Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

Ο χριστιανός μπορεί να λυπάται μόνο για δύο λόγους!



Τη λύπη την έβαλε μέσα μας ο Θεός. Όχι, όμως, για να τη μεταχειριζόμαστε άσκοπα ή και βλαπτικά, σε ακατάλληλο χρόνο και σε αντίθετες συνθήκες στη φύση μας περιστάσεις, κλονίζοντας έτσι την υγεία της ψυχής και του σώματος, αλλά για ν’ αποκομίζουμε απ’ αυτήν όσο γίνεται μεγαλύτερο πνευματικό κέρδος.

Γι’ αυτό, δεν πρέπει να λυπόμαστε όταν παθαίνουμε κάτι κακό, μα όταν κάνουμε κάτι κακό. Εμείς, ωστόσο, έχουμε αντιστρέψει τα πράγματα. Έτσι, και αμέτρητα κακά να διαπράξουμε, ούτε λυπόμαστε ούτε ντρεπόμαστε. Αν, όμως, πάθουμε και το παραμικρό κακό από κάποιον, τότε τα χάνουμε, βαριοθυμούμε, γινόμαστε συντρίμμια και δεν συλλογιζόμαστε πως οι θλίψεις και οι πειρασμοί φανερώνουν τη φροντίδα του Θεού για μας περισσότερο από τα ευχάριστα περιστατικά.

Αλλά γιατί αναφέρω τις θλίψεις αυτής της ζωής; Μήπως και η απειλή του αιωνίου κολασμού δεν αποτελεί τη φιλανθρωπία του Θεού καλύτερα από την υπόσχεσή Του για την ουράνια βασιλεία; Γιατί ,αν δεν υπήρχε η απειλή του αιωνίου κολασμού, λίγοι θα ήταν εκείνοι που θα κέρδιζαν τη σωτηρία. Δεν είναι, βλέπεις, αρκετή για μας, τους ράθυμους, η υπόσχεση των ουράνιων αγαθών. Ο φόβος της κολάσεως πιο πολύ μας παρακινεί στην αρετή.

Γι’ αυτό, λοιπόν, υπάρχουν η λύπη και η αθυμία, όχι για να μας κυριεύουν όταν πεθαίνει ένα αγαπημένο μας πρόσωπο ή όταν χάνουμε χρήματα ή όταν δοκιμάζουμε κάποια αποτυχία, αλλά για να μας βοηθούν στον πνευματικό μας αγώνα. Ας λυπόμαστε όχι για τη θλίψη ή τη βλάβη που μας προξενεί κάποιος, αλλά για τις αμαρτίες μας, με τις οποίες λυπούμε το Θεό. Γιατί οι αμαρτίες διώχνουν μακριά μας το Θεό, ενώ οι θλίψεις, που δοκιμάζουμε από άλλους ανθρώπους, Τον κάνουν να μένει κοντά μας ως προστάτης.
Αλλωστε, πρέπει να το πάρεις απόφαση, άνθρωπέ μου, ότι στη ζωή αυτή θα έχεις βάσανα, δοκιμασίες, προβλήματα, πειρασμούς. Πρέπει να τ’ αντιμετωπίζεις με γενναιότητα όλα αυτά, χρησιμοποιώντας ως όπλα την πίστη, την ελπίδα, την υπομονή. Ας εύχεσαι, βέβαια, να μην πέσεις ποτέ σε πειρασμό. Όταν, όμως, παραχωρεί κάποιον ο Θεός, μην ταράζεσαι. Κάνε ό,τι μπορείς για να φανείς αληθινός στρατιώτης του Χριστού. Δεν βλέπεις που οι γενναίοι στρατιώτες, όταν η σάλπιγγα τους καλεί στην μάχη, αποβλέποντας στη νίκη, θυμούνται τους ένδοξους προγόνους τους, που έκαναν μεγάλα κατορθώματα, και ρίχνονται με θάρρος στον αγώνα; Όμοια κι εσύ, όταν έρχεται η ώρα της πνευματικής μάχης, να θυμάσαι τα κατορθώματα των αγίων μαρτύρων και ν’ αγωνίζεσαι με γενναιότητα, με πίστη, με χαρά.

Δεν μπορεί, λοιπόν, ποτέ να λυπάται ο χριστιανός; Μπορεί, αλλά για δύο μονάχα λόγους: Όταν είτε ο ίδιος είτε ο πλησίον του έρχεται σε αντίθεση με το Θεό και το άγιο θέλημά Του. Δεν πρέπει, επομένως, να στενοχωριούνται και να θλίβονται εκείνοι που κακολογούνται, μα εκείνοι που κακολογούν. Γιατί δε θ’ απολογηθούν οι πρώτοι ,για όσα λέγονται σε βάρος άλλων. Αυτοί πρέπει να τρέμουν και ν’ ανησυχούν, γιατί αργά ή γρήγορα θα συρθούν στο φοβερό Δικαστήριο του Θεού, όπου θα λογοδοτήσουν για όσες κακολογίες ξεστόμισαν. Κι εκείνοι που κακολογούνται, πάντως, πρέπει ν’ ανησυχούν, αν όσα λένε γι’ αυτούς είναι αληθινά.

Αξιολύπητοι, βλέπεις, είναι οι αμαρτωλοί, έστω κι αν κανένας δεν τους κατηγορεί. Αξιοζήλευτοι, απεναντίας, είναι οι ενάρετοι, έστω κι αν ο κόσμος όλος τους κατατρέχει. Γιατί, όταν η συνείδηση ενός ανθρώπου είναι ήσυχη, όσες τρικυμίες κι αν ξεσηκώνονται εναντίον του, αυτός θα βρίσκεται πάντα σε λιμάνι γαλήνιο. Όταν, όμως, η συνείδησή του είναι ταραγμένη, ακόμη κι αν όλα του έρχονται ευνοϊκά, θα βασανίζεται, σαν τον ναυαγό στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Θέματα ζωής Β΄
Κείμενα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου.

www.agiooros.net

Δεν υπάρχει άγιος χωρίς πόνο και θλίψη


Άκουσα, ότι η οικογενειακή σας ζωή, το σπίτι σας, δεν είναι έξω από αρρώστιες και από άλλες λυπηρές καταστάσεις, και λυπήθηκα πολύ.
Και παρακάλεσα τον Κύριο, να σας επισκεφθή με ευσπλαχνία και έλεος· και να θεραπεύσει τις ασθένειές σας.
Τι να κάμωμε;
Έτσι το θέλησε ο Κύριος: να μη περνάει η πρόσκαιρη αυτή ζωή χωρίς πίκρες και θλίψεις.
Η αγία Γραφή λέγει: «πάσα κεφαλή εις πόνον και πάσα καρδία εις λύπην» (Ησ. 1,5). Δηλαδή: Δεν θα βρείς στον κόσμο κεφάλι χωρίς σκοτούρες- καρδιά χωρίς πόνο και στενοχώριες.
Και αυτό ισχύει όχι απλά για κάθε άνθρωπο· αλλά και για τους αγίους!
Δεν υπάρχει άγιος, που – όσο άγιος και τέλειος και αν ήταν – να πέρασε στη ζωή του χωρίς πόνο και θλίψη, χωρίς να υποφέρει.
Γιατί όμως; γιατί;
Απαντάει ο απόστολος Παύλος: «Ίνα μη υπεραίρομαι». Για να μη πάρουν τα μυαλά μου αέρα! Γιατί, ο άνθρωπος, όταν τα έχει όλα καλά, μεγαλοπιάνεται (Β’ Κορ. 12,7).
Και όποιος μεγαλοπιάνεται, σκέφτεται απάνθρωπα· και μιλάει και ενεργεί απάνθρωπα!
Αν λοιπόν άγιοι σαν τον απόστολο Παύλο υπόφεραν πολλά, για να μην πάρουν τα μυαλά τους αέρα, πόσο πιο πολύ είναι για μας ευεργεσία θεική, όταν υποφέρουμε!
Πότε είναι για μας ο πόνος ευεργεσία;
Όταν μας κάνει και ψάχνουμε να ιδούμε, πως περπατάμε».
Όταν αυτό δεν το κάνουμε, από μόνοι μας, μας χρειάζονται οι θλίψεις· γιατί είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί να μας κάμει να ξυπνήσουμε.

Άγιος Αντώνιος της Όπτινα

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

Η ελληνική και η κατά Χριστόν μόρφωσις, κατά τους τρεις Ιεράρχας († Ἀρχ. Γεώργιος Καψάνης)


… Ομιλία εκφωνηθείσα εις την εν Αγίω Όρει Αθωνιάδα Σχολήν τη 30η Ιανουαρίου 2001, εορτή των Τριών Ιεραρχών…

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr
Αναδημοσιεύουμε από παλαιότερη ανάρτησή μας.

Η ελληνική και η κατά Χριστόν μόρφωσις, κατά τους τρεις Ιεράρχας († Ἀρχ. Γεώργιος Καψάνης)

Εορτάζουμε σήμερα την μνήμη των τριών μεγάλων Ιεραρχών και οικουμενικών διδασκάλων της Εκκλησίας, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Των τριών μεγίστων φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος. Οι άμβωνες της Κωνσταντινουπόλεως, της Αντιοχείας, της Καισαρείας της Καππαδοκίας, της Ναζιανζού έγιναν αιώνιοι άμβωνες της Εκκλησίας, από τους οποίους οι τρεις Ιεράρχαι κηρύττουν την Ορθόδοξο Θεολογία και πίστι μας και μας υποδεικνύουν την γνησία Χριστιανική ζωή.
Γι’ αυτό και σε κάθε ακολουθία και Θεία Λειτουργία τους μνημονεύουμε. Ο μακαρισμός και έπαινός τους στην Εκκλησία του Θεού είναι πολύς, αδιάκοπος και αιώνιος.
Τιμώνται ιδιαίτερα ο καθένας την ημέρα της μνήμης του και όλοι μαζί σήμερα, ώστε οι Χριστιανοί να τους θεωρούν ισαξίους και ισοτίμους.
Μετά την απελευθέρωσι του Γένους από την φοβερή τουρκική σκλαβιά, η νεοελληνική πολιτεία καθιέρωσε η σημερινή εορτή τους να εορτάζεται και ως εορτή της Παιδείας.
Η καθιέρωσις της εορτής αυτής ως εορτής των Γραμμάτων και της Παιδείας ήταν επιβεβλημένη. Είναι αλήθεια ότι μετά την απελευθέρωσι οι ηγεσίες του Ελληνικού Κράτους, επηρεασμένες από τα δυτικά ρεύματα και πρότυπα και μάλιστα κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας των Βαυαρών, δεν ετίμησαν και δεν αξιοποίησαν δεόντως την Παράδοσι του Γένους και κάποτε ασέβησαν απέναντι της, εκτός εξαιρέσεων.
Όμως η ανακήρυξις των Τριών Ιεραρχών ως προστατών της Ελληνορθοδόξου Παιδείας ήταν πράξις αξία της Παραδόσεως του Γένους, αφού οι Τρείς Ιεράρχαι συνδυάζουν την Χριστιανική διδασκαλία με την θύραθεν και μάλιστα την Ελληνική μόρφωσι.
Τον 4ον αιώνα που έζησαν οι τρεις Ιεράρχαι, υπήρχε διαμάχη μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Υπήρχαν δύο αντίθετα άκρα. Το ένα εκ μέρους Χριστιανών που απέρριπταν τελείως την Ελληνική σοφία, λόγω του φόβου της ειδωλολατρείας. Το άλλο εκ μέρους των φανατικών ελληνολατρών-ειδωλολατρών, που όχι μόνο απέρριπταν την Χριστιανική πίστι αλλά και θεωρούσαν τους Χριστιανούς αναξίους να σπουδάζουν τα Ελληνικά Γράμματα. Κύριος εκπρόσωπός των ήταν ο ειδωλολάτρης Ιουλιανός ο Παραβάτης, συμμαθητής του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου στην Αθήνα, που όταν έγινε αυτοκράτωρ εξέδωκε διάταγμα κατά των Χριστιανών διδασκάλων, να μη διδάσκουν την Ελληνική φιλοσοφία.
Οι Τρεις Ιεράρχαι δεν παρασύρθηκαν από αυτά τα άκρα, αλλά προχώρησαν σε ένα μεγαλειώδη συνδυασμό – σύζευξι Χριστιανισμού και Ελληνικής σοφίας.
Γράφει σχετικώς ο άγιος Γρηγόριος: «Νομίζω ότι όλοι οι φρόνιμοι έχουν ομολογήσει, ότι η μόρφωσις είναι το πρώτον αγαθόν που έχομεν. Όχι μόνον αυτή η ευγενεστέρα και ιδική μας που περιφρονούσα κάθε κομψότητα και κάθε φιλοδοξίαν των λόγων κρατά μόνον την σωτηρίαν και το κάλλος των νοητών, αλλά και η εξωτερική μόρφωσις την οποίαν πολλοί Χριστιανοί από κακήν εκτίμησιν απορρίπτουν, διότι τάχα είναι ύπουλη και απατηλή και απομακρύνει από τον Θεόν». (Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Επιτάφιος εις τον Μέγαν Βασίλειον, 11, Ε.Π.Ε. τ.6, σελ. 145).
Με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος κατενόησαν δύο βασικές αλήθειες της Ορθοδόξου Πίστεως.

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

ΟΙ ΠΡΟ­Ϋ­ΠΟ­ΘΕ­ΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΙΑΣ ΓΡΗ­ΓΟ­ΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΟΥ - Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης




ΟΙ ΠΡΟ­Ϋ­ΠΟ­ΘΕ­ΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΙΑΣ 
ΓΡΗ­ΓΟ­ΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΟΥ 
(+25 Ια­νουα­ρί­ου)

Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης, Δρ. Θ

Ο Ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος, α­πό τους ε­πι­φα­νέ­στε­ρους πα­τέ­ρες του 4ου αι., γεν­νή­θη­κε στην Α­ριαν­ζό της Καπ­πα­δο­κί­ας το 329. Ο πα­τέ­ρας του, Γρη­γό­ριος ε­πί­σης κα­λού­με­νος, ε­πί­σκο­πος Να­ζιαν­ζού (328-374), και η μη­τέ­ρα του Νόν­να ε­πέ­δρα­σαν κα­τα­λυ­τι­κά στη με­τέ­πει­τα πο­ρεί­α του Γρη­γο­ρί­ου.
Σπού­δα­σε στις ακ­μά­ζου­σες τό­τε σχο­λές, ό­πως ή­σαν, η Και­σά­ρεια της Καπ­πα­δο­κί­ας, η Και­σά­ρεια της Πα­λαι­στί­νης, η πε­ρί­φη­μη Α­λε­ξαν­δρι­νή σχο­λή και αυ­τή των Α­θη­νών. Στην Α­θή­να έ­μει­νε ο Γρη­γό­ριος έ­ξι χρό­νια (354-360) και ε­κεί συν­δέ­θη­κε με βα­θειά φι­λί­α με τον «ι­σά­δελ­φό του», ό­πως τον ο­νο­μά­ζει, Βα­σί­λειο. Τό­σο δια­κρί­θη­κε στις σπου­δές του στην Α­θή­να, που του προ­σφέρ­θη­κε κα­θη­γη­τι­κή έ­δρα, που δεν α­πο­δέ­χτη­κε.

Ό­ταν ε­πέ­στρε­ψε στην πα­τρί­δα του, χει­ρο­το­νή­θη­κε πρε­σβύ­τε­ρος και το 372 ο φί­λος  του Βα­σί­λειος, ή­δη Αρ­χιε­πί­σκο­πος Και­σα­ρεί­ας, τον χει­ρο­τό­νη­σε, πα­ρά τη θέ­λη­σή του, ε­πί­σκο­πο Σα­σί­μων.
Με­τά τον θά­να­το των γο­νέ­ων του (374), ευ­ρι­σκό­με­νος στη Σε­λεύ­κεια της Ι­σαυ­ρί­ας, κλή­θη­κε α­πό τους Ορ­θο­δό­ξους της Κων/λε­ως να κη­ρύ­ξει τα ορ­θό­δο­ξα δόγ­μα­τα (379). Τό­τε, μό­λις εί­χε πε­θά­νει ο αυ­το­κρά­το­ρας Ουά­λης, που εί­χε ε­πι­βά­λει τον α­ρεια­νι­σμό, τό­σον, ώ­στε ό­λοι οι να­οί της πό­λης εί­χαν κα­τα­λη­φθεί α­πό τους α­ρεια­νούς και για τους ορ­θο­δό­ξους α­πέ­με­νε μό­νον ο μι­κρός να­ός της α­γί­ας Α­να­στα­σί­ας. Στο μι­κρό αυ­τό να­ό ο Γρη­γό­ριος ε­ξε­φώ­νι­σε τους πέ­ντε πε­ρί­φη­μους θε­ο­λο­γι­κούς του λό­γους και γι΄ αυ­τό έ­λα­βε την προ­σω­νυ­μί­α «Θε­ο­λό­γος».
Σύγ­χρο­νος σχο­λια­στής του ση­μειώ­νει: «Ο Γρη­γό­ριος υ­πήρ­ξε ποι­η­τής, νη­πτι­κός και θε­ο­λό­γος. Η τρι­πο­λι­κό­τη­τα του προ­σώ­που του α­πο­τε­λεί και το με­γα­λεί­ο του.
Στο πα­ρόν άρ­θρο θα πα­ρου­σιά­σου­με τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις που θέ­τει στη θε­ο­λο­γί­α του ο Γρη­γό­ριος. Δηλ. εκ­φρά­ζει την πε­ποί­θη­ση ό­τι η θε­ο­λο­γί­α α­σκεί­ται με προ­ϋ­πο­θέ­σεις και προ­ο­πτι­κές που δη­μιουρ­γεί η ί­δια η Εκ­κλη­σί­α. Ση­μειώ­νει: «Ε­πί των η­με­τέ­ρων ό­ρων ι­στά­με­νοι», δηλ. να στε­κό­μα­στε στους δι­κούς μας ό­ρους και στη δι­κή μας ορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση, ό­πως αυ­τή εκ­φρά­ζε­ται δια της Εκ­κλη­σί­ας.
Η πα­ρά­δο­ση του Γρη­γο­ρί­ου ή­ταν μια δύ­σκο­λη συ­νάρ­τη­ση της Α­λε­ξαν­δρι­νής σχο­λής του Ω­ρι­γέ­νη (3ος αι.) και των δύ­ο α­πο­στο­λι­κών πα­τέ­ρων Ι­γνα­τί­ου και Ει­ρη­ναί­ου (2ος αι.), κα­θώς και του Μ. Α­θα­να­σί­ου (3ος αι.), φυ­σι­κά και του φί­λου του Μ. Βα­σι­λεί­ου (4ος αι.).
Δια­κρί­νει σα­φώς στο έρ­γο του το «θε­ο­λο­γείν» α­πό το «φι­λο­σο­φείν». Ο Γρη­γό­ριος εί­ναι ο θε­ο­λό­γος της θε­ο­πτί­ας. Σκο­πός του, ό­πως γρά­φει, εί­ναι να ζει, να συ­να­να­στρέ­φε­ται με τον Θε­ό, που εί­ναι η α­λή­θεια, κά­τι που μό­νον αυ­τό ε­ξα­σφα­λί­ζει ά­με­ση και α­σφα­λή γνώ­ση. Πρό­κει­ται για την θε­ο­πτί­α, η προ­σω­πι­κή δηλ. ε­μπει­ρί­α της α­λή­θειας, συ­ντε­λεί­ται δια της κα­θάρ­σε­ως. Γρά­φει: «Βού­λει θε­ο­λό­γος γε­νέ­σθαι πο­τέ και της θε­ό­τη­τος ά­ξιος; τας ε­ντο­λάς φύ­λασ­σε, δια των προ­σταγ­μά­των ό­δευ­σον· πρά­ξις γαρ ε­πί­βα­σις θε­ω­ρί­ας».
Με την θε­ο­λο­γί­α του πε­ρί θε­ο­πτί­ας και τη διά­κρι­ση με­τα­ξύ ου­σί­ας και ε­νερ­γειών του Θε­ού γί­νε­ται ο πρό­δρο­μος του η­συ­χα­σμού και της θε­ο­λο­γί­ας του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά, ό­πως αυ­τή α­να­πτύ­χθη­κε τον 14ο αι. Γρά­φει: «Θε­όν, ό,τι πο­τέ μεν έ­στι την φύ­σιν και την ου­σί­αν, ού­τε τις εύ­ρεν αν­θρώ­πων πώ­πο­τε ού­τε μην εύ­ρη». Και αλ­λού συ­μπλη­ρώ­νει: «Και μι­κρόν δια­κύ­ψας, ου την πρώ­την τε και α­νή­ρα­τον φύ­σιν και ε­αυ­τή, λέ­γω δη τη Τριά­δι... αλ­λ΄ ό­ση τε­λευ­ταί­α και εις η­μάς φθά­νου­σα». Ε­πί­σης, συ­μπλή­ρω­σε και ο­λο­κλή­ρω­σε την «πε­ρί του Αγ. Πνεύ­μα­τος» δι­δα­σκα­λί­α του Μ. Βα­σι­λεί­ου».
Την ε­πο­χή της Εκ­κλη­σί­ας, α­πό την Πε­ντη­κο­στή και με­τά, που έ­χου­με πλέ­ον την εμ­φα­νή πα­ρου­σί­α του Αγ. Πνεύ­μα­τος, ο ά­γιος Γρη­γό­ριος την ο­νο­μά­ζει «Τρί­την Δια­θή­κην». Το­νί­ζει δηλ. ό­τι, ό­ταν έ­λα­βε «πέ­ρας» η «σω­μα­τι­κή» πα­ρου­σί­α του Χρι­στού στη γη, άρ­χι­σε το έρ­γο του Αγ. Πνεύ­μα­τος, που συ­νι­στά «ελ­πί­δος συ­μπλή­ρω­σιν», κά­τι που έ­γι­νε με την κά­θο­δο και «ε­πι­δη­μί­α» του Αγ. Πνεύ­μα­τος στη γη. Τώ­ρα, λοι­πόν, το Πνεύ­μα εί­ναι «ου­σιω­δώς» πα­ρόν. Ό­πως ο Υ­ιός ε­πι­κοι­νώ­νη­σε με τους αν­θρώ­πους «σω­μα­τι­κώς», έ­πρε­πε να φα­νεί και το Πνεύ­μα «σω­μα­τι­κώς». Ό­ταν ο Υ­ιός ε­πα­νήλ­θε στον Πα­τέ­ρα, ήλ­θε το Πνεύ­μα «ως Κύ­ριον». Γρά­φει: «Έ­πρε­πε γαρ Υ­ιού σω­μα­τι­κώς η­μίν ο­μι­λή­σα­ντος και αυ­τό φα­νή­ναι σω­μα­τι­κώς». Και Χρι­στού προς αυ­τόν ε­πα­νελ­θό­ντος, ε­κεί­νο προς η­μάς κα­τελ­θείν· ερ­χό­με­νον ως Κύ­ριον» (Σύμ­βο­λο πί­στε­ως Β΄ Οι­κουμ. Συ­νό­δου).
Αλ­λά και το Χρι­στο­λο­γι­κό δόγ­μα δεν έ­μει­νε έ­ξω α­πό τα δογ­μα­τι­κά του εν­δια­φέ­ρο­ντα, ό­σον α­φο­ρά στις δύ­ο φύ­σεις του Κυ­ρί­ου.
Ο Α­πο­λι­νά­ριος, ε­πί­σκο­πος Λα­ο­δι­κί­ας της Συ­ρί­ας (369), σφο­δρός πο­λέ­μιος του α­ρεια­νι­σμού και φί­λος των πα­τέ­ρων Μ. Α­θα­να­σί­ου, Μ. Βα­σι­λεί­ου και Γρη­γο­ρί­ου του Να­ζιαν­ζη­νού, πε­ρί το 374 άρ­χι­σε να δι­δά­σκει ό­τι ο σαρ­κω­θείς Λό­γος δεν προ­σέ­λα­βε ο­λό­κλη­ρο τον άν­θρω­πο. Προ­σέ­λα­βε, μό­νο σάρ­κα και ά­λο­γη ψυ­χή και ό­χι λο­γι­κή (νου-πνεύ­μα), την θέ­ση της ο­ποί­ας κα­τέ­λα­βε ο Λό­γος του Θε­ού. Στη θέ­ση αυ­τή του Α­πο­λι­να­ρί­ου ο Ι. Γρη­γό­ριος διέ­κρι­νε χρι­στο­λο­γι­κή, σω­τη­ριο­λο­γι­κή και αν­θρω­πο­λο­γι­κή αί­ρε­ση!
Πρώ­τα Χρι­στο­λο­γι­κή: Ο Λό­γος, κα­τά τον Γρη­γό­ριο, προ­σέ­λα­βε ο­λό­κλη­ρο τον άν­θρω­πο και γι΄ αυ­τό στο Χρι­στό έ­χου­με δύ­ο πραγ­μα­τι­κές φύ­σεις, την θεί­α και την αν­θρώ­πι­νη. Γρά­φει: «Δύ­ο φύ­σεις εις εν συν­δρα­μού­σαι, ουχ υ­ιοί δύ­ο· μη κα­τα­ψευ­δέ­σθω η σύ­γκρα­σις». Σύμ­φω­να με τη σω­τη­ριο­λο­γι­κή θέ­ση του Γρη­γο­ρί­ου, για να σω­θεί ο­λό­κλη­ρος ο άν­θρω­πος (σάρ­κα – ψυ­χή ή πνεύ­μα) πρέ­πει να προ­σλη­φθεί ο­λό­κλη­ρος α­πό τον Θε­ό – Λό­γο. Γι΄ αυ­τό ση­μειώ­νει: «Το α­πρό­σλη­πτον α­θε­ρά­πευ­τον· ο δε ή­νω­ται τω Θε­ώ, τού­το και σώ­ζε­ται». Α­κό­μη, ο Α­πο­λι­νά­ριος αμ­φι­σβη­τού­σε την α­κε­ραιό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως στο Χρι­στό και ε­πο­μέ­νως και την ε­νό­τη­τα του αν­θρώ­που (νους η ψυ­χή και σάρ­κα) κι έ­τσι έ­κα­νε προ­βλη­μα­τι­κή τη σω­τη­ρί­α του. Η αν­θρω­πο­λο­γί­α του Γρη­γο­ρί­ου εί­ναι συ­ντα­ρα­κτι­κή! Γρά­φει: «ζώ­ον εν εξ αμ­φο­τέ­ρων, α­ο­ρά­του τε λέ­γω και ο­ρα­τής φύ­σε­ως δη­μιουρ­γεί (ο Θε­ός) τον άν­θρω­πον... οιον (τι­νά) κό­σμον έ­τε­ρον (με­τά τον υ­λι­κόν), εν μι­κρώ μέ­γαν, ε­πί της γης έ­στη­σεν, άγ­γε­λον άλ­λον, προ­σκυ­νη­τήν μι­κτόν, ε­πό­πτην της ο­ρα­τής κτί­σε­ως...ε­πί­γειον και ου­ρά­νιον... τον αυ­τόν πνεύ­μα και σάρ­κα...ζώ­ον ε­νταύ­θα οι­κο­νο­μού­με­νον και αλ­λα­χού με­θι­στά­με­νον και – πέ­ρας του μυ­στη­ρί­ου – τη προς Θε­όν νεύ­σει θε­ού­με­νον»1.
Τέ­λος, ο Γρη­γό­ριος δια­κρί­νε­ται ως πο­λυ­γρά­φος συγ­γρα­φέ­ας.
Τα έρ­γα του δια­κρί­νο­νται σ΄ ε­πι­στο­λές – Λό­γους και Έ­πη.
Σώ­ζο­νται 246 ε­πι­στο­λές του, βα­σι­κά πε­ρι­στα­σια­κές και προ­σω­πι­κές, που φα­νε­ρώ­νουν τη ρη­το­ρι­κή του δει­νό­τη­τα.
Έ­γρα­ψε 45 Λό­γους, που εί­ναι το ύ­ψι­στο δη­μιούρ­γη­μά του γλω­σι­κά και θε­ο­λο­γι­κά. Ε­πί­σης, συ­νέ­τα­ξε 396 ε­κτε­νή και σύ­ντο­μα ποι­ή­μα­τα, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα σε προ­σω­δια­κό μέ­τρο.
Η «Φι­λο­κα­λί­α» εί­ναι έ­να «Αν­θο­λό­γιον» α­πό τα κεί­με­να του Ω­ρι­γέ­νη, που εί­χε κα­ταρ­τί­σει ο Γρη­γό­ριος με­τα­ξύ των ε­τών 357-360. Το 361 το έ­θε­σε στην κρί­ση του φί­λου του Μ. Βα­σι­λεί­ου.
Η «Δια­θή­κη» εί­ναι έ­να σύ­ντο­μο κεί­με­νο που έ­γρα­ψε ο Γρη­γό­ριος στις 31 Μα­ϊ­ου του 381, για να δια­θέ­σει την πα­τρι­κή του πε­ριου­σί­α.
Το 381 ο Γρη­γό­ριος βρί­σκε­ται στον Πα­τριαρ­χι­κό θρό­νο και εί­ναι Πρό­ε­δρος της Β΄ Οι­κου­με­νι­κής Συ­νό­δου. Ό­ταν βρέ­θη­καν με­ρι­κοί ε­πί­σκο­ποι που αμ­φι­σβή­τη­σαν την ε­κλο­γή του, α­μέ­σως θα ε­γκα­τα­λεί­ψει τον θρό­νο και θα ε­πι­στρέ­ψει στη Να­ζιαν­ζό, που το 390 σε η­λι­κί­α πε­ρί­που 60 ε­τών θα πα­ρα­δώ­σει το πνεύ­μα του στον Κύ­ριο.
Εί­ναι έ­να θαυ­μά­σιο κεί­με­νο «ο Συ­ντα­κτή­ριος λό­γος του», ό­ταν, με­τά την πα­ραί­τη­σή του, α­πο­χαι­ρέ­τη­σε το ποί­μνιό του. Α­πο­δει­κνύ­ει το τα­πει­νό φρό­νη­μα του αν­δρός ό­ταν θα πει: «Ει δε τι υ­μίν ε­γώ της δια­στά­σε­ως αί­τιος, ουκ ει­μί σε­μνό­τε­ρος Ιω­νά του προ­φή­του. Βά­λε­τέ με εις την θά­λασ­σαν και παύ­σε­ται αφ΄ υ­μών ο κλύ­δων των τα­ρα­χών». Βρί­σκει, ά­ρα­γε, πολ­λούς τέ­τοιους μι­μη­τές ο Ι. Γρη­γό­ριος!
Η μνή­μη του τι­μά­ται στις 25 Ια­νουα­ρί­ου. Ε­πί­σης, και στις 30 Ια­να­ουα­ρί­ου μα­ζί με τους δύ­ο άλ­λους με­γά­λους πα­τέ­ρες το Μ. Βα­σί­λειο και τον Ι. Χρυ­σό­στο­μο (ε­ορ­τή Τριών Ιε­ραρ­χών).
Σε μια γε­νι­κή θε­ώ­ρη­ση για την προ­σω­πι­κό­τη­τα και το έρ­γο του με­γά­λου αυ­τού πα­τέ­ρα της Εκ­κλη­σί­ας, θα μπο­ρού­σα­με να ση­μειώ­σου­με: «Ο Γρη­γό­ριος Θε­ο­λό­γος, ο Να­ζιαν­ζη­νός, εί­ναι ο ε­πι­φα­νέ­στε­ρος, ο «ά­ρι­στος» θε­ο­λό­γος της Εκ­κλη­σί­ας, με­τά τον Ευαγ­γε­λι­στή Ιω­άν­νη. Το θε­ο­λο­γι­κό του βά­θος και η έ­ντο­νη ποι­η­τι­κό­τη­τα στο έρ­γο του τον ύ­ψω­σαν σε πρό­τυ­πο μο­να­δι­κού κάλ­λους και λάμ­ψε­ως. Ο Γρη­γό­ριος υ­πήρ­ξε ο ποι­η­τής που έ­γι­νε με­γά­λος θε­ο­λό­γος. Η «φυ­γή» του α­πό τον κό­σμο ή­ταν συ­νάρ­τη­ση της α­να­πτυγ­μέ­νης ευαι­σθη­σί­ας του και της κλί­σης για τον μο­νή­ρη νη­πτι­κό βί­ο. Πί­στευε ό­τι «με­γί­στη πρά­ξις ε­στιν η α­πρα­ξί­α», ο θε­ω­ρη­τι­κός και θε­ο­πτι­κός βί­ος. Α­πέ­φυ­γε συ­στη­μα­τι­κά τη δρα­στη­ριο­ποί­η­σή του στο έρ­γο της Εκ­κλη­σί­ας, αλ­λά τε­λι­κά και ποι­μα­ντι­κή φρο­ντί­δα α­νέ­λα­βε και τα με­γά­λα θε­ο­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τα α­ντι­με­τώ­πι­σε. Η συ­νύ­παρ­ξη των α­ντι­θέ­σε­ων στο εί­ναι του ε­πι­τεύ­χθη­κε, διό­τι ο Γρη­γό­ριος δεν ή­ταν μό­νο ποι­η­τής και νη­πτι­κός, αλ­λά και μέ­γας θε­ο­λό­γος, που φρο­νού­σε ό­τι ό­φει­λε να «καρ­πο­φο­ρεί», να «ω­φε­λεί» την Εκ­κλη­σί­α και μά­λι­στα να «δη­μο­σιεύ­η την έλ­λαμ­ψίν Της». Στην πε­ρί­πτω­ση του Γρη­γο­ρί­ου συ­νέ­βη το ε­ξής θαυ­μα­στό! Ε­νώ­θη­καν α­σύγ­χυ­τα ο ποι­η­τής, ο νη­πτι­κός και ο θε­ο­λό­γος. Και ό­πως α­να­φέρ­θη­κε, η τρι­πο­λι­κό­τη­τα του προ­σώ­που του α­πο­τε­λεί το με­γα­λεί­ο του, αλ­λά και την πρώ­τη δυ­σχέ­ρεια ερ­μη­νεί­ας του».

1. Παν. Νέλ­λα «Ζώ­ον θε­ού­με­νον» Εκ­δ. Ε­πο­πτεί­α, Α­θή­να 1979
Πηγή: "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟ

Η ουσία της Ορθοδόξου παραδόσεως π. Ι. Ρωμανίδης Πηγή: Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου: "Εμπειρική Δογματική".




Τα προηγούμενα μάς δείχνουν τι ακριβώς είναι η Ορθόδοξη παράδοση. Αυτό θα το δούμε και στα επόμενα. Το θέμα είναι σοβαρό, γιατί γίνεται μια παρανόηση στο σημείο αυτό.

Η παράδοση είναι ενιαία, τόσο στην Παλαιά, όσο και στην Καινή Διαθήκη.

«Η Ορθόδοξη αντίληψη περί παραδόσεως ομοιάζει πάρα πολύ με τις αντιλήψεις που υπάρχουν στις θετικές επιστήμες. Ο σκοπός σε κάθε θετική επιστήμη είναι να γίνη μια περιγραφική ανάλυση του χώρου με τον οποίον ασχολείται αυτή η επιστήμη και έτσι να μπορή να γίνη η διδασκαλία στους νέους που θα εισαχθούν στην επιστήμη αυτή, ώστε μανθάνοντας την επιστήμη αυτή, με την βοήθεια βιβλίων και ζωντανών παραδόσεων και παραδειγματικών μαθημάτων, όπως είναι μια εγχείρηση στο χειρουργείο κ.ο.κ., με την ζωντανή πράξη, να γίνη επανάληψη των κατορθωμάτων της επιστήμης, ώστε να διαιωνίζεται και να καλυτερεύει. Οπότε, υπάρχει μια σχέση μεταξύ του δασκάλου, του βιβλίου, του μαθητού και της ασκήσεως. Υπάρχει και άσκηση στην μέση.

Λοιπόν, όλα αυτά τα στοιχεία συνιστούν την Ορθόδοξη παράδοση. Γιατί και εδώ υπάρχει η Αγία Γραφή, που είναι το εγχειρίδιο του μαθήματος της Ορθοδοξίας, μετά υπάρχουν τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, υπάρχει ο Πνευματικός Πατέρας και το πνευματικό τέκνο. Οι σχέσεις μεταξύ Πνευματικού Πατρός και πνευματικού τέκνου και του βιβλίου είναι ακριβώς οι σχέσεις μεταξύ γιατρού και μαθητού της ιατρικής, και μεταδίδονται οι γνώσεις και η πρακτική από δάσκαλο σε μαθητή. Και αυτό το πράγμα γίνεται επί είκοσι αιώνες τώρα και η όλη προσπάθεια στρέφεται γύρω από αυτά που λειτουργικά σώζονται στα λειτουργικά μας βιβλία.

Οποιαδήποτε ακολουθία πάρετε, θα δήτε ότι όλο το ενδιαφέρον στρέφεται γύρω από τρεις κατηγορίες δηλαδή, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Αυτά είναι τα θεμέλια. Έξω από κάθαρση, φωτισμό και θέωση δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Δεν υπάρχει θεολογία δηλαδή.

Μπορούν να υπάρχουν ενδιαφέροντα ή μπορεί κανείς να ενδιαφέρεται τι έκανε ο Ναβουχοδονόσορ ή ο Σαμψών ή ο Δαβίδ και να τα πάρη σαν ιστορία όλα αυτά τα πράγματα. Όλα αυτά είναι ιστορικά και μπορούν να απασχολήσουν έναν ιστορικό να χρησιμοποιή τις πηγές αυτές σαν ιστορικές. Αλλά το να ασχολήται με τις προσωπικότητες αυτές άσχετα με την επιστήμη της Ορθοδόξου θεολογίας, μπορεί να γίνη, αλλά θέτουν τον σκοπό των κειμένων εκτός σκοπού. Δεν είναι ο σκοπός των κειμένων απλώς να κάνουν ιστορία ή φιλολογία ή εξιστόρηση της ιστορίας των βασιλέων κ.ο.κ. Ο σκοπός είναι να εξιστορηθή η πορεία ενός λαού που έχει επιδοθή στο να κάνη το θέλημα του Θεού. Και το θέλημα του Θεού το μανθάνανε από τους ανθρώπους που λέγονταν Πατριάρχες ή Προφήτες. Αυτούς είχαν αρχηγούς.

Εάν κανείς διάβαση προσεκτικά την Παλαιά Διαθήκη για να δη ποιοι είναι αυτοί οι Πατριάρχες και οι Προφήτες, θα δη κάτι παράξενο. Είναι το ίδιο πράγμα. Στους βίους των Αγίων και στην Καινή Διαθήκη Πατριάρχης ή Προφήτης είναι εκείνος που έχει φθάσει στην θέωση -θεοπτία λένε οι Πατέρες την θέωση- έχει περάσει από την κάθαρση και έχει φθάσει στον φωτισμό.

Λοιπόν, οι Πατέρες της Εκκλησίας, όταν διαβάζουν την Παλαιά Διαθήκη, την διαβάζουν ωσάν να υπάρχη στην Παλαιά Διαθήκη ήδη η κάθαρση και ο φωτισμός και η αέναη μνήμη Θεού και η νοερά προσευχή κλπ., και έτσι ερμηνεύουν τους ψαλμούς. Οι ψαλμοί ερμηνεύονται ως ψαλμοί που εκφράζουν την εμπειρία αυτή της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως.

Τώρα, άσχετο το θέμα εάν έτσι είναι στην πραγματικότητα ή όχι. Δεν ασχολούμαστε με το πώς είναι στην πραγματικότητα. Απλώς ασχολούμαστε με το πώς οι Πατέρες αντιλαμβάνονται αυτήν την πραγματικότητα, και αυτό είναι μια δυσκολία που μπορεί κανένας να την συναντήση με καθηγητή της Παλαιάς Διαθήκης. Διότι οι δικοί μας οι καθηγητές της Παλαιάς Διαθήκης δεν δέχονται την αυθεντία των Πατέρων για την ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης».

Η παράδοση δεν είναι απλώς μια μελέτη του παρελθόντος, δεν είναι τα αρχαιολογικά μνημεία του παρελθόντος, αλλά είναι η μέθοδος της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως. Αυτό παραδίδεται και μεταδίδεται από γενιά σε γενιά.

«Αυτός (ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος) είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και από αυτό το γεγονός φαίνεται, πως οι Πατέρες εκλαμβάνουν την ουσία της παραδόσεως.

Δεν είναι παράδοση απλώς να παίρνουμε αρχαιολογικά μνημεία από το παρελθόν και να τα δίνουμε στις μελλοντικές γενιές, αλλά είναι κατ' εξοχήν η μέθοδος αυτή της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως, που παραδίδεται από μια γενεά στην άλλη, που αποτελεί τον πυρήνα της παραδόσεως. Όλα τα άλλα είναι περιφέρεια της παραδόσεως. Η ουσία της παραδόσεως είναι η μετάδοση αυτής της εμπειρίας. Οπότε, μεταδίδεται τώρα η παράδοση αυτή από την Παλαιά Διαθήκη στην Καινή Διαθήκη, μέσω του Προδρόμου και εμφανίζεται έξαφνα ο Χριστός πλέον, ο ίδιος διδάσκων με ανθρώπινα λόγια, με θαύματα κλπ.».

Ό,τι συντελεί στον φωτισμό των πιστών, είναι παράδοση, ό,τι δεν οδηγεί σε αυτό, δεν συνιστά την ουσία της Ορθοδόξου παραδόσεως· έτσι, υπάρχει ο πυρήνας της παραδόσεως και το δευτερεύον στοιχείο της παραδόσεως.

«Έχουμε την ιστορία της Εκκλησίας, που ουσιαστικά είναι ιστορία της παραδόσεως. Εάν κανείς θα ήθελε να καθορίση την Ορθόδοξη παράδοση, θα μπορούσε να κάνη παραλληλισμό και με άλλες παραδόσεις, π. χ. υπάρχει παράδοση της ιατρικής επιστήμης, παράδοση της αστρονομίας, παράδοση της βιολογίας, χημείας κ.ο.κ.

Και για να μπορή κανείς να εντοπίση την σημασία της παραδόσεως, εξ επόψεως πατερικής, πρέπει να σκεφθή την Εκκλησία ως κατ' εξοχήν μία ομάδα από ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονται στην κατάσταση του φωτισμού και εξασφαλίζουν μια γενεά των φωτισμένων να μεταδίδεται η φώτιση στις μελλοντικές γενεές.

Το κριτήριο το τι ανήκει στην παράδοση και το τι είναι περιττό στην παράδοση, εξ επόψεως πατερικής, είναι νομίζω απλό. Ό,τι συντελεί στην φώτιση των πιστών, αυτό είναι μέρος της παραδόσεως, και ό,τι δεν συντελεί στην φώτιση, αυτό ή δεν ανήκει στην παράδοση ή είναι κάτι το δευτερεύον στην παράδοση. Λοιπόν, εφ’ όσον υπάρχουν μέσα τα οποία οδηγούν ή βοηθούν τον άνθρωπο να περάση από την κάθαρση στον φωτισμό και από τον φωτισμό στην θέωση, αυτά είναι απαραίτητα για την Ορθόδοξη πίστη».

Παράδοση είναι ό,τι οδηγεί από την λογική λατρεία στην νοερά λατρεία.

«Η λογική λατρεία είναι θεμέλιο της παραδόσεως. Από την λογική λατρεία μετά, το ίδιο Πνεύμα, κάνει την ίδια νοερά λατρεία, την μεταφέρει στον νου, στην κατάσταση του φωτισμού.

Στους Ινδουιστές γίνεται το εξής: κάνουν μια φυσιολογική γυμναστική με την οποία χωρίζουν τον νου από την λογική, απλώς αδειάζουν τον νου, και δεν προχωρούν παρά πέρα, σταματούν εκεί. Και αυτό το άδειασμα έχει ορισμένες επιπτώσεις επί της προσωπικότητος του ανθρώπου, διότι με το άδειασμα αυτό γίνεται πιο ήπιος, καλός».

Όμως, αυτό το άδειασμα της λογικής δεν επαρκεί, αλλά πρέπει ο νους να απόκτηση την νοερά λατρεία. Η μετάβαση από την λογική λατρεία στην νοερά λατρεία φαίνεται με την νοερά προσευχή, η οποία παρατηρείται και στην παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης.

«Γιατί το Ψαλτήρι είναι τόσο πολύ μεγάλης σημασίας για την Εκκλησία; Διότι το Ψαλτήρι ήταν προσευχές, οι οποίες ήταν για την νοερά προσευχή. Και φαίνεται στην Εβραϊκή παράδοση, στην προφητική Εβραϊκή παράδοση, αλλά και στην αρχαία Χριστιανική παράδοση, ότι η νοερά προσευχή γινόταν όχι μόνο με προσευχή, δηλαδή όπως λέμε σήμερα την προσευχή, αλλά και με ψαλμούς, γι’ αυτό λέει ο Απόστολος Παύλος, προσεύξομαι τω πνεύματι προσεύξομαι και τω νοΐ, ψαλώ τω πνεύματι ψαλώ και τω νοΐ (Α' Κορινθίους Ιδ', 15).

Οπότε, δεν είναι μόνο προσευχή, αλλά είναι και ψαλμωδία, ψαλμός, η νοερά προσευχή. Και έχουμε δείγματα από την παράδοση ότι η νοερά ευχή γινόταν και με ψαλμούς, σε ορισμένες παραδόσεις και ένα από αυτά τα παραδείγματα είναι ο άγιος Ιωάννης Κασσιανός, γιατί η νοερά προσευχή που διδάσκει ο άγιος Ιωάννης Κασσιανός είναι με ψαλμούς. Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες γι’ αυτό το πράγμα».

Αυτή η παράδοση έχει ασκητικό χαρακτήρα.

«Μελετώντας τα θέματα από αυτής της απόψεως και, αφού βλέπουμε ότι ο πυρήνας της παραδόσεως είναι η κληρονομιά της ασκητικής μεθόδου, που οδηγεί στον φωτισμό και στην θέωση και ότι η θεολογία είναι η έκφραση αυτής της εμπειρίας της Θεώσεως, κατ' εξοχήν της Θεώσεως είναι έκφραση η θεολογία μας, με σκοπό να οδηγήση τον καθένα στις ίδιες εμπειρίες που είχε ο καθένας που εξέφρασε αυτή τη θεολογία, βλέπουμε ότι υπάρχει καταπληκτική ομοιότητα με οποιαδήποτε άλλη επιστήμη».

Μέσα από αυτές τις προϋποθέσεις γίνεται λόγος για συνδυασμό θεολογίας και ευσέβειας και αυτό διακρίνει την ευσέβεια από τον ευσεβισμό.

«Στην Ορθόδοξη παράδοση, θεολογία και ευσέβεια είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα, δεν υπάρχει καμιά διαφορά. Και τα δύο, η ευσέβεια και η θεολογία, που είναι ταυτόν, δεν διαχωρίζονται στην Ορθόδοξη παράδοση».

«Υποτίθεται, τουλάχιστον οι παπάδες ήταν σε κατάσταση φωτισμού. Γι’ αυτό οι δεσποτάδες γυρνάγανε και βρίσκανε τους φωτισμένους για να τους χειροτονήσουν. Αυτή ήταν η παράδοση».

Η πορεία του ανθρώπου δια της καθάρσεως της καρδιάς, του φωτισμού του νου για να φθάση στην θέωση είναι τα στάδια της πνευματικής θεραπείας του ανθρώπου. Γι’ αυτό η Ορθόδοξη παράδοση έχει καθαρά θεραπευτικό χαρακτήρα.

«Εκείνο που προκύπτει από την πατερική παράδοση είναι ότι η θεολογία έχει ένα καθαρά θεραπευτικό χαρακτήρα και ο σκοπός της θεολογίας δεν είναι να οδηγήση τον άνθρωπο στην νόηση περί Θεού ούτε στην έκφραση περί Θεού, διότι οι εκφράσεις και τα νοήματα και τα ρήματα περί Θεού έχουν έναν μοναδικό σκοπό: την θεραπεία του ανθρώπου, η οποία επιτυγχάνεται όταν ο άνθρωπος περάση από τον φωτισμό στην θέωση».

Όταν ο άνθρωπος δεν έχη φωτισμένο νου, όταν δηλαδή ο νους δεν ενεργή κατά Θεόν, δεν έχη την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού, είναι άρρωστος και χρειάζεται θεραπεία.

«Γι’ αυτό η Ορθόδοξη παράδοση πάντοτε τον άνθρωπο τον θεωρούσε ως ασθενή αμαρτωλό, με την έννοια του ψυχικά ασθενούς δηλαδή, όχι με την έννοια της φιλοσοφικής ηθικής».

Γίνεται φανερόν ότι οι Πατέρες ορίζουν την ψυχική ασθένεια διαφορετικά από ό,τι η θύραθεν ψυχιατρική.

«Η πατερική παράδοση έχει πράγματα τα οποία η ψυχιατρική ούτε τα φαντάζεται ότι υπάρχουν ούτε η ψυχολογία».

Το ότι ο άνθρωπος που έχει σκοτασμό νου είναι ψυχικά άρρωστος, φαίνεται και στην Αποστολική παράδοση. Η μετάδοση τής Αποστολικής παραδόσεως είναι η παράδοση της διαγνώσεως και της θεραπείας.

Έτσι, το κριτήριο της πατερικής παραδόσεως είναι η θεραπεία του ανθρώπου και η επιτυχία της θεραπείας. Όταν όμως «διακόπτεται η θεραπευτική παράδοση, δεν έχουμε θεραπεία». Αυτό γίνεται σε όλες τις επιστήμες. Όταν ο Χριστιανός γνωρίζη την μέθοδο της θεραπείας, σημαίνει ότι είναι γνώστης και συνεχιστής της Ορθοδόξου παραδόσεως.

Η αίρεση εκδηλώνεται από το ότι δεν θεραπεύει τον άνθρωπο.

«Η σωστή αντίληψη περί πατερικής παραδόσεως είναι ότι Ορθόδοξο είναι εκείνο που θεραπεύει. Εκείνο που καταστρέφει τον άνθρωπο είναι η αίρεση».

Ο Κανόνας και η προσευχή στη ζωή του ασκητή χριστιανού Γέροντας Αιμιλιανός, Προηγούμενος Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας (+)


Ας προχωρήσωμε σε ένα άλλο στοιχείο, που έχει σχέσι με την εγρήγορσι και την χαρά και είναι ό κανόνας. Αυτό είναι το καθημερινό φαγοπότι του ανθρωπου, στην γλώσσα δε των ασκητικών Πατέρων αποκαλείται «λειτουργία». Όταν οι ασκητικοί Πατέρες ομιλούν περί λειτουργίας, δεν εννοούν την θεία λειτουργία. Αυτήν σπανίως την είχαν. Θεία μετάληψι μπορεί να είχαν συχνότερα, αλλά λειτουργίες είχαν αραιά, και μάλιστα οι ασκηταί. Την καθημερινή τους όμως λειτουργία, δηλαδή τον κανόνα τους δεν τον παρέλειπαν ποτέ, διότι ο κανόνας είναι η ώρα της ιδιαίτερης πάλης με τον Θεόν. Τότε μπορεί κανείς να κερδίζη τον Θεόν ή να τον χάνη.
Ο κανόνας είναι ο τρόπος και το ποσόν και το ποιόν της αγρυπνίας του κάθε μοναχού. Προφανώς, δεν εννοούμε τις κοινές αγρυπνίες στον ναό. Εκείνες είναι κάτι άλλο, μία κοινή παράστασις ενώπιον του Θεού. Ο κανόνας είναι η αγρυπνία που κάνομε κάθε ημέρα στο κελλί μας, είναι το μεδούλι της υπάρξεώς μας, το λεπτότερο και το σοβαρώτερο μέρος της μοναστικής ζωής· δείχνει εάν έχωμε Θεόν ή δεν έχωμε, αν έχωμε διάθεσι να τον αποκτήσωμε ή όχι.
Όποιος δεν έχει κανόνα, ασφαλώς αυταπατάται ότι έχει Άγιον Πνεύμα. Δεν υπάρχει Άγιον Πνεύμα «ενεργούν και λαλούν εν ημίν», εφ’ όσον δεν έχομε νυκτερινή ζωή. Και εάν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για νυκτερινή ζωή, τουλάχιστον πρέπει να υπάρχη ο πόθος και η λαχτάρα να τις δημιουργήσωμε, ώστε κάποτε να έχωμε αυτή την νυκτερινή ζωή. Ο Θεός θα δη τον πόθο και θα μας τον πραγματώση.
Πότε όμως θα κάνωμε τον κανόνα μας και πότε θα αναπαυώμαστε; Υπάρχει μεγάλη ποικιλία ως προς το θέμα της αναπαύσεως. Πολλοί Πατέρες κοιμούνταν λίγο το πρωί, άλλοι λίγο το βράδυ, άλλοι μία ώρα το εικοσιτετράωρο. Άλλοι όμως κοιμούνταν τρεις ώρες, άλλοι έξι ώρες, άλλοι επτά ώρες, ανάλογα με την προσωπική αντοχή και τον τρόπο ζωής τους και με την αγωγή που είχαν λάβει. Το βέβαιο είναι ότι αυτή η λειτουργία φέρνει τον φωτισμό στην ψυχή και την ένωσι με τον Θεόν. Στην αγρυπνία φωτίζεται ο άνθρωπος, καθαρίζεται η διάνοιά του, φεύγουν οι λογισμοί, μένει μόνος του ο νους, οπότε μπορεί να αναπετάννυται, να ανέχεται προς τον Θεόν, να τον χαίρεται, να τον αγαπά, να τον γνωρίζη, διότι είναι πλέον ο Θεός του και όχι κάποιος άγνωστος Θεός. Βεβαίως, όσο άγνωστος και να είναι ο Θεός μας, δεν θα εγκαταλείψωμε την αγρυπνία μας. Θα κουρασθούμε, θα ταλαιπωρηθούμε, για να ζήσωμε μαζί του.
Εάν οι αρχαίοι Αθηναίοι είχαν βωμό αφιερωμένο «τω αγνώστω Θεώ», πόσο μάλλον έχομε εμείς. Για να λέμε την αλήθεια, για τους πιο πολλούς ανθρώπους ο Θεός είναι άγνωστος, πέρα από τα σύννεφα, μέσα στον γνόφο. Είναι ένας Θεός που δεν τον ζούμε, δεν τον νοιώθομε, δεν τον ξέρομε. Γι’ αυτό ακριβώς και η πνευματική μας ζωή είναι δύσκολη. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να αδολεσχούμε στην αγρυπνία μας, γι’ αυτό δεν μπορούμε να καθίσωμε περιορισμένοι στην λατρεία. Δεν νοιώθομε τον Θεόν, δεν τον ξέρομε, δεν τον αγαπούμε, ο Θεός δεν μας συγκινεί, δεν σημαίνει τίποτε για μας. Η προσευχή και η αγρυπνία των περισσοτέρων ανθρώπων, καμιά φορά και των μοναχών, είναι ένα πηχτό σκοτάδι.
Παρ’ όλα αυτά, ο φωτισμός της ψυχής και η ένωσις με τον Θεόν, δηλαδή η οικειοποίησις του προσωπικού Θεού γίνεται κατ’ αυτές τις ώρες. Είναι σκληρές ώρες, επειδή είμαστε χωρίς Θεόν και καλούμεθα να τον αποκτήσωμε. Ο Θεός όμως υπάρχει. Ξέρομε ότι ο Θεός είναι στο είναι μας, στην ατμόσφαιρα, στο μοναστήρι, είναι πανταχού παρών. Εν τούτοις, εμείς ζούμε ως «άθεοι εν τω κόσμω», δεν διαφέρομε ούτε από τους αμαρτωλούς ούτε από τους τελώνες ούτε από τις πόρνες ούτε από τους εγκληματίες. Μπορεί να έχωμε «άπασαν την δικαιοσύνην», αλλά το θέμα είναι: έχω προσωπικόν Θεόν εγώ; υπηρετώ τον Θεόν; τον είδα; τον κατάλαβα; με φώτισε εμένα ο Θεός; Όχι τί μου είπε στο όνειρό μου, στο όνειρο που κάνω εγώ, αλλά ποιά μετοχή έχει η υπαρξίς μου στην ζωή του Θεού.
Επειδή, κατά κανόνα, μας λείπει ο Θεός, αναγκαζόμαστε να καταλάβωμε ότι η προσευχή μας θα είναι μια άσκησις, ένας αγώνας. Όπως βάζομε την εσχάρα στα κάρβουνα και τοποθετούμε επάνω το κρέας, για να το ψήσωμε, και βλέπομε να χύνεται το αίμα του και οσφραινόμεθα την μυρωδιά του, έτσι ακριβώς και ο κανόνας μας είναι η εσχάρα πάνω στην οποία ξηροψηνόμαστε· είναι η θυσία του εαυτού μας, η άσκησίς μας η οδυνηρή, το δόσιμο της νύκτας μας, της χθαμαλής ζωής μας, της αμαρτίας μας, του ιερού πόθου μας στον Θεόν. Όλα τα βάζομε εκεί, και έτσι γινόμαστε θύμα του Χριστού. Αν όμως εγώ δεν ζω τον Θεόν, τουλάχιστον ας θυσιάζωμαι γι’ αυτόν τον Θεόν και ας στέκωμαι έτσι ενώπιον του. Ο Θεός βλέπει αυτή την θυσία, το ότι γίνομαι ένας μάρτυς ενώπιον Του. «Αγάγετέ μοι τους μάρτυρας», λέγει ο Κύριος. Έτσι, γίνομαι και εγώ ένας μάρτυς, τον οποίον προσάγει η Εκκλησία στην εσχάρα, σε εκείνο το συγκεκριμένο κελλί μέσα στο σκοτάδι μου, στην πίκρα μου, στην αορασία μου, στην ακατανοησία μου, στην αγνωσία μου, θυσιάζομαι για τον Θεόν.
Επειδή ο κανόνας είναι το κέντρο της πνευματικής ζωής, βλέπομε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας συνιστούν πολλούς τρόπους αγρυπνίας, ο καθένας ανάλογα με το πνεύμα του, τον τόπο και τον χρόνο στον οποίο ζη. Άλλος κάνει όλη την νύκτα ορθοστασία. Άλλος διαβάζει Ψαλτήρι, άλλος λέγει μόνον το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», άλλος διαβάζει γονατιστός την Αγία Γραφή επί δύο, τρεις ώρες, άλλος όρθιος· άλλος διαβάζει ενώπιον των εικόνων την Παλαιά Διαθήκη ή το Ευαγγέλιο ή τους ψαλμούς. Ο καθείς κάνει ό,τι μπορεί. Άλλος εργάζεται, κουβαλάει πέτρες. Χίλιους δυο τρόπους εφευρίσκουν, ούτως ώστε να ξεπεράσουν το αδιαπέραστο τείχος που υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς και στον Θεόν. Στο κοινόβιο, όσον αφορά την αγρυπνία μας, πρέπει να βρισκώμαστε σε ένα κοινό σημείο, για να συναντιώμαστε. Στο κοινό αυτό σημείο, άλλος μπορεί να είναι πιο ψηλά και άλλος πιο χαμηλά, ανάλογα με την εισδοχή του Πνεύματος στον νου και στην καρδιά του, ανάλογα με την αγωνιστικότητα και την χωρητικότητά του.
Αλλά ποιά πρέπει να είναι η διάρκεια της καθημερινής αγρυπνίας μας; Η αγρυπνία πρέπει να διαρκή όσο το δυνατόν περισσότερο, αρχίζομε όμως με μία ώρα, μετά πάμε στις δύο, στις τέσσερις, στις πέντε ώρες. Αυτό έρχεται φυσιολογικά, εξοικειώνεται ο οργανισμός. Όπως εξοικειώνεται ο άνθρωπος με την φτώχεια του και δεν μπορεί να κάνη στον πλούτο, ή με τον πλούτο και δεν μπορεί να κάνη στην φτώχεια, ή με το χωριό και δεν μπορεί να κάνη στην πόλι, έτσι ακριβούς συμβαίνει και με την αγρυπνία. Βεβαίως δεν θα υποφέρωμε, αλλά θα κουρασθούμε λιγάκι· διότι πώς αλλοιώς από την χοντροκοπιά μας, από την ραθυμία μας και την υπνηλία μας, θα φθάσωμε στην κατάστασι του στρουθίου που αγρυπνεί ενώπιον του Θεού; Πώς από άνθρωποι θα γίνωμε άγιοι; Τα μάτια μας θα πρησθούν, θα πονέσουν. Όλα όμως αυτά θα γίνουν εξελικτικά, δεν θα γίνουν αμέσως. Οι Πατέρες της Εκκλησίας έκαναν πάρα πολλές δοκιμές, για να μπορέσουν να συνηθίσουν στην αγρυπνία. Δεν με υποχρεώνει κανένας να αγρυπνώ και μετά να σπάω και να μην μπορώ να ξεκουράζωμαι ή να μην μπορώ να κάνω την δουλειά μου ή να κοιμάμαι όλη την νύκτα στην καρέκλα και να ταλαιπωρούμαι. Ο Θεός δεν είναι σωματοκτόνος ούτε ψυχοκτόνος. Ο Θεός είναι ζωοδότης, σωτήρας. Σκοτώνει τα πάθη, μας, όχι εμάς τους ίδιους.
Επίσης, διαφέρει και η ώρα που κάνομε την αγρυπνία. Άλλοι από τους Πατέρες προτιμούσαν να συνεχίσουν την ημέρα τους με την αγρυπνία και να ξεκουρασθούν τις πρωινές ώρες. Άλλοι, οι περισσότεροι, έκαναν το αντίθετο. Ξεκουράζονταν και εν συνεχεία φρέσκοι έκαναν την αγρυπνία τους. Άλλοι κοιμούνταν λίγο, αγρυπνούσαν και εν συνεχεία πάλι ξεκουράζονταν λίγο. Ο καθένας μπορεί να έχη τον τρόπο του. Πάντως, αυτό που προσιδιάζει περισσότερο στο δικό μας πλαίσιο είναι, να προτιμάμε τις ώρες τις μεσονύκτιες ή τις μεταμεσονύκτιες.
Το να συνέχισης την ημέρα σου με την αγρυπνία είναι πολύ εύκολο. Αυτό το κάνουν και οι φοιτητές, και οι μαθητές, και οι καθηγητές, και οι εργοστασιάρχες, και οι εργάτες. Έτσι κάνει όλος ο κόσμος. Μπαίνεις και συ μαζί με την κοσμική εργατιά ή τον φοιτητόκοσμο, μαζί με τους παλιούς φίλους σου. Ενώ το «μετά» είναι κάτι που προσιδιάζει στους ανθρώπους της Εκκλησίας. Είναι πιο σκληρό να σηκωθή κανείς την νύκτα, να αφήση τις κουβέρτες του, όταν μάλιστα είναι χειμώνας και ακούη τον αέρα να σφυρίζη, να κτυπά στο παράθυρό του. Αλλά μία ώρα όλοι μπορούν, ακόμη και οι ανάπηροι και αυτοί που τους λείπει το μυαλό. Ας δίνωμε στον Θεόν το μεσονύκτιο μας· αυτό είναι το καλύτερο. Βεβαίως, εξαρτάται από τον τρόπο της ζωής μας και από τον τόπο, στον οποίο βρισκόμαστε, αλλά εμείς ας κάνωμε την προσπάθεια μας.
Μία ώρα προσευχής το μεσονύκτιο έχει περισσότερη ενέργεια από δέκα ώρες προσευχής την ήμερα. Όποιος δεν χρησιμοποιεί αυτές τις ώρες, οι ώρες και οι ημέρες του συνήθως είναι αγονώτατες. Κοιμάσαι το μεσονύκτιο; Η ζωή σου θα είναι πάντοτε μία ζωή αδύναμη. Παραλύει η ύπαρξίς σου, όταν δεν έχης την νύκτα δική σου, διότι δεν μπορείς να πάρης το Πνεύμα. Το μεσονύκτιο γνωρίζει και αναγνωρίζει ο Θεός, αλλά το μεσονύκτιο το μόνιμο. Είτε είσαι στο κελλί, είτε εκτός μονής, το μεσονύκτιο να είσαι ενώπιον του Θεού. Να ξέρης ότι αυτή η ώρα ανήκει στον Θεόν. Αυτή η ώρα είναι η ώρα που θα παλέψης και θα αντιμετώπισης τον Θεόν, και θα πρέπει ο Θεός να γίνη ο δικός σου Θεός· είναι ή ώρα της δικής σου κλίμακος.
Το μεσονύκτιο αγρυπνεί και η Εκκλησία και παλεύει με τους δαίμονες, διότι τότε οι δαίμονες πειράζουν τους ανθρώπους και τους πλανούν οδηγώντας τους στην διασκέδασι ή στο έγκλημα. Αυτές τις ώρες υποφέρουν οι άρρωστοι, ταλαιπωρούνται οι αμαρτωλοί. Αυτές τις ώρες, που είναι ώρες ησυχίας, το Άγιον Πνεύμα φωτίζει τον άνθρωπο, και ο Θεός αγαπάει να βρίσκη το πλάσμα του και να του μιλάη. Τότε μπορεί κανείς να γίνεται νικητής.
Αυτές τις ώρες και οι άγιοι της Εκκλησίας μας προσκυνούν και δοξολογούν τον Θεόν, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο εγείρεται. Πόσο ωραία παρουσιάζει το Ευαγγέλιο και η Παλαιά Διαθήκη, ιδιαίτερα οι ψαλμοί, τον Χριστόν εγειρόμενον! Εγείρεται ο Θεός την ώρα εκείνη «νικών και ίνα νικήση και συεχίση την ζωή του «νικών». Εάν δεν θα συμμετέχωμε σε αυτή την πανεκκλησιαστική σύναξι, δεν θα μπορέσωμε να νοιώσωμε την συντροφιά, την κοινότητα της εκκλησιαστικής μας εν Χριστώ ζωής.
Σήκω λοιπόν και συ μία ώρα πριν από το μεσονύκτιο, ή έστω και μετά, και χρησιμοποίησε αυτές τις ώρες, θα δης ότι ο Θεός είναι εύληπτος, ευαίσθητος. Συνήθως παραπονούμεθα ότι ο Θεός είναι σκληρός, ότι του φωνάζαμε και δεν μας απαντά. Ο Θεός όμως είναι περισσότερο ευαίσθητος και από το πιό ευαίσθητο πλάσμα της οικουμένης. Αλλά έχει και εκείνος τις ώρες του, «άχρις ου το σήμερον καλείται», που μπορείς να του μιλήσης. Πρέπει να ξέρης τα «χούγια» του Θεού. Και ο Θεός έχει αυτό το «χούι»: το μεσονύκτιο να μιλάη στον άνθρωπο. Εάν τότε τον ζήτησης, μετά, οποιαδήποτε στιγμή τον θέλησης, θα τον έχης στο χέρι σου. Αν τότε δεν τον ζητήσης, δεν θα τον έχης σχεδόν ποτέ στο χέρι σου. Θα εχης ίσως κάποιες μελιστάλακτες στιγμές, όμορφες περιστάσεις στην ζωή σου, ωραίες καμιά φορά σκέψεις, δεν θα εχης όμως τον Θεόν. Ο Θεός τότε παρουσιάζεται στα τέκνα του. Ο Θεός τότε δεσπόζει στους αγίους. Τότε το ουράνιο θυσιαστήριο προσφέρει την ολοκάρπωσι, και οι άγιοι νοιώθουν την κοινότητα με τους πιστούς και τους προσδοκούν για να τελειωθούν μαζί τους.
Γι’ αυτό η Εκκλησία μας δεν έπαψε να χρησιμοποιή το μεσονύκτιο. Κατήρτισε την ακολουθία του μεσονυκτικού και όλες τις ακολουθίες τις συνέδεσε με το μεσονύκτιο. Όποιος χρησιμοποιεί το μεσονύκτιο, γίνεται πολύ εύκολη η ζωή του. Και ο Θεός, ο ευαίσθητος Θεός, μπορεί και σε συναντά και δεν σε αφήνει να κουράζεσαι άδικα, όπως νομίζεις εσύ.
Εφ’ όσον έχω την ατμόσφαιρα της χαράς, την ολοήμερη και ολονύκτια εγρήγορσι, και εφ’ όσον δίνω ιδιαίτερη σημασία στον κανόνα μου, ο οποίος δεν είναι μία στιγμή κοσμική, μία έντασις των επιθυμιών μου, ένα ξεγέλασμα του εαυτού μου, αλλά είναι μία αληθινή συνάντησις με τον Θεόν, ή έστω ένα αληθινό καμίνι, μία πυρκαιά την οποία υφίσταμαι, ένα ολοκάρπωμα, μία θυσία τελεία για τον Θεόν, πώς πρέπει να ίσταμαι ενώπιον του Θεού κατά την διάρκεια της αγρυπνίας μου;
Ασφαλώς, όταν κάποιος ξεκινά τήν αγρυπνία του, νυστάζει, βαριέται, έχει απιστία, απελπισία, νομίζει ότι αυτός είναι χαμένος, ότι αυτός ούτε έκανε ούτε θα κάνη ποτέ τίποτε στην ζωή του. Αυτό είναι το σύνηθες για κάποιον που αρχίζει την αγρυπνία του. Μπορεί να είναι και ένας εβδομηντάρης μοναχός, και ακόμη να μην έχη αρχίσει να κάνη λειτουργία με την ασκητική έννοια, διότι ίσως έχει μάθει να χορταινη τον ύπνο του και μετά να σηκώνεται να κάνη την προσευχή του. Ή ίσως έχει μάθει ότι ο κανόνας είναι κάτι τυπικό: να κάνη τετρακόσιους κόμπους, τριακόσιες μετάνοιες, λίγη μελέτη και μετά τελειώσαμε. Και αυτό, από το τίποτε, κάτι είναι· μου υπενθυμίζει ότι δεν έχω Θεόν. Αλλά δεν αρκεί μόνον αυτό. Η αγρυπνία πρέπει να γίνεται με τον τρόπο που μου την ζητά η Εκκλησία και όπως βοηθά έμενα για να παρασταθώ ενώπιον του Θεού.
(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 450-458)

Ο πληγωμένος Αετός. Γρηγόριος ο Θεολόγος



ag.grigorios theologos
Ο πληγωμένος Αετός. Γρηγόριος ο Θεολόγος
Όσοι από τους επιβάτες μπορούσαν να κουνηθούν ανησύχησαν.  Τον πλησίασαν και ακούγοντάς τον να προσεύχεται και να οδύρεται τρόμαξαν. Οι λίγοι χριστιανοί εξήγησαν στους άλλους γιατί θρηνούσε κι έκλαιγε τόσο ο νεαρός άντρας. Όλοι συμπόνεσαν κι όλοι έβλεπαν με συμπάθεια το Γρηγόριο. Αλλά τι να του κάνουν; Πως να τον βοηθήσουν; Το μόνο που μπορούσαν ήταν λίγη από μέρους τους προσευχή και περισσότερη κατανόηση.
Ο Γρηγόριος παρακαλούσε το Θεό και έκλαιγε.  Δε ντρεπόταν τους γύρω του.  Σημασία είχε μόνο να μην πεθάνει χωρίς να ενωθεί με το Χριστό.
Ο θάνατος όμως ερχόταν, ερχόταν με τον αγριεμένο άνεμο και τα θεόρατα κύματα. Γι’ αυτόν είχε τώρα φόβο απύθμενο, που του έσκιζε τα σωθικά.
Και πάλεψε ο Γρηγόριος με όλες τις δυνάμεις του.  Γύμνωσε την ψυχή του ενώπιον Θεού και ανθρώπων.  Κραύγασε στο Θεό τον πόνο του. Ύψωσε φωνή που ξεπέρασε τα κύματα και τις βροντές. Ο Χριστός έπρεπε να τον ακούσει, να τον ελεήσει. Έπρεπε να τον σώσει από τα κύματα, να ενωθεί πρώτα μαζί του κι έπειτα ας ερχόταν ο,τι έκρινε ο Χριστός.
Σήκωσε ψηλά τα χέρια, έπεφτε κάτω μπρούμυτα και παρακαλούσε με πάθος. Τα χέρια του και τα γόνατά του μάτωσαν, τα ρούχα του σκίστηκαν.  Το κακό δεν περνούσε και κείνος επέμενε, φώναζε με δέος και πάθος.
-Εσύ, Θεέ μου, έκανες τόσα και τόσα θαύματα, για το λαό σου, του Εβραίους.  Τους έσωσες από τους Αιγυπτίους, τους βοήθησες άπειρες φορές…. Τι ’ναι για σένα ένα νεύμα, να σώσεις και μένα τον δούλο σου. Το θέλω και στο ζητάω για να είμαι στους κόλπους σου, να είμαι μαζί σου αιώνια.
Εκεί που θα νόμιζε κανείς ότι ο Γρηγόριος απέκαμε ότι σώθηκαν και οι τελευταίες δυνάμεις του, εκεί βρήκε ανεξήγητο κουράγιο και με τα τέσσερα σύρθηκε, βγήκε στο κατάστρωμα.  Κίνδυνος θάνατος. Ο άνεμος σφύριζε, τα κύματα παράσερναν το κάθε τι. Νύχτα.  Πάλι αστραπές και πάλι βροντές.  Γατζώθηκε σ’ ένα στύλο κι έστειλε την κραυγή του μεσούρανα, στο Θεό.
-Αν μ’ αφήσεις Θεέ μου, να ζήσω, για σένα θα ζήσω. Αν γλυτώσω από το διπλό θάνατο, σε σένα θ’ αφιερωθώ. Αν χαθώ, θα ζημιωθείς ένα λάτρη σου…
Τα είπε κι έπεσε σχεδον άψυχος. Τον βοήθησαν, τον έφεραν μέσα.  Τον ξάπλωσαν ματωμένο, κίτρινο και σκισμένο σε μια υγρή γωνιά. Δεν ξέρανε αν θ’ αντέξει το χαλασμό της ψυχής του.  Θα πέθαινε από την αγωνία του για το βάπτισμα η από το βέβαιο ναυάγιο; Στάθηκαν γύρω του αδύναμοι να του προσφέρουν κάτι.  Τον παράστεκαν και τον πήρε ο ύπνος. Για λίγη ώρα.
Ηρέμησε κι ας λυσσομανούσαν ακόμη τα στοιχεία της φύσης. Γαλήνεψε κι ας ήτανε κοντά ο κίνδυνος του καταποντισμού.  Στη γαλήνη τούτη είδ’ ένα όνειρο σημαδιακό. Είδε, λέει ο ίδιος, μια Εριννύα. Αυτή τον αγριοκοίταζε και απειλούσε να βουλιάζει το καράβι. Αυτός όμως την κρατούσε, την έσπρωχνε μακριά. Είδε τη σιλουέτα της καθαρή στο σκοτάδι της νύχτας.
 Ο πληγωμένος Αετός (Γρηγόριος ο Θεολόγος)
(αφηγηματική Βιογραφία)
 σελ.29-52
Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Έκδοση Δ
Αποστολική διακονία


Πηγή: http://anavaseis.blogspot.gr/2013/09/blog-

Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου «Προσευχή μετανοίας» by Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης



Ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου.

Αμαρτήσαμε, Κύριε, ανομήσαμε, ασεβήσαμε.
Λησμονήσαμε τις εντολές σου και πορευθήκαμε σύμφωνα με τη δική μας πονηρή σκέψη.
Συμπεριφερθήκαμε ανάξια προς την κλήση μας και προς το Ευαγγέλιο του Χριστού σου.
Περιφρονήσαμε τη θεία Του συγκατάβαση και τα άγια παθήματά Του, που για χάρη μας υπέμεινε.  
Ντροπιαστήκαμε μπροστά στον αγαπητό σου Υιό. Κλήρος και λαός απομακρυνθήκαμε από κοντά σου και όλοι βρισκόμαστε μακριά από Σένα. Όλοι παρεκτραπήκαμε, ναι, όλοι, και γίναμε ανάξιοι. Κανένας μας, μα ούτε ένας δεν εφαρμόζει δικαιοσύνη και δεν αποφασίζει δίκαια.
Αποδειχθήκαμε ανάξιοι της ευσπλαχνίας σου και της φιλανθρωπίας σου και της στοργικής σου αγάπης, Θεέ μας, εξαιτίας της κακίας και της πονηρίας μας που εκδηλώθηκε στα καθημερινά μας έργα και στις συνήθειές μας Συ είσαι γεμάτος αγάπη και αγαθότητα, αλλά εμείς γίναμε παραβάτες του νόμου σου.
Συ είσαι μακρόθυμος, αλλά εμείς άξιοι για πολλές τιμωρίες. Γνωρίζουμε την αγαθότητά σου, μολονότι εξακολουθούμε να φερόμαστε ασύνετα. Λίγο μας έχεις τιμωρήσει σε σύγκριση με το πλήθος των αμαρτιών μας.
Συ εμπνέεις φόβο, και ποιός μπορεί να αντισταθεί στη δύναμή σου; Εάν θελήσεις να φανερώσεις τη δύναμή σου, τρόμος θα καταλάβει ακόμη και τα όρη. Αλλά και στο μέγεθος της δυνάμεώς σου ποιός ποτέ θα έχει το θάρρος να αντιπαραταχθεί;
Εάν κλείσεις τον ουρανό, ποιός μπορεί να τον ανοίξει; Και αν ανοίξεις τους καταρράκτες σου, ποιός θα βρεθεί να τους συγκρατήσει; Πολύ εύκολο είναι σε Σένα να κάνεις σε μια στιγμή τον πλούσιο ζητιάνο και τον φτωχό πλούσιο, να δώσεις ζωή σ’ όποιον δεν έχει και να οδηγήσεις στον θάνατο αυτό που είναι γεμάτος υγεία, να πατάξεις με ασθένεια, αλλά και να θεραπεύσεις. Και μόνο να θελήσεις κάτι, αυτό έχει γίνει κιόλας πράξη τελειωμένη Κάνε, Κύριε, να κοπάσει η οργή σου.
Δώσε άφεση, Κύριε, συγχώρησε, Κύριε. Μη μας καταδικάσεις ολοκληρωτικά για τις ανομίες μας. Είμαστε και μεις λαός σου και γνήσιοι κληρονόμοι σου. Γι’ αυτό τιμώρησέ μας, αλλά με επιείκια και αγάπη και όχι με τον θυμό σου. Αμήν
Ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου

Απολυτίκιο Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου - 25 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

Ο ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ ΑΕΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου – Γάμος, Παρθενία, Διαζύγιο…



από το βιβλίο ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
+ αρχιμ. ΔΑΝΙΗΛ ΓΟΥΒΑΛΗ

Ο νέος περίπατος στην Αγία Γραφή αφορά δώδεκα στί­χους του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου. Θα μας τους αναλύση ο ά­γιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Μεταφράζουμε εδώ τον 37ο λόγο του: «Στο ρητό του Ευαγγελίου, ΟΤΑΝ ΕΤΕΛΕΙΩΣΕ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ κτλ.». Μέσα από το κείμενο του Θεολό­γου αναδίδεται ζωντανό και το δράμα που ζούσε η Εκκλησία τον 4ο μ.Χ. αι. με τους αιρετικούς. Ορισμένες περικοπές της ομιλίας εντυπωσιάζουν όσους ασχολούνται με φεμινιστικά θέματα. Η ομιλία εκφωνήθηκε στην Κωνσταντινούπολι.
Ο Ιησούς που διάλεξε τους ψαράδες, ψαρεύει κι αυτός και με­ταβαίνει από τόπο σε τόπο. Για ποιόν λόγο; Όχι μόνο για να κερδίση περισσότερους φιλόθεους ανθρώπους, αλλά, όπως νομίζω, και για να αγιάση περισσότερους τόπους. Γίνεται στους Ιουδαίους σαν Ιουδαίος για να κερδίση Ιουδαίους στους πιστούς στον Νόμο, σαν πιστός στον Νόμο, για να εξαγόραση τους πιστούς στον Νόμο στους ασθενείς σαν ασθενής για να σώση τους ασθενείς. Γίνεται τα πάντα στους πάντες, για να κερδίση τους πάντες. Αλλά τι λέω «τα πάντα στους πάντες»; Εκείνο που ο Παύλος δεν ανέχθηκε να το πη για τον εαυτό του, βλέπω να το παθαίνη ο Σωτήρ. Γιατί δεν γίνεται μόνο Ιουδαίος δεν παίρνει επάνω του τόσο ανάρμοστα και άθλια ονόματα, αλλά και το πιο ανάρ­μοστο από όλα: αυτοαμαρτία και αυτοκατάρα(Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην προς Γαλατάς επιστολή (3,13), «ο Χριστός μας εξαγόρασε από την κατάρα του νόμου με το να γίνη για χάρι μας κατάρα». Αυτό αναφέρεται στο γεγονός της θυσίας του Γολγοθά. Εκεί ο Χριστός επάνω στον Σταυρό φορτώθηκε τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Ήταν σαν να έγινε ένα πράγμα με την αμαρτία. «Αυτόν που δεν γνώρισε αμαρτία, ο Θεός για χάρι μας τον έκανε αμαρτία» (Β’ Κορ. 5,21) δεν είναι βέβαια, αλλά ακούει. Γιατί πως είναι αμαρτία αυτός, κι εμάς μας
ελευθερώνει από την αμαρτία; Πως πάλι κατάρα, αυτός που μας εξαγοράζει από την κατάρα του Νόμου;
Τα δέχεται αυτά τα ονόματα για να δείξη μέχρι που φθάνει η ταπείνωσίς του, και γίνεται έτσι σ’ εμάς πρότυπο ταπεινώσεως, η οποία προκαλεί την ανύψωσι.
Όπως λοιπόν είπα, γίνεται ψαράς, συγκαταβαίνει σε όλους, ψα­ρεύει, όλα τα σκεπάζει και τα ανέχεται, για να ανασύρη από το βάθος το ψάρι, τον άνθρωπο δηλαδή που κολυμπάει στα αναταραγμένα και αλμυρά κύματα του βίου.
2. Γι’ αυτό και τώρα «όταν ετελείωσε αυτούς τους λό­γους ανεχώρησε από την Γαλιλαία και ήρθε στα όρια της Ιουδαίας πέρα από τον Ιορδάνη» (Ματθ. 19,1). Πηγαίνει με το καλό στην Γαλιλαία για να δη ο λαός που καθόταν στο σκοτάδι μεγάλο φως. Μετακινείται στην Ιουδαία, για να πείση τους ανθρώπους της να σηκωθούν και να αφήσουν το «γράμμα» και ν’ ακολουθήσουν το «Πνεύμα». Την μία φορά διδάσκει στο όρος, την άλλη κάνει διάλογο στις πεδιάδες, άλλοτε μπαίνει στο πλοίο και άλλοτε επιτιμά τις τρικυ­μίες. Ακόμη δέχεται και ύπνο, για να ευλογήση τον ύπνο. Ακόμη και κοπιάζει για να αγιάση και τον κόπο. Ακόμη και δακρύζει, για να κάνη επαινετό το δάκρυ. Μεταβαίνει από τον ένα τόπο στον άλλο αυτός που δεν χωράει σε κανένα τόπο, ο άχρονος, ο ασώματος, αυτός που δεν πε­ριλαμβάνεται από τίποτε.
Ο ίδιος και «ήταν» (Ιωαν. 1,1) και «γίνεται» (Ιωαν. 1,14) και μπαίνει μέσα στο χρόνο. «Στην αρχή ήταν, και προς τον Θεόν ήταν, και Θεός ήταν» (Ιωάν. 1,1). Τρεις φορές ετονίσθηκε το «ήταν». Εκείνο που ήταν το άδειασε και εκείνο που δεν ήταν το πήρε δικό του, χωρίς να γίνη δύο πρόσωπα, αλλά ανέχθηκε το ένα πρόσωπο να ανήκη σε δύο (φύσεις). Και τα δύο, και εκείνο δηλαδή που προσέλαβε και εκείνο που προσελήφθη είναι Θεός. Δύο φύσεις έτρεξαν μαζί (και ενώθηκαν) σε ένα πρόσωπο. Όχι δύο Υιοί. Ας μη μας παραπλανά η ένωσις. Αυτός ο τόσο πολύς, ο τόσο μεγάλος… Αλλά τι έπαθα; Πάλι έπεσα στις αν­θρώπινες λέξεις. Διότι πως ο απλούς (Θεός) να χαρακτηρίζεται «τόσο μεγάλος»; Πως ο άποσος να χαρακτηρίζεται «τόσο πολύς». Αλλά συγ­χωρείστε τα λόγια μου αυτά. Ομιλώ για τα μέγιστα πράγματα χρησιμοποιώντας μικρό όργανο (δηλ. την ανθρώπινη γλώσσα).
Ο πολύς, ο μακρόθυμος, ή χωρίς μορφή και σώμα φύσις, ας το ανεχθή κι αυτό, τα τόσο φτωχά για την αλήθεια λόγια που μιλούν για τον Θεό σαν να είχε σώμα. Αφού καταδέχθηκε να φορέση σάρκα, δέ­χεται και αυτού του είδους τα λόγια.
3. «Και τον ακολούθησαν πολλά πλήθη λαού. Και τους εθεράπευσε εκεί» (Ματθ. 19,2). Εκεί που υπήρχε μεγαλύτερη ερημιά. Εάν έμεινε στην υψηλή του θέσι, εάν δεν είχε συγκαταβή στην ανθρώπινη ασθένεια˙ εάν έμεινε σ’ αυτό που ήταν, φυλάττοντας τον εαυτό του απρόσιτο και απερίληπτο, λίγοι θα τον ακολουθούσαν ίσως. Δεν ξέρω, αν λίγοι ή ίσως μόνο ο Μωυσής και αυτός τόσο, ώστε μόλις που αντίκρυσε «τα οπίσθια του Θεού» (Έξοδ. 33,23)( Δηλαδή δεν αντίκρυσε κατά πρόσωπο τον Θεό. Τα «έμπροσθεν» του Θεού σημαίνουν την μεγάλη του δόξα, ενώ τα «οπίσθια» μικρότερη δόξα). Διότι την νε­φέλη την διέσχισε είτε απαλλασσόμενος από το βάρος του σώματος εί­τε συμμαζώνοντας τελείως τις αισθήσεις του.
Την λεπτότητα της φύσεως του Θεού ή την άυλη και ασώματη κατάστασί της ή δεν ξέρω πως αλλιώς να την ονομάσω, πως να την αντίκρυζε φορώντας σώμα και κοιτάζοντας με υλικά μάτια; Επειδή όμως (ο Θεός), «αδειάζει» για χάρι μας και κατεβαίνει στην γη – «άδειασμα» λέω την κάπως υποχώρησι και ελάττωσι της δόξας του – γι’ αυτό γίνε­ται προσιτός και αντιληπτός.
4. Συγχωρέστε με εν τω μεταξύ που με πιάνει κάποιο ανθρώπινο πάθος(Πάθος εναντίον των Αρειανών που απέρριπταν την θεότητα του Υιού, θεω­ρώντας τον κτίσμα. Τα ίδια πρεσβεύουν και σημέρα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά). Γεμίζω από θυμό και λύπη για τον Χριστό μου – εύχομαι να συμπάσχετε κι εσείς – σαν ιδώ να ατιμάζεται ο Χριστός μου γι’ αυτό, για το οποίο περισσότερο είχε δικαίωμα να τιμάται. Γι’ αυτό πες μου, εί­ναι άτιμος, διότι για σένα ταπεινώθηκε; Γι’ αυτό τον λες κτίσμα, διότι φροντίζει για το κτίσμα; Γι’ αυτό δεν τον δέχεσαι ως άχρονο, διότι επι­σκέφθηκε τους «υπό χρόνον»; Ωστόσο όλα τα υποφέρει, όλα τα δέχε­ται. Και ποιο το παράδοξο; Δέχθηκε ραπίσματα, ανέχθηκε εμπτυσμούς, γεύθηκε χολή εξ αίτιας της ιδικής μου γεύσεως(Εννοεί το αμάρτημα των πρωτοπλάστων που γεύθηκαν τον απαγορευμένο καρπό).
Δέχεται και τώρα πετροβόλημα (Ο άγιος Γρηγόριος συχνά αναφέρει στους λόγους του τα περιστατικά των Ευαγγελίων, όπου οι Ιουδαίοι στα Ιεροσόλυμα επεχείρησαν να λιθοβολήσουν τον Κύ­ριο (Ιωάν. 8,59 και 10,31). Στους λιθασμούς αυτούς δίνει διάφορες μεταφορικές έν­νοιες. Κυρίως χαρακτηρίζει έτσι τα επιχειρήματα των Αρειανών που θέλουν να υποβι­βάσουν τον Χριστό. Κλασσική είναι η φράσις, «ο Λόγος ου λιθάζεται» που την συναν­τούμε στους περίφημους θεολογικούς του λόγους) όχι μόνο από τους αντιπάλους, αλλά και από μας που θεωρούμεθα ευσεβείς. Διότι αυτός που συζητεί για τον Ασώματο και χρησιμοποιεί ανθρώπινες ονομασίες μάλλον κάνει το έργο των αντιπάλων και πετροβολητών (Εδώ θίγεται ένα σπουδαιότατο θεολογικό ζήτημα. Τα κατηγορήματα της αν­θρώπινης γλώσσας είναι εντελώς ανεπαρκή για να ορίσουν τα πράγματα του Θεού. Γι’ αυτό άλλωστε ο Χριστός στα Ευαγγέλια αναγκάζεται να χρησιμοποιή εικόνες και παρα­βολές. Γι’ αυτό στην Ορθόδοξο Εκκλησία και στην λατρεία της χρησιμοποιούνται πολύ οι συμβολισμοί). Αλλά το επαναλαμ­βάνω, ας συγχωρηθή αυτή η αδυναμία. Πετροβολούμε χωρίς να το θέ­λουμε, μη μπορώντας να ομιλήσουμε διαφορετικά. Χρησιμοποιούμε αυτό που έχουμε.
– Ακούς να σε λέμε Λόγο, αλλά είσαι πάνω από τον λόγο. Είσαι πάνω από το φως, και ονομάζεσαι Φως. Ακούς να σε λέμε Πυρ, χωρίς να είσαι υλική φωτιά, αλλά διότι καθαρίζεις την ελαφρή και άχρηστη ύ­λη˙ Μάχαιρα, διότι κόβεις το χειρότερο από το καλύτερο˙ Λυχνιστήρι διότι καθαρίζεις το αλώνι και ό,τι είναι ελαφρό και «ανεμιαΐο» το απο­μακρύνεις, και ό,τι είναι βαρύ και γεμάτο το τοποθετείς στις αποθήκες του Ουρανού˙ Αξίνη, διότι κόβεις την άκαρπη συκιά που πολύ την ανέ­χθηκες και διότι κόβεις τις ρίζες της κακίας και πονηρίας˙ Θύρα, διότι εσύ μας εισάγεις (στην βασιλεία)˙ Οδός, διότι εσύ μας οδηγείς στον ί­σιο δρόμο˙ Πρόβατο, διότι θυσιάστηκες˙ Αρχιερεύς, διότι προσφέρεις θυσία το σώμα σου˙ Υιός, διότι γεννάσαι από τον Πατέρα.
Πάλι κινώ την γλώσσα μου σε διαμαρτυρία. Διότι πάλι μερικοί λύσσαξαν εναντίον του Χριστού ή καλύτερα εναντίον εμού που αξιώ­θηκα να κηρύττω για τον Λόγο (δηλ. τον Χριστό). Έγινα, σαν τον (Πρό­δρομο) Ιωάννη, φωνή που βοά στην έρημο σ’ αυτήν την πόλι που άλ­λοτε ήταν έρημη και άνυδρη, ενώ τώρα με πολλούς πολλούς κατοίκους (Η Κωνσταντινούπολις γεμάτη από Αρειανούς χαρακτηρίζεται από τον Θεολό­γο έρημη και άνυδρη. Όταν με την δράσι του πλήθυναν οι Ορθόδοξοι έγινε «λίαν οικουμένη»).
5. Αλλά ας επανέλθω στον λόγο μου, σ’ αυτό που έλεγα, ότι τον ακολουθούσαν πολλά πλήθη λαού, διότι συγκαταβαίνει στις ασθένειες μας. Έπειτα τι συνέβη; «Και τον επλησίασαν οι Φαρισαίοι, πειράζοντας τον και λέγοντας, εάν επιτρέπεται στον άν­δρα να διώχνη την γυναίκα του για κάθε αιτία»; (Ματθ. 19,3).
Πάλι οι φαρισαίοι πειράζουν. Πάλι αυτοί που διαβάζουν τον Νόμο δεν γνωρίζουν τον Νόμο. Πάλι οι ερμηνευτές του Νόμου έχουν ανάγκη από άλλους διδασκάλους.
Δεν έφταναν οι Σαδδουκαίοι που τον επείραζαν για το θέμα της αναστάσεως, και οι νομικοί που ρωτούσαν για την τελειότητα, και οι Ηρωδιανοί για τον κήνσο και για την εξουσία του άλλοι. Αλλά κάποιος τον πείραξε ερωτώντας τον για τον γάμο, αυτόν που δεν πειράζεται, που δημιούργησε την συζυγία, αυτόν που από τον πρώτο γάμο έφτιαξε όλο το ανθρώπινο γένος. Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Δεν διαβά­σατε στις Γραφές ότι ο Δημιουργός των ανθρώπων, από την αρχή τους έκανε άνδρα και γυναίκα» (Ματθ. 19,4).
Ξέρει ο Χριστός σε μερικές από τις ερωτήσεις να δίνη εξηγήσεις και σε άλλες να αποστομώνη τους ερωτώντες. Όταν τον ρωτήσανε «με ποια εξουσία ενεργείς έτσι;» (Ματθ. 21,23) ερώτησις πολύ χονδροειδής και αγενής, και αυτός τους ερωτά με την σειρά του, «το βάπτισμα του Ιωάννη από τον ουρανό ήταν η από τους ανθρώπους;» (Ματθ. 21,25), ερώτησις που τους έδενε χειροπόδαρα κι από τις δυο πλευ­ρές (Δηλαδή δεν μπορούσαν να απαντήσουν ότι το βάπτισμα του Ιωάννη προερχό­ταν από τους ανθρώπους, γιατί θα ξεσηκωνόταν εναντίον τους ο λαός που είχε τον Ιωάννη σαν θεόσταλτο προφήτη. Αλλά δεν μπορούσαν ακόμη να πουν ότι προερχό­ταν από τον ουρανό, διότι τότε θα έπρεπε να δεχθούν τόσο το βάπτισμά του όσο και την μαρτυρία για τον Ιησού σαν Σωτήρα του κόσμου, πράγματα που απέρριψαν).
Μπορούμε λοιπόν κι εμείς κατά μίμησι του Χριστού, μερικές φο­ρές να αποστομώνουμε αυτούς που συζητούν μαζί μας περίεργα και απίθανα, και με πιο απίθανες αντερωτήσεις να αντιμετωπίζουμε τις ανάρμοστες ερωτήσεις. Έχουμε κι εμείς μερικές φορές την μάταιη κο­σμική σοφία, για να καυχηθώ σαν άφρων. Όταν όμως ο Χριστός βλέπη να υποβάλλωνται σωστές και λογικές ερωτήσεις, δεν απαρνείται τις συνετές αποκρίσεις.
6. Το ερώτημα που έθεσες μου φαίνεται ότι τιμά την συζυγική πίστι και απαιτεί φιλάνθρωπη απόκρισι. Την συζυγική πίστι όπου βλέπω πολλούς να μη βαδίζουν σωστά, και η υπάρχουσα νομοθεσία είναι άνι­ση και ακανόνιστη. Πως λοιπόν το έκαναν, ώστε οι γυναίκες να τιμω­ρούνται, ενώ οι άνδρες να κινούνται ελεύθερα; Και η μεν γυναίκα που απάτησε τον άνδρα της θεωρείται μοιχαλίδα και γεύεται τις πικρές τι­μωρίες των νόμων, ενώ ο άνδρας που συνεχώς αμαρτάνει και απατα την γυναίκα του να μη θεωρείται υπόδικος.
Δεν την δέχομαι αυτή τη νομοθεσία, δεν επαινώ αυτή την αντίληψι και συνήθεια. Αυτοί που θέσπισαν τους νόμους ήταν άνδρες γι’ αυ­τό η νομοθεσία είναι εις βάρος των γυναικών (Με το σκεπτικό ότι η αμαρτία της συζύγου μπορεί να έχη σαν αποτέλεσμα την νοθεία του γένους, δηλαδή κάποιο ή κάποια τέκνα της οικογενείας να προέρχωνται από άλλον πατέρα, οι Ρωμαϊκοί νόμοι στα χρόνια αυτά φέρονταν αυστηρά προς τις γυναί­κες. Μόνο στον άνδρα αναγνώριζαν το δικαίωμα να ζητή διαζύγιο για λόγους μοιχείας. Αλλά και από τους Χριστιανούς, που δεν ήταν εύκολο να συγκρούωνται με τους νό­μους της πολιτείας, όταν μάλιστα είχαν και κάποια λογική βάσι, υιοθετούνταν αυτές οι αρχές. Διαφωτιστικός της καταστάσεως είναι ο 9ος κανών του Μ. Βασιλείου:
«…Όσον αφορά την γυναίκα, βλέπουμε πολλή την ακριβολογία… Ο Ιερεμίας λέει: «Εάν μία γυναίκα πάη με άλλον άνδρα, δεν επιτρέπεται να επιστρέψη στον άνδρα της, διότι θεωρείται πολύ μολυσμένη» (3,1). Επίσης «εκείνος που κρατάει την μοιχαλί­δα σαν σύζυγο είναι ανόητος και ασεβής» (Παρμ. 18,22). Σύμφωνα με την συνήθεια που επεκράτησε σ’ εμάς, οι γυναίκες προστάσσονται να κρατούν σαν συζύγους τους άνδρες που υπέπεσαν σε μοιχείες και πορνείες· και απορώ αν είναι μοιχαλίδα η γυναίκα που πήρε άνδρα τον οποίον εχώρισε η γυναίκα του για απιστία… Το να υποπέση ο άν­δρας σε πορνείες, δεν το συνηθίζουμε και στην Εκκλησία μας να το θεωρούμε αιτία διαζυγίου, αλλά δεχόμαστε ότι πρέπει η γυναίκα να συγκατοική μαζί του, αφού ακόμη και από ειδωλολάτρη δεν προστάχθηκε να χωρίζεται. «Που ξέρεις, γυναίκα; Μπορεί να σώσης τον άνδρα σου» (Α’ Κορ. 7,16)». Όχι μόνο ο άγιος Γρηγόριος, αλλά και οι άλλοι μεγάλοι Πατέρες, και μάλιστα ο Ιε­ρός Χρυσόστομος διαμαρτύρονταν για τις αντιλήψεις αυτές που αδικούσαν το γυναι­κείο φύλο. Αργότερα η πολιτεία, επί Ιουστινιανού κατήργησε τους μεροληπτικούς υπέρ των ανδρών νόμους και αναγνώρισε στην γυναίκα το δικαίωμα να ζητή διαζύγιο για τους ίδιους λόγους που ζητούσε και ο άνδρας (Νεαρά 28,7)). Άλλωστε το ίδιο έκαναν και με τα τέκνα που τα ανέθεσαν στην εξουσία του πατέρα, ενώ δεν έδειξαν φροντίδα και δεν ετίμησαν το ασθενέστερο μέρος, (δηλ. την μητέρα).
Ο Θεός όμως δεν τα λέει έτσι, αλλά «τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου που είναι η πρώτη από τις εντολές που έχει και υπόσχεσι: «για να ευτυχήσης» (Εξοδ. 20,12). Και «οποίος κακολογεί τον πατέρα του ή την μητέρα του να θανατώνεται» (Εξοδ. 21,27). Με όμοιο τρόπο και το καλό ετίμησε και το κακό κατεδίκασε. Και πάλι, «η ευλογία του πατέρα στηρίζει τα σπίτια των τέκνων, ενώ η κατάρα της μητέρας τα ξεθεμελιώνει» (Σ. Σειράχ 3,9).
Βλέπετε ισότητα νομοθεσίας; Ένας είναι ο δημιουργός και του άνδρα και της γυναίκας, από ένα χώμα είναι πλασμένοι και οι δύο, μία είναι η εικόνα κατά την οποία πλάσθηκαν, ένας νόμος υπάρχει και για τους δύο, ένας θάνατος, μία ανάστασις. Όμοια από άνδρα και γυναίκα ήρθαμε στην ύπαρξι. Ένα χρέος έχουν τα τέκνα προς τους γονείς (Οι θέσεις αυτές και οι επόμενες του ιερού Πατρός είναι αποστομωτικές για όσους κατηγορούν τον Χριστιανισμό για υποτίμησι του γυναικείου φύλου. Η περικοπή έχει χρησιμοποιηθή παρά πολύ σε συζητήσεις στο θέμα «Χριστιανισμός και φεμινι­σμός»)
7. Πως λοιπόν εσύ ζητείς ακεραιότητα από την γυναίκα σου, χω­ρίς να εισφέρης και συ το όμοιο; Πως ζητείς να λάβης ό,τι δεν δίνεις; Πως ενώ είσαι ομότιμο σώμα βγάζεις άδικο νόμο. Εάν στοχάζεσαι τα χειρότερα (αυτά που σχετίζονται με την πτώσι μας) σκέψου ότι αμάρ­τησε μεν η γυναίκα, αλλά το ίδιο έπραξε και ο Αδάμ. Και τους δύο τους εξαπάτησε το φίδι. Δεν βρέθηκε το ένα μέρος πιο ασθενικό και το άλλο πιο ισχυρό. Εάν πάλι σκέπτεσαι τα καλύτερα (αυτά που σχετίζονται με την ανόρθωσί μας) σκέψου ότι ο Χριστός με το πάθος του και τους δύο τους σώζει. Σαρκώθηκε χάριν του άνδρα; Το ίδιο και χάριν της γυναί­κας. Θανατώθηκε για τον άνδρα; Το ίδιο και η γυναίκα με τον θάνατο του σώζεται. Επειδή ονομάζεται απόγονος του Δαβίδ, νομίζεις ότι τι­μάται ο άνδρας; Σκέψου ότι γεννάται από την Παρθένο, πράγμα που εί­ναι υπέρ των γυναικών.
Ο λόγος της Γραφής σημειώνει, «έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν» (Γεν. 2,24). Και αφού πρόκειται για μία σάρκα, ας θεωρείται ομότιμη.
Ο δε Παύλος και με παράδειγμα νομοθετεί την συζυγική ακε­ραιότητα. Πως και με ποιο τρόπο; Με το να λέη ότι «το μυστήριον τούτο είναι μεγάλο, και εγώ το συσχετίζω με τον Χριστό και την Εκκλη­σία» (Εφεσ. 5,32). Είναι καλό για την γυναίκα να ντρέπεται τον Χριστό στο πρόσωπο του άνδρα. Και είναι καλό στον άνδρα να μην ατιμάζη την Εκκλησία στο πρόσωπο της γυναίκας. «Η γυναίκα, λέει, πρέπει να φοβάται τον άνδρα» (Εφεσ. 5,33). Διότι πρέπει να φοβάται και τον Χριστό. Αλλά και ο άνδρας πρέπει να φροντίζη την γυναίκα, διότι και ο Χριστός φροντίζει την Εκκλησία. Αλλά θα πρέπει να το φιλοσοφήσου­με πιο πολύ αυτό το ρητό (του Παύλου).
8. «Άρμεγε και χτύπα το γάλα, και θα γίνη βούτυρο» (Παρμ. 30,33). Εξέτασέ το (το ρητό) και μπορείς να βρής σ’ αυτό κάτι πιο χρή­σιμο και θρεπτικό. Μου φαίνεται πως εδώ ο λόγος αποτρέπει από την διγαμία. Εάν υπήρχαν δύο Χριστοί, τότε και δύο άνδρες και δύο γυναί­κες. Εάν όμως ο Χριστός είναι ένας, μία είναι και η κεφαλή της Εκκλη­σίας, ένα και το σώμα. Το δεύτερο σώμα να απορρίπτεται. Και αν δεν επιτρέπεται το δεύτερο, τι να πη κανείς για το τρίτο. Το πρώτο, νόμιμο˙ το δεύτερο, κατά συγχώρησί˙ το τρίτο, παράνομο. Κι οποίος ζητήσει και περισσότερο μοιάζει με γουρούνι, και δεν βρίσκουμε πολλά παραδείγ­ματα να χαρακτηρίσουμε την άσχημη ζωή του.
Ο Νόμος για κάθε αιτία προβλέπει διαζύγιο. Ο Χριστός όμως όχι για κάθε αιτία. Επιτρέπει μόνο τον χωρισμό της πόρνης, ενώ για τα άλ­λα παραγγέλλει φιλοσοφική εγκαρτέρησι. Και τον χωρισμό από την πόρνη τον επιτρέπει, διότι αυτή νοθεύει το γένος. Για το άλλα ας δεί­χνουμε φιλοσοφική εγκαρτέρησι. Ή καλύτερα ας δείχνετε φιλοσοφική εγκαρτέρησι όσοι δεχθήκατε τον ζυγό του γάμου.
Εάν δης στην γυναίκα σου «επιγραφές και υπογραφές» δηλ. βα­ψίματα, αφαίρεσε τα. Εάν γλώσσα απερίσκεπτη, σωφρόνισε την. Εάν γέλιο ανήθικο, φέρε της στενοχώρια. Εάν έξοδα και ποτά υπερβολικά, συμμάζεψε την. Εάν επισκέψεις ακατάλληλες, δέσε την. Εάν βλέμμα που περιφέρεται εδώ και κει, τιμώρησέ την. Μη την κόψης απερίσκε­πτα. Μη την χωρίσης. Γιατί δεν ξέρουμε ποιο θα κινδυνέψη, αυτό που κόβει ή αυτό που κόβεται. «Η πηγή, λέει η Γραφή, από όπου πίνεις νε­ρό να είναι δική σου, και κανένας ξένος να μην πίνη από αυτή» (Παρμ. 5,17). Και «με σένα να συναναστρέφεται το χαριτωμένο πουλάρι σου και το αγαπημένο ελάφι σου» (Παρμ. 5,19). Εσύ λοιπόν μη γίνεσαι ξέ­νος ποταμός, μήτε να κοιτάζης να αρέσης σε άλλες παρά μόνο στην γυ­ναίκα σου. Εάν όμως τρέχης αλλού, τότε και στο δικό σου μέλος νομο­θετείς την αμαρτία και ασέλγεια. Έτσι τα λέει ο Σωτήρ.
9. Αλλά οι Φαρισαίοι πως φέρονται; Τους φαίνεται σκληρός ο λόγος (Εννοεί τον λόγο του Χριστού για την απαγόρευσι του διαζυγίου, εκτός βέβαια από την περίπτωσι της πορνείας). Και άλλα βέβαια λόγια του Χριστού απαρέσκουν και στους Φαρισαίους της εποχής εκείνης και στους τωρινούς Φαρισαίους. Τον Φαρισαίο δεν τον κάνει μόνο η καταγωγή, αλλά και η συμπεριφορά. Παρό­μοια γνωρίζω και Ασσύριο και Αιγύπτιο που κατατάσσεται μ’ αυτούς για την προαίρεσι και το φρόνημά του.
Τι λένε λοιπόν οι Φαρισαίοι; «Εάν έτσι έχη το θέμα της διαζεύξεως του άνδρα από την γυναίκα, μόνο από μία αιτία, τότε δεν συμφέρει ο γάμος» (Ματθ. 19, 10).
– Ω Φαρισαίε, τώρα το καταλαβαίνεις πως δεν συμφέρει ο γά­μος. Προηγουμένως δεν το γνώριζες, όταν έβλεπες τις χήρες γυναίκες και τα ορφανά παιδιά και τους θανάτους των μικρών παιδιών και τα πένθη που ακολουθούσαν τα γλέντια, και τους θανάτους των νεόνυμ­φων και τις ατεκνίες και τις γεννήσεις αναπήρων παιδιών και τους τοκε­τούς όπου πέθανε η μητέρα και όλη την σχετική κωμωδία ή τραγωδία; Ή καλύτερα και τα δυο μαζί.
Συμφέρει να παντρευθή κανείς; Συμφωνώ κι εγώ, διότι «ο γάμος είναι τίμιος και η κοίτη αμόλυντη» (Έβρ. 13,4). Συμφέρει στους σώ­φρονες, όχι στους αχόρταγους και σ’ αυτούς που θέλουν να δίνουν στην σάρκα περισσότερη αξία από ό,τι πρέπει. Όταν ο γάμος είναι μόνο τούτο, γάμος δηλαδή και ένωσις συζύγων και επιθυμία αποκτήσεως παιδιών διαδόχων, είναι καλός, διότι δημιουργεί περισσοτέρους αν­θρώπους που ευαρεστούν τον Θεό. Όταν όμως εξάπτη την ύλη της σάρκας και σε περιβάλλη με αγκάθια και γίνεται σαν δρόμος που οδηγεί στο κακό, τότε κι εγώ αναφωνώ, «δεν συμφέρει να παντρευθής».
10. Ο γάμος είναι καλό πράγμα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι είναι και ανώτερο από την παρθενία. Διότι δεν θα ήταν μεγάλο πράγμα η παρθενία, αν δεν τύχαινε να είναι καλύτερη από καλό. Αλλά μην στενοχωρείσθε όσες είσαστε στο ζυγό του γάμου. «Πρέπει να πειθαρχού­με στον Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους» (Πράξ. 5,29). Πλην όμως να είσαστε συνδεδεμένες μεταξύ σας και οι παρθένες και οι σύζυγοι γυναίκες και να είσαστε ένα πράγμα «εν Κυρίω» και οι μεν στόλισμα των δε. Δεν θα υπήρχε άγαμος, αν έλειπε ο γάμος. Γιατί πως ξεπρόβαλε σ’ αυτή την ζωή η παρθένος; Δεν θα υπήρχε γάμος σεμνός, αν δεν έ­φερε σαν καρπό στον Θεό και στην ζωή, παρθένο. Τίμησε και συ (η παρθένος) την μητέρα σου από όπου δημιουργήθηκες. Τίμησε και συ (η σύζυγος) αυτήν που προήλθε από μητέρα, έστω κι αν δεν είναι μητέρα. Δεν είναι μεν μητέρα, αλλά είναι νύμφη του Χριστού.
Η εξωτερική ομορφιά δεν κρύβεται, ενώ η κρυμμένη είναι φανε­ρή στον Θεό. «Όλη η δόξα της θυγατρός του Βασιλέως είναι από μέσα και περιβάλλεται και στολίζεται με χρυσά κρόσσια» (Ψαλμ. 44,14) είτε δηλαδή με (άγιες) πράξεις είτε με (ιερές) θεωρίες.
Και αυτή που είναι στον ζυγό του γάμου, ας ανήκη κάπως στον Χριστό. Η παρθένος ας ανήκη ολόκληρη στον Χριστό. Η μία να μη δέ­νεται εντελώς με τα κοσμικά. Η άλλη (η παρθένος) να μη προσχωρή καθόλου στον κόσμο. Εκείνο που για την παντρεμένη είναι μερικό, για την παρθένο ας είναι ολικό.
– Έχεις διαλέξει, (παρθένε), την αγγελική ζωή; Έχεις καταταγή στους άγαμους; Ας μη καταπέσης στα σαρκικά, ας μη καταπέσης στα υλικά, ας μη κάνης γάμο με τα υλικά, ενώ παράλληλα μένεις άγαμη. Ό­ταν το μάτι πορνεύη, δεν φυλάει παρθενία. Όταν η γλώσσα πορνεύη, συνενώνεται με τον διάβολο. Όταν τα πόδια βαδίζουν άτακτα, επικρί­νονται για αρρώστεια ή κίνδυνο. Ας ασκή παρθενία και ο νους, ας μη τρέχουν εδώ κι εκεί οι σκέψεις, ας μη περιπλανούνται. Ας μη τυπώνωνται στην διάνοια αμαρτωλές εικόνες, γιατί κι αυτό αποτελεί μέρος της πορνείας. Ας μην εικονίζωνται στην ψυχή τα μισητά.
11. «Και ο Χριστός είπε σ’ αυτούς: Δεν τον δέχονται όλοι αυτόν τον λόγο (για την αγαμία), αλλά αυτοί που τους δόθηκε (η σχετική χάρις)» (Ματθ. 19,11). Βλέπετε πόσο υψηλό είναι το πράγμα. Λίγο έλειψε να είναι και άπιαστο. Αλήθεια, πως μπο­ρεί να μην είναι ανώτερο από την σάρκα αυτό που προέρχεται από σαρκική γέννησι και δεν προχωρεί όμοια σε σαρκική γέννησι; Γιατί, πως να μην είναι αγγελικό πράγμα, αυτή, που είναι δεμένη με την σάρ­κα να μη ζη σαρκικά, αλλά να βρίσκεται ψηλότερα από την φυσική κατάστασι; Η σάρκα την έδεσε στον κόσμο, αλλά το φρόνημα και η σκέψις την ανέβασε στον Θεό. Η σάρκα την βάραινε, αλλά το φρόνημα και η σκέψις την φτέρωσε. Η σάρκα την έδεσε, αλλά ο πόθος την έλυσε.
– Τεντώσου ολόψυχα, παρθένε, προς τον Θεόν. Αυτό βέβαια το νομοθετώ και για τους άνδρες και για τις γυναίκες. Και ας μη σου φανή, (παρθένε), κάποιο άλλο πράγμα καλό, από αυτά που αρέσουν στους πολλούς. Ας μη σου φανή καλό πράγμα η ευγενική καταγωγή, ούτε ο πλούτος ούτε ο βασιλικός θρόνος ούτε η εξουσία ούτε η ομορφιά που φαντάζει στα χρώματα και στις συνθέσεις των σωματικών μελών. Η ομορφιά αυτή γίνεται παίγνιο του χρόνου και της αρρώστειας. Άραγε άδειασες στον Θεόν όλη την δύναμι της αγάπης σου; Άραγε δεν πο­θείς δύο πράγματα, και τα πρόσκαιρα και τα αόρατα; Άραγε πληγώθη­κες τόσο πολύ από το «εκλεκτόν βέλος» (Ης. 49,2) και γνώρισες καλά την ομορφιά του Νυμφίου; ώστε να του λες και συ μαζί με την νύμφη του νυμφικού δράματος και τραγουδιού: «Είσαι γλυκύτητα και όλος επι­θυμία» (Άσμα ασμάτων 5,16).
12. Κοιτάξετε τα νερά που μπήκαν μέσα σε μολύβδινους σωλή­νες, πως από την μεγάλη πίεσι και την ενιαία φορά, πολλές φορές ξε­φεύγουν τόσο πολύ από την φύσι τους, ώστε ξεπετάγονται ψηλά. Και καθώς σπρώχνονται από πίσω, πάντοτε πετάγονται προς τα άνω. Έτσι και συ, (παρθένε), εάν σφιχτής στον πόθο και ολόκληρη συναφθής στον Θεό, θα πεταχθής ψηλά. Δεν θα πέσης κάτω. Δεν θα διαλυθής. Θα μείνης ολόκληρη στον Χριστό, μέχρις ότου αξιωθής και να αντικρύσης τον Χριστό, τον νυμφίο σου. Φύλαγε τον εαυτό σου απρόσιτο στο κακό και στα λόγια και στα έργα και στην ζωή και στις σκέψεις και στις κινήσεις. Από παντού ο Πονηρός σε περιεργάζεται και τα παρατηρεί όλα προσεκτικά, που θα χτυπήση, που θα πληγώση, που τυχόν θα βρή ξεγυμνωμένο μέρος, το οποίο προσφέρεται για χτύπημα. Όσο πιο κα­θαρή σε βλέπει, τόσο περισσότερο αγωνίζεται να σε κηλίδωση. Άλλω­στε στην λαμπρή ενδυμασία οι κηλίδες είναι πιο εμφανείς.
Ας μη παρασύρη ο οφθαλμός τον οφθαλμό ούτε το γέλιο το γέ­λιο ούτε η οικειότητα την νύκτα ούτε η νύκτα την απώλεια. Εκείνο που σιγά σιγά παρασύρεται και υποκλέπτεται, προς το παρόν δείχνει ανε­παίσθητη ζημιά, αλλά καταλήγει στο πιο βαρύ αμάρτημα.
13. «Δεν τον δέχονται όλοι αυτόν τον λόγο (για την αγαμία), αλλά αυτοί που τους δόθηκε (η σχετική χάρις)» (Ματθ. 19,11). Σαν ακούσης «τους δόθηκε», μη σκεφθής σαν αιρετικός, μην ομιλήσης για φύσεις, μην ομιλήσης για τους «χοϊκούς» και τους «πνευματικούς» και τους «μέσους». Γιατί είναι μερικοί τόσο άσχημα το­ποθετημένοι, ώστε να νομίζουν πως άλλοι άνθρωποι έχουν φύσι που προορίζεται εξ ολοκλήρου για απώλεια, άλλοι για σωτηρία και άλλοι ανάλογα προς τα που κλίνει η θέλησίς τους, προς τα χειρότερα ή προς τα καλύτερα.
Δέχομαι κι εγώ βέβαια ότι οι άνθρωποι έχουν ικανότητες άλλος περισσότερες και άλλος λιγώτερες. Αλλά δεν επαρκούν οι ικανότητες για την (πνευματική) τελειότητα. Αυτή προκαλείται από την σκέψι και την απόφασι, που κάνουν την φύσι να προχώρηση σε έργο, όπως ακρι­βώς ο πυριτόλιθος πρέπει να χτυπηθή με το σίδερο για να δημιουργηθή φωτιά.
Όταν ακούσης «σ’ αυτούς που δόθηκε», να πρόσθεσης, «δόθηκε σ’ όσους προσκαλούνται και συγκατανεύουν στην πρόσκλησι». Όπως πάλι όταν ακούσης «δεν εξαρτάται από εκείνον που θέλει ούτε από εκείνον που τρέχει, αλλά από τον Θεόν που ελεεί» (Ρωμ. 9,16), σε συμβουλεύω να σκεφθής το ίδιο. Υπάρχουν μερικοί που τό­σο αλαζονεύονται για τα κατορθώματά τους, ώστε το παν να το δίνουν στον εαυτό τους και τίποτε στον Δημιουργό και δοτήρα της σοφίας και χορηγό των καλών. Γι’ αυτό τους διδάσκει ο λόγος πως και η θέλησις του καλού χρειάζεται την βοήθεια του Θεού˙ ή καλύτερα, η εκλογή του σωστού αποτελεί θεϊκό δώρο της θεϊκής φιλανθρωπίας.
Πρέπει να θέτουμε έτσι τα πράγματα, ώστε να σώζωνται και η ελευθερία του ανθρώπου και η χάρις του Θεού (Η ορθόδοξος θέσις είναι ότι πρέπει να συνεργήσουν και οι δύο παράγοντες στην σωτηρία του άνθρωπου, και η θεία ενέργεια και η ανθρώπινη. Πρόκειται για θεανθρώπινη συνεργασία. Αυτή την γραμμή υποστηρίζουν και οι Καππαδόκες Πατέρες, όπως εν προκειμένω ο άγιος Γρηγόριος. Στην δύσι, ο Ιερός Αυγουστίνος το είδε διαφο­ρετικά το θέμα, υπερτονίζοντας τον θείο παράγοντα και υποτιμώντας τον ανθρώπινο). Γι’ αυτό λέει, «δεν εξαρτάται από εκείνον που θέλει» δηλαδή μόνο από εκείνον, «ούτε» μόνο «από εκείνον που τρέχει, αλλά και από τον Θεό που ελεεί» (Ρωμ. 9,16). Έπειτα, αφού και η βούλησις προέρχεται από τον Θεό, όλα φυ­σικά τα έδωσε στον Θεό. Όσο και να τρέξης όσο και να αγωνισθής, έ­χεις ανάγκη του στεφανοθέτη. «Εάν ο Κύριος δεν οικοδομήση σπίτι, ά­δικα κοπιάζουν οι οικοδόμοι. Εάν ο Κύριος δεν φυλάξη πόλι, άδικα αγρυπνούν οι φυλακές της» (Ψαλμ. 126,1).
Γνωρίζω, λέει (ο Σολομών), ότι «το τρέξιμο δεν είναι για τους ανάλαφρους ούτε ο πόλεμος για τους δυνατούς» (Έκκλ. 9,11) ούτε για τους μαχητές η νίκη, ούτε για τους καλοταξειδευτές τα λιμάνια. Όλα εξαρτώνται από τον Θεό, και η επιτυχία της νίκης και το καλό φθάσιμο του πλοίου στο λιμάνι.
14. Και το επόμενο περιστατικό, αν και λέγεται και κατανοείται σε άλλη περικοπή, ίσως να είναι αναγκαίο να το προσθέσω στα προηγού­μενα, για να χαρίσω και σε σάς τον πλούτο μου:
«Εζήτησε η μητέρα των παιδιών του Ζεβεδαίου» (Ματθ. 20,20) από πάθος αγάπης προς τα παιδιά της, και από ά­γνοια του τι μεγάλο πράγμα ζητεί – συγχωρείται όμως γιατί είχε υπερ­βολική αγάπη και φυσική συμπάθεια και εύνοια προς τα παιδιά της, αφού άλλωστε δεν υπάρχει τίποτε ευσπλαγχνικώτερο από την μητέρα· και το λέω αυτό για να νομοθετήσω την τιμή προς τις μητέρες. «Εζήτησε λοιπόν η μητέρα τους από τον Ιησού, να καθήσουν τα παιδιά της ένα στα δεξιά και ένα στα αριστερά».
Αλλά πως φέρθηκε ο Σωτήρ; Ερώτησε στην αρχή αν μπορούν να πιουν το ποτήριο που επρόκειτο αυτός να πιή. Και σαν συμφώνησαν σ’ αυτό και ο Σωτήρ το δέχθηκε – γνώριζε βέβαια ότι με αυτό φθάνουν ή μάλλον θα φθάσουν στην τελείωσι και στο τέλος – τι τους είπε; «Το μεν ποτήριο θα το πιήτε, αλλά το να καθήσετε στα δεξιά και στα αριστερά δεν είναι στο χέρι μου να το δώσω, αλλά ανήκει σ’ αυτούς που τους δόθηκε» (Ματθ. 20,23). Μα καλά πως γίνεται αυτό; Ο ηγεμόνας νους δεν συμβάλλει σε τίποτε; Ούτε ο κόπος; Ούτε ο λόγος; Ούτε η μοναστική άσκησις και ζωή; Ούτε η νη­στεία; Ούτε η αγρυπνία; Ούτε η χαμευνία; Ούτε το συνεχές χύσιμο δα­κρύων; Τίποτε από όλα αυτά, αλλά σαν με κάποια παράλογη κλήρωσι ο Ιερεμίας αγιάζεται από την κοιλιά της μητέρας του και άλλοι από τότε αποξενώνονται από τον Θεόν;
15. Φοβάμαι μήπως σάς κόλληση και καμμία παράλογη ιδέα, πως η ψυχή προϋπήρξε και έζησε σε άλλο κόσμο και έπειτα δέθηκε μ’ αυτό το σώμα. Και ανάλογα με την εκεί διαγωγή, άλλοι παίρνουν εδώ το χά­ρισμα της προφητείας, και άλλοι όσοι έζησαν αμαρτωλά καταδικάζονται. Τούτο όμως είναι πολύ παράλογο να το δεχθούμε. Επίσης δεν είναι «εκκλησιαστικό». Άλλοι ας κάνουν παιγνίδια με τέτοια δόγματα. Σ’ εμάς δεν είναι ασφαλές να κάνουμε τέτοια παιγνίδια. Γι’ αυτό και σ’ αυ­τήν την περικοπή στο «σ’ αυτούς που τους δόθηκε», ας προσθέσης, «δόθηκε στους άξιους». Ο,τι απέκτησαν δεν το πήραν απλώς από τον Πατέρα, αλλά το έδωσαν και οι ίδιοι στον εαυτό τους.
16. «Διότι υπάρχουν ευνούχοι που ευνουχίσθηκαν από την κοιλιά της μητέρας τους» κλπ. (Ματθ. 19,12). Το ήθελα υπερβολικά να μπορούσα να πω κάποιον λόγο ανδρικό για τους ευνού­χους.
– Μην υψηλοφρονείτε όσοι εκ φύσεως είσαστε ευνούχοι. Διότι η ηθική ακεραιότης σας ίσως είναι αθέλητη, αφού δεν γνώρισε δοκιμα­σία και δεν δοκιμάσθηκε στην πράξι με πειρασμούς. Το καλό που έχου­με εκ φύσεως είναι μικράς αξίας, ενώ εκείνο που έχουμε από την θέλησί μας (και τον προσωπικό μας αγώνα) είναι αξιέπαινο. Ποια χάρι και ποιο έπαινο ν’ αποδώσουμε στην φωτιά επειδή καίει; Αυτό το έχει εκ φύσεως. Ποια χάρι και ποιόν έπαινο ν’ αποδώσουμε στο νερό επειδή κυλάει προς τα κάτω; Αυτό το έχει από τον Δημιουργό Του. Ποια χάρι και ποιόν έπαινο ν’ αποδώσουμε στο χιόνι επειδή είναι ψυχρό; Ή στον ήλιο επειδή φωτίζει; Διότι και να μη το θέλη, φωτίζει. Κάνε μου την χά­ρι να θέλησης τα καλύτερα. Κάνε μου την χάρι, εάν κατέληξες σαρκι­κός, να μεταβληθής σε πνευματικό εάν, ενώ σύρεσαι κάτω από το μο­λύβι της σάρκας, απόκτησης φτερά από την λογική˙ εάν, ενώ κατέληξες ταπεινός, μεταβληθής σε ουράνιο˙ εάν, ενώ δέθηκες με την σάρκα, φανής ανώτερός της.
17. Επειδή η σωματική εγκράτεια δεν φέρνει έπαινο στους ευ­νούχους, άπ’ αυτούς ζητώ κάτι άλλο. Μην πορνεύσετε όσον αφορά την πίστι σας στον Θεό. Αφού συζευχθήκατε τον Χριστό, μην ατιμάσετε τον Χριστό. Αφού τελειωθήκατε από το Άγιον Πνεύμα, μη κάνετε το Άγιο Πνεύμα ομότιμο με σάς, (δηλ. κτίσμα)( Στα χρόνια του αγίου Γρηγορίου υπήρχαν και οι Πνευματομάχοι, που δεν ωμολογούσαν το Άγιον Πνεύμα ως Θεόν αληθινόν, ομότιμο και ίσο προ τον Πατέρα και τον Υιό. Ο λόγος τώρα γίνεται αντιαιρετικός και στρέφεται εναντίον αυτών των αιρετικών, χωρίς να ξεχνάη και τους Αρειανούς). Ο Παύλος λέει, «εάν ακόμη άρεσα στους ανθρώπους, δεν θα ήμουνα δούλος Χριστού» (Γαλ. 1,10). Εάν ελάτρευα κτίσμα, δεν θα ωνομαζόμουν Χριστιανός. Για ποιο λόγο έχει τιμή το όνομα Χριστιανός; Όχι διότι ο Χριστός είναι Θεός; Εκτός και συμβαίνει αυτό επειδή είμαι άνθρωπος που συνενώ­θηκα με τον Χριστό με αγάπη. Όμως και τον Πέτρο τιμώ, αλλά δεν ονομάζομαι Πετριανός. Και τον Παύλο, αλλά δεν ωνομάσθηκα Παυλιανός. Δεν δέχομαι να παίρνω ονόματα από ανθρώπους αφού είμαι δημιούργημα του Θεού. Έτσι αν τον Χριστό τον θεωρής Θεό και γι’ αυτό ονομάζεσαι Χριστιανός, καλώς. Είθε να καλείσαι έτσι και να μένης πι­στός και στο όνομα και στο πράγμα. Εάν όμως επειδή απλώς αγαπάς τον Χριστό, για τούτο παίρνεις από αυτόν το όνομα, τίποτε το περισσό­τερο δεν προσφέρεις στον εαυτό σου από τις άλλες ονομασίες που προκύπτουν από κάποιο επάγγελμα ή πράγμα.
18. Βλέπετε αυτούς που δείχνουν ζήλο για τις Ιπποδρομίες. Αυτοί παίρνουν ονόματα από τα χρώματα και από τις παρατάξεις όπου ανή­κουν(Στην Κωνσταντινούπολι και γενικά στην Ρωμιοσύνη υπήρχαν μέχρι τις αρχές του 7ου μ.Χ. αιώνα δύο μεγάλες ομάδες, οι Βένετοι (=γαλάζιοι) και οι Πράσινοι. Στους δεύτερους άνηκαν τα λαϊκώτερα στρώματα. Ενώ στην αρχή οι δραστηριότητές τους περιορίζονταν στα αθλητικά, αργότερα είχαμε και ανάμειξι με τα πολιτικά, που πολλές φορές δημιουργούσε οξείς προβληματισμούς). Εσείς, αν κι εγώ δεν τα λέω, τα γνωρίζετε τα ονόματα. Εάν με αυτή την έννοια ονομάζεσαι Χριστιανός, είναι πολύ ασήμαντη η ονομα­σία, έστω κι αν εσύ καλλωπίζεσαι γι’ αυτή. Εάν όμως ονομάζεσαι Χρι­στιανός, διότι τον Χριστό τον θεωρείς Θεό, τότε δείξε αυτό που πι­στεύεις με τα έργα σου.
Εάν ο Υιός είναι κτίσμα, ακόμη και τώρα λατρεύεις την κτίσι και όχι τον Κτίστη. Εάν το Άγιο Πνεύμα είναι κτίσμα, άδικα βαπτίσθηκες και στα μεν δύο μέρη υγιαίνεις – ή μάλλον ούτε σ’ εκείνα – στο δε τρί­το βρίσκεσαι σε πλήρη κίνδυνο.
Φαντάσου την Τριάδα σαν ένα μαργαριτάρι, που από όλες τις πλευρές είναι όμοιο και λάμπει εξ ίσου. Οποίο τμήμα του κι αν χαλάση, χάθηκε όλη η ομορφιά του. Έτσι όταν προσβάλης τον Υιό για να τίμη­σης τον Πατέρα, δεν δέχεται την τιμή σου. Με την προσβολή του Υιού ο Πατήρ δεν δοξάζεται. Εάν «ο σοφός Υιός ευφραίνη τον πατέρα του» (Παρμ. 10,1), πόσο περισσότερο η τιμή του Υιού γίνεται τιμή του Πατέ­ρα; Ακόμα δέξου και τούτο: «Υιε, να μη δοξάζεσαι με την προσβολή του πατέρα σου» (Σ. Σειράχ 3,10). Καθ’ όμοιο τρόπο ούτε ο Πατήρ δο­ξάζεται με την προσβολή του Υιού.
Εάν προσβάλης το Άγιον Πνεύμα, δεν δέχεται την τιμή σου ο Υιός. Διότι αν και δεν γεννάται σαν τον Υιό από τον Πατέρα, όμως προέρχεται από τον ίδιο Πατέρα. Ή όλους τίμησέ τους ή όλους πρόσβαλέ τους, για να είσαι συνεπής με τον εαυτό σου. Δεν δέχομαι την μισοευσέβειά σου. Σε θέλω ολόκληρο ευσεβή, και όπως θέλω. Συγχώρησέ μου το πάθος. Πονάω και γι’ αυτούς που με μισούν. Ήσουνα μέλος δικό μου, παρ όλο που τώρα αποκόβεσαι. Ίσως να γίνης πάλι μέλος.
Γι’ αυτό και ομιλώ με φιλανθρωπία. Αυτά τα λέμε για τους ευνού­χους, ώστε να έχουν ακεραιότητα στην πίστι προς τον Θεό.
19. Δεν λέγεται μόνο η σωματική αμαρτία πορνεία και μοιχεία, αλλά και κάθε άλλη αμαρτία σου και μάλιστα η παρανομία στην πίστι προς τον Θεό. Πως θα σου το αποδείξουμε; Γιατί ίσως να το ζητής. «Επόρνευσαν, λέει η Γραφή, με τις πράξεις και τις ενασχολήσεις τους» (Ψαλμ. 105,39). Βλέπεις αναίσχυντη πράξι πορνείας; «Και εμοίχευσαν (λατρεύοντας) ξύλινα είδωλα» (Ιερ. 3,9). Βλέπεις πως υπάρχει και θρη­σκευτική μοιχεία; Μη λοιπόν μοιχεύσης στην ψυχή, ενώ είσαι ακέραιος στο σώμα.
Μη δείξης, (ευνούχε), την αθέλητη σωματική σου εγκράτεια εκεί που δεν χαρακτηρίζεσαι εγκρατής, αλλά εκεί που μπορείς να αμαρτήσης. Γιατί λοιπόν, (ευνούχοι), ασπασθήκατε την αίρεσι; Γιατί όλοι πήρα­τε τον κατήφορο, ώστε το «ευνούχος» να είναι συνώνυμος με το αιρετικός. Συνταχθήτε με τους άνδρες. Έστω και αργά δείξετε κάποιο αν­δρικό φρόνημα. Φύγετε από τους γυναικωνίτες. Ας μη προστεθή στο άσχημο όνομά σας το άσχημο κήρυγμά σας(Στην εποχή του αγίου Γρηγορίου οι Ευνούχοι είχαν σπουδαίες θέσεις τόσο στην βασιλική αυλή, όσο και στην όλη διοίκησι του κράτους. Το όνομά τους δεν συνδέ­θηκε με την αρετή. Συχνά κατέφευγαν σε ραδιουργίες και συνωμοσίες. Επί πλέον, όπως διακρίνεται καθαρά στον λόγο του θεολόγου Πατρός, έπαιρναν το μέρος των αιρετικών. Για τους αυλικούς που ήταν κυρίως ευνούχοι ο ιερός Πατήρ δεν μας άφησε κα­λούς χαρακτηρισμούς. Φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολι και εκφωνώντας τον αποχαιρετιστήριο λόγο του ανέφερε και τα εξής: «Χαιρετώ κι’ εσάς που ανήκετε στην αυλή και υπηρεσία του βασιλέως˙ αν μεν είσαστε πιστοί στον βασιλέα δεν το ξέρω˙ πάντως ως προς τον Θεό κατά το πλείστον είσαστε άπιστοι». Ο ιερός ρήτορας ξέρει να είναι τολμηρός στην γλώσσα του και να στηλιτεύη).
Έχετε όρεξι να συνεχίσουμε λίγο τον λόγο; Ή χορτάσατε με όσα ελέχθηκαν; Ωστόσο ας ακουσθούν και τιμητικά λόγια για (κάποιους άλ­λους) ευνούχους. Ο λόγος θα είναι επαινετικός.
22. Μόνο ας αποκόψουμε τον εαυτό μας από τα πάθη, προσέχον­τας μήπως και κάποια δηλητηριασμένη ρίζα αναβλαστάνει μέσα μας και μας ταράζει. Μόνο ας συμμορφώνουμε την ζωή μας με την (θεία) εικό­να. Μόνο να σεβώμαστε το Αρχέτυπο (Συχνά ο άγιος Γρηγόριος ομιλεί για την θεία εικόνα. Ο άνθρωπος επλάσθη κατ’ εικόνα Θεού. Λογικός ο Θεός, λογικός και ο άνθρωπος. Ελεύθερος ο Θεός, ελεύ­θερος και ο άνθρωπος… Αρχέτυπο είναι ο Θεός, αντίγραφο -εικόνα ο άνθρωπος). Απόκοψε τα πάθη του σώ­ματος, απόκοψε και τα πάθη της ψυχής. Όσο ανώτερη και πολυτιμότε­ρη είναι η ψυχή, τόσο ανώτερο είναι να καθαρίσης αυτήν παρά το σώ­μα. Και αν είναι αξιέπαινο το να καθαρίζης το σώμα, σκέψου πόσο ανώ­τερο και σπουδαιότερο είναι το να καθαρίζης την ψυχή.
Απόκοψε και την αίρεση του Αρείου. Απόκοψε και την κακοδοξία του Σαβελλίου (Ο Σαβέλλιος 3ος μ.Χ. αι. – εδίδασκε ότι ο Θεός είναι ένα πρόσωπο που πα­ρουσιάσθηκε πρώτα ως Πατήρ, έπειτα ως Υιός και κατόπιν ως Άγιον Πνεύμα). Μήτε να ενώσης τα πρόσωπα της θεότητος περισ­σότερο από όσο πρέπει, μήτε να τα διαιρέσης κακώς. Μήτε να συνένω­σης τα τρία πρόσωπα σε ένα (όπως ο Σαβέλλιος), μήτε να φτιάξης τρεις διαφορετικές και ξένες φύσεις (όπως ο Άρειος). Και το ένα είναι αξιέ­παινο, όταν το εννοούμε σωστά (μία φύσις)· και τα τρία, όταν διαιρούν­ται σωστά· όταν δηλαδή η διαίρεσις δεν αναφέρεται στην θεϊκή φύσι, αλλά στα πρόσωπα.
23. Αυτά τα νομοθετώ και για τους λαϊκούς, αυτά τα παραγγέλλω και στους κληρικούς, αλλά και στους άρχοντες. Βοηθήσατε τον (ορθό­δοξο) λόγο, όσοι έχετε από τον Θεό την δυνατότητα να βοηθήτε. Είναι μεγάλο πράγμα να προλάβης τον φόνο και να περιορίσης την μοιχεία και να συνετίσης τον κλέφτη αλλά πολύ περισσότερο να υποστηρίζης με νόμο την Ορθοδοξία και να ομολογήσης τον λόγο της ορθής πί­στεως. Δεν θα κατορθώση τόσα ο δικός μου λόγος που πολεμεί υπέρ της Αγίας Τριάδος, όσο ο νόμος του κράτους. Θα βοηθήση ο νόμος, εάν κλείνη το στόμα των κακοδόξων, εάν ενισχύη τους διωκόμενους Ορ­θοδόξους, εάν συγκρατή τους φονιάδες, εάν εμποδίζη τον φόνο. Δεν εννοώ μόνο τον σωματικό, αλλά και τον ψυχικό, αφού κάθε αμαρτία, είναι θάνατος της ψυχής. Εδώ ας σταματήσουμε τον λόγο.
24. Υπολείπεται μόνο να κάνουμε μία ευχή για όσους συγκεν­τρώθηκαν εδώ.
– Άνδρες και γυναίκες, λαός και άρχοντες, γέροι, νέοι και κοπέλλες, κάθε ηλικία, ας υπομείνετε κάθε βλάβη είτε χρηματική είτε σωμα­τική ένα όμως να μη δέχεσθε, την ζημία (ως προς την πίστι σας) στον Θεό.
Προσκυνώ τον Πατέρα, προσκυνώ τον Υιό, προσκυνώ το Άγιο Πνεύμα η καλύτερα προσκυνούμε, εγώ που σάς ομιλώ πρώτος από όλους, εγώ και ύστερα από όλους και μαζί με όλους, με την χάρι του Κυ­ρίου και Χριστού μας, στον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμις εις τους αιώνας.
Αμήν.