίνει ή λέξη «Κόλλυβας» καί δεν καταλαβαίνουν την αιτία για την οποία κατηγορούμαστε καί δυσφημιζόμαστε. Αυ­τοί, μόνο καί μόνο επειδή ακούνε τους άλλους να μας αποκαλούν Κολλυβάδες καί αιρετικούς καί κακόδοξους, καί με άλλους παρόμοιους δυ­σφημιστικούς χαρακτηρισμούς, αμέσως τους ακο­λουθούν στο να εκτοξεύουν εναντίον μας τίς ίδιες δυσφημιστικές ονομασίες.
Μοιάζουν λοιπόν μ’ εκείνους τους ανόη­τους Αθηναίους, οί όποιοι ενώ ήσαν άξεστοι καί αγροίκοι, κατηγόρησαν τον δίκαιο Αρι­στείδη καί έγραψαν εναντίον του επάνω στο όστρακο ότι είναι άξιος να εξοστρακισθεί καί να εξοριστεί από την Αθήνα. Καί το έκαναν αυτό, παρόλο πού δεν τον γνώριζαν καθόλου από πριν τους έφτανε μόνο πού άκουγαν από τους άλλους ότι είναι άξιος εξοστρακισμού καί εξορίας, σύμφωνα με την εξιστόρηση πού γίνεται για  αυτόν στα «Παράλληλα» του Πλουτάρχου. Παραλείπουμε βέβαια, επειδή είναι κακόφημη, την ταιριαστή σε’ τέτοιες περιπτώσεις δημώδη καί λαϊκή εκείνη παροιμία πού λέγει: [μόλις γαβγίζει ένας σκύλος αμέσως γαβγίζει κι άλλος].
Για να κάνουμε λοιπόν γνωστή την αλήθεια, αναγκαζόμαστε να εκθέσουμε εδώ την παρούσα ιδιόχειρη ομολογία της Πίστεως μας καί να απολογηθούμε με συντομία τι φρονούμε για ‘εκείνα (τα θέματα) για τα οποία αδίκως μας κατηγορούν γιατί ακούμε τον κορυφαίο (απόστο­λο) Πέτρο πού μας παραγγέλλει: «Να είστε πάντοτε έτοιμοι να απολογηθείτε σε καθένα που σας ζητάει λόγο… (για την πίστη σας)» (Α’ Πέτρ. γ’, 15). Καί τούτο, α­φενός, για να κλείσουν τα στόματα τους με το να φοβηθούν τον Θεό καί την μέλλουσα ανταπόδοση εκείνοι που με εμπάθεια εκτοξεύουν εναντίον μας αυτές τίς κατηγορίες· καί αφετέρου, οι αδελφοί πού αγνοώντας (την αλήθεια) σκανδαλίζονται καί ψυχραίνονται από όσα λέγονται εναντίον μας, να πάψουν να σκανδαλίζο­νται, βλέποντας ήδη να φανερώνονται καί προφορικά καί γραπτά καί έντυπα τα φρονήματα πού έχουμε στην καρδιά μας· επειδή σύμφωνα με τον απόστολο (Παύλο) «Με την καρδιά πιστεύει κανείς εκείνο- πού οδηγεί στη δικαίωση του, ενώ με το στόμα ομολογεί εκείνο πού οδηγεί στη σωτηρία» (Ρωμ, Γ, 10).
Πρώτα-πρώτα, λοιπόν, ομολογούμε καί κηρύττουμε καί αποδεχό­μαστε τα δώδεκα άρθρα πού    Βρίσκονται στο κοινό Σύμβολο της Πίστε­ως, δηλαδή αυτά πού περιέχονται στο «Πιστεύω εις ένα Θεόν», τα οποία καθημερινά τα διαβάζουμε καί ό καθένας μόνος του καί από κοινού, καί στα κελλιά μας καί στις άγιες εκκλησίες του Θεού, στις όποιες θα τύ­χει να παρευρεθούμε. Διότι ακούμε τον θείο Χρυσόστομο να λέγει: «Εί­ναι δόγματα πού κατέβηκαν από τον Ουρανό οι φρικτοί κανόνες πού βρίσκονται στο Σύμβολο» (στην Ομιλία Μ’ στην Α’ προς Κορινθίους).

Οί προσευχές της Εκκλησίας και των συγγενών ωφελούν τους κοιμηθέντας αδελφούς μας

 

Στο ιερό κοινοβιακό Μοναστήρι του αγίου Παύλου επί των ημερών μας, κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο η μητέρα του Μονάχου Σεραφείμ, αδελφού της Ιεράς αυτής Μονής.
Ο Μοναχός Σεραφείμ, επειδή γνώριζε την αρετή και παρρησία που είχε στο Θεό ο Γέροντας Κωνστάντιος, επίσης κι αυτός αδελφός της ιδίας Μονής, με ευλάβεια και πίστη, τον παρεκάλεσε να κάνει ιδιαίτερη προσευχή, για την σωτηρία της ψυχής της μητέρας του Ευαγγελίας, που είχε κοιμηθεί. Ο Γέρο – Κωνστάντιος ήταν υπόδειγμα υπακοής, ταπείνωσης και αδιάλειπτου προσευχής. Αγνός και πρόθυμος να εξυπηρετήσει όλους τους αδελφούς, παρά το υπέργηρο της ηλικίας του. Στην αρχή, από υπερβολική ταπείνωση, απέφευγε να δεχθεί την παράκληση αυτή του αδελφού Σεραφείμ, αλλά η επιμονή και πίστη του νεώτερου αυτού Μοναχού, έπεισαν τον Γέροντα Κωνστάντιο να κάνει προσευχή και κομβοσχοίνια για την ψυχή της δούλης του Θεού Ευαγγελίας.
Μετά από σαράντα ήμερες, κατά την ώρα της ιδιαίτερης αυτής προσευχής, παρουσιάζεται μπροστά στον Γέροντα Κωνστάντιο μια γυναικεία μορφή, η οποία ευχαριστούσε τον Γέροντα για την θερμή προσευχή, που έκανε για την ψυχή της και τον βεβαίωνε οτι πολύ ψυχική ωφέλεια και ανακούφιση έλαβε από τον πανάγαθο και πολυεύσπλαχνο Θεό.
Ο Γέρο – Κωνστάντιος, στο φάσμα της γυναικείας αυτής μορφής
είπε: «Ποια είσαι συ αδελφή που με ευχαριστείς; Δεν σε γνωρίζω και
για ποια προσευχή μιλάς;»
Η γυναίκα απήντησε: «Σεβαστέ γέροντα εγώ είμαι η μητέρα του Μοναχού Σεραφείμ, που σε παρακάλεσε να προσευχηθείς για μένα, και παρεκάλεσα τον Κύριο να μου επιτρέψει να σας ευχαριστήσω και να σας βεβαιώσω οτι πολύ ανακούφιση αισθάνθηκε η ψυχή μου και η προσευχή σας, Πάτερ, με βοήθησε πολύ να τύχω του θείου ελέους». Άμα είπε αυτά έγινε άφαντο το όραμα της γυναίκας, ο δε Γέρο – Κο>νστάντιος κάλεσε τον Μοναχό Σεραφείμ, προς τον οποίον αφού διηγήθηκε το όραμα, ευχαρίστησαν μαζί τον Κύριον ημών Ιησού Χριστό και την Αυτού Παναγία Μητέρα Κυρία και Δέσποινα Θεοτόκον, που είχαν και οι δυο παρακαλέσει, για να βοηθηθεί η ψυχή της δούλης του Θεού Ευαγγελίας και για την πληροφορία αυτή.
Μετά το γεγονός αυτό, ό Γέρο – Κωνστάντιος σε βαθύ γήρας (91) χρόνων, άφησε την πρόσκαιρη αυτή ζωή το 1973 και εισήλθε, στα ουράνια και θεία Σκηνώματα, θριαμβευτικά στην αιώνια και μακαρία ζωή της βασιλείας των ουρανών.

Τόμος Α’ Κεφάλαιο Α ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

 


Παραίνεση των αγίων πατέρων για προκοπή στην τελειότητα
1. Ρώτησε κάποιος τον αββά Αντώνιο:
“Τι αν φυλάξω, θα είμαι αρεστός στον Θεό;”
Και απάντησε ο Γέροντας:
“Τήρησε αυτά που θα σου παραγγείλω:
Όπου κι αν πάς, τον Θεό να΄ χεις μπρος στα μάτια σου πάντοτε.
Ό,τι κι αν κάνεις, να στηρίζεται στη μαρτυρία των θείων Γραφών.
Και σ΄ όποιον τόπο κι αν κατοικείς, μη μετακινείσαι εύκολα από κει.
Αυτές τις τρεις παραγγελίες κράτησέ τες και σώζεσαι”.
8. Ο αββάς Βενιαμίν πεθαίνοντας είπε στα πνευματικά του παιδιά:
“Κάντε αυτά που θα σας πω και θα μπορέσετε να σωθείτε:
Να είστε πάντοτε χαρούμενοι, να προσεύχεστε αδιάκοπα και να
ευχαριστείτε τον Θεό για το κάθε τι”.
10.Είπε ο αββάς Γρηγόριος ο Θεολόγος:
“Ο Θεός από κάθε άνθρωπο που είναι βαφτισμένος αυτά τα τρία ζητάει:
Από την ψυχή ορθή πίστη, από τη γλώσσα την αλήθεια και από το σώμα τη
σωφροσύνη”.
13.Ο μακάριος Επιφάνιος έλεγε:
“Είναι απαραίτητο να αποκτούν, όσοι μπορούν, τα χριστιανικά βιβλία.
Και μόνο που τα βλέπουμε τα βιβλία, μας κάνουν πιο διστακτικούς προς
την αμαρτία, αλλά και μας παρακινούν να ανοίγουμε τα μάτια όλο και
περισσότερο προς το θέλημα του Θεού”.
14.Είπε πάλι:
“Μεγάλη ασφάλεια για την αποφυγή της αμαρτίας είναι η ανάγνωση της
αγίας Γραφής”.
15.Είπε επίσης:
“Η άγνοια της αγίας Γραφής είναι μεγάλος γκρεμός και βαθύ χάσμα”.
16.Είπε ακόμη:
“Το να αγνοούν οι άνθρωποι εντελώς τους θείους νόμους είναι μεγάλη
προδοσία της σωτηρίας”.
8. Είπε ο ίδιος πάλι:
“Ο Θεός στους αμαρτωλούς χαρίζει και το κεφάλαιο, όταν μετανοούν, όπως
στην πόρνη και τον τελώνη, ενώ από τους δικαίους ζητάει και τόκους. Και
αυτό είναι ακριβώς εκείνο που έλεγε ο Κύριος στους Αποστόλους:
Εάν η ευσέβειά σας δεν ξεπεράσει την ευσέβεια των Γραμματέων και των
Φαρισαίων, δεν θα μπείτε στη Βασιλεία των Ουρανών”.
9. Είπε ο αββάς Ευπρέπιος:
“Εφόσον παραδέχεσαι ότι ο Θεός είναι αξιόπιστος και δυνατός, πίστευέ Τον
και θα μετέχεις στις ευλογίες Του.
Αν όμως το παίρνεις αψήφιστα το πράγμα, σημαίνει ότι δεν πιστεύεις”.
Και πρόσθεσε:
“Όλοι πιστεύουμε ότι είναι δυνατός ο Θεός, επίσης πιστεύουμε ότι τα
πάντα μπορεί να κάνει, αλλά είναι ανάγκη να έχεις πίστη μέσα σου και για
τις προσωπικές σου υποθέσεις, ότι δηλαδή και σε σένα θα κάνει θαυμαστά
σημεία”.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

 


ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ
ΚΟΖΑΝΗ ΜΑΡΤΙΟΣ 2006
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΤΟΜΟΣ Α΄…………………………………………………………… 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄………………………………………………………………………………………….5
Παραίνεση των αγίων πατέρων για προκοπή στην τελειότητα………….5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄……………………………………………………………………………………….. 12
Για το ότι πρέπει να επιδιώκουμε την «ησυχία» με κάθε δυνατό τρόπο
………………………………………………………………………………………………………………12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄…………………………………………………………………………………………18
Για την κατάνυξη…………………………………………………………………………………18
ΤΟΜΟΣ B΄………………………………………………………….33
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄……………………………………………………………………………………….. 33
Περί εγκρατείας… και όχι μόνο στην τροφή, αλλά και στις υπόλοιπες
κινήσεις της ψυχής……………………………………………………………………………… 33
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄……………………………………………………………………………………….. 38
Διάφορες διηγήσεις ωφέλιμες για τους πολέμους που ξεσηκώνει μέσα
μας το πάθος της πορνείας………………………………………………………………….38
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄……………………………………………………………………………………..40
Περί ακτημοσύνης. Παράλληλα πρέπει να φυλαγόμαστε και από την
πλεονεξία……………………………………………………………………………………………. 40
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄……………………………………………………………………………………….. 42
Διάφορες διηγήσεις που μας ενθαρρύνουν για υπομονή και ανδρεία42
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄……………………………………………………………………………………….49
Τίποτε δεν πρέπει να κάνουμε για επίδειξη……………………………………….49
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄……………………………………………………………………………………….53
Είναι ανάγκη να επαγρυπνούμε ώστε να μη κρίνουμε κανένα……….. 53
ΤΟΜΟΣ Γ΄…………………………………………………………..57
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄………………………………………………………………………………………… 57
Περί διακρίσεως………………………………………………………………………………….. 57
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄…………………………………………………………………………………….. 63
Είναι ανάγκη πάντοτε να είμαστε νηφάλιοι………………………………………63
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙB΄……………………………………………………………………………………….67
Για την αδιάλειπτη και νηφάλια προσευχή………………………………………..67
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ΄……………………………………………………………………………………….69
Είναι ανάγκη να φιλοξενούμε και να ελεούμε με ιλαρότητα…………… 69
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ΄………………………………………………………………………………………71
Περί υπακοής……………………………………………………………………………………….71
ΤΟΜΟΣ Δ΄………………………………………………………… 75
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ΄……………………………………………………………………………………..75
Περί ταπεινοφροσύνης……………………………………………………………………….75
3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΣΤ΄……………………………………………………………………………………86
Περί ανεξικακίας……………………………………………………………………………….. 86
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ΄………………………………………………………………………………………89
Περί αγάπης………………………………………………………………………………………..89
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ΄……………………………………………………………………………………..92
Περί διορατικών…………………………………………………………………………………. 92
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ΄……………………………………………………………………………………..97
Περί σημειοφόρων……………………………………………………………………………… 97
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ΄……………………………………………………………………………………..100
Σχετικά με την ενάρετη ζωή…………………………………………………………….. 100
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑ΄…………………………………………………………………………………..103
Διάλογος αγίων Γερόντων με ερωτήσεις και αποκρίσεις…………………103
Αποφθέγματα αυτών που γήρασαν στην άσκηση,…………………………. 106
αποφθέγματα που δηλώνουν σε περιληπτική έκθεση……………………. 106
την τελειότητα της αρετής τους……………………………………………………….. 106
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΒ΄………………………………………………………………………………….. 108
Για τους δώδεκα αναχωρητές…………………………………………………………….108
4
ΤΟΜΟΣ Α΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Παραίνεση των αγίων πατέρων για προκοπή στην τελειότητα
1. Ρώτησε κάποιος τον αββά Αντώνιο:
“Τι αν φυλάξω, θα είμαι αρεστός στον Θεό;”
Και απάντησε ο Γέροντας:
“Τήρησε αυτά που θα σου παραγγείλω:
 Όπου κι αν πάς, τον Θεό να΄ χεις μπρος στα μάτια σου πάντοτε.
Ό,τι κι αν κάνεις, να στηρίζεται στη μαρτυρία των θείων Γραφών.
Και σ΄ όποιον τόπο κι αν κατοικείς, μη μετακινείσαι εύκολα από κει.
Αυτές τις τρεις παραγγελίες κράτησέ τες και σώζεσαι”.
8. Ο αββάς Βενιαμίν πεθαίνοντας είπε στα πνευματικά του παιδιά:
“Κάντε αυτά που θα σας πω και θα μπορέσετε να σωθείτε:
Να είστε πάντοτε χαρούμενοι, να προσεύχεστε αδιάκοπα και να
ευχαριστείτε τον Θεό για το κάθε τι”.
10.Είπε ο αββάς Γρηγόριος ο Θεολόγος:
“Ο Θεός από κάθε άνθρωπο που είναι βαφτισμένος αυτά τα τρία ζητάει:
Από την ψυχή ορθή πίστη, από τη γλώσσα την αλήθεια και από το σώμα τη
σωφροσύνη”.
13.Ο μακάριος Επιφάνιος έλεγε:
“Είναι απαραίτητο να αποκτούν, όσοι μπορούν, τα χριστιανικά βιβλία.
Και μόνο που τα βλέπουμε τα βιβλία, μας κάνουν πιο διστακτικούς προς
την αμαρτία, αλλά και μας παρακινούν να ανοίγουμε τα μάτια όλο και
περισσότερο προς το θέλημα του Θεού”.
14.Είπε πάλι:
“Μεγάλη ασφάλεια για την αποφυγή της αμαρτίας είναι η ανάγνωση της
αγίας Γραφής”.
15.Είπε επίσης:
“Η άγνοια της αγίας Γραφής είναι μεγάλος γκρεμός και βαθύ χάσμα”.
16.Είπε ακόμη:
“Το να αγνοούν οι άνθρωποι εντελώς τους θείους νόμους είναι μεγάλη
προδοσία της σωτηρίας”.
8. Είπε ο ίδιος πάλι:
“Ο Θεός στους αμαρτωλούς χαρίζει και το κεφάλαιο, όταν μετανοούν, όπως
στην πόρνη και τον τελώνη, ενώ από τους δικαίους ζητάει και τόκους. Και
αυτό είναι ακριβώς εκείνο που έλεγε ο Κύριος στους Αποστόλους:
Εάν η ευσέβειά σας δεν ξεπεράσει την ευσέβεια των Γραμματέων και των
Φαρισαίων, δεν θα μπείτε στη Βασιλεία των Ουρανών”.
9. Είπε ο αββάς Ευπρέπιος:
“Εφόσον παραδέχεσαι ότι ο Θεός είναι αξιόπιστος και δυνατός, πίστευέ Τον
και θα μετέχεις στις ευλογίες Του.
Αν όμως το παίρνεις αψήφιστα το πράγμα, σημαίνει ότι δεν πιστεύεις”.
Και πρόσθεσε:
“Όλοι πιστεύουμε ότι είναι δυνατός ο Θεός, επίσης πιστεύουμε ότι τα
πάντα μπορεί να κάνει, αλλά είναι ανάγκη να έχεις πίστη μέσα σου και για
τις προσωπικές σου υποθέσεις, ότι δηλαδή και σε σένα θα κάνει θαυμαστά
σημεία”.
10. Ένας αδελφός ρώτησε τον ίδιο Γέροντα:
“Πώς έρχεται στην ψυχή ο φόβος του Θεού;”
Και ο Γέροντας είπε:
“Εάν ο άνθρωπος έχει την ταπείνωση και την ακτημοσύνη, έρχεται μέσα
του ο φόβος του Θεού”.
22.Στις αρχές της μοναχικής του ζωής ο ίδιος ο αββάς Ευπρέπιος επισκέφθηκε
κάποιον Γέροντα και του είπε:
“Αββά, πες μου κάποιον λόγο, πώς θα μπορέσω να σωθώ;”
Κι εκείνος του είπε:
“Εάν θέλεις να σωθείς, όπου κι αν πάς, μη βιαστείς να πάρεις τον λόγο,
πριν σε ρωτήσει κάποιος”.
Αυτός ένιωσε συντριβή για τον λόγο που του είπε και έβαλε μετάνοια
λέγοντας:
“Αλήθεια, πολλά βιβλία διάβασα και τέτοια ωφέλεια ποτέ δε γνώρισα”. Κι
έφυγε πολύ ωφελημένος.
6
23.Είπε η αμμάς Ευγενία: “Μας συμφέρει σαν ζητιάνοι να ζούμε, αρκεί μόνο να
είμαστε μαζί με τον Ιησού.
Γιατί όποιος είναι μαζί με τον Ιησού, είναι πλούσιος κι αν ακόμη υλικά είναι
φτωχός.
Αυτός ο οποίος προτιμά τα γήινα από τα πνευματικά, θα χάσει και τα δύο,
ενώ εκείνος που επιθυμεί τα ουράνια, θα βρει οπωσδήποτε και επίγεια
αγαθά”.

Περί ακτημοσύνης. Παράλληλα πρέπει να φυλαγόμαστε και από την πλεονεξία (Μέγα Γεροντικό Β’, ΣΤ’) Τόμος Β’ Κεφάλαιο ΣΤ’

 


1. Κάποιος αδελφός που απαρνήθηκε τον κόσμο, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, κράτησε όμως λίγα για τον εαυτό του και πήγε στον αββά Αντώνιο. Όταν το ΄μαθε αυτό ο Γέροντας του λέει:
“Εάν θέλεις να γίνεις μοναχός, πήγαινε στο τάδε χωριό, αγόρασε κρέας, τύλιξέ το στο σώμα σου γυμνό και έλα κατόπιν εδώ”.
Έκανε ο αδελφός όπως του υπέδειξε, αλλά τα σκυλιά και του πουλιά ξέσχισαν το σώμα του.
Όταν γύρισε στον Γέροντα, τον ρώτησε να μάθει εάν έγιναν τα πράγματα όπως τον συμβούλεψε.
Και καθώς εκείνος του έδειχνε το καταξεσχισμένο σώμα του, του λέει ο άγιος Αντώνιος:
“Εκείνοι που απαρνούνται τον κόσμο και θέλουν να έχουν χρήματα, έτσι κατακόπτονται από τους δαίμονες που τους πολεμούν”.
7. Πήγε κάποιος αδελφός στον Αγάθωνα και του ΄πε: “Άφησέ με να μένω μαζί σου”.
Καθώς όμως πήγαινε βρήκε στο δρόμο ένα κομμάτι νίτρο και το φερε αυτό.
Και ο Γέροντας τον ρώτησε: “Από πού βρήκες το νίτρο;”
“Στο δρόμο -είπε ο αδελφός- το βρήκα καθώς περπατούσα, και το πήρα”.
Του λέει τότε ο Γέροντας: “Εάν ήλθες να κατοικήσεις μαζί μου, αυτό που δεν το έβαλες εσύ εκεί, πώς το πήρες;”
Και τον έστειλε να το πάει στο μέρος απ΄ όπου το είχε πάρει.
18. Είπε επίσης:
“Είναι αδύνατο να ζήσει κανείς σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, εάν είναι φιλήδονος και φιλοχρήματος”.
22. Επισκέφθηκαν κάποτε μερικοί αδελφοί τον αββά Μακάριο στη Σκήτη.
Μέσα στο κελί του δεν υπήρχε τίποτε εκτός από νερό χαλασμένο, και του είπαν:
“Αββά, έλα πάνω στο χωριό και θα σε φροντίζουμε”.
Κι ο Γέροντας τους λέει: “Αδελφοί, γνωρίζετε το ψωμάδικο του τάδε στην πόλη;”
“Ναι” του είπαν.
“Το ξέρω κι εγώ” τους αποκρίθηκε.
“Ξέρετε και το χωράφι του δείνα απ΄ όπου περνάει ο ποταμός;”
Του είπαν: “Ναι”.
Και κατέληξε ο Γέροντας: “Κι εγώ το ξέρω. Όταν λοιπόν θέλω κάτι, δεν σας έχω ανάγκη. Παίρνω τα πόδια μου και πηγαίνω”.
30. Είπε ο αββάς Υπερέχιος:
“Η θεληματική ακτημοσύνη είναι θησαυρός για τον μοναχό. Θησαύρισε, αδελφέ μου, για τον Ουρανό, γιατί ατέλειωτοι είναι οι αιώνες της αναπαύσεως”.

ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

 


ΕΙΠΕ ΓΕΡΩΝ…

Ο ΑΒΒΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ της Φέρμης, παρακάλεσε τον όσιο Παμβώ να του ειπεί έναν ωφέλιμο λόγο, που να τον θυμάται σ’ όλη του τη ζωή.
– Απόκτησε έλεος για όλους τους συνανθρώπους σου, Αββά Θεόδωρε, για να ’χεις παρρησία στο Θεό, του είπε ο άγιος Γέρων.

Ο ΑΒΒΑΣ ΗΣΑΪΑΣ συμβουλεύει ότι, όταν ελεήσεις τον πτωχό αδελφό σου, μη τον φωνάξεις να σε βοηθήσει στη δουλειά σου, για να μη χάσεις το μισθό της ευεργεσίας.

Ο ΑΒΒΑΣ ΝΙΣΘΕΡΩ, μια χειμωνιάτικη μέρα που το κρύο ήταν τσουχτερό, έβαλε πάνω από το συνηθισμένο του φόρεμα ένα χοντρό σάκο, για να πάει στην εκκλησία. Ένας άλλος ερημίτης, που τον συνάντησε στο δρόμο, τον ερώτησε πειραχτικά:
– Αν έλθει τώρα ένας φτωχός, Αββά, και σου ζητήσει ένα ρούχο, ποιο από τα δύο θα του δώσεις;
– Το πιο ζεστό, αποκρίθηκε ο Γέρων.
– Κι αν πιο πέρα σε ιδεί και δεύτερος και σου ζητήσει;
– Θα του δώσω ευχαρίστως και το άλλο και θα γυρίσω πίσω στο κελί μου, έως ότου στείλει ο Κύριός μου να με σκεπάσει, είπε γεμάτος εμπιστοσύνη στο Θεό ο Άγιος Γέροντας.

ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ έμενε με τον υποτακτικό του σε μια καλύβη, όχι μακριά από ένα κεφαλοχώρι. Κάποτε έπεσε στον τόπο μεγάλη δυστυχία κι ο φτωχός κόσμος πέθαινε σχεδόν από την πείνα. Πολλοί στην απελπισία τους πήγαιναν και κτυπούσαν στην καλύβη του ερημίτη. Εκείνος πάλι, που ήτο πολύ ελεήμων, έδινε με την καρδιά του απ’ ό,τι τύχαινε να έχει. Ο υποτακτικός όμως που έβλεπε με τρόπο το ψωμί τους να λιγοστεύει, είπε μια μέρα στενοχωρημένος στο Γέροντα:
– Αββά, δε μου ξεχωρίζεις τα ψωμιά που μου αναλογούν, χωρίς να ειπεί τίποτε κι εξακολούθησε να δίνει από τα δικά του στους φτωχούς. Μα κι ο Θεός που είδε την καλή του προαίρεση τα ευλόγησε, κι όσο εκείνος έδινε, τόσο αυτά επληθύνονταν.
– Ο υποτακτικός στο μεταξύ έφαγε τα δικά του. Όταν πια δεν του έμειναν παρά λίγα ψίχουλα, πήγε στον Γέροντά του και τον παρακαλούσε να τρώνε πάλι μαζί. Εκείνος τον δέχτηκε χωρίς να φέρει αντίρρηση. Τώρα όμως είχαν αυξηθεί και οι ζητιάνοι, κι ο υποτακτικός άρχισε πάλι να δυσανασχετεί. Μια μέρα κτύπησε η πόρτα. Ήταν ο απαραίτητος φτωχός. Ο υποτακτικός κατσούφιασε.
– Δώσε του ένα καρβέλι, πρόσταξε ο Γέροντας, που έκανε πως δεν είδε το μορφασμό του.
– Μου φαίνεται πως δεν έχομε πια να φάμε ούτε εμείς. Είπε φωναχτά ο υποτακτικός, για να τον ακούσει κι ο ζητιάνος.
– Πήγαινε και ψάξε καλά, πρόσταξε ο Γέροντας.
Σηκώθηκε εκείνος απρόθυμα να πάει στο κελαρικό. Μα τρόμαξε ν’ ανοίξει την πόρτα. Το βρήκε γεμάτο ως επάνω από καλοψημένα φρέσκα καρβέλια.
Από την ημέρα εκείνη απόκτησε μεγάλη εμπιστοσύνη στον άγιο Γέροντά του κι έγινε πρόθυμος στο ν’ ανακουφίζει τους φτωχούς.

Οσιακός θάνατος ερημίτη

 

«Τίμιος εναντίον Κυρίου ό θάνατος των οσίων αυτού» (Ψαλμ. ΡΙΕ’ δ).
Ό Αββάς Δανιήλ, ό νεώτερος των Δανιηλαίων, από τα ησυχαστήρια των Κατουνακίων, μου διηγήθηκε κατά τις τελευταίες αυτές ήμερες μας, πώς κοιμήθηκε, τον αιώνιο ύπνο, ό αββας Γαβριήλ ό Καρουλιώτης.
Με τον αββα αυτόν μας συνέδεε απλή γνωριμία, ήταν τύπος καλού Μονάχου και τέλειου υποτακτικού. Έμεινε περισσότερα από 20 χρόνια στο Γέροντα του Σεραφείμ Μοναχό, στην ησυχαστική Καλύβα «των Αρχαγγέλων» στο επάνω μέρος των Καρουλιών.
Εκεί έμαθε, από την υπακοή στο γέροντα του, να είναι λιγόλογος, ταπεινός, να λέγει ακατάπαυστα την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ υιέ του θεού ελέησαν με», να είναι εγκρατής και άκρως ασκητικός, τόσον ώστε δεν έτρωγε λάδι ούτε και την ήμερα του Πάσχα, καθ’ όλη την ασκητική του ζωή. Κοινωνούσε δε πολύ συχνά και μετείχε, με πλήρη επίγνωση της αναξιότητας του, στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, οπού τακτικότατα μεταλάμβανε των Άχραντων Μυστηρίων —το Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Ή πολλή άσκηση και στέρηση του οργανισμού του, από τις απαραίτητες τροφές, επειδή ήταν φύσεως καχεκτικής και αδύνατης κράσεως, βοήθησε να πάθει αβιταμίνωση και καθίζηση των οστών από την έλλειψη ασβεστίου, είτε κατά παραχώρηση Θεού για δοκιμασία, πολύ αδυνάτισε και οι αδελφοί Δανιηλαίοι, παρέλαβαν αυτόν στο ησυχαστήριο τους, οπού τον φρόντιζαν να έχει όλα τα απαραίτητα. Αυτός ό ευλογημένος, πάτερ Γαβριήλ, αφού πρόθυμα δέχθηκε να συμμορφωθεί με όλη την πνευματική σειρά πού έχει καθιερώσει ή Αδελφότητα των Δανιηλαίων στην κοινοβιακή ζωή τους, ζήτησε επίμονα να του επιτρέψουν να μη καταλύσει ελαιον, επειδή σ’ όλο το διάστημα, όπως είπαμε, με το γέροντα του Σεραφείμ, δεν είχε χαλάσει τη σειρά τους αυτή, δηλαδή να μη τρώνε ούτε το Πάσχα λάδι, και προ της επιμονής του, οι Πατέρες Δανιηλαίοι υπεχώρησαν στο θέμα αυτό της υπερβολικής εγκράτειας.
Στην κατάσταση αυτή έμεινε κλινήρης 22 ήμερες. 3 Νοεμβρίου ήταν ή εορτή ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου Γεωργίου, μετ τα από τη θεία λειτουργία, πού τέλεσε, ό ιερομόναχος της συνοδείας των Δανιηλαίων Γρηγόριος και κοινώνησαν όλοι, ό νεώτερος πατήρ Δανιήλ είπε στον Άββα Γαβριήλ Καρουλιώτη, πού ήταν ασθενής:
«— Πάτερ Γαβριήλ, μετά πέντε ήμερες έχομε την εορτή των Αρχαγγέλων, πού είναι και ή ονομαστική σου εορτή, τότε θα κάνουμε λουκουμάδες και προς τιμή των Αρχαγγέλων θα πρέπει και συ πάτερ Γαβριήλ να κάμεις εξαίρεση και να καταλύσεις, δηλ. να φας έστω και δυο λουκουμάδες.
Ό Πάτερ Γαβριήλ, στον πατέρα Δανιήλ, με χαμόγελο στα χείλη είπε: «Πάτερ Δανιήλ, εσείς να φτιάξετε λουκουμάδες και προς δόξαν θεού και τιμή των Αρχαγγέλων να φάτε, άλλα εγώ δεν θα φάω μαζί σας, γιατί μέχρι τότε θα έχω φύγει άπ’ εδώ!»

Ευλαβής υποτακτικός

 

Ό Παπα – Χρυσόστομος είχε στη συνοδεία του, δυο αδέρφια ανίψια του, πού έγιναν Μοναχοί στο Κελί του «Αγίου Δημητρίου» και έλαβαν τα ονόματα, ό πρώτος Μιχαήλ πού έγινε και ιερέας και ό δεύτερος Γαβριήλ, ό όποιος στον κόσμο είχε κάνει γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, όταν όμως έγινε Μοναχός, ήταν ευλαβέστατος, ταπεινός, λιγόλογος και είχε μνήμη θανάτου παντοτινή.
Ό Παπα – Χρυσόστομος για να έχει ζωντανή τη μνήμη του θανάτου, έφτιαξε μόνος του τον τάφο του, τον όποιον όμως αντί να επισκέπτεται αυτός, πήγαινε ό νεαρός ανιψιός του Μοναχός Γαβριήλ συχνά, έμπαινε μέσα, έβαζε ξερά χόρτα και αφού έκανε την προσευχή του —τον Κανόνα— μετάνοιες και κομβοσχοίνια, μετά ξάπλωνε κι έκανε τον πεθαμένο. Επειδή όμως το μέρος είναι πολύ υγρό και ή δίαιτα τους πολύ πενιχρή και λιτή, δεν άργησε, ό νεαρός Μοναχός, αλλά καλός υποτακτικός να προσβληθεί από πλευρίτιδα, ή οποία σε συνέχεια εξελίχθηκε σε φυματίωση και έτσι δεν άργησε τελικά να εγκαινιάσει στην πραγματικότητα αυτός τον τάφο, σε πολλή νεαρή ηλικία μόλις 25 ετών, αντί για το θείο και γέροντα του Παπα – Χρυσόστομο, πού προορίζονται ό τάφος και ό όποιος διακρίνονταν για την σκληρότητα και αδιακρισία του, γι’ αυτό και τον βίον κατέλυσε στον κόσμο και όχι στο Αγιον Όρος. Άλλ’ ό νέος και καλός υποτακτικός κέρδισε μέσα σε λίγα χρόνια τον Παράδεισο και την αιώνια μακαριότητα, γιατί αξιώθηκε να καταταγεί με τους οσίους Αγιορείτες Πατέρες, προς δόξαν Θεού.
ΤΡΕΙΣ ΕΝΑΡΕΤΟΙ ΧΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΑΣΙΑ
Στην ίδια περιφέρεια της Κερασιάς, ήρθαν από Μοναστήρι των Ψαρών, τρεις ενάρετοι Μοναχοί Χιώτες την καταγωγή, ό Γέρων Ιερόθεος, ό Παπα – Θανάσης κι ό Διάκο – Συμεών, και οΐ τρεις ήταν κατά πάντα εγκρατείς και ασκητικότατοι.
Αγόρασαν το μικρό Κελί, πού είχαν οί Ιωασαφαίοι, έκτισαν καινούργιο σπίτι, για νάχουν σχετική ευρυχωρία, γιατί μετά προσετέθη στη συνοδεία τους κι άλλος αδελφός, ό πάτερ Κοσμάς επίσης Χιώτης. Οι Πατέρες αυτοί, απλοί καί φιλήσυχοι, σ’ όλη τους τη ζωή δε γεύτηκαν ποτέ λάδι και διατήρησαν την ενάρετη καλογερική ζωή τους, πού από παλιά παράδοση είχαν στο πρώτο Μοναστήρι, πού ήταν στα Ψαρά, κι έτσι ζούσαν με ταπείνωση, άκρα υπακοή καί συνέπεια στη πνευματική ζωή, με καθημερινή εξομολόγηση καί τακτικά κοινωνούσαν τα Άχραντα Μυστήρια.
Δεν παραμελούσαν τη ζωή τους αυτή καί εκ παραλλήλου εργάζονταν σκληρά στην καλλιέργεια καί ανάπτυξη του Κελιού, πού σε λίγο χρονικό διάστημα το ανέδειξαν μεγάλο καί αξιόλογο με πολλά καρποφόρα δέντρα, ελιές καί αμπέλια.
Μετά από λίγα χρόνια, οι Γέροντες αυτοί, είχαν πάει στην αγρυπνία γειτονικού Κελλιου, καί από τον καπνοδόχο πήρε φωτιά το σπίτι τους καί ως το πρωί πού γύρισαν είχε τελείως αποτεφρωθεί καί τα πάντα είχαν Ισοπεδωθεί.
Τότε καί πάλι από την αρχή κτίσανε πολύ μεγαλύτερο καί ευρυχωρότερο σπίτι. Μετά από αρκετά χρόνια προστέθηκαν στη συνοδεία τους κι άλλοι Πατέρες Χιώτες κι αυτοί, ό Πάτερ Ιάκωβος, ό Γέρο – Κοσμάς καί ό Πάτερ Ιωακείμ, οι όποιοι συνέχισαν καί αφομοιώθηκαν με την παράδοση των Γεροντάδων τους.

Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ. Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

 

»ΖΕΚ – 18376»
Χρονολογικό διάγραμμα της ζωής του π. Αρσενίου
1894: Γεννιέται στη Μόσχα.
1911: Αποφοιτά από το πρακτικό λύκειο και εγγράφεται στο αυτοκρατορικό πανεπιστήμιο της Μόσχας.
1917: Αποφοιτά από το πανεπιστήμιο. Συντάσσει τις πρώτες τεχνοκριτικές μελέτες για την αρχαία ρωσική αρχιτεκτονική.
1917-1919: Ζει στην έρημο της Όπτινα. Κείρεται μοναχός και χειροτονείται ιερέας.
1919: Με την ευλογία του πατριάρχου Μόσχας αγίου Τύχωνος (11925) ιερουργεί σε ναούς της πρωτεύουσας.
1921: Διορίζεται προϊστάμενος ενοριακού ναού.
1927: Συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο βορρά.
1929: Επιστρέφει από την εξορία, αλλά δεν του επιτρέπεται να ζει σε ακτίνα μικρότερη των 100 χιλιομέτρων από τη Μόσχα. Γίνεται πάλι προϊστάμενος ναού. Κατά διαστήματα έρχεται κρυφά στη Μόσχα και συναντά τον ομολογητή επίσκοπο Αθανάσιο Ζαχάρωφ (11962), ο οποίος χειροτονεί πνευματικά του παιδιά.
1931: Συλλαμβάνεται και εξορίζεται για πέντε χρόνια στο Βολογκόντσκ.
1936: Συλλαμβάνεται, φυλακίζεται για ένα χρόνο και εξορίζεται πάλι.
1938: Επιστρέφει από την εξορία με τον όρο να ζει μόνο στις περιοχές Βολογκόντσκ, Βλαντιμίρ και Αρχάγγελσκ.
1939: Εξορίζεται για τρίτη φορά στη Σιβηρία και μετά στα Ουράλια.
1942: Βρίσκεται σε Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος.
1958 (Μάρτιος): Απολύεται από το στρατόπεδο και αναχωρεί για το Ροστώφ -Βελίκι της επαρχίας Γιαροσλάδ.
1975: Αποβιώνει και ενταφιάζεται στο Ροστώφ-Βελίκι.
1) Πως βρήκα την πίστη
Αναμνήσεις της Λιουντμίλα Σεργκέγιεβνα
Στην οικογένεια μου αντιμετώπιζαν τη θρησκεία σχεδόν αδιάφορα. Τιμούσαν, βέβαια, την Εκκλησία, αλλά σαν ένα ιστορικό θεσμό της πατρίδας μας και συνάμα σαν ένα φολκλορικό στοιχείο του εθνικού μας πολιτισμού.
Ο πατέρας μου, από τη φύση του σκεπτικιστής, ειρωνευόταν τις εκκλησιαστικές τελετές και περιφρονούσε τους κληρικούς, ονομάζοντας τους «μακροχαίτηδες». Η μητέρα μου πήγαινε στην εκκλησία τα Χριστούγεννα, τα θεοφάνεια, το Πάσχα και στις κηδείες συγγενών ή φίλων. Εμένα, πάλι, μου μάθανε το «Πάτερ ημών» και το «Θεοτόκε Παρθένε». Με συμβούλεψαν επίσης να προσεύχομαι «για τον μπαμπά και τη μαμά».
Αυτά είναι όλα όσα γνώριζα γύρω από τη χριστιανική πίστη ως τα δεκαπέντε μου χρόνια – εννοείται, πριν την επανάσταση του 1917.
Στο σχολείο μου φοιτούσαν παιδιά όλων των κοινωνικών στρωμάτων, παιδιά πλουσίων και φτωχών, παιδιά αριστοκρατών και εργατών, παιδιά αστών και αγροτών. Παρ’ όλες τις διαφορές τους, σχεδόν στο σύνολο τους επιζητούσαν κάτι νέο, κάτι πρωτοποριακό. Αρνούνταν καθετί παραδοσιακό και «κατεστημένο», έβριζαν τους παπάδες και τους καλογήρους, χλεύαζαν τα θεία μυστήρια και τις εκδηλώσεις της λαϊκής ευσέβειας. Το ίδιο έκανα, φυσικά, κι εγώ.
Η πιο στενή φίλη μου ήταν μια συμμαθήτρια μου, η Σόνια, ένα ευγενικό και χαριτωμένο κορίτσι «από καλή οικογένεια», όπως συνήθιζε να λέει η μητέρα. Ήμασταν αχώριστες. Παντού πηγαίναμε μαζί.

ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΟΙ ΙΒΗΡΟΣΚΗΤΙΩΤΑΙ Απόσπασμ…

 


ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΟΙ ΙΒΗΡΟΣΚΗΤΙΩΤΑΙ
Απόσπασμα από το βιβλίο Περιγραφή των περιπλανήσεων και των ταξιδιών του Αθωνίτη μονάχου Παρθενίου στην Ρωσία, την Μολδαβία, την Τουρκία και τους Αγίους Τόπους, τ. VI, Μόσχα, 1856.
Επιθυμώ τώρα να σας παρουσιάσω τον πλούτο του Αγίου Όρους, τους ασωμάτους δηλαδή εκείνους που είναι κρυμμένοι στις ράχες και τις χαράδρες, στα δάση και τις κοιλάδες του Αθω, τους δούλους του Θεού, τους Αθωνίτες ασκητές…
Το Αγιον Όρος έχει δώσει στην Ουράνια Βασιλεία ένα πλήθος αγίων πατέρων, Ιερομαρτύρων και μαρτύρων που στους παλιούς καιρούς υπέστησαν τα πάνδεινα από τους άθεους Άραβες, τους Σαρακηνούς και τους Τούρκους, όταν αυτοί αφάνισαν το Όρος, αποκεφάλισαν τους αδελφούς με τα ξίφη, κατέκλεψαν τα υπάρχοντα τους και έκαψαν τα μοναστήρια αφήνοντας τα ερείπια. Αυτός είναι ό λόγος πού δεν γνωρίζουμε σήμερα το παρελθόν του Αθω. Ξέρουμε μόνο ότι εκεί κτίσθηκαν μοναστήρια από τους αυτοκράτορες Κωνσταντίνο τον Μέγα και Θεοδόσιο τον Μέγα, καθώς καί από την αυτοκράτειρα Πουλχερία. Ποιοι όμως έζησαν εκεί καί με ποιο τυπικό δεν το ξέρουμε, γιατί όλα τα έγγραφα καταστράφηκαν από τους Σαρακηνούς… Πολλά έχουν γραφεί για τους παλαιούς πατέρες σε βιβλία πού έχουν το τίτλο Πατερικό. Σ’ ένα τέτοιο βιβλίο γράφει ότι κάποτε ένας μαθητής του Γρηγορίου του Σιναΐτη, πού ζούσε στη σκήτη του Μαγουλά, προσευχήθηκε στην Παναγία και ζήτησε να του αποκαλυφθεί αν στο Αγιον Όρος ήσαν πολλοί εκείνοι πού κατάφεραν να σώσουν τις ψυχές τους. Άκουσε τότε μια φωνή πού απευθυνόταν προς αυτόν μέσα στη νύχτα να του λέει να βγει έξω από το κελί του καί να κοιτάξει πέρα σ’ ένα ψηλό βουνό. Βγήκε πράγματι έξω και είδε την Βασίλισσα των Ουρανών να στέκεται στην κορυφή του βουνού λάμποντας μέσα σε άρρητο φως και να την περιβάλει ένα τεράστιο πλήθος από πύρινες στήλες. Και τότε άκουσε πάλι την φωνή να του λέει: «Βλέπεις αυτό το αναρίθμητο πλήθος των πύρινων στηλών; Αυτοί όλοι είναι Αθωνίτες πατέρες, πού αν θέλησης να τους μέτρησης θα βρεις ότι είναι περισσότεροι κι από τ’ άστρα τ’ ουρανού».
Θέλω τώρα να γράψω για τους πιο πρόσφατους πατέρες πού διέπρεψαν στο Αγιον Όρος τον καιρό της σύντομης διαμονής μου εκεί και λίγο πριν άπ’ αυτήν. Αυτοί ήταν πολυάριθμοι κι εγώ γνώρισα σχετικά λίγους. Άλλα από που ν’ αρχίσω και για ποιόν να πρωτογράψω; Μου φαίνεται πώς το σωστό είναι να γράψω πρώτα γι’ αυτόν που ήμουνα συνδεδεμένος πιο στενά μαζί του και που υπήρξα αυτόπτης μάρτυς των αγώνων και των παλαισμάτων του, γι’ αυτόν πού ό ίδιος άκουσα τις ψυχοσωτήριες οδηγίες του, για τον γέροντα δηλαδή και πνευματικό μου, τον πατέρα Αρσένιο.
Τον Αρσένιο τον ανέστησε ή Μεγάλη Ρωσία στις όχθες του μεγάλου και ενδόξου πόταμου Βόλγα. Γεννήθηκε στην πόλη Μπάλαχεν της επαρχίας Νιζέγκοροντ σε μία οικογένεια με μέτρια οικονομική κατάσταση. Οι γονείς του ήταν Ορθόδοξοι. Στο βάπτισμα του έδωσαν το όνομα Αλέξιος. Στην παιδική του ηλικία έμαθε ανάγνωση και γραφή. Την νεότητα του την πέρασε μέσα σε κοσμικές φροντίδες, άλλα ό Κύριος προβλέποντας ότι θα γινόταν εκούσιο κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος δεν τον άφησε να μολυνθεί από τα πάθη της σαρκός. Σύντομα του ενέπνευσε την επιθυμία να μελετήσει την Αγία Γραφή και τα έργα των Πατέρων. Τότε συνειδητοποίησε την ματαιότητα και την ψευτιά αυτού του κόσμου με τις ψυχοφθόρες του μέριμνες.
Όταν έγινε είκοσι χρονών εγκατέλειψε σπίτι και γονείς κι άρχισε να περιπλανάται σαν προσκυνητής στην Ρωσία. Τα θεμέλια της μοναχικής του ζωής τα έβαλε στην έρημο του κοινοβίου Πέσνοσα πού βρισκόταν στην περιφέρεια της Μόσχας. Εκεί έγινε μέλος της αδελφότητας και πέρασε τρία χρόνια σε υπακοή. Μετά του ήλθε ή επιθυμία να ταξιδεύσει στο εξωτερικό και να πάει στα μοναστήρια της Μολδαβίας, πού τότε ήταν στις δόξες τους με τους μεγάλους γέροντες και τους ασκητές τους. Όταν εξομολογήθηκε την επιθυμία του στον πνευματικό του πατέρα, εκείνος έδωσε την ευλογία του, κι έτσι ό Αλέξιος, παρά τις αντιρρήσεις του ηγουμένου, ξεκίνησε για το ταξίδι του.
Όταν έφθασε στο Κίεβο προσκύνησε τα άγια λείψανα των θαυματουργών αγίων και βρήκε εκεί ένα συνταξιδιώτη πού τον έλεγαν Νικήτα και καταγόταν από την επαρχία της Τούλα. Αυτός ό Νικήτας ήταν ο μετέπειτα μόνιμος σύντροφος του για σαράντα και πλέον χρόνια μέχρι τον θάνατο του και ήταν εκείνος πού μαζί του μοιράσθηκε όλες τις θλίψεις, τους μόχθους και τους αγώνες του. Μαζί προσευχήθηκαν στους θαυματουργούς αγίους του Κιέβου, πήραν την ευλογία τους και ξεκίνησαν για το ταξίδι τους.
Όταν έφθασαν στην Μολδαβία επισκέφθηκαν όλα τα μοναστήρια και τις σκήτες της. Στην σκήτη Μπαλασέφσκι βρήκαν ένα πνευματικό πατέρα και οδηγό και του εμπιστεύθηκαν τις ψυχές και τα σώματα τους. Σε μικρό χρονικό διάστημα εκείνος τους έκειρε μοναχούς και στον μεν Αλέξιο έδωσε το όνομα Αβελ, στον δε σύντροφο και συναγωνιστή του έδωσε το όνομα Νίκανδρος. Μετά από λίγο χρόνο ό οδηγός και ποιμένας τους βλέποντας τα σπουδαία παλαίσματα και την ταπεινοφροσύνη τους, υποχρέωσε τον π. Αβελ να λαβή την Ιεροσύνη, γιατί δεν είχε κανένα κώλυμα και κατείχε καλά τις Γραφές.

Το Άγιον Όρος είναι κλήρος της Παναγίας

 

Η Κυρία Θεοτόκος όταν φανερώθηκε στον πρώτο ερημίτη του Άθωνα. τον άγιο Πέτρο (655—681) και μετά από τέσσερις ως πέντε αιώνες στον ηγούμενο της Μεγίστης Λαύρας Νικόλαο και στον ένα και στον άλλο είπε: « Η κατοίκησή σας και η κατά Θεόν ανάπαυσή σας άλλου πουθενά δεν θα είναι παρά μόνο στο Όρος του Άθωνος, το οποίον έλαβα από τον Υιόν και Θεόν μου να είναι κλήρος δικός μου, στον οποίον εκείνοι που θέλουν να αναχωρήσουν από τις κοσμικές φροντίδες συγχύσεις, να έρχονται σ’ αυτό και να δουλεύουν στο περιβόλι αυτό, να καλλιεργούν την αρετή, την καθαρότητα της καρδιάς και την αγνότητα της ψυχής τους και από τώρα και εμπρός θα λέγεται από όλους «Άγιον Όρος» «Αγιον Όρος τούντεΰθεν κεκλήσεται… καί περιβόλι δικό μου».
«Υπόσχομαι δε, πολύ να αγαπώ, να βοηθώ και να σκέπω εκείνους, που με άδολη καρδιά έρχονται να δουλέψουν ολόψυχα στο Θεό, να προσεύχονται αδιάκοπα για την ψυχή τους, να παρακαλούνε το Θεό για την Εκκλησία Του και όλο τον κόσμο να τον φωτίσει ο Θεός να γίνουν όλοι πρόβατα γνήσια και άδολα του Χρίστου και Θεού μας.»

Συγκλονιστικό όραμα 10χρονου με τον γέροντα Παΐσιο που αφορά την Κύπρο


Αληθινό περιστατικό :
φίλος μου από την Κύπρο βρέθηκε με ηλικιωμένο γέροντα και κουβέντα στην κουβέντα ο παππούς του ανέφερε ότι κατάγεται από τα κατεχόμενα.
Σε ερώτηση του φίλου μου «πώς τα βλέπεις τα πράγματα παππού;» αυτός απάντησε ότι «σύντομα θα γυρίσουμε πίσω!» με αφοπλιστική βεβαιότητα!
«Και πώς είσαι τόσο σίγουρος;» τον ρώτησε πάλι ο φίλος μου.
«Άκουσε να δεις παιδί μου :
ο εγγονός μου που είναι 10 ετών είδε στον ύπνο του σε όραμα, τον γέροντα Παΐσιο να τον παίρνει από το χέρι και να τον οδηγεί στο σπίτι μου στα κατεχόμενα, λέγοντάς του ¨εδώ θα επιστρέψεις και θα ζήσεις την υπόλοιπη ζωή σου αγόρι μου¨! Όταν ρώτησα τον μικρό πώς ήταν το σπίτι μας, το οποίο δεν έχει δει ποτέ ούτε σε φωτογραφία, αφού μου το περιέγραψε είπε συγκεκριμένα πως ¨έχει άσπρα ψηλά κάγκελα και γύρω-γύρω μικρές τούρκικες σημαίες¨ κάτι που δεν ταίριαζε με τα κάγκελα που είχαμε αφήσει εμείς και ήταν μαύρου χρώματος. Έτσι αποφάσισα, να πάω στα κατεχόμενα να το δω από κοντά έπειτα από πάρα πολλά χρόνια. Όταν πήγα έμεινα κατάπληκτος αφού το σπίτι πλέον ήταν ακριβώς όπως το περιέγραψε ο εγγονός μου. Γι’ αυτό σου λέω, σύντομα θα γυρίσουμε πίσω…»
Υ.Σ.
Ο ηλικιωμένος γέροντας είναι από το χωριό Κυθρέα όπου είναι κοντά σε στρατοκρατούμενη περιοχή όπου μένουνε πολλοί τούρκοι αξιωματικοί σε σπίτια Ελληνοκυπρίων.

συνάντηση μου με τον γέροντα Παΐσιο

 



Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Ζόζουλακ
Κάποτε βρέθηκα στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου στο Αγιον Όρος. Μετά από τη Θεία λειτουργία καί το πρωινό ήρθε κοντά μου ένας νεαρός Έλληνας, τελείως άγνωστος σε μένα, καί μου είπε:
Πηγαίνω τώρα σε ένα γέροντα θέλεις να έρθεις μαζί μου;
Μάλιστα, του απάντησα.
Δεν ήξερα ακριβώς περί τίνος πρόκειται καί δεν θυμόμουν ούτε το όνομα του γέροντα, στον όποιο πηγαίναμε. Ήμουν πολύ νέος, μόλις 22 ετών, καί ή ψυχή μου διψούσε για πνευματικές συναντήσεις. Προερχόμουν από μία χώρα με αθεϊστικό καθεστώς, το όποιο έπεσε το 1989 καί ή ελευθερία πού αισθάνθηκα στην Ελλάδα ήταν για μένα κάτι το απίστευτο. Είχα διαβάσει για το Αγιον Όρος ως φοιτητής στην Ορθόδοξη θεολογική Σχολή στο Πρέσοβ της Σλοβακίας καί όταν έβλεπα τίς πανέμορφες φωτογραφίες από τα αγιορείτικα μοναστήρια, μου ήταν αδύνατο καν να σκεφθώ ότι κάποτε θα βαδίζω σε αυτή την αγία γη των ασκητών καί αγίων. Ό Θεός όμως μου άνοιξε το δρόμο, όχι μόνο να επισκεφθώ το Αγιον Όρος, αλλά καί να ζήσω ένα χρονικό διάστημα με τους μοναχούς.
Το παιδί, δυστυχώς δεν θυμάμαι το όνομα του, μου εξηγούσε διάφορα περιστατικά από τα κελιά πού είχε επισκεφθεί στο Αγιον Όρος. Κατάλαβα αμέσως πώς δεν βρισκόταν για πρώτη φορά σε αυτό τον τόπο. Ήξερε με σιγουριά καί το δρόμο, στον όποιο βαδίζαμε καί δεν πέρασε πολλή ώρα όταν φθάσαμε σε μία καλύβα. Ή πόρτα ήταν κλειστή.
– Καλά πού ήρθαμε νωρίς, είμαστε οι πρώτοι, μου είπε καί με κέρασε ένα λουκούμι καί μου εξήγησε:
– Αυτό είναι το κέρασμα του γέροντα. Ό κάθε επισκέπτης παίρνει ένα λουκούμι σαν ευλογία καί πίνει από το καθαρό νερό.
Μετά κτύπησε με ένα σιδεράκι στην πόρτα καί περιμέναμε. Έμενα μου άρεσε πολύ το λουκούμι καί θαύμαζα την πανέμορφη φύση γύρω -γύρω. Μετά από αρκετή ώρα άνοιξε την πόρτα της καλύβας ένας μοναχός καί φώναξε να περάσουμε μέσα. Μπήκαμε μέσα καί ό μοναχός μας έδειξε να περάσουμε σε ένα δωμάτιο πού είχε κάποιους πάγκους. Χαμογέλασε καί μας ρώτησε:
Τι θέλετε, παιδιά μου;
Εγώ δεν μίλησα, επειδή ουσιαστικά δεν ήθελα τίποτε. Ήρθα απλώς παρέα με τον καινούργιο φίλο μου. Αυτός του απάντησε: