Ο π. Ι. Ρωμανίδης λανθασμένα προσγράφεται, όπως υποστηρίζουν πολλοί
μελετητές του, στην θεολογία της δεκαετίας του ’60, με την γνωστή
προσωποκεντρική-υπαρξιστική διδασκαλία της. Υπήρξε μια εντελώς ιδιαίτερη
περίπτωση της ελληνικής θεολογίας, και στην πραγματικότητα στάθηκε
κριτικά απέναντι στα κυρίαρχα τότε ρεύματα του περσοναλισμού και του
υπαρξισμού, που επηρέασαν και στον τόπο μας την θεολογική παραγωγή. Στο
εξής θα προσπαθήσω να παρουσιάσω σύντομα τη σκέψη του, και να εξηγήσω
που βρίσκονται, κατ’ εμέ, τα πλεονεκτήματά της.
Θα πρέπει να εννοήσουμε, ευθύς αμέσως, ότι το κλειδί του όλου
στοχασμού του είναι ο τρόπος που προσεγγίζει την Παλαιά Διαθήκη, πράγμα
που έχει μία ιδιαίτερη σημασία για την όλη ερμηνεία της ορθόδοξης
θεολογίας. Ιδου πώς έχουν τα πράγματα: είναι κατ’ αρχάς γνωστό και
αποδεκτό τοις πάσι, ότι το εβραϊκό πνεύμα (η «βιβλική σκέψη»),
διαφοροποιείται σε απόλυτο βαθμό από τον αρχαιοελληνικό τρόπο του νοείν.
Ο εβραϊκός Θεός είναι προσωπικός, αποκλείει την λατρεία οποιωνδήποτε
άλλων θεών («μονοθεϊσμός»), είναι κατά την διδασκαλία του Ησαΐα
«άγιος»[1] και ζητεί την πίστη σε Αυτόν, είναι «πηγή του ζώντος ύδατος»,
φορέας του «αγίου λόγου» Αυτού και αναζητητής εκάστης ψυχής[2], ενώ
ακόμη εμφανίζεται ως δρων Υποκείμενο στην Ιστορία, παρεμβαίνοντας
συνεχώς με νέες πράξεις και σύμβολα στην απολύτρωση του λαού Του
(παράλληλα υποκρύπτεται στην εβραϊκή Βίβλο και ένα οικουμενικό μήνυμα).
Ωστόσο, το ερώτημα είναι, πώς μπόρεσε τελικά να αναπτυχτεί το βιβλικό
«πνεύμα» στον αρχαίο Ισραήλ;
Οι δυτικοί στοχαστές βρίσκονται εν προκειμένω σε αμηχανία. Αδυνατώντας
να παραδεχτούν, ως επιστήμονες ιστορικοί, ότι κυριολεκτικά ο Θεός
παρενέβαινε στην Ιστορία και μιλούσε στον Μωυσή και τους Προφήτες,
άρχισαν να διδάσκουν ότι τα πράγματα προσομοιάζουν κάπως με ό,τι συνέβη
στην αρχαία Ελλάδα. Εμφανίστηκαν, δηλαδή, στον εβραϊκό λαό μεγάλοι
αναμορφωτές, φωτισμένοι οραματιστές και ηθικολόγοι, πρώιμοι ορθολογιστές
(του τύπου του αναμορφωτή της ηθικής Ομήρου[3]), που με τις μεγάλες
«ενοράσεις» τους, τον ανθρωπιστικό, ας το πούμε έτσι, στοχασμό τους,
άφησαν το πνεύμα τους να εξερευνήσει το υπαρκτό και να παραγάγει ένα
μεγάλο όραμα. Μπόρεσαν να κρίνουν εποικοδομητικά τις προβιβλικές
παραδόσεις, εμβάθυναν στα της εσωτερική ζωής του ανθρώπου, ανακάλυψαν εν
γένει το «Πνεύμα». Οι ανακαλύψεις τους ήταν στην πραγματικότητα
προοδευτικές ενατενίσεις , στοχαστικής αποκλειστικά φύσεως, στην
βαθύτερη φύση του Είναι.
Πώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς αυτήν την προσέγγιση; Παρά τον
ορθολογισμό της, στο μεγαλύτερο μέρος της ταυτίζεται με τον τρόπο που
βλέπουν τα πράγματα οι υποστηρικτές της «analogia entis» (=αναλογία του
όντος),κατά την οποία μεταξύ της ίδιας της μεταφυσικής πραγματικότητας,
δηλαδή του Θεού, και του κόσμου (μαζί και του ανθρώπου), υφίσταται
κάποια οντολογική ομοιότητα, υπαρκτή μερική συνάφεια, «αναλογία». Η
ίδια η Βίβλος βέβαια δεν ευνοεί καθόλου αυτήν την ερμηνεία[4], αλλά οι
επιστήμονες ερμηνευτές αναγκάζονται στο σημείο αυτό να μιλήσουν,
αντιφατικά, για μη βιβλικές προϋποθέσεις του βιβλικού πνεύματος. Αυτός
είναι μάλιστα, από ιστορική άποψη, ο τρόπος σκέψης που προώθησε ως ένα
βαθμό ο άγιος Αυγουστίνος, αναπτύχτηκε περισσότερο και σχεδόν
αυτονομήθηκε στον σχολαστικισμό του Θωμά Ακινάτη (όπου αποδεικνύεται
«έλλογα» ακόμη και η ύπαρξη του Θεού), και τέλος ταυτίστηκε με την
πεμπτουσία της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, της οποίας τα μεγάλα συστήματα, με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση.[5]
Η «πνοή ζωής», που ζωοποιεί από την αρχή το σώμα του ανθρώπου,
συνδέεται στενά με το σώμα, το εμψυχώνει και το ζωοποιεί, το συγκροτεί
και το ενοποιεί. Οι Άγιοι αποκτούν εμπειρία του εμφυσήματος του Θεού με
την προσευχή και, κυρίως, με την νοερά προσευχή, που θερμαίνει και κινεί
όλο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου.
Και οι αρχαίοι φιλόσοφοι ομίλησαν για
την ψυχή του ανθρώπου, την ύπαρξή της, τον τρόπο συνδέσεώς της με το
σώμα, την ύπαρξή της μετά τον θάνατο. Και αυτοί είχαν την γνώση ότι
διαφέρει η ψυχή από το σώμα, αλλά βέβαια οι απόψεις τους ήταν εντελώς,
διαφορετικές από την εμπειρία των θεοπτών Αγίων της Εκκλησίας. Οι
φιλόσοφοι ομιλούσαν για την κατά φύση αθάνατη ψυχή και το κατά φύση
θνητό σώμα. Αλλά αυτή η διάκριση δεν έγινε αποδεκτή από τους Αγίους
Πατέρες, οι οποίοι, όπως είδαμε, διδάσκουν ότι τόσο η ψυχή όσο και το
σώμα είναι δημιουργήματα του Θεού.
«Εκείνο που δεν αλλάζει, κατά τον
Πλάτωνα, είναι τα αρχέτυπα. Και η ψυχή, επειδή έχει ομοιογένεια με τα
αρχέτυπα, πνευματικά είναι αυτά, πνευματική είναι και η ψυχή, άυλα είναι
εκείνα, άυλη η ψυχή. Οπότε, το όμοιο γνωρίζει το όμοιο. Επομένως, είναι
φυσικό, είναι η φυσική δύναμη της ψυχής να γνωρίζη αυτά τα αρχέτυπα. Εξ
αιτίας όμως της φυλακίσεως της ψυχής μέσα στο σώμα, η ψυχή βρίσκει
εμπόδιο το σώμα για να γνωρίση αμέσως αυτά τα αρχέτυπα, τα οποία βέβαια
γνώριζε σε μία πρότερη ζωή.
Ο κάθε άνθρωπος είναι ψυχοπαθής κατά την Πατερική έννοια. Δεν είναι
ανάγκη να είναι κάποιος σχιζοφρενής για να είναι ψυχοπαθής. Ο ορισμός
της ψυχοπάθειας από Πατερικής απόψεως είναι ότι ψυχοπάθεια υπάρχει στον
άνθρωπο εκείνον που δεν λειτουργεί σωστά η νοερά ενέργεια μέσα του. Όταν
δηλαδή ο νους του ανθρώπου είναι γεμάτος από λογισμούς, όχι μόνο κακούς
λογισμούς, αλλά και καλούς λογισμούς[i].
Όποιος έχει λογισμούς, καλούς ή κακούς μέσα στην καρδιά του, αυτός ο
άνθρωπος από Πατερικής απόψεως είναι ψυχοπαθής. Ας είναι οι λογισμοί
αυτοί ηθικοί, ακόμη και ηθικώτατοι, ανήθικοι ή οτιδήποτε άλλο. Δηλαδή
κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας όποιος δεν έχει περάσει από κάθαρσι της
ψυχής από τα πάθη και δεν έχει φθάσει σε κατάστασι φωτισμού με την Χάρι
του Αγίου Πνεύματος είναι ψυχοπαθής. Όχι όμως με την έννοια της
Ψυχιατρικής.
Ο ψυχοπαθής για τον ψυχίατρο είναι κάτι άλλο. Είναι
εκείνος που πάσχει από ψύχωσι, είναι ο σχιζοφρενής. Για την Ορθοδοξία
όμως ένας που δεν έχει περάσει από κάθαρσι της ψυχής από τα πάθη και δεν
έχει φθάσει σε φωτισμό, είναι νορμάλ ή δεν είναι νορμάλ; Αυτό είναι το
θέμα.
Ποιος είναι ο νορμάλ Ορθόδοξος Χριστιανός στην Πατερική παράδοσι; Αν
θέλετε να το δήτε αυτό ξεκάθαρα, διαβάστε την ακολουθία του Αγίου
Βαπτίσματος, διαβάστε την ακολουθία του Αγίου Μύρου, η οποία τελείται
στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως την Μεγάλη Πέμπτη· διαβάστε την
ακολουθία των Εγκαινίων των ιερών ναών. Εκεί θα δήτε τι σημαίνει ναός
του Αγίου Πνεύματος, εκεί θα δήτε ποιος είναι ο φωτισμένος.
Ο μακαριστός ιστορικός και θεολόγος, π. Ιωάννης Ρωμανίδης, περί της νόσου της ιδεολογικοποίησης της γνώσης στην Ελλάδα”.
Ο ελληνοαμερικανός καθηγητής Πανεπιστήμιου,
επισημαίνει το έγκλημα της χρήσεως της Επιστήμης στην υπηρεσία των
στρατευμένων ξενόφερτων γραικοελλαδικών πολιτικοϊδεολογικών ρευμάτων.
“Το να απαντάει κάποιος πριν ακούσει, είναι σ’ αυτόν αφροσύνη και όνειδος” (Παροιμίες 18: 13).
Τώρα μιλάω εδώ ως ένας Αμερικάνος, πώς να το πούμε. Εγώ έχω μεγαλώσει
στην Αμερική. Εμείς έχουμε μια μεθοδολογία ερεύνης που στην Ελλάδα δεν
την καταλαβαίνουν όχι μόνον οι θεολόγοι αλλά
ούτε οι φιλόλογοι. Βλέπω και οι φιλόλογοι και αυτοί είναι όλοι
συνθηματολόγοι εδώ στην Ελλάδα. Αυτοί που καταλαβαίνουν είναι οι
άνθρωποι των θετικών επιστημών.
(…)
Εγώ τουλάχιστον είμαι από την Αμερική και οι Αμερικανοί είναι
πραγματιστές και όχι ιδεολόγοι. Ο Αμερικανός στο κάθε τι που κάνει
προσπαθεί να βρη μια σωστή περιγραφική ανάλυση, να περιγράψη κάτι σωστά
και μετά, βάσει αυτής της σωστής περιγραφικής αναλύσεως, να εφαρμόση μια
μεθοδολογία για να φέρη κάποιο αποτέλεσμα. Και αυτό το αποτέλεσμα για
τον Αμερικανό είναι η αλήθεια… (αν δεν έχη επιτυχία) δεν είναι αληθές,
είναι κάτι το ψεύτικο και πρέπει να ξαναρχίσουμε από την αρχή για να
βρούμε πώς θα πετύχουμε τον σκοπό. Αυτό γίνεται σ’ όλους τους κλάδους.
Δεν είναι κανένας κλάδος που να μην είναι κριτήριο της αλήθειας η
επιτυχία.
(…)
Στην Αμερική τουλάχιστον μεγαλώνουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε
προοριζόμαστε δηλαδή για έρευνα και τέτοια πράγματα. Όταν ακούσης κάτι,
ούτε θα το δεχτής ούτε θα το απορρίψης. Αυτό που ακούς θα το ακούσης με
ενδιαφέρον. Εδώ στην Ελλάδα ο Έλληνας έχει διαμορφωθή κατά τέτοιο
τρόπο, που αμέσως σπεύδη να λάβη θέση. Και μένα μού ‘κανε εντύπωση όταν
πρωτοήλθα εις την Ελλάδα, μόλις ανοίξεις το στόμα σου και πεις κάτι, ο
Έλληνας αισθάνεται υποχρεωμένος να λάβη θέση. Έχει γίνει ψυχοπαθής.Εξ’ απόψεως ενός ξένου ο Έλληνας είναι ψυχοπαθής.
Διότι ένας άνθρωπος ο οποίος αισθάνεται την υποχρέωση μόλις ακούση κάτι να λάβη θέση υπέρ ή κατά, κάτι δεν πάει καλά στο μυαλό αυτού του ανθρώπου.
Δεν πάει καλά, διότι άμα ακούσεις κάτι, το σωστό είναι να το ακούσεις
με πολύ ενδιαφέρον, να το σημειώσεις και μετά να μάθης όσο περισσότερα
γι’ αυτό που λέει εκείνος και μετά να αναστείλεις την κρίση σου μέχρις
ότου ημπορείς να το ελέγξης. Και για να ελέγξης κάτι πρέπει να μάθης
πάρα πολλές πληροφορίες, αλλά και ερμηνευτικά κλειδιά, διότι πώς θα το
ελέγξης αν δεν έχεις ερμηνευτικά κλειδιά;
Θά
ήθελα νά ευχαριστήσω εκ καρδίας τούς τρείς διακεκριμένους εισηγητάς τής
σημερινής παρουσιάσεως τών δύο τόμων τής «Εμπειρικής Δογματικής, κατά
τίς προφορικές παραδόσεις τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη», πού μέ τόν λόγο τους
έκαναν ένα μνημόσυνο στόν μεγάλο αυτόν διδάσκαλο τής Ρωμηοσύνης καί τής
θεολογίας τών Προφητών, Αποστόλων καί Πατέρων.
Νά
μνημονεύσω τόν αγαπητό Πρωτοπρεσβύτερο καί Καθηγητή π. Γεώργιο
Μεταλληνό, πού συντόνισε τήν σημερινή συνάντηση καί ομίλησε γιά τόν
πεφιλημένο διδάσκαλο μέ καρδιακά αισθήματα, όπως καί τό κάνει
επανειλημμένως. Ο ίδιος θεωρεί τιμή πού τόν αποκαλούν μαθητή τού π.
Ιωάννου, άν καί δέν διετέλεσε ποτέ φοιτητής του. Νά ευχαριστήσω τόν
Πρωτοπρεσβύτερο π. Στέφανο Αβραμίδη, μαθητή τού π. Ιωάννου στήν
Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, ο οποίος πολλάκις τόν ανέπαυσε
καί τόν βοήθησε ποικιλοτρόπως καί στό γραφείο τού οποίου κατέφευγε
πολλές φορές ο αείμνηστος π. Ιωάννης. Επίσης, νά ευχαριστήσω τόν
καθηγητή κ. Λάμπρο Σιάσο, ο οποίος ήταν μαθητής του στήν Θεολογική Σχολή
Θεσσαλονίκης καί επηρεάσθηκε από αυτόν.
Ευχαριστώ
καί τούς τρείς, γιατί δέχθηκαν νά παρουσιάσουν τό δίτομο αυτό έργο, νά
ομιλήσουν γιά τόν μακαριστό διδάσκαλο τής Ρωμηοσύνης καί τής ορθοδόξου
θεολογίας καί νά πούν λόγο καρδιακό καί γιά τήν ελαχιστότητά μου.
Εξομολογούμενος θά ήθελα νά πώ ότι, παρά τό ότι εξέδωσα πολλά βιβλία
στήν ελληνική γλώσσα, εν τούτοις αρνήθηκα προτάσεις γιά δημόσια
παρουσίαση γιά κάποιο από αυτά. Εξαίρεση γίνεται γιά τό δίτομο αυτό έργο
τής «Εμπειρικής Δογματικής», γιατί θέλω νά προβληθή τό πρόσωπο τού π.
Ιωάννη Ρωμανίδη, ιδίως εφέτος πού συμπληρώνεται δεκαετία από τήν κοίμησή
του.
Θά
ήθελα κλείνοντας τήν σημερινή εκδήλωση νά τονίσω τέσσερα «πώς», δηλαδή
τέσσερα σημεία πού συνδέονται μέ τό πρόσωπο καί τό έργο τού μακαριστού
Διδασκάλου τής ορθοδόξου Πνευματικότητας.
Φωτογραφία για π. Ιωάννης Ρωμανίδης: Διαφορές δαιμονικού και Θεϊκού φωτός Στην πολύμορφη αυτή πολεμική του διαβόλου πρέπει να μάθει ο άνθρωπος να διακρίνει τους απλούς λογισμούς από τους σύνθετους λογισμούς, την ενέργεια του Θεού από τις δαιμονικές ενέργειες, την εμφάνιση του Φωτός του Θεού από το φως του διαβόλου.
«Ένα πράγμα, το οποίο μπορεί κανείς από Ορθοδόξου απόψεως να το θεωρεί δαιμονικό, από μιας άλλης απόψεως μπορεί να θεωρείται ότι είναι υγιεινό. Αυτό το οποίο, για την Ορθόδοξη θεολογία, μπορεί να θεωρείται ότι είναι από τον διάβολο, για την «Απογευματινή», «Ελευθεροτυπία» μπορεί να θεωρείται ότι είναι για το καλό του ανθρώπου.
Το πρόβλημα για τον Ορθόδοξο είναι το κριτήριο, τι θα είναι;».
«Και κυρίως, πρέπει να μάθει κανείς να διακρίνει από τις ενέργειες του διαβόλου, για να μπορεί να διακρίνει ποια ενέργεια που τον επηρεάζει είναι από τον Θεό και ποια ενέργεια είναι από τα λοιπά κτίσματα και, κυρίως, από τον διάβολο.
Και αυτή η ικανότητα της διακρίσεως μεταξύ κτιστών και άκτιστων ενεργειών είναι το θεμέλιο του χαρίσματος της διακρίσεως των πνευμάτων. Να διακρίνει κανείς μεταξύ των ενεργειών του πονηρού πνεύματος και του Αγίου Πνεύματος».
Μερικές φορές ο διάβολος «μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός» (Β΄ Κορινθίους ια’, 14). Το δαιμονικό φως είναι διαφορετικό από το Φως του Θεού.
«Το άκτιστο Φως ποτέ δεν είναι έξωθεν. Είναι πάντοτε έσωθεν. Το δαιμόνιο είναι έξωθεν, το φως του διαβόλου είναι έξωθεν. Όταν ο διάβολος αποκαλύπτει φως στον άνθρωπο, είναι έξωθεν».
«Όταν εμφανίζεται ο διάβολος στον άνθρωπο, εμφανίζεται δια της συζυγίας, ποτέ δια της κράσεως. Δεν μπορεί να υπάρξει κράση μεταξύ του κτιστού φωτός του διαβόλου και του ανθρώπου.
Γι’ αυτό και ο διάβολος όταν εμφανίζεται, εμφανίζεται πάντοτε και με σχήμα και με χρώμα και πάντοτε είναι έξω από τον άνθρωπο. Είναι φως παρυφιστάμενο, λένε οι Πατέρες. Παρυφίσταται, δηλαδή, το φως του διαβόλου. Ενώ όταν είναι το άκτιστο Φως, είναι ασχημάτιστο, ανείδεο, χωρίς χρώμα, χωρίς μορφή κλπ. Και θεάται δια της κράσεως.
Οπότε, ο θεούμενος βρίσκεται μέσα στο Φως και όλο το περιβάλλον του είναι μέσα στο Φως. Και το Φως φέγγει από παντού και είναι διαβρωτικό το Φως. Ενώ το φως του διαβόλου είναι περιορισμένο σε τόπο και έχει και χρώμα».
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η στάση του π. Ιωάννη Ρωμανίδη, όπως μάλιστα φαίνεται από τις προσωπικές του επιστολές, απέναντι στον ευσεβισμό και στην εκκοσμίκευση στον μοναχισμό και στην εκκλησιαστική ζωή γενικά. Τα θέματα αυτά νομίζω πως είναι και θα είναι πάντα επίκαιρα
Απόσπασμα επιστολής του π. Ιωάννη Ρωμανίδη, από το βιβλίο του π. Γεωργίου Μεταλληνού "πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Ρωμανίδης", έκδ. Αρμός, 2003, σέλ. 128-129.
""...Πάντως ο μοναχός Παντελεήμων δεν είναι τυχαίος άνθρωπος. Έχει βγάλει καλό αμερικάνικο πανεπιστήμιο - και πολύ μορφωμένος και δυνατό κεφάλι. (ο π. Παντελεήμων Μητρόπουλος, ηγούμενος της Ι.Μ Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στη Βοστώνη) . Γυρίζει με τα ράσα του και με τα γένια του και με όλα. Φθιάχνει κομβοσχοίνια, διδάσκει όσους ανθρώπους βρει και παντού εισαγάγει βυζαντινές εικόνες και φωνάζει να μη κόβουν τις ακολουθίες κ.τ.λ. Ο θεός να του δώση δύναμι και σας παρακαλώ να τον έχετε στην προσευχή σας διαρκώς, διότι πολλά θα εξαρτηθούν από τέτοια παιδιά. Προσεπάθησε να αρχίση ένα μοναστηράκι εδώ, αλλά η κεφαλή τον ημπόδισαν. Θέλουν δράσι (σημ. π. Γεωργίου Μεταλληνού: το δυτικό ευσεβιστικό πνεύμα!). Υποστηρίζουν τους ζωϊκούς, αλλά όχι τους πραγματικούς καλογήρους. Ο θεός όμως είναι πιο δυνατός και οι νερόβραστοι θα πέσουν. Βλέπετε έχομεν παιδιά ηρωϊκά που θα ακολουθήσουν τον δρόμο της Ορθοδόξου παραδόσεως και δεν θα δελεασθούν και από τους αιρετικούς και από τα γλυκανάλατά τους συστήματα. .......Ίσως γνωρίζετε ότι η βασίλισσα των Ελλήνων (Φρειδερίκη) ευρίσκεται τώρα εν Αμερική με τα παιδιά της. Λέγεται ότι συνιστά εις τους εδώ προύχοντας τον Κοτσώνη ως Αρχιεπίσκοπον. Ο θεός να μας ελεήση. Επίσης ψιθυρίζεται ότι θα έλθη ο Τρεμπέλας να διδάξη στην θεολογικήν Σχολήν. Ο Θεός να μας λυπηθή. Τόσοι αμαρτωλοί είμεθα που πρέπει να έχωμεν αιρετικούς να μας ποιμαίνουν; Πάντως εάν γίνουν τέτοια πράγματα , δεν γνωρίζω τί θα γίνη"
Όταν ο Χριστός μιλάει για την έκχυση
του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία και στους πιστούς, δεν μιλάει
αφηρημένα, δεν μιλάει ότι θα το στείλη σε όλη την Εκκλησία γενικά. Ούτε
ότι, επειδή οι δεσποτάδες και οι παπάδες έχουν μία αλληλοδιαδοχή με τις
χειροτονίες, θα το λάβη γενικά όλη η Εκκλησία… Ούτε εννοεί ότι εξ’ αιτίας της
χειροτονίας των επισκόπων υπάρχει οπωσδήποτε η εγγύησις ότι το Πνεύμα το
Άγιο θα κατοικήση μόνιμα μέσα στην Ιεραρχία… Διότι, δεν είναι η ύπαρξις του επισκόπου η εγγύησις ότι μία Σύνοδος εμφορείται από το Άγιο Πνεύμα. Απόδειξις είναι ότι υπήρξαν μέσα στην Εκκλησία πολλοί επίσκοποι, που κατεδικάσθησαν ως αιρετικοί… Αν είχαν εκείνοι οι επίσκοποι Πνεύμα
Άγιο, δεν θα έπεφταν σε αίρεσι. Άρα, δεν είναι η εις επίσκοπον
χειροτονία κάποιου απόδειξις ούτε εγγύησις ότι στον επίσκοπο αυτόν
κατοικεί οπωσδήποτε το Άγιο Πνεύμα.
Μεταφέρω εδώ, στον φυσικό της χώρο, την απάντησή μου στην κριτική που άσκησε σε προηγούμενα κείμενά μου για τον Ρωμανίδη ο επισκέπτης μας με το όνομα pistos.
Παράθεση
Ο pistos έγραψε:
Θα θίξω μόνο ένα: Την άδικη επίθεση του stampo στον Καθηγητή π.Ιωάννη Ρωμανίδη (βλ. ενότητα περι λειψάνων αλλά και ενότητα για την Δογματική του), ο οποίος μας έβγαλε από την βαβυλώνεια αιχμαλωσία της σχολαστικής θεολογίας. Αλλά δυστυχώς ο κ.Stampo τόσα κατάλαβε τόσα λέει!... Του προτείνω να αφήσει τις παρωπίδες και να τον μελετήσει βαθύτερα και δίχως πάθος και φανατισμό και θα καταλάβει ότι είναι από τους μεγαλύτερους πανεπιστημιακούς θεολογους του αιώνα μας. Πατερικότατος!
1. Ο φίλος μας ο pistos έχει εν μέρει δίκαιο. Ο Ρωμανίδης δεν είναι τυχαία προσωπικότητα. Εμφανίστηκε στο θεολογικό στερέωμα με ιδέες πρωτότυπες, συναρπαστικές και (κατά το φαινόμενο) παραδοσιακότατες και πατερικότατες. Εγώ, οφείλω να το ομολογήσω, υπήρξα φανατικός μελετητής και θαυμαστής του Ρωμανίδη. Διαβάζοντας πολλές φορές το βιβλίο του ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ έκλαιγα από τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό. Όντως αισθάνεται κανείς συγκλονισμένος μπροστά στο μεγαλειώδες όραμα της Ρωμιοσύνης που ξανοίγεται μπροστά του με τις σκέψεις του Ρωμανίδη. Επί πολλά χρόνια ήμουν σαγηνευμένος από το όραμα αυτό. Χρειάστηκε πολύς χρόνος και κόπος για να μπορέσω να αποδεσμευτώ από την μακάρια νάρκη στην οποία είχα περιέλθει. Διότι ο Ρωμανίδης αυτό επιτυγχάνει: Σε ναρκώνει με το υπέρτατο όραμα της Ρωμιοσύνης και παραδίνεσαι, παύεις πλέον να σκέφτεσαι έστω και στοιχειωδώς λογικά και θεολογικά. Είναι ουσιαστικά ένας μάγος· σε αιχμαλωτίζει, σε υπνωτίζει!
Μέσα
σ’ αυτά τα πλαίσια όμως βλέπομε μία περίεργη εξέλιξι μέσα στην ιστορία
της Εκκλησίας, κατά την οποία το βασίλειον ιεράτευμα(1), της Εκκλησίας
δεν παρέμεινε ποιοτικά εκείνο που ήταν αρχικά(2).
Αρχικά, δηλαδή στην εποχή των πρώτων
Χριστιανών, έχομε τους λαϊκούς και τους κληρικούς. Ο Απόστολος Παύλος
τους λαϊκούς ονομάζει ιδιώτες και οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι εκείνοι
που ερμηνεύουν τους ιδιώτες του Αποστόλου Παύλου ως λαϊκούς. Λαϊκός
είναι εκείνος, ο οποίος έχει μεν βαπτισθή, αλλά δεν έχει ακόμη κληθή
άνωθεν, ώστε να γίνη βασίλειον ιεράτευμα, δηλαδή κληρικός.
Ως κληρικός εθεωρείτο ο
θεόκλητος, εκείνος δηλαδή που είχε δεχθή μέσα στην καρδιά του την
επίσκεψι του Αγίου Πνεύματος και που το Πνεύμα είχε αρχίσει να
προσεύχεται μέσα του. Εκείνος, δηλαδή που είχε γίνει ναός του Αγίου
Πνεύματος και γι’ αυτό μέλος του Σώματος του Χριστού, δηλαδή της
Εκκλησίας.
Μέχρι
σήμερα δέν ἔχουμε ὑπόψη μας κάποια συνεκτική ἀντίκρουση τῶν θέσεων τοῦ
Ρωμανίδη. Θά παρουσιάσουμε, πάντως, στή συνέχεια πέντε κριτικές πούἔχουν ἐγερθεῖ
κατά καιρούς στίς ἀπόψεις του.
(α).
Ἴσως ἡ κυριότερη συνολική κριτική τοῦ ἔργου τοῦ Ρωμανίδη προέρχεται ἀπό τόν
Vladimir Moss στή μελέτη «Against Romanides -- A Critical Examination of the
Theology of Fr. John Romanides» (2012) [9]. Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τό ἱστορικό σκέλος, ὁ
Moss διαφωνεῖ μέ τό Ρωμανίδη ὑποστηρίζοντας ὅτι:
[10]
Edward James, «Τhe Franks», Blackwell, 1988, σέλ.24. Τή φράση ἀναλύει ὁ Guy
Halsall στό «Barbarian Migrations and the Roman West, 376-568», Cambridge Univ.
Press, 2007, σ.12.
[11]
Βλ. Aidan Nichols, O.P. «Light From the East - Authors and Themes in Orthodox
Theology», Chapter V, «John Romanides and neo-Photianism», Stagbooks, 1995,
σελ.78-80.
Eισαγωγικά
Στους θεολόγους της δεκαετίας του ’60 πολλοί συγκαταλέγουν και τον
Πρωτοπρεσβύτερο π. Ιωάννη Ρωμανίδη, ο οποίος πράγματι δημιούργησε μεγάλη
έκπληξη την εποχή εκείνη και συντέλεσε στην επαναφορά της θεολογίας
στην Ελλάδα προς την πατερική παράδοση.
Ο π. Ιωάννης εμφανίσθηκε στα θεολογικά γράμματα και την επιστήμη της
θεολογίας τη δεκαετία του ’50, πρώτα με μελέτες και ύστερα με την
διατριβή του, με τίτλο: «Το Προπατορικό αμάρτημα», που απετέλεσε
πράγματι σταθμό στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, όπου δημιούργησε μεγάλη
συζήτηση, αλλά και γενικότερα στο θεολογικό κόσμο στην Ελλάδα.
Ο π. Ιωάννης δεν επηρεάσθηκε από τους Ρώσους θεολόγους της Διασποράς,
ούτε από την διαλεκτική προτεσταντική θεολογία, αλλά από την προσωπική
έρευνα, που έκανε στους Αποστολικούς Πατέρες της Εκκλησίας. Μεγαλωμένος
στο προτεσταντικό περιβάλλον της Αμερικής σπούδασε και σε Παπικό
Ινστιτούτο, όπου διδάχθηκε και μελέτησε τη θεολογία του Θωμά του
Ακινάτη, και σε προτεσταντικές Θεολογικές Σχολές, όπως του Γιέϊλ και του
Χάρβαρντ και γνώρισε πολύ καλά τη νοοτροπία τους. Κυρίως, επειδή οι
Προτεστάντες δίδασκαν, ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας αλλοίωσαν την
αποστολική παράδοση, γι’ αυτό μελέτησε διεξοδικά τους Αποστολικούς
Πατέρες (Ειρηναίο, Ιγνάτιο, Μεθόδιο, Ιουστίνο, Πολύκαρπο κ.λπ.), οι
οποίοι είναι ο κρίκος εκείνος, που συνέδεσε τους Αποστόλους και τους
μετέπειτα Πατέρες. Καρπός αυτής της μελέτης ήταν η διατριβή του, για το
προπατορικό αμάρτημα, όπου, μεταξύ άλλων, διαπιστώνει τη διαφορά μεταξύ
σχολαστικής και ορθοδόξου θεολογίας. Είναι χαρακτηριστικός ο υπότιτλος
της μελέτης του, για το προπατορικό αμάρτημα, που προσδιορίζει το
περιεχόμενο του βιβλίου: «Συμβολαί εις την έρευναν των προϋποθέσεων της
διδασκαλίας του Προπατορικού Αμαρτήματος εν τη μέχρι του Αγ. Ειρηναίου
Αρχαία Εκκλησία, εν αντιβολή προς την καθόλου κατεύθυνσιν της Ορθοδόξου
και της Δυτικής μέχρι Θωμά του Ακινάτου Θεολογίας».
Στο τέλος της δεκαετίας του '50 έγινε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση αναφορικά με τον θνητοψυχισμό με αφορμή την διδακτορική διατριβή του π. Ιωάννου Ρωμανίδου, που ετοίμαζε να υποβάλη στην θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η συζήτηση, βέβαια, επεκτάθηκε σε πολλές θέσεις της μελέτης, αλλά εδώ θα επιμείνουμε λίγο στις θέσεις του για την αθανασία της ψυχής.
Σε σχετικό κεφάλαιο της μελέτης του με τίτλο «ο προορισμός του ανθρώπου» κάνει λόγο για την «ηθική τελείωση», την «τελείωση και πτώση» και για την «αθανασία». Αντιμετωπίζει το θέμα της αθανασίας, επειδή γι' αυτήν ομιλούσαν και οι φιλόσοφοι, όπως είπαμε προηγουμένως, αλλά κατά τρόπο διαφορετικό από την διδασκαλία της Εκκλησίας.
Στην διατριβή του ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης υποστήριζε την άποψη ότι η ψυχή είναι αθάνατη, αλλά κατά Χάριν και όχι κατά φύσιν, αφού είναι κτιστή, δηλαδή έχει μια συγκεκριμένη αρχή και δεν είναι άχτιστη. Αυτό το έγραφε για να μην γίνεται σύγχυση μεταξύ της φιλοσοφίας και της θεολογίας, και είναι συνάρτηση τον γενικού θέματος, που ανέπτυσσε, δηλαδή της διακρίσεως μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, της πτώσεως και του θανάτου, καθώς επίσης και της θεώσεως του ανθρώπου8.
Οι γενικές και κεντρικές αυτές θέσεις του που είναι ορθόδοξες, δημιούργησαν προβληματισμό σε μερικούς θεολόγους, που είχαν διαποτιστεί από την σχολαστική θεολογία της Δύσεως, ανεπίγνωστα. Τουλάχιστον φαίνονταν ως καινοφανείς διδασκαλίες, άγνωστες έως τότε. Περιττόν να λεχθεί ότι η διατριβή αυτή υπήρξε μια αποκάλυψη, και από τις πρώτες μελέτες που φανέρωναν την βαβυλώνεια αιχμαλωσία της «ορθόδοξης θεολογίας στην Ελλάδα», στην δυτική θεολογία και προβληματική. Γι’ αυτό και προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση.