Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Τό πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου


Μεταφρασμένο στὰ Ἀγγλικά: The Regime of the Orthodox Church

Μέ ἀφορμή τό θέμα τῆς Οὐκρανίας γίνονται συζητήσεις γιά τό λεγόμενο πρωτεῖο μέσα στήν Ἐκκλησία, ἄλλοι τό ἀρνοῦνται καί ἄλλοι τό παρερμηνεύουν. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί συνήθως ἑρμηνεύουν τό πρωτεῖο μέσα ἀπό τήν οὐσιοκρατία καί μερικοί σύγχρονοι ὀρθόδοξοι θεολόγοι τό ἑρμηνεύουν μέσα ἀπό τόν περσοναλισμό.

Μέ τό παρόν ἄρθρο δέν θά ἀσχοληθῶ μέ τό θέμα αὐτό γιά νά δώσω τίς θεολογικές διαστάσεις τοῦ προβλήματος, ἀλλά θά τονίσω ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία περισσότερο κάνουμε λόγο γιά τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμά της. Θά τονισθοῦν μερικές ἀπόψεις πού καί παλαιότερα ἔχω τονίσει ἀπό ἄλλη ἀφορμή.
1. Συνοδικότητα καί ἱεραρχικότητα

Τό συνοδικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας συνδέεται μέ τό ἱεραρχικό, καί στήν πραγματικότητα ἡ συνοδικότητα συντονίζεται μέ τήν ἱεραρχικότητα. Αὐτό, ἄλλωστε, μέ ἄλλη προοπτική, συμβαίνει καί στίς πολιτεῖες καί στά δημοκρατικά πολιτεύματα, ἀφοῦ ὑπάρχει συνάθροιση τοῦ λαοῦ, ἀλλά, συγχρόνως, ὑπάρχει καί ἱεράρχηση τῶν διακονιῶν-ἐξουσιῶν, δηλαδή δέν ἔχουν ὅλοι τά ἴδια δικαιώματα καί καθήκοντα.

 Ἡ λέξη σύνοδος ἀποτελεῖται ἀπό δύο λέξεις τό σύν καί τήν ὁδό, καί δηλώνει τήν συμπόρευση. Μέσα σέ αὐτήν  τήν προοπτική πρέπει νά δοῦμε τήν φράση ὅτι ἡ θεία Λειτουργία εἶναι «σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς», δηλαδή σύναξη καί συμπόρευση.

 Ἔπειτα, ἡ λέξη ἱεραρχία δηλώνει τόν ἄρχοντα τῶν τελετῶν, τόν Ἐπίσκοπο, τόν Ἱεράρχη, ἀλλά καί τήν ἱεράρχηση τῶν χαρισμάτων καί διακονιῶν. Ἔτσι, ἡ Σύνοδος δέν ἀποκλείει τήν Ἱεραρχία καί ἡ Ἱεραρχία δέν ἀποκλείει τήν Σύνοδο. Τόν ὅρο αὐτό –Ἱεραρχία– τόν συναντοῦμε στά ἔργα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου μέ τίτλο Οὐράνια καί ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία, στά ὁποῖα διακρίνονται οἱ ἐννέα χοροί τῶν ἀγγέλων, πού χωρίζονται σέ τρεῖς τριάδες καί  οἱ  ὁποῖες συνδέονται μέ τήν ἐπίγεια ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία, ὡς πρός τίς τελετές (Βάπτισμα, Σύναξη καί Μύρο), ὡς πρός τίς τρεῖς φάσεις ἀνόδου πρός τόν Θεό (κάθαρση, φωτισμός, τελείωση), ὡς πρός τούς τρεῖς ἱερατικούς βαθμούς (ἱεράρχης, ἱερεύς, λειτουργός) καί ὡς πρός τίς τρεῖς τάξεις τῶν λαϊκῶν (κατηχούμενοι-ἀκοινώνητοι, πιστοί καί θεραπευτές-μοναχοί). Αὐτήν τήν πραγματικότητα δηλώνει καί ἡ φράση «λειτουργία τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος».

 Ἔχει παρατηρηθῆ (Ἀλέξανδρος Σμέμαν) ὅτι τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖται ὡς «ἱεραρχικῶς συνοδικόν» ἤ «συνοδικῶς ἱεραρχικόν». Ἡ ἱεραρχική ἀρχή δέν  εἶναι ἀντίθετη πρός τήν συνοδική, ἀφοῦ ἡ συνοδική ἀρχή θεμελιώνεται διά τῆς ἱεραρχικῆς ἀρχῆς. Ὅταν ἀπουσιάζη τό ἕνα, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχη καί τό ἄλλο, ὁπότε σέ τέτοια περίπτωση δέν ὑφίσταται πραγματική ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτή ἡ ἑρμηνευτική ἐπεξήγηση τῶν ὅρων εἶναι πολύ χρήσιμη γιά ὅσα θά λεχθοῦν στήν συνέχεια, σχετικά μέ τήν λειτουργία τοῦ συνοδικοῦ καί ἱεραρχικοῦ πολιτεύματος στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
2. Ἡ θεία Λειτουργία, πρότυπο ἱεραρχικῆς συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας

 Ὅπως εἶναι γνωστόν, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ  καί κοινωνία θεώσεως, πού σημαίνει ὅτι ὅσοι εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί πορεύονται πρός τήν θέωση. Δέν πρόκειται γιά μιά στάσιμη κατάσταση, ἀλλά γιά μία συνεχῆ κίνηση, μιά διαρκῆ πορεία, τήν ὁποία ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής θά ἀποκαλέση «στάσιν ἀεικίνητον» καί «κίνησιν στάσιμον»: «στάσιν ἀεικίνητον λαβοῦσα τήν ἀπέραντον τῶν θείων ἀπόλαυσιν, καί κίνησιν στάσιμον τήν ἐπ’ αὐτοῖς ἀκόρεστον ὄρεξιν». Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κατεστημένος θεσμός, ἀλλά μιά στρατεία ἐν Χριστῷ, μιά πορεία πρός τήν  μέθεξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία Βασιλεία καί βιώνεται ἀπό τό παρόν καί θά ἔλθη στό μέλλον στήν  πληρότητά της.

 Κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ τρόπος τελέσεως τῆς θείας Εὐχαριστίας εἰκονίζει τό τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά καί δείχνει ποιός εἶναι ὁ ἀπώτερος σκοπός της.

Στήν Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ διαφαίνεται ποιός εἶναι ὁ χαρακτήρας καί ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θείας Εὐχαριστίας. Πάντως, ἡ ἐκκλησιολογία δέν μπορεῖ νά ἐξετάζεται ἀνεξάρτητα ἀπό  τήν εὐχαριστιολογία.

 Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι πράγματι ἡ «Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς». Τό χωρίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι πολύ χαρακτηριστικό:

 «Ὤ τῶν τοῦ Χριστοῦ δωρημάτων! Ἄνω στρατιαί δοξολογοῦσιν ἀγγέλων· κάτω ἐν ἐκκλησίαις χοροστατοῦντες ἄνθρωποι τήν αὐτήν ἐκείνοις ἐκμιμοῦνται δοξολογίαν. Ἄνω τά Σεραφίμ τόν τρισάγιον ὕμνον ἀναβοᾷ· κάτω τόν αὐτόν ἡ τῶν ἀνθρώπων ἀναπέμπει πληθύς· κοινή τῶν ἐπουρανίων καί τῶν ἐπιγείων συγκροτεῖται πανήγυρις· μία εὐχαριστία, ἕν ἀγαλλίαμα, μία εὐφρόσυνος χοροστασία. Ταύτην γάρ ἡ ἄφραστος τοῦ Δεσπότου συγκατάβασις ἐκρότησε, ταύτην τό Πνεῦμα συνέπλεξε τό ἅγιον, ταύτης ἡ ἁρμονία τῶν φθόγγων τῇ πατρικῇ εὐδοκίᾳ συνηρμόσθη· ἄνωθεν ἔχει τήν τῶν μελῶν εὐρυθμίαν, καί ὑπό τῆς Τριάδος, καθάπερ ὑπό πλήκτρου τινός κινουμένη, τό τερπνόν καί μακάριον ἐνηχεῖ μέλος, τό ἀγγελικόν ᾆσμα, τήν ἄληκτον συμφωνίαν. Τοῦτο τῆς ἐνταῦθα σπουδῆς τό πέρας, οὗτος ὁ τῆς συνελεύσεως ἡμῶν καρπός».

 Τό κεντρικό σημεῖο αὐτοῦ τοῦ Χρυσοστομικοῦ χωρίου εἶναι τό «μία εὐχαριστία, ἕν ἀγαλλίαμα, μία εὐφρόσυνος χοροστασία» ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, κεκοιμημένων καί ζώντων.

Ἡ ἱεραρχικότητα τῶν χαρισμάτων καί τῶν διακονιῶν αὐτῶν πού μετέχουν στήν θεία Λειτουργία διακρίνεται σέ πολλούς βαθμούς. Εἶναι οἱ κατηχούμενοι, οἱ φωτιζόμενοι  καί  οἱ φωτισθέντες πιστοί· οἱ λαϊκοί διαφόρων πνευματικῶν καταστάσεων, ἤτοι καθαιρόμενοι, φωτιζόμενοι καί θεούμενοι· οἱ Κληρικοί διαφόρων βαθμῶν, ἤτοι Ἐπίσκοποι, Πρεσβύτεροι, Διάκονοι· καί  οἱ διαφοροτρόπως ὑπηρετοῦντες στήν θεία Λειτουργία, ἤτοι ὑποδιάκονοι, ἀναγνῶστες, ψάλτες, βοηθητικό προσωπικό. Ὅλοι μετέχουν στό Μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας, ἀλλά διαφοροτρόπως, ὁπότε ὑφίσταται συνοδικότητα καί ἱεραρχικότητα.  Οἱ λαϊκοί συμμετέχουν στήν θεία Λειτουργία προσευχόμενοι καί κοινωνοῦντες τοῦ Σώματος καί  τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ· οἱ ἱεροψάλτες ψάλλουν ἐξ ὀνόματος τοῦ λαοῦ· οἱ Διάκονοι ἀπευθύνουν τίς δεήσεις στόν Θεό ὑπέρ τοῦ λαοῦ· οἱ Πρεσβύτεροι προσφέρουν τήν ἀναίμακτη μυσταγωγία, μέ τήν ἄδεια τῶν Ἐπισκόπων τους,  καί  οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι οἱ προεστῶτες τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως.

Καίτοι οἱ παρευρισκόμενοι στήν θεία Λειτουργία μετέχουν τοῦ μεγάλου Μυστηρίου, οἱ Κληρικοί πλαισιώνουν τό Θυσιαστήριο καί προσεύχονται, ὅμως, ὁ Προεστώς τῆς θείας Εὐχαριστίας προσφέρει τήν ἀναίμακτη θυσία, αὐτός ἀπευθύνει τήν εὐχή τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς,  πού εἶναι προσευχή στόν Πατέρα νά ἀποστείλη τό Ἅγιον Πνεῦμα καί νά μεταβάλη τόν ἄρτο καί οἶνο σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Ἔτσι, γίνεται συλλείτουργο, ἀλλά διακρίνονται ἰδιαίτερες κατηγορίες πνευματικῶν χαρισμάτων καί διακονιῶν. Ἀκόμη καί τότε πού συλλειτουργοῦν Κληρικοί τοῦ ἰδίου βαθμοῦ, ὁ πρῶτος ἀπό τούς λειτουργούς προσφέρει τήν ἀναίμακτη θυσία καί  οἱ ἄλλοι μετέχουν τοῦ Μυστηρίου. Ἡ τέλεση τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας προϋποθέτει προεξάρχοντα. Ὁπότε, ἡ συνοδικότητα λειτουργεῖ σέ συνδυασμό μέ τήν ἱεραρχικότητα.

 Αὐτή ἡ διάκριση τῶν χαρισματικῶν διακονιῶν στήν  θεία Λειτουργία φαίνεται καί στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου, στό ὁποῖο παρουσιάζεται τό ὅραμα τῆς οὐράνιας Ἐκκλησίας καί τῆς οὐράνιας θείας Λειτουργίας πού εἶδε ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης καί βεβαίως,  ὅπως ἀναφέρθηκε προηγουμένως, συνδέεται μέ τήν ἐπίγεια θεία Λειτουργία.

 Στό ὅραμα αὐτό τῆς οὐράνιας θείας Λειτουργίας βλέπουμε τόν «ὅμοιον υἱῷ ἀνθρώπου...», εὑρισκόμενο μεταξύ τῶν ἑπτά λυχνιῶν (Ἀπ. α΄, 12 κ.ἑξ. )· τόν ἐπί τοῦ θρόνου καθήμενο, καί τούς εἰκοσιτέσσερις Πρεσβυτέρους καθημένους σέ θρόνους «κυκλόθεν τοῦ θρόνου»· τά τέσσερα ζῶα ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου, καί τήν λατρεία πού προσφέρουν στόν καθήμενο ἐπί τοῦ θρόνου οἱ εἰκοσιτέσσερις Πρεσβύτεροι καί τά λειτουργικά ζῶα (Ἀπ. δ΄, 1 κ.ἑξ. )· «τό ἀρνίον τό ἑστηκός ὡς ἐσφαγμένον» «ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου καί τῶν τεσσάρωνζῴων καί ἐν μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων» καί τήν λατρεία τους στό ὡς ἐσφαγμένο ἀρνίο (Ἀπ. ε΄, 6 κ.ἑξ. )· τό Θυσιαστήριο καί «ὑποκάτω τοῦ θυσιαστηρίου τάς ψυχάς τῶν ἐσφαγμένων διά τόν λόγον τοῦ Θεοῦ» (Ἀπ. στ΄, 9 κ.ἑξ. )· «τόν ὄχλον πολύ» «ἑστῶτες ἐνώπιον τοῦ θρόνου καί ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου» (Ἀπ. ζ΄, 9κ. ἑξ. )· τόν λιβανωτό καί τόν καπνό τῶν θυμιαμάτων (Ἀπ. η΄, 3 κ.ἑξ. )· τό ᾆσμα τῶν λελυτρωμένων (Ἀπ. ιδ΄, 1κ. ἑξ. )· τόν ὕμνον ἀλληλούια (Ἀπ. ιθ΄κ. ἑξ. )· τό «δεῖπνον τοῦ γάμου τοῦ ἀρνίου» (Ἀπ. ιθ΄, 9 κ.ἑξ. )· τόν καινό οὐρανό καί τήν καινή γῆ καί  τήν ἁγία πόλη Ἱερουσαλήμ (Ἀπ. κα΄, 1 κ.ἑξ. ).

 Ὅλη αὐτή ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία εἶναι καί οὐράνια Λειτουργία καί πρότυπο τῆς ἐπίγειας θείας Λειτουργίας, μεταξύ δέ αὐτῶν ὑπάρχει μιά πνευματική ὄσμωση. Ἀλλά τόσο οἱ εὐχές ὅσο καί ἡ διάταξη τῆς θείας Λειτουργίας δείχνουν μιά συνοδική καί ἱεραρχική πορεία καί ἀνάβαση πρός τό ὕψος τοῦ ὄρους Σινᾶ, τοῦ Γολγοθᾶ καί  τοῦ  καινοῦ μνημείου τῆς  Ἀναστάσεως.

 Ἡ θεία Λειτουργία ὄχι μόνον εἰκονίζει, ἀλλά καί ἐκφράζει τήν Θαβώρια ἐμπειρία καί μετέχει αὐτῆς. Στό ὄρος Θαβώρ, στό μέσον βρισκόταν ὁ Χριστός μέσα στό ἄκτιστο Φῶς, τό ὁποῖο προχεόταν ἔσωθεν, ἀφοῦ καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πηγή τοῦ ἀκτίστου Φωτός· οἱ Προφῆτες παρευρίσκονταν ἔνθεν καί ἔνθεν τοῦ Χριστοῦ συνομιλοῦντες μαζί Του· καί  οἱ τρεῖς Μαθητές ἔπεσαν πρηνεῖς, γιατί, ἐνῶ ζητοῦσαν τήν κατασκευή κτιστῶν σκηνῶν γιά τόν Χριστό, τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία, βρέθηκαν οἱ ἴδιοι κάτω ἀπό τήν ἄκτιστη σκηνή, τήν νεφέλη τήν φωτεινή, τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλες αὐτές οἱ πνευματικές καταστάσεις θυμίζουν τέλεση θείας Λειτουργίας.

 Ἐπίσης, μέ αὐτήν τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου δημιουργήθηκε καί ὁ ἐπίγειος κτιστός Ναός, ὅπως ἄλλωστε τό βλέπουμε καί στήν περίπτωση τοῦ Μωϋσῆ, ὁ ὁποῖος μέ βάση τήν ἀχειροποίητη καί ἄκτιστη σκηνή, πού εἶδε στό ὄρος Σινᾶ, κατασκεύασε τήν κτιστή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου καί ἀργότερα κατασκευάσθηκε ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος, ἀλλά καί ὁ χριστιανικός Ναός, μέ τήν διαίρεσή του, σέ νάρθηκα, κυρίως Ναό καί ἅγια τῶν Ἁγίων, ἤτοι Ἱερό Βῆμα.

 Ἑπομένως, στήν θεία Λειτουργία, στόν τρόπο τελέσεώς της, ἀλλά καί στόν χῶρο πού τελεῖται βλέπουμε τήν συνοδική καί ἱεραρχική δομή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος.
3. Τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς

Ἡ θεία Λειτουργία καί μέ τόν τρόπο πού τελεῖται, ἀλλά καί μέ τό «πνεῦμα» της ἀποτέλεσε ἀνέκαθεν τό πρότυπο τῆς βιώσεως ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἄλλωστε, ἡ θεία Λειτουργία δέν εἶναι ἕνα ἀποκεκομμένο τμῆμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀλλά τό κέντρο, ὁ πυρήνας καί ἡ βάση τῆς συγκροτήσεως ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἁγιογράφος, πού παριστάνει τίς Συνεδριάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἔχει ὡς βάση τήν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπου οἱ Μαθητές ἔλαβαν τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλά καί ὁ τύπος αὐτός εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο γίνεται συλλείτουργο σέ κάθε θεία Εὐχαριστία, ὅταν ὑπάρχη Σύνθρονο. Θεία Εὐχαριστία, μυστήριο Πεντηκοστῆς καί Συνεδριάσεις τῶν Συνόδων συνδέονται μεταξύ τους, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν.

 Μέ αὐτήν τήν προοπτική καί ἡ ὅλη διοίκηση καί ποιμαντική διακονία τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά λειτουργῆ, κατά τό πρότυπο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἤτοι συνοδικῶς καί ἱεραρχικῶς, καί νά εἶναι προέκτασή της. Ἄλλωστε,  δέν νοεῖται διάσπαση μεταξύ μυστηριακῆς καί διοικητικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τό συνοδικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας στό λεγόμενο διοικητικό καί ποιμαντικό της ἐπίπεδο, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, πρέπει νά λειτουργῆ μέ τόν τρόπο  πού τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία. Ἡ συνοδική δομή τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ συνοδική διαχείριση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ἀποτελεῖ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί ἀναλύεται μέ πολύ ὡραῖο τρόπο βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων ἀπό τόν Ἀρχιμ. Γεώργιο Καψάνη, Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, σέ μιά σημαντική μελέτη του.

 Ἡ συγκρότηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς λειτουργεῖ μέ τήν θεολογική ἔννοια τῆς συνέργειας, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι  ὁ ἐνεργῶν καί ὁ ἄνθρωπος ὁ συνεργῶν. Ὁ Χριστός ποιεῖ τήν θέωση, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος πάσχει τήν θέωση, δηλαδή μετέχει τῆς θεώσεως. Καί αὐτό γίνεται κατά διαφόρους βαθμούς.

 Ἡ συνοδικότητα καί ἡ ἱεραρχικότητα πρέπει νά λειτουργοῦν στίς σχέσεις μεταξύ τῶν Ἐπισκόπων καί στίς Συνεδριάσεις στήν Ἱεραρχία, ὡς βίωση καί προέκταση τῆς θείας Λειτουργίας. Ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων εἶναι μιά συλλειτουργία, προέκταση τῆς θείας Λειτουργίας καί  τῆς προσευχῆς. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἀρχίζουμε τίς Συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας μέ τήν ἐκζήτηση τοῦ Παρακλήτου καί τελειώνουμε τίς ἐργασίες της μέ τό «Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς».

 Καί στίς συνάξεις αὐτές ὑπάρχει ὁ Προεστώς, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον παρίσταται καί ἐπιβλέπει τόν τρόπο λειτουργίας τῆς πορείας τῆς Συνόδου (Ἱεραρχία-Διαρκής), ἀλλά συνιστᾶ τήν ἱερουργία της, ὅπως γίνεται καί στήν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας, καθώς ἐπίσης καί ὑπάρχουν καί συνδιοικοῦντες-συλλειτουργοῦντες. Αὐτό ἐπιτάσσει ὁ λδ΄ Ἀποστολικός Κανόνας γιά τήν λειτουργία τοῦ Μητροπολιτικοῦ συστήματος, ὅτι «τόν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καί ἡγεῖσθαι αὐτόν ὡς κεφαλήν, καί μηδέν τι πράττειν περιττόν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης» στά συνοδικά ζητήματα, ὄχι ὅμως σέ ἐκεῖνα πού ἀναφέρονται στίς ἐπί μέρους ἐπαρχίες. Ἀλλά καί ὁ πρῶτος-πρόεδρος «μηδέ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι». Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις «ὁμόνοια ἔσται, καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καί ὁ Υἱός, καί τό ἅγιον Πνεῦμα».

Αὐτό τό συνοδικό πολίτευμα πρέπει νά λειτουργῆ στήν  διοίκηση τῶν κατά τόπους Ἱερῶν Μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας, στίς σχέσεις μεταξύ Ἐπισκόπων, Πρεσβυτέρων καί λαϊκῶν, ἀφοῦ καί αὐτοί οἱ λαϊκοί δέν εἶναι τά «παθητικά» μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τά «χαρισματοῦχα» πού ἔχουν τήν δυνατότητα μεθέξεως τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐλογία νά ποιμαίνωνται πρός τήν  δικήτους προσωπική σωτηρία.

 Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι προεστώς τῆς εὐχαριστιακῆς Συνάξεως, ἀλλά καί προεστώς τῆς ὅλης κανονικῆς συγκροτήσεως τῆς Ἐπισκοπῆς καί Μητροπόλεως, ἀφοῦ ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας γίνεται μέσα στά πλαίσια τῆς ποιμαντικῆς διακονίας καί αὐτή ἡ ποιμαντική εἶναι ἔκφραση τῆς εὐχαριστιακῆς ἀτμόσφαιρας καί συνάρτηση τῆς μετοχῆς ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας στό Μυστήριο τῆς  θείας Λειτουργίας. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια κάνουμε λόγο γιά τό ἐπισκοποκεντρικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο, ὅμως, δέν εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπό τό συνοδικό καί ἱεραρχικό. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες ἀναφέρονται στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μετέχουμε στήν  θεία Λειτουργία. Ἐπίσης, καί ἡ διάταξη τοῦ Συνθρόνου προϋποθέτει ὅτι οἱ Πρεσβύτεροι ἵστανται πιό κάτω ἀπό τόν θρόνο τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλ’ ὄχι, ὅμως, στό ἐπίπεδο τῶν λαϊκῶν, διότι ὑφίσταται ἱεράρχηση τῶν χαρισμάτων.

 Ἡ συνοδική καί ἱεραρχική δομή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος, ὡς προέκταση τῆς θείας Λειτουργίας πρέπει νά λειτουργῆ καί μεταξύ Πρεσβυτέρων καί λαϊκῶν στίς Ἐνορίες τους, ἀλλά καί μεταξύ Ἡγουμένων καί μοναχῶν στίς Ἱερές Μονές. Τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα λειτουργεῖ σέ ὅλες τίς πλευρές τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, δέν πρέπει νά τό ἀναμένουμε μόνον στίς Συνόδους τῆς Ἱεραρχίας, ἀλλά πρέπει νά λειτουργῆ καί στίς ἄλλες ἐκφράσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Δέν εἶναι δυνατόν νά παρατηροῦνται παρατάξεις καί παρασυναγωγές στήν ἐκκλησιαστική ζωή. «Ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς μία συνεχής σύνοδος», ἀφοῦ αὐτό δηλώνει καί ἡ λέξη Ἐκκλησία.

 Βασική ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ὅτι, ὅποιος γνωρίζει νά λειτουργῆ συνοδικῶς καί ἱεραρχικῶς ὡς Πρεσβύτερος στήν Ἐνορία του καί ὡς Μητροπολίτης στήν Μητρόπολή του, μπορεῖ νά λειτουργήση μέ κανονικό καί συνοδικό τρόπο καί στίς ἄλλες λειτουργίες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί στίς Συνόδους τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐκκλησιολογικές ἀσθένειες ξεκινοῦν ἀπό τόν τρόπο πού συγκροτεῖται ἡ Ἐνορία καί ἡ Μητρόπολη καί ἐκδηλώνονται καί στά ἀνώτερα ἐκκλησιαστικά ἐπίπεδα. Ἄλλωστε, ἡ καρκινογένεση ἀρχίζει ἀπό τό κύτταρο καί ἐπεκτείνεται σέ ὅλο τό σῶμα. Ὅποιος δέν μπορεῖ νά ἐνεργῆ συνοδικά στήν Ἐνορία καί τήν Μητρόπολή του, δέν μπορεῖ νά λειτουργήση συνοδικά καί ἐκκλησιαστικά καί στίς Συνεδριάσεις τῶν Ἐπισκόπων.

Ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά φαίνεται ὅτι τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό πού λειτουργεῖ ἱεραρχικῶς καί ἱεραρχικό πού λειτουργεῖ συνοδικῶς. Οὔτε ἡ συνοδικότητα καταργεῖ τήν ἱεραρχικότητα οὔτε ἠ ἱεραρχικότητα καταργεῖ τήν συνοδικότητα.

Αὐτό συμβαίνει καί στόν τρόπο λειτουργίας ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως ἀκριβῶς ἰσχύει καί στίς πανορθόδοξες Λειτουργίες. Ὑπάρχει σαφῶς ἕνας Πρῶτος, πού ἔχει καθῆκον γιά τήν καλή λειτουργία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ αὐτοκεφαλίες δέν εἶναι, ὅπως ἔχω τονίσει σέ ἄλλο κείμενό μου, αὐτοκεφαλαρχίες. Ἄλλωστε, κεφαλή τῆς Ἐκλησίας εἶναι ὁ Χριστός καί δέν μπορεῖ νά ἐννοηθῆ ἀκόμη μέ ἀπόλυτη σημασία καί ὁ ὅρος «αὐτοκεφαλία», ἀλλά περισσότερο αὐτός ὁ ὅρος ἀποδίδει τήν αὐτοδιοίκηση μερικῶν περιοχῶν καί ὄχι τήν πλήρη ἀνεξαρτησία τους.

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει πρῶτος, πού συνυπάρχει μέ τούς ἄλλους προκαθημένους ἱεραρχικῶς. Κατ' οὐσίαν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι ἴσοι μεταξύ τους, ἐπειδή ἔχουν τήν ἴδια ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά κατά τό κανονικό σύστημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως δέν εἶναι ὅλοι ἰσότιμοι καί αὐτό νοεῖται ἀνάλογα μέ τήν διοικητική καί εὐχαριστιακή θέση τους μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἀλλά αὐτό εἶναι ἀντικείμενο ἄλλου κειμένου μου.–

Οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες καί ὁ θεσμός τῆς «Πενταρχίας» Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου


Μεταφρασμένο στὰ Ἀγγλικά: The Autocephalous Churches and the Institution of the ‘Pentarchy’

Τόν τελευταῖο καιρό μέ ἀφορμή τό Οὐκρανικό ζήτημα γράφηκαν πολλά, θετικά καί ἀρνητικά, ἀπό ὅποια πλευρά καί ἄν τό ἐξετάση κανείς, κυρίως ἔγινε ἰσχυρότατη κριτική στό Οἰκουμε­νικό Πατριαρχεῖο.

Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή χρειάσθηκε νά γράψω κάποια ἄρθρα, γιά νά ἐξηγήσω μερικές πτυχές τοῦ ὅλου θέματος, χωρίς νά τό ἐξαντλῶ, κυρίως ὅτι τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι οὔτε παπικό οὔτε προτεσταντικό-συνομοσπονδία, ἀλλά εἶναι συνοδικό καί συγχρόνως ἱεραρχικό [«Τό Πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»]. Ἐπιμένω στό θέμα αὐτό, γιατί θεωρῶ ὅτι αὐτή εἶναι ἡ βάση τοῦ προβλήματος πού ἀνέκυψε.

Βεβαίως τό ἐκκλησιαστικό Οὐκρανικό ζήτημα ἔχει πολλές πτυχές, ἀλλά τό βασικότερο εἶναι ὅτι πολλοί δέν ἔχουν καταλάβει τί εἶναι ἡ «Αὐτοκεφαλία» στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία∙ τί εἶναι οἱ «Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες»∙ πῶς λειτουργεῖ ὁ ἱερός θεσμός τῆς Ἐκκλησίας∙ κατά πόσον οἱ «Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες» μποροῦν νά λειτουργοῦν ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Οἰκουμενικό Θρόνο πού εἶναι πρωτόθρονος καί προεδρεύει ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μέ πολλές ἁρμοδιότητες καί ὑπευθυνότητες∙ ἀλλά καί πῶς λειτουργεῖ ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος σέ σχέση μέ τίς «Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες».

Ἄν κανείς δέν καταλάβη ἐπαρκῶς αὐτόν τόν τρόπο λειτουργίας τῶν λεγομένων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, καί τόν τρόπο λειτουργίας τῆς Πενταρχίας κατά τήν πρώτη χιλιετία, ἀλλά καί τόν ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κατά τήν δεύτερη χιλιετία, σέ σχέση μέ τά νεώτερα Πατριαρχεῖα καί τίς νέες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, τότε δέν θά καταλάβη τήν οὐσία αὐτοῦ τοῦ θέματος. Θά περιπλέκεται σέ ἄλλα ζητήματα, τά ὁποῖα καί αὐτά ἔχουν τήν σημασία τους, ἀλλά θά ἀγνοῆ τό θέμα στήν βάση του.

Ἑπομένως, ἐκεῖνο πού πρέπει νά ἐντοπισθῆ εἶναι τό πῶς δημιουργήθηκαν οἱ λεγόμενες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες καί πῶς λειτουργοῦσε ὁ θεσμός τῆς Πενταρχίας στήν πρώτη χιλιετία. Αὐτό τό βλέπουμε σαφέστατα, ὅταν διαβάζουμε προσεκτικά τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλά καί τί ἰσχύει μέ τά νεώτερα Πατριαρχεῖα καί τίς νεώτερες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες.

Τίς ἀπόψεις μου  αὐτές τίς εἶχα διατυπώσει εὐθαρσῶς παλαιότερα, σέ μιά περίοδο πολύ δύσκολη γιά τίς σχέσεις Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί Οἰκουμενικοῦ Πατριαρ­χείου.

Συγκεκριμένα τό ἔτος 2002, πρίν, δηλαδή, δεκαεπτά (17) χρόνια, ἐξέδωσα ἕνα βιβλίο μέ τίτλο «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος». Στό βιβλίο αὐτό περιλαμβάνεται ἕνα κεφάλαιο μέ τίτλο «Οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες καί ὁ θεσμός τῆς Πενταρχίας», στό ὁποῖο κατέθεσα τίς ἀπόψεις μου γιά τό σοβαρό αὐτό θέμα πού ἐξακολουθεῖ νά ἔχη ἐπικαιρότητα.

Ἀναδημοσιεύω, λοιπόν, τό κείμενο αὐτό γιά νά φανῆ ὅτι οἱ ἀπόψεις μου γιά τό θέμα αὐτό εἶναι οἱ ἴδιες ἐδῶ καί πολλά χρόνια.

Σέβομαι ἀπόλυτα τούς κανονικούς θεσμούς, σέβομαι τό Συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας, τήν θέση καί τόν ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διότι ὅλα αὐτά καθιερώθηκαν ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἰδιαίτερα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐξαγιάσθηκε ἀπό μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ὅταν χρειασθῆ, ἐκφράζω μέ σεβασμό τίς ἀπόψεις μου καί γιά θεολογικά θέματα, χωρίς νά ὑπονομεύω τόν κανονικό ἱερό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας.

Στήν συνέχεια ἀναδημοσιεύω τό κείμενο πού προανέφερα, τό ὁποῖο, ἐπαναλαμβάνω, γράφηκε πρίν δεκαεπτά (17) χρόνια, γιατί φαίνεται ὅτι σήμερα παραθεωροῦνται ἤ λησμονοῦνται οἱ βασικές ἀρχές τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου καί ὅλα αὐτά πρός χάριν γεωπολιτικῶν σκοπιμοτήτων.
 *   *   *
1. Οἱ πρῶτες Ἐκκλησίες

Ὁ καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης σέ εἰδική μελέτη του περιέγραψε ἀνάγλυφα τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἡ ἀρχική μορφή τῆς Ἐκκλησίας μετέβη στήν παγκόσμια Ἐκκλησία, μετά τήν ἐπικράτηση, βέβαια, τοῦ Χριστιανισμοῦ στόν κόσμο. Μερικές ἀπό τίς ἐνδιαφέρουσες ἀπόψεις τοῦ κ. Μαντζαρίδη θά ἐκθέσουμε στήν συνέχεια, γιατί ἔχουν σημασία γιά τό θέμα πού ἀναλύουμε στό σημεῖο αὐτό.

Οἱ πρῶτες χριστιανικές κοινότητες διαμορφώθηκαν βάσει τῶν συναγωγῶν τῶν Ἰουδαίων τῆς διασπορᾶς, καί ἔτσι εἶχαν μιά αὐτοτέλεια, ἀλλά «διατηροῦσαν κάποια ἰδιαίτερη ἀναφορά πρός τήν μητρική κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων». Ὑπῆρχε, βέβαια, διαφορά τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων ἀπό τίς ἰουδαϊκές, γιατί ὁ Χριστιανισμός παρουσιάσθηκε μέσα στήν ἱστορία ὡς τό «καινόν γένος» (πρός Διόγνητον) ἤ τό «τρίτον γένος» (Ἀριστείδου Ἀπολογία). Βάση καί σημεῖο συνδέσεως τῶν πιστῶν «ὅπως ἐπίσης καί τό κέντρο, γύρω ἀπό τό ὁποῖο ἀναπτύχθηκε ἡ ζωή καί ἡ ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας», ἦταν ἡ εὐχαριστιακή λατρεία. Ἀκόμη πρέπει νά λεχθῆ ὅτι «ἡ εὐχαριστιακή αὐτή βάση δίνει χαρισματικό καί ἐσχατολογικό χαρακτήρα στήν ἐκκλησιαστική διάρθρωση καί δομή». Αὐτό σημαίνει ὅτι τά χαρίσματα ἐκδηλώνονταν κατά τήν λατρευτική καί εὐχαριστιακή ζωή, καθώς ἐπίσης καί οἱ Χριστιανοί ζοῦσαν μέ ἔντονη ἐσχατολογική προοπτική, ἀφοῦ ἀνέμεναν τά ἔσχατα, τό τέλος τῆς ἱστορίας. Ἔτσι, ἡ θεία Εὐχαριστία «ἦταν τό κέντρο, γύρω ἀπό τό ὁποῖο διαμορφώθηκε βασικά ἡ ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας».

Οἱ πρῶτες Ἐκκλησίες εἶχαν ἱδρυθῆ ἀπό τούς Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἦταν οἱ πραγματικοί χαρισματικοί ἡγέτες τους. Ἀλλά λόγῳ τῶν διαρκῶν μετακινήσεών τους, τοποθετοῦσαν μονίμους λειτουργούς. Ὅταν ὅμως ἔφυγαν οἱ Ἀπόστολοι, δηλαδή ὅταν ἀπέθαναν, τότε αὐτοί οἱ μόνιμοι λειτουργοί κατέλαβαν τήν θέση τῶν Ἀποστόλων καί περιορίστηκε ὁ θεσμός τῶν προφητῶν καί τῶν χαρισματούχων. Σέ αὐτό ἀναφέρεται ἡ διδαχή τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων: «Χειροτονήσατε οὖν ἑαυτοῖς ἐπισκόπους καί διακόνους... ὑμῖν γάρ λειτουργοῦσι καί αὐτοί τήν λειτουργίαν τῶν προφητῶν καί διδασκάλων. Μή οὖν ὑπερίδητε αὐτούς· αὐτοί γάρ εἰσίν οἱ τετιμημένοι ὑμῶν μετά τῶν προφητῶν καί διδασκάλων».

Ἑπομένως, ἀπό τήν χαρισματική κατάσταση ὁδηγηθήκαμε στήν θεσμοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, χωρίς νά χαθῆ αὐτή ἡ χαρισματική δομή τῆς Ἐκκλησίας.

Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἰδιαιτέρως μετά τήν ἐκδημία τῶν Ἀποστόλων, καί λόγῳ τοῦ ὅτι ἐμφανίσθηκαν διάφοροι γνωστικοί πού ἰσχυρίζονταν ὅτι αὐτοί εἶχαν λάβει τήν μυστική γνώση ἀπό τούς Ἀποστόλους, ἀναπτύχθηκε περισσότερο ὁ βαθμός τοῦ Ἐπισκόπου, ὁπότε «ὁ ἐπίσκοπος προβάλλεται ὡς σύμβολο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑποταγή στόν Ἐπίσκοπο θεωρεῖται ὡς ὑποταγή στόν Θεό». Μέ αὐτό τό πρίσμα πρέπει νά δοῦμε ὅλα τά σχετικά κείμενα καί τίς προτροπές τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου.

Ἡ ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ σέ ὅλη τήν τότε Οἰκουμένη, καθώς ἐπίσης καί ἡ ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τήν ρωμαϊκή ἐξουσία, συνετέλεσε στό νά μεταβληθῆ ἡ διοικητική διάρθρωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, χωρίς βέβαια νά χάση τόν μυστηριακό καί χαρισματικό της χαρακτήρα, προσλαμβάνοντας τήν διοικητική διάρθρωση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, «οἱ Ἐπίσκοποι, πού βρίσκονταν μέσα στίς ἴδιες πολιτικές ἐπαρχίες γιά νά ἀντιμετωπίσουν προβλήματα κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, σχημάτιζαν εὐρύτερες ἐκκλησιαστικές ἑνότητες, τίς Μητροπόλεις. Ἐπικεφαλῆς στίς Μητροπόλεις ἦταν οἱ Ἐπίσκοποι πού βρίσκονταν στίς πρωτεύουσες τῶν Ἐπαρχιῶν καί ὀνομάστηκαν Μητροπολίτες. Γιά τόν ἴδιο λόγο καί οἱ Μητροπολίτες πού βρίσκονταν σέ ἑνιαῖες γεωγραφικές ἤ διοικητικές ἑνότητες σχημάτιζαν τά Πατριαρχεῖα ἤ τίς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες μέ ἐπικεφαλῆς τούς Μητροπολίτες τῶν μεγαλυτέρων ἤ σημαντικοτέρων πόλεων πού ὀνομάστηκαν ἀντίστοιχα Πατριάρχες ἤ Ἀρχιεπίσκοποι».

Φαίνεται, λοιπόν, ἀπό αὐτήν τήν ἀνάλυση ὅτι στήν ἀρχική της μορφή ἡ Ἐκκλησία ἦταν συνδεδεμένη μέ τήν θεία Εὐχαριστία, πού ἦταν ἡ βάση της καί βέβαια ὑπῆρχε μιά χαρισματική διάρθρωση κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Καί οὕς μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν» (Α', Κορ. ιβ', 28).

Αὐτό σημαίνει ὅτι, προηγοῦνται οἱ Ἀπόστολοι, ἀκολουθοῦν οἱ Προφῆτες, οἱ διδάσκαλοι, ὕστερα οἱ χαρισματοῦχοι, οἱ κυβερνήσεις καί τά χαρίσματα γλωσσολαλιᾶς. Ὅμως μετά τήν ἀπομάκρυνση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ Ἐπίσκοποι προηγήθηκαν τῶν Προφητῶν καί αὐτοί παρέμειναν εἰς τύπον καί τόπον τοῦ Χριστοῦ, διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀκριβῶς γιατί αὐτοί τελοῦσαν τήν θεία Εὐχαριστία, πού ἦταν τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Στήν συνέχεια ἀναπτύχθηκε τό Μητροπολιτικό σύστημα, πού εἶχε ὡς «Πρῶτον» τόν Ἐπίσκοπο τῆς ἕδρας τῆς πολιτικῆς διοικήσεως μιᾶς ἐπαρχίας, ὁ ὁποῖος ὀνομάστηκε Μητροπολίτης, καί ἀργότερα ἀναπτύχθηκε τό Πατριαρχικό σύστημα, ὅταν ὁ Μητροπολίτης μιᾶς μεγάλης πόλεως ὀνομάστηκε Πατριάρχης καί ἦταν ὁ «Πρῶτος» τῶν Μητροπολιτῶν τῆς ἐπαρχίας ἐκείνης.

Ὁ Καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης σημειώνει: «Ἡ θεσμοποίηση στή χριστιανική ζωή δέν πρέπει νά θεωρηθῆ ὡς ἔκπτωση ἀπό τήν ἀρχική κατάσταση, ἀλλά ὡς ὀργανική ἀνάπτυξη καί ἐξέλιξή της. Καί πραγματικά, ἡ δημιουργία ἤ καί ἡ αὔξηση τῶν θεσμῶν δέν σημαίνει ἀναγκαστικά καί ἀφανισμό τῆς μή θεσμοποιημένης περιοχῆς, γιατί καί αὐτή μπορεῖ κάλλιστα νά συνυπάρχη μαζί μέ τούς θεσμούς».
2. Τό Αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας

Ὁ ὅρος Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία εἰσήχθη μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀποτελεῖ μιά ἀνεξάρτητη Ἐκκλησία πού δέν ἔχει σχέση μέ τήν καθόλου Ἐκκλησία, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀποτελεῖ μιά ἑνιαία ἐκκλησιαστική διοίκηση πού καθορίζει τά τῆς ἐκλογῆς, χειροτονίας καί δίκης τῶν Ἐπισκόπων καί ρυθμίζει ὅλα τά ἐκκλησιαστικά θέματα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἔχει ὁπωσδήποτε σύνδεσμο μέ ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἰδιαιτέρως μέ τήν Μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Δέν πρόκειται γιά αὐτόνομη καί ἀνεξάρτητη κεφαλή, πού ξεχωρίζεται ἀπό τήν ἑνιαία καί μία κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά μιά διοικητική ἐλευθερία μέσα στό ἑνιαῖο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τό πρότυπο τοῦ μελισμοῦ τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου.

Ὁ Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος, ἐπικαλούμενος μαρτυρία τοῦ Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, γράφει ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ «αὐτοκεφάλου» δέν ἀνήκει στήν «ὀντολογία» τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά στήν ἱστορική της «ὑπόσταση». Εἶναι ἀναγκαῖος καί ἀπαραίτητος αὐτός ὁ διαχωρισμός μεταξύ τῆς ὀντολογικῆς καί τῆς ἱεραρχικῆς τάξεως τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ἀποφύγουμε τόσο τόν κίνδυνο τοῦ Παπισμοῦ, ὅσο καί τόν πειρασμό τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Ἑπομένως οὔτε ἀρνούμαστε τήν ὀντολογική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ὅμως ἀρνούμαστε καί τήν ἱεράρχηση μεταξύ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.

Ὁ Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος παρατηρεῖ: «Ἡ ἱστορία καί ἡ μακραίων παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἐδημιούργησε καί κατωχύρωσε τήν πρᾶξιν τῆς “ἱεραρχίας τῆς τιμῆς”, ἡ δέ ἄρνησις αὐτῆς ἐν ὀνόματι τῆς κακῶς ἐννοουμένης “ἰσοτιμίας” εἶναι ἐσκεμμένη καί ὑποβολιμαία ἀντικατάστασις τῆς γνησίας καθολικότητος διά τινος “δημοκρατικῆς” ἰσότητος».

Ἀπό διάφορες μελέτες γνωρίζουμε ὅτι ὁ ὅρος «Αὐτοκέφαλο» ἐμφανίστηκε ἀρχικά συνδεδεμένος μέ τόν τίτλο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὁ ὁποῖος βέβαια Ἀρχιεπίσκοπος δέν εἶχε τότε τήν ἔννοια τοῦ ἀρχηγοῦ μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξάρτηση καί ἀναφορά (ἀπό, καί) στόν Πατριάρχη καί ὄχι στόν Μητροπολίτη τῆς Ἐπαρχίας. Ἔτσι, ὁ «αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος» ἐξαρτόταν ἀπό τόν Πατριάρχη, ἀπό τόν ὁποῖο λάμβανε τήν χειροτονία καί βέβαια τόν μνημόνευε κατά τίς ἱερές Ἀκολουθίες.

Ἀπό τόν 9ο αἰώνα καί μετά, ὅπως σημειώνει ὁ Καθηγητής Ἰωάννης Ταρνανίδης, ἡ σημασία τοῦ αὐτοκεφάλου ἀναβαθμίστηκε, ὅταν, βεβαίως, ἡ ἐκκλησιαστική ἀνεξαρτησία ἐτέθη μέσα στίς πολιτικές - ἐθνικιστικές ἐπιδιώξεις τῶν Σλαύων.

Ὅμως, καί στήν περίπτωση αὐτή τῆς ἀναβαθμίσεως τοῦ ὅρου καί τοῦ ρόλου τοῦ αὐτοκεφάλου Ἀρχιεπισκόπου, ὅπως συμβαίνει μέ τήν ἀνεξαρτησία τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μποροῦσε ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἐπεμβαίνη στά ἐσωτερικά της, νά διευρύνη τίς δικαιοδοσίες του στόν χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησής της, νά χειροτονῆ τόν Ἀρχιεπίσκοπο καί αὐτό, βέβαια, συνδέεται μέ τήν ὑποχρέωση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου νά μνημονεύη τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Γι᾿ αὐτό ὁ ὅρος «αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος» στήν διάρκεια ὅλων τῶν αἰώνων δέν εἶχε τήν ἔννοια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀνεξαρτησίας, καθώς ἐπίσης δέν εἶχε τήν ἔννοια τῆς ἀπόλυτης ἀνεξαρτησίας.

Ὁ Καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας σέ ἄρθρο του μέ τίτλο «Οἱ ὅροι καί οἱ παράγοντες τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ αὐτοκεφάλου» καί ὑπότιτλο «Τό αὐτοκέφαλον καί οἱ ἱεροί κανόνες» ἀναλύει διεξοδικῶς ἐπί τῇ βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τό πῶς λειτουργοῦσαν οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, καθώς ἐπίσης ἐξετάζει διεξοδικῶς τούς ὅρους καί τούς παράγοντες πού διαμορφώνουν μιά Ἐκκλησία σέ Αὐτοκέφαλη.

Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναφερθοῦν ὅλα τά ἐπιχειρήματα τοῦ ἀρθρογράφου, ἀλλά μόνον νά καταγραφοῦν μερικά ἀπό τά συμπεράσματά του.

Ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας κάνοντας λόγο γιά τούς ὅρους ἀνακηρύξεως τοῦ Αὐτοκεφάλου ὑποστηρίζει ὅτι σέ αὐτό δέν συνετέλεσαν ἡ ἀποστολικότητα τῆς ἕδρας, οὔτε ἡ πολιτική σημασία κάποιας πόλεως, ἄλλωστε ἡ φράση τοῦ Μ. Φωτίου «τά περί τῶν ἐνοριῶν δίκαια ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις καί διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εἴωθε», «δέν ἀποτελεῖ ἀρχήν ἀπαράβατον καί ἀπαρεγκλίτως τηρηθεῖσαν, ὡς ἄλλως τε καί αὐτό τοῦτο τό “εἴωθε” συνυπονοεῖ». Ἡ θεμελιώδης ἀρχή καί ὁ οὐσιώδης ὅρος γιά τήν χειραφέτηση μιᾶς Ἐκκλησίας «δέον νά ἐξαρθῇ αἱ εὐκολίαι καί ἐγγυήσεις πρός ἀπρόσκοπτον καί τελεσφόρον λειτουργίαν τῆς συνοδικῆς ἐξουσίας, διά τῆς κανονικῆς καί τακτικῆς συγκροτήσεως συνόδων κατά τάς θεμελιώδεις διατάξεις, τάς ἐν τοῖς ΛΔ' καί ΛΖ' ἀποστολικοῖς κανόσιν ἐνωρίτατα ἀποθησαυρισθείσας, καί τῆς διατηρήσεως ἐν γένει τῆς ἐπαφῆς καί τῆς ἀμοιβαίας ἐπιτηρήσεως καί ἐπιβλέψεως καί κηδεμονίας τῶν ὑπό ἕνα Πρῶτον συνενουμένων ἐκκλησιῶν».

Ἑπομένως, ἡ Αὐτοκεφαλία τῶν Ἐκκλησιῶν ἔχει σχέση μέ τήν συνοδική διάρθρωση τῆς καθόλου Ἐκκλησίας καί τήν διατήρηση τῆς ἑνότητος τῶν Ἐκκλησιῶν ὑπό τήν ἐπίβλεψη καί κηδεμονία τοῦ «Πρώτου», πού εἶναι ὁ Πατριάρχης, στήν κορυφή τῆς ἐκκλησιαστικῆς πυραμίδος. Μέ κανέναν λόγο ἡ Αὐτοκεφαλία δέν μπορεῖ νά ἐξυπηρετήση ἀποσχιστικές ἐνέργειες καί τάσεις. Γι᾿ αὐτό ὁ Τρεμπέλας παρατηρεῖ:

«Τέλος δέν πρέπει κατ᾿ οὐδένα λόγον νά λησμονῆται, ὅτι ἡ τοιαύτη ἐπαφή τῶν ἐπισκόπων ὑπό τόν ἕνα Πρῶτον ἀπέβλεπεν εἰς τήν ἐνίσχυσιν τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος. Προδήλως λοιπόν κατ᾿ οὐδένα λόγον ἐπιτρέπεται νά ἄγῃ εἰς τήν δημουργίαν εἴδους τινός καπετανάτων ἤ ἐκκλησιαστικῶν ἐπικρατειῶν ξένων πρός ἀλλήλας, ἀλλά μᾶλλον δέον νά ἀποβλέπῃ εἰς τήν εὐχερεστέραν ἐπικοινωνίαν πάντων τῶν ἁπανταχοῦ ἐπισκόπων διά τῶν κέντρων αὐτῶν ἤ τῶν Ἀρχιεπισκόπων. Ἐντεῦθεν καί πρωΐμως, ὡς εἴδομεν, ἐκδηλοῦται ἡ τάσις πρός διεύρυνσιν τῶν ὁρίων τῶν ἐκκλησιαστικῶν περιφερειῶν διά τῆς ὑπαγωγῆς τῶν διαφόρων Μητροπολιτῶν ἤ Πρώτων ὑπό τούς Ἐξάρχους ἤ Πατριάρχας, τῶν ὁποίων ἐν τέλει ὁ ἀριθμός περιορίζεται μόλις εἰς πέντε».

Ἀναλύοντας τούς παράγοντες πού συνετέλεσαν στό Αὐτοκέφαλο τῶν Ἐκκλησιῶν, τό ὁποῖο Αὐτοκέφαλο λειτουργοῦσε ὡς αὐτοδιοίκητο χωρίς ὅμως νά διακόπτεται ἡ σχέση τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ὁ Καθηγητής Τρεμπέλας παρατηρεῖ ὅτι σημαντικό ρόλο γιά τήν Αὐτοκεφαλία διαδραμάτισε ἡ ἀρχή «τῆς αὐτοδιαθέσεως τῶν λαῶν» καί «λαμβάνεται ὑπ᾿ ὄψει σοβαρῶς ἡ δεδηλωμένη γνώμη τῶν πληρωμάτων», δηλαδή τῶν λαῶν. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ἄρση τοῦ Αὐτοκεφάλου, ὅπως ἔγινε στήν περίπτωση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀχρίδος. Βεβαίως, καί στήν περίπτωση αὐτή «οἱ πόθοι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἐγίνοντο ἀναντιρρήτως δεκτοί, μόνον ἐφ᾿ ὅσον δέν προσέκρουον πρός τά καλῶς ἐννοούμενα ἐκκλησιαστικά συμφέροντα. Ἐντεῦθεν παρουσιάζεται ἰσοστάσιος ἤ καί ὑπερκείμενος τοῦ λαϊκοῦ παράγοντος ὁ συνοδικός παράγων, ἄνευ τῆς συγκαταθέσεως τοῦ ὁποίου ἡ κίνησις τοῦ λαϊκοῦ ἤ τοῦ ἐκπροσωποῦντος αὐτόν κυβερνητικοῦ παράγοντος μόνον πραξικοπήματα, εἰς αὐτά τά ὅρια τοῦ σχίσματος ἐγγίζοντα ἤ καί εἰσβάλλοντα, δύναται νά δημιουργήσῃ. Ὁ συνοδικός παράγων διά τοῦτο παρουσιάζεται ἀνέκαθεν καθορίζων, κανονίζων καί ἐπεγκρίνων τάς κινήσεις τοῦ λαϊκοῦ παράγοντος».

Ἐκεῖνο πού ὑποστηρίζεται ἀκόμη εἶναι ἡ διαδικασία χορηγήσεως τοῦ Αὐτοκεφάλου.

Πρῶτος συνοδικός ἁρμόδιος νά ἀποφανθῆ γιά τήν αἴτηση χειραφετήσεως μιᾶς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Σύνοδος ἡ περί τόν «Πρῶτον» ἀπό ὅπου ἐξαρτῶνται οἱ χειραφετούμενες ἐπαρχίες καί ὕστερα «ὁ τελικῶς καί ὁριστικῶς περί τοῦ αὐτοκεφάλου ἤ αὐτονόμου ἀποφαινόμενος εἶνε ἡ γενικωτέρα σύνοδος, ἐν ᾗ πᾶσαι ἀντιπροσωπεύονται αἱ ἐκκλησίαι, καί δή ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος». Μεταξύ δέ αὐτῶν τῶν δύο παραγόντων ἐξετάζεται ἡ ὡριμότητα τῶν Ἐκκλησιῶν, ὁπότε εἶναι δυνατόν νά ἀρθῆ ἡ Αὐτοκεφαλία.

Βεβαίως, ὁ Τρεμπέλας ὑποστηρίζει ὅτι ἡ προσωρινή χειραφέτηση ἔχει τήν ἔννοια ὅτι πρέπει νά ἐξετάζεται ἡ ὡριμότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γράφει:

«Προκειμένου νά δίδεται καιρός καί εἰς τήν χειραφετουμένην ἐκκλησίαν νά ἀποδείξῃ ἐν τοῖς πράγμασι τήν ὡριμότητα αὐτῆς, καί εἰς τάς λοιπάς αὐτοκεφάλους ν᾿ ἀποφαίνωνται ἐν πλήρει γνώσει καί ἐκτιμήσει τῶν περιστάσεων περί τοῦ ἄν ἐνδείκνυται Ἐκκλησία τις νά κηρυχθῆ αὐτοκέφαλος, αἱ ζητοῦσαι τήν χειραφέτησιν ἐκκλησίαι δέον τό κατ᾿ ἀρχάς ν᾿ αὐτονομῶνται μόνον ὑπό τοῦ ἐξ οὗ ἐξηρτῶντο ἐκκλησιαστικοῦ κέντρου ἐπιφυλασσομένου τοῦ δικαιώματος πρός ἀνακήρυξιν εἰς αὐτοκέφαλον εἰς πάσας ὁμοῦ τάς αὐτοκεφάλους. Ἡ κυρίαρχος Ἐκκλησία μόνον τήν ἀπέναντι αὐτῆς θέσιν τῆς νέας ἐκκλησίας δύναται νά κανονίσῃ, οὐχί ὅμως καί τήν θέσιν αὐτῆς μεταξύ τῶν λοιπῶν. Ταύτην καθορίζουσιν εἰς τήν νέαν ἐκκλησίαν πᾶσαι αἱ ἄλλαι ἐν συνόδῳ ὡς ἐμφαίνεται ἐκ τοῦ 17 κανόνος τῆς ἐν Καρθαγένῃ».

Ἡ ἄποψη ὅτι ἡ προσωρινή ἀναγνώριση τῆς Αὐτοκεφαλίας πρέπει νά γίνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν ὁποία ἀποσπᾶται εἶναι μιά προσωπική ἄποψη τοῦ ἀρθρογράφου, ἀλλά ἐκεῖνο πού ἐπικράτησε εἶναι ὅτι ἡ πρώτη ἀνακήρυξη μιᾶς Ἐκκλησίας ὡς Αὐτοκεφάλου γίνεται ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ἡ τελική ἀναγνώριση ἀπό τήν Οἰκουμενική Σύνοδο. Αὐτήν τήν τιμή καί ἀξία ἔχει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο ὄχι μόνον προεδρεύει σέ Πανορθοδόξους Συνόδους, ἀλλά ἀναλαμβάνει καί οὐσιαστικές πρωτοβουλίες γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Γίνεται σαφές ὅτι ἡ Αὐτοκεφαλία δέν δίνεται γιά τήν ἀνεξαρτησία μιᾶς Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά τήν διατήρηση τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ὑπό τήν ἐποπτεία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Ἄλλωστε, παρά τήν αὐτοδιοίκηση μερικῶν Ἐκκλησιῶν, δέν ὑπάρχει διάσπαση τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Εἰδικῶς ἀναφέρονται ἀπό τά Πρακτικά τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι ἀπό τήν διοίκηση τῆς Ἀσιανῆς καί Ποντικῆς δήλωσαν τήν ἐξάρτησή τους ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Γιά παράδειγμα ὁ Ἐπίσκοπος Μύρων Ρωμανός εἶπε: «οὐκ ἠναγκάσθην ἐγώ· ἡδέως ἔχω ὑπό τόν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως εἶναι, ἐπεί καί αὐτός μέ ἐτίμησε καί αὐτός μέ ἐχειροτόνησε». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπῆρχε ἀλληλεξάρτηση τῶν αὐτοδιοικήσεων μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη.

Τό συμπέρασμα τῶν ἀναλύσεων αὐτῶν εἶναι ὅτι ἡ αὐτοδιοίκηση - Αὐτοκεφαλία δίνεται κυρίως καί πρό παντός γιά τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν καί ὄχι γιά λειτουργία «καπετανάτων», ὅτι οἱ παράγοντες παραχωρήσεως τῶν Αὐτοκεφαλιῶν εἶναι κατά πρῶτον ἡ Σύνοδος περί τόν «Πρῶτον», κυρίως τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί στήν συνέχεια ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ κρίνει τήν ὡριμότητα τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει δέ περίπτωση νά αἴρεται τό Αὐτοκέφαλο μέχρι τῆς ἀναγνωρίσεώς του ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο. Σημειώνει ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας:

«Διά τῆς τοιαύτης δέ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀποφάνσεως τό αὐτοκέφαλον, ὑπέρ οὗ αὗται ἀπεφαίνοντο, κατησφαλίζετο ἑδραίως ὡς ἐμφαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι αὐτοκέφαλοι ἐκκλησίαι μή τυχοῦσαι τῆς τοιαύτης ἐπικυρώσεως καί κατασφαλίσεως κατηργήθησαν σύν τῷ χρόνῳ καί κατελύθησαν (Καρθαγένης, Λουγδούνων, Μεδιολάνων, Πρώτης Ἰουστιανῆς, Ἀχριδῶν, Τυρνόβου, Ἰπεκίου κλπ), ἐνῷ τοὐναντίον αὐτοκέφαλοι τυχοῦσαι τῆς ἀναγνωρίσεως ταύτης, καίπερ εἰς δεινάς ἐμπεσοῦσαι περιστάσεις ἤ καί παρακμάσασαι, παρέμειναν καί κατ᾿ ὀλίγον ἀνέζησαν (ὁ ἐκπατρισμός τῶν Κυπρίων καί ἡ κατά τό ΛΘ' κανόνα τῆς Πενθέκτης ὑπαγωγή τοῦ Κυζίκου καί τῆς Ἑλληνοσποντίων ἐπαρχίας εἰς τόν πρόεδρον τῆς Κυπρίων νήσου· πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων».
3. Ὁ θεσμός τῆς «Πενταρχίας»

Μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἀνάπτυξη, πρέπει νά ἑρμηνευθοῦν οἱ Τοπικές καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί οἱ ἱεροί Κανόνες πού θέσπισαν γιά τήν διατήρηση τῆς ἑνότητος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἡ πολυπρόσωπη ἐκκλησιαστική ζωή καί ἡ πολυποίκιλη ὀργάνωση, ἀπαιτοῦσαν μιά ἰδιαίτερη διαρθρωμένη ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, πού νά πειθαρχῆ καί νά ὑπακούη σέ ἰδιαίτερους κανόνες. Στήν πραγματικότητα τό Ἅγιον Πνεῦμα ἦταν ἐκεῖνο πού διατηροῦσε διά τῶν κανόνων τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι, ἀναπτύχθηκε ὁ θεσμός τῶν Πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων, τῆς λεγομένης Πενταρχίας, καί τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Θά δοῦμε λίγο αὐτήν τήν ἐξέλιξη, γιά νά ἑρμηνεύσουμε καί μιά λεπτή πτυχή πού συνδέεται μέ τό Αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης καί ὁ ἀείμνηστος Νικόδημος Μίλας ἀναφέρονται διεξοδικῶς στό θέμα τῆς δημιουργίας τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῶν ἀρχαιοτέρων χρόνων καί στό θέμα τῆς λεγομένης Πενταρχίας.

Ὁ στ' Κανόνας τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει τόν Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας νά εἶναι «Πρῶτος» τῶν Ἐπισκόπων στήν Αἴγυπτο, τήν Λιβύη καί τήν Πεντάπολη. Καί αὐτό θά γίνη, ὅπως ἀκριβῶς συνηθίζεται μέ τόν Ἐπίσκοπο Ρώμης. Τόν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας ὁρίζει νά προΐσταται ὅλων τῶν ὑποκειμένων σέ αὐτόν ἐπαρχιῶν, ἤτοι Συρίας καί Κοίλης Συρίας, καί Κιλικίας καί Μεσοποταμίας, καί νά ἔχη τά πρεσβεῖα στίς Ἐκκλησίες. Μέ τόν ζ' Κανόνα τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Αἰλία, ὅπως ἐκαλεῖτο τότε ἡ πόλη τῶν Ἱεροσολύμων, ὀνομάζεται καί ἐκεῖνος Πατριάρχης, κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ Ἀριστηνοῦ.

Μέ τόν β' καί γ' κανόνα τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, συγκροτεῖται καί ἡ διαίρεση τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, μέ βάση τήν διαίρεση τοῦ Κράτους ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντίνο. Μέ τόν γ' Κανόνα τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καθορίζονται τά πρεσβεῖα τιμῆς τοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. «Τόν μέν τοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετά τόν τῆς Ρώμης ἐπίσκοπον, διά τό εἶναι αὐτήν νέαν Ρώμην».

Μέ τόν η' Κανόνα τῆς Γ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπικυρώνεται μαζί μέ τίς προηγούμενες ἐκκλησιαστικές περιφέρειες καί τό Αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. «...ἕξουσι τό ἀνεπηρέαστον καί ἀβίαστον οἱ τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν, τῶν κατά τήν Κύπρον, προεστῶτες, κατά τούς κανόνας τῶν ὁσίων Πατέρων, καί τήν ἀρχαίαν συνήθειαν, δι᾿ ἑαυτῶν τάς χειροτονίας τῶν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων ποιούμενοι· τό δέ αὐτό καί ἐπί τῶν ἄλλων διοικήσεων, καί τῶν ἁπανταχοῦ ἐπαρχιῶν παραφυλαχθήσεται».

Μέ τόν κη' Κανόνα τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ἅγιοι Πατέρες καθόρισαν τά ἴσα πρεσβεῖα τιμῆς στόν θρόνο τῆς Νέας Ρώμης, μέ τό ἑξῆς σκεπτικό: «Καί τῷ αὐτῷ σκοπῷ κινούμενοι οἱ ἑκατόν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, τά ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς νέας ῾Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες, τήν βασιλείᾳ καί συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν, καί τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι ῾Ρώμῃ, καί ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ᾿ ἐκείνην ὑπάρχουσαν».

Τέλος, ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος βεβαίωσε τήν διαίρεση τῶν ἐκκλησιαστικῶν περιφερειῶν, ἀλλά καί καθόρισε τήν ἱεραρχική τάξη καί τά πρεσβεῖα τῶν θρόνων μέ τόν λστ' Κανόνα της. «Ἀνανεούμενοι τά παρά τῶν ἑκατόν πεντήκοντα ἁγίων Πατέρων, τῶν ἐν τῇ θεοφυλάκτῳ ταύτῃ καί βασιλίδι πόλει συνελθόντων, καί τῶν ἑξακοσίων τριάκοντα, τῶν ἐν Χαλκηδόνι συναθροισθέντων νομοθετηθέντα, ὁρίζομεν, ὥστε τόν Κωνσταντινουπόλεως θρόνον τῶν ἴσων ἀπολαύειν πρεσβείων τοῦ τῆς πρεσβυτέρας ῾Ρώμης θρόνου, καί ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς, ὡς ἐκεῖνον, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δεύτερον μετ᾿ ἐκεῖνον ὑπάρχοντα, μεθ᾿ ὅν ὁ τῆς Ἀλεξανδρέων μεγαλοπόλεως ἀριθμείτω θρόνος, εἴτα ὁ Ἀντιοχείας, καί μετά τοῦτον ὁ τῆς Ἱεροσολυμιτῶν πόλεως».

Μέ τούς ἀναφερθέντες Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί ἰδιαιτέρως μέ τόν Κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ρυθμίσθηκαν τελεσιδίκως καί ἀμετακλήτως τά λεγόμενα Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα καί τό Αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου.

Μέσα στήν ἐκκλησιαστική παράδοση ὑπάρχει πλούσια ἀναφορά στήν ὕπαρξη τῆς Πενταρχίας, πού συγκροτεῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης θεωροῦσε ὅτι ὅλοι οἱ Πατριάρχες ἀποτελοῦσαν «τό πεντακόρυφον Κράτος τῆς Ἐκκλησίας» ἤ τό «πεντακόρυφον σῶμα τῆς Ἐκκλησίας» ἤ τό «πεντακόρυφον ἐκκλησιαστικόν σῶμα». Καί ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών παραλληλίζει τήν ὕπαρξη τῆς Πενταρχίας μέ τίς πέντε αἰσθήσεις στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή, οἱ πέντε Πατριάρχες «ὡς αἰσθήσεις πέντε μιᾶς κεφαλῆς ἀριθμούμεναι καί μή μεριζόμεναι, παρά τῷ χριστωνύμῳ λαῷ λογιζόμενοι ἰσοτιμίαν ἐν ἅπασιν ἔχουσι, καί κάραι τῶν κατά πᾶσαν τήν οἰκουμένην ἁγίων Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ δικαίως καλούμενοι, διαφοράν ἀνθρωπίνην οὐ πάσχουσιν».

Μέ τήν ὅλη αὐτή ἐκκλησιαστική διάρθρωση ἐπιβαλλόταν μιά τάξη στήν Ἐκκλησία σύμφωνα μέ τό συνοδικό πολίτευμά της. Κάθε ἐκκλησιαστική διοίκηση εἶχε αὐτονομία, περιοριζόταν στά δικά της ὅρια καί μποροῦσε νά διοικῆ τίς Ἐκκλησίες σύμφωνα μέ τήν ἴδια πίστη καί ἀποκαλυπτική ἀλήθεια. Μάλιστα κατά τόν η' Κανόνα τῆς Γ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁρίζεται «σώζεσθαι ἑκάστῃ ἐπαρχίᾳ καθαρά καί ἀβίαστα τά αὐτῇ προσόντα δίκαια ἐξ ἀρχῆς καί ἄνωθεν, κατά τό πάλαι κρατῆσαν ἔθος, ἄδειαν ἔχοντος ἑκάστου μητροπολίτου τά ἴσα τῶν πεπραγμένων πρός τό οἰκεῖον ἀσφαλές ἐκλάβειν». Καί στόν β' Κανόνα τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μέ τόν ὁποῖο καθορίζονται τά πρεσβεῖα τῶν θρόνων, λέγεται: «Φυλαττομένου δέ τοῦ προγεγραμμένου περί τῶν διοικήσεων κανόνος, εὔδηλον ὡς τά καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἡ τῆς ἐπαρχίας σύνοδος διοικήσει, κατά τά ἐν Νικαίᾳ ὡρισμένα».

Ὁ Καθηγητής Βλάσιος Φειδᾶς σέ δύο ἐξαίρετες μελέτες του, μέ τίτλο «Ὁ θεσμός τῆς πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν» (1ος καί 2ος τόμος), ἀναφέρεται διεξοδικά στό πῶς διαμορφώθηκαν οἱ Τοπικές Ἐκκλησίες, τό Μητροπολιτικό σύστημα καί στήν συνέχεια τό ὑπερμητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως, ἡ ὑπερεξαρχική αὐθεντία μέ κατάληξη τό Πατριαρχικό σύστημα καί βεβαίως τήν ἀνάπτυξη τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας.

Ὅπως ἀναλύει, στούς πρώτους αἰῶνες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀπονέμονταν «πρεσβεῖα τιμῆς» σέ μιά ἐκκλησία, τά ὁποῖα πρεσβεῖα εἶχαν ἄμεση ἀναφορά στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας «ἐν τῇ ἀποστολικῇ Ὀρθοδοξίᾳ, τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῇ ἀγάπῃ» καί ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε ἔννοια διοικητικῆς δικαιοδοσίας. Τά «πρεσβεῖα τιμῆς» συνδέονταν μέ τήν μαρτυρία τῆς πίστεως τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, τήν ἀποστολικότητα τῶν Θρόνων, τήν πολιτική σπουδαιότητα τῶν πόλεων, τήν ἱεραποστολική δραστηριότητα καί τό ἐκκλησιαστικό κύρος.

Ἡ Α' Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τίς ἀποφάσεις της, κατέστησε τά «πρεσβεῖα τιμῆς» σέ «μητροπολιτικά» καί ἔτσι δημιουργήθηκε τό Μητροπολιτικό σύστημα, μέ κέντρο τήν πρωτεύουσα τῶν πολιτικῶν ἐπαρχιῶν. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε καί ἡ ἀντιμετώπιση τῆς αἵρεσης τοῦ Ἀρείου, ὅσον ἀφορᾶ τήν Ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου καί ἔδωσε ἁρμοδιότητες στόν Θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος καθίστατο κέντρο ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Αἰγύπτου στήν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἔτσι ἡ Α' Οἰκουμενική Σύνοδος εἰσήγαγε τό Μητροπολιτικό σύστημα στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση, τό ὁποῖο καθιστοῦσε μιά ἐπαρχία «οἱονεί αὐτόνομον διοικητικήν μονάδα».

Βεβαίως, ἡ εἰσαγωγή τοῦ Μητροπολιτικοῦ συστήματος εἶχε καί τίς ἀρνητικές ἐπιπτώσεις, διότι «οἱ ἀρειανόφρονες ἐπίσκοποι ἐπωφελούμενοι ἐκ τῆς διά τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος υἱοθετηθείσης διοικητικῆς αὐτονομίας ἑκάστης ἐπαρχίας, ἐπέτυχον νά ἐπικρατήσουν ταχέως ἐν τῇ Ἀνατολῇ καί νά ἐκτοπίσουν τούς Ὀρθοδόξους καί ἐξ αὐτῶν εἰσέτι τῶν ἐπισημοτάτων θρόνων».

Αὐτό ἀκριβῶς τό πρόβλημα, ἡ τάση δηλαδή τῶν ἀρειανοφρόνων ἐπισκόπων νά καταλάβουν τούς ἐπισημοτάτους θρόνους τῆς Ἀνατολῆς, δημιούργησε ἄλλο πρόβλημα τό ποιός θά κρίνη «τούς ἐπισκόπους τῶν ἐπισημοτάτων θρόνων». Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου οἱ τάσεις «πολυαρχίας ἤ πλεισταρχίας καί μοναρχίας τῶν ἐπισκόπων ὡδήγουν εἰς ἀναρχίαν, ἐκδηλουμένην κυρίως ἐν ταῖς συνόδοις».

Τό γεγονός αὐτό ὁδήγησε τούς Πατέρες τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου νά υἱοθετήσουν τά λεγόμενα «ὑπερμητροπολιτικά πρεσβεῖα» καί «ὥρισαν ὡς ἀνωτάτην διοικητικήν ἀρχήν τήν Μείζονα Σύνοδον τῆς διοικήσεως», ὡς σώματος. Ἔτσι, «αἱ ἀποφάσεις τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου προητοίμασαν τό ἔδαφος διά τήν διαμόρφωσιν τῆς πατριαρχικῆς ὀργανώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως».

Ἑπομένως, στίς μελέτες τοῦ Καθηγητοῦ Βλασίου Φειδᾶ ἀποδεικνύεται ὅτι στήν μεταποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση στηριζόταν στό Συνοδικό σύστημα σχέσεως μεταξύ πρεσβείων τιμῆς τῶν Μητέρων Ἐκκλησιῶν καί τοῦ δικαίου τῶν χειροτονιῶν. Μέ τήν Α' Οἰκουμενική Σύνοδο καθιερώθηκε τό Μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως. Ἀμέσως μετά ὅμως διαπιστώθηκε ἡ ἔλλειψη ὑπερμητροπολιτικῆς αὐθεντίας καί ὡς πρός τήν κρίση καί ὡς πρός τήν χειροτονία τῶν Ἐπισκόπων, γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ἀπό τήν Β' Οἰκουμενική Σύνοδο μέχρι τήν Δ' Οἰκουμενική Σύνοδο διεξήχθη ἀγώνας γιά τήν ὑπαγωγή τῆς μητροπολιτικῆς πολυαρχίας στήν ὑπερμητροπολιτική αὐθεντία τῶν Θρόνων Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων. Ἔτσι, οἱ θρόνοι τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν ἀπέκτησαν ἁρμοδιότητα στό δίκαιο τῶν κρίσεων τῶν Ἐπισκόπων καί στό δίκαιο τῶν χειροτονιῶν αὐτῶν, στά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας τους.

Πρό τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶχε διαμορφωθῆ ὁ θεσμός τῆς Πενταρχίας «διά τῆς κανονικῆς τάξεως πρός σύνδεσιν τῶν οἰκουμενικῶν κανονικῶν πρεσβείων τιμῆς (προ-τίμησις μαρτυρίας θρόνου τινός ἐν ζητήματι πίστεως) μετά τοῦ δικαίου τῶν χειροτονιῶν καί κρίσεως ἐπισκόπων» καί λειτουργοῦσε ὡς ὑπερεξαρχική αὐθεντία, ἀλλά μετά τίς ἀποφάσεις τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁ θεσμός τῆς Πενταρχίας λειτούργησε ὡς ὑπερμητρο­πολιτικό σύστημα πού βασιζόταν στήν σύνδεση τῶν ἐξαιρετικῶν πρεσβείων τιμῆς μέ τό ὑπερμητροπολιτικό δίκαιο τῶν χειροτονιῶν.

Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅπως στό Μητροπολιτικό σύστημα ἡ αὐθεντία τοῦ Μητροπολίτου συνδέθηκε μέ τήν ἐπαρχιακή Σύνοδο, ἔτσι καί στό ὑπερμητροπολιτικό σύστημα ἡ αὐθεντία τῶν ἐπισημοτάτων θρόνων Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων συνδέθηκε μέ τίς ὑπ᾿ αὐτούς Πατριαρχικές Συνόδους, πού συγκροτοῦνταν ἀπό Μητροπολίτες καί Ἐπισκόπους κάθε ἐκκλησιαστικῆς περιφέρειας. Ἔτσι, ἡ μητροπολιτική ἐπαρχιακή σύνοδος ἐξέλεγε τούς Ἐπισκόπους καί τόν οἰκεῖο Μητροπολίτη, ἀλλά ὁ ἐκλεγείς Μητροπολίτης χειροτονοῦνταν ἀπό τόν οἰκεῖο Ἀρχιεπίσκοπο- Πατριάρχη ἤ τόν ἀντιπρόσωπό του.

Ἔκτοτε παρέμεινε ὁ θεσμός τῆς Πενταρχίας μέχρι τῆς ἀπομακρύνσεως τῆς Παλαιᾶς Ρώμης ἀπό τήν Καθολική Ἐκκλησία. Κάθε δέ προσπάθεια αὐξήσεως ἤ μειώσεως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πέντε πατριαρχικῶν θρόνων ἦταν καταδικασμένη σέ ἀποτυχία. Ἀκόμη καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, καίτοι διέθετε διοικητική αὐτονομία δέν μπόρεσε νά διεκδικήση πατριαρχικό δίκαιο, δηλαδή ἡ αὐτονομία της θεωρήθηκε «ὡς ἁπλοῦν διοικητικόν προνόμιον ἐν τῷ δικαίῳ τῶν χειροτονιῶν καί κρίσεων ἐπισκόπων, ἀσκούμενον ὑπό τήν ἔμμεσον ἐποπτείαν τῶν πατριαρχικῶν θρόνων τῆς Ἀνατολῆς καί δή καί τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως».

Βέβαια, ἐδῶ δέν εἶναι δυνατόν νά γίνουν εὐρύτερες ἀναλύσεις γιά τόν θεσμό τῆς Πενταρχίας, ἀλλά ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ, ἄν ἔχη μεγαλύτερες ἀναζητήσεις, νά ἀνατρέξη στά δύο μνημονευθέντα ἐπιστημονικά συγγράμματα τοῦ Βλασίου Φειδᾶ γιά νά ἐνημερωθῆ πληρέστερα γιά τά θέματα αὐτά.

Μόνον θά πρέπη νά τονισθῆ ὅτι ἡ Ἐκκλησία καθοδηγούμενη ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο φώτισε τούς θεούμενους Πατέρες, συγκροτήθηκε μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου σ᾿ ἕνα σύστημα ἀλληλεξαρτήσεως καί ὄχι ἀνεξαρτητο­ποιήσεως γιά νά ἐξυπηρετῆται ἡ ἑνότητά της ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἡ σωτηρία τῶν Χριστιανῶν. Ἡ συγκρότηση αὐτή ἀποτελέσθηκε πρωταρχικά ἀπό τήν διάρθρωση τῶν Ἐκκλησιῶν σέ μητέρες καί θυγατέρες καί ἀπό τήν σημαντικότητα τῶν Θρόνων στήν διατήρηση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεως. Ὡστόσο συνετέλεσε καί ἡ διοικητική διάρθρωση τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους.

Πράγματι ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία ἦταν διηρημένη σέ Ὑπαρχίες, Διοικήσεις καί Ἐπαρχίες. Οἱ Ὑπαρχίες ἦταν μεγάλες διοικητικές περιφέρειες, οἱ ὁποῖες διαιροῦνταν σέ ἄλλα ἐπιμέρους τμήματα, πού ὀνομάζονταν Διοικήσεις καί, βέβαια, κάθε Διοίκηση ἀποτελοῦνταν ἀπό Ἐπαρχίες. Κατά καιρούς ὑπῆρχαν μερικές ἀλλαγές στίς ὁριοθετήσεις τῶν περιφερειῶν αὐτῶν. Ἔτσι ἔχουμε τήν διαίρεση τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους στίς ἀρχές τοῦ Δ' αἰῶνος μετά τίς διοικητικές μεταρρυθμίσεις τοῦ Διοκλητιανοῦ, τήν διαίρεση τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους μετά τόν θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί τήν διοικητική διαίρεση τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους μετά τόν θάνατο τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου.

Κατά τήν διοικητική διαίρεση τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, μετά τόν θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὑπῆρχαν τρεῖς Ὑπαρχίες, ἤτοι ἡ Ὑπαρχία τῶν Γαλλίων, ἡ Ὑπαρχία Ἰταλίας, Ἀφρικῆς, Ἰλλυρικοῦ καί ἡ Ὑπαρχία Ἀνατολῆς.

Ἡ Ἐκκλησία προσέλαβε τήν διοικητική διάρθρωση τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ὁπότε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Πρωτευούσης τῆς Διοικήσεως ὀνομάστηκε Ἔξαρχος Διοικήσεως καί ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Πρωτευούσης τῆς Ἐπαρχίας ὀνομάστηκε Μητροπολίτης. Φυσικά, κάθε ἐπαρχία ἦταν χωρισμένη στίς ἐπί μέρους Ἐνορίες. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἀνάλυση μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε τίς Ἐπαρχιακές Συνόδους, μέ «Πρῶτο» τόν Μητροπολίτη καί τίς Διοικήσεις μέ «Πρῶτο» τόν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως.

Ἡ ἀνάλυση πού προηγήθηκε ἔδειξε ὅτι τά Πρεσβυγενῆ Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα Παλαιᾶς Ρώμης, Νέας Ρώμης - Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων, καθώς καί ἡ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἦταν ἐξέλιξη τῶν Μητροπολιτικῶν συστημάτων καί ἀναγνωρίσθηκαν ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους, μέ τήν προϋπόθεση νά διοικοῦνται βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Συνεπῶς, στήν περίπτωσή τους ἔχουν ἐφαρμογή οἱ Κανόνες, τόσο ὁ λδ' Ἀποστολικός Κανόνας, ὅσο καί τά ὅσα ἀναφέρονται γιά τόν «Πρῶτο», ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Κεφαλή τῶν Μητροπολιτῶν, καί οἱ Μητροπολίτες ἀποτελοῦν τήν Σύνοδο περί τόν «Πρῶτο». Ὁπότε, τό σύστημα διοικήσεως εἶναι ἐπισκοποσυνοδικό.

Τόν 11ο αἰώνα (1099 μ.Χ.) ὕστερα ἀπό διάφορες διεργασίες, ἡ Παλαιά Ρώμη ἀποκόπηκε ἀπό τήν Πενταρχία τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς καί ὁ θρόνος τῆς Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἔμεινε πρῶτος, χωρίς τήν Παλαιά Ρώμη.

Τόν 16ο αἰώνα καί μετά, μόνο του τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔδωσε Πατριαρχικές ἀξίες καί τιμές σέ διάφορες τοπικές Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες πρόκειται νά ἐπικυρωθοῦν ἀπό τήν μελλοντική Οἰκουμενική Σύνοδο, ἐκτός ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, τό ὁποῖο ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἡ Πατριαρχική ἀξία καί τιμή πού δόθηκε πρῶτα ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Ἐπίσης, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔδωσε μόνο του καί ἄλλες Αὐτοκεφαλίες.
*   *   *

Τά ἀνωτέρω ἐγράφησαν πρίν δεκαεπτά (17) χρόνια! Καί θέλω ἐδῶ νά ἐπισημάνω ὅτι αὐτά εἶναι ἐκκλησιολογικές πεποιθήσεις μου, πού δέν ἀλλοιώνονται καί δέν μεταβάλλονται μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, γιατί εἶναι βασικές ἐκκλησιολογικές ἀρχές.

Ποιά συμπεράσματα ἐξάγονται ἀπό τό κείμενο τό ὁποῖο παρατέθηκε;

Πρῶτον. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στίς Οἰκουμενικές Συνόδους συγκρότησαν, μέ τούς ἱερούς Κανόνες, τήν ὁρατή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε αὐτή νά εἶναι Μία, Ἁγία, Ἀποστολική καί Καθολική.

Ἔτσι, ἀπό τίς πρῶτες Ἀποστολικές Ἐκκλησίες ὑπῆρξε μιά ὀργανική ἀνάπτυξη καί ἐξέλιξη τῆς διοργανώσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συστήματος, ὥστε οἱ Πατέρες ἀπό τό Μητροπολιτικό σύστημα νά προχωρήσουν στά «ὑπερμητροπολιτικά πρεσβεῖα», στήν συνέχεια στό πατριαρχικό σύστημα καί τελικά στόν θεσμό τῆς Πενταρχίας τῶν Θρόνων.

Δεύτερον. Ὁ ἱερός θεσμός τῆς Πενταρχίας δέν λειτουργοῦσε στήν πρώτη χιλιετία ὡς ἀνεξάρτητες πέντε κεφαλές, ὡσάν «καπετανᾶτα ἤ ἐκκλησιαστικαί ἐπικράτειαι ξέναι πρός ἀλλήλας» (Παναγιώτης Τρεμπέλας), οὔτε ὡς «κεφαλαρχίες» (Ὀλιβιέρ Κλεμάν), ἀλλά «ὡς αἰσθήσεις πέντε μιᾶς κεφαλῆς ἀριθμούμεναι καί μή μεριζόμεναι» (Βαλσαμών), ἀφοῦ μιά εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Χριστός. Ὁ ὅρος Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες πρέπει νά  νοηθῆ ὡς αὐτοδιοίκητες Ἐκκλησίες καί ὄχι ὡς ἀνεξάρτητες Ἐκκλησίες ἀπό τήν ὅλη Ἐκκλησία. Πρῶτος θρόνος ἦταν τῆς Παλαιᾶς Ρώμης καί τά ἴσα πρεσβεῖα τιμῆς μέ αὐτόν εἶχε ὁ θρόνος τῆς Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως.

Τρίτον. Ἀπό τόν ἑνδέκατο αἰώνα (1009), πού ἀπομακρύνθηκε ἡ Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Ρώμης ἀπό τήν «Πενταρχία», ἡ Ἐκκλησία λειτουργοῦσε ὡς Τετραρχία, ὁπότε ἡ Ἐκκλησία  τῆς Νέας Ρώμης -  Κωνσταντινουπόλεως ἔγινε πρωτόθρονη Ἐκκλησία καί εἶχε ὅλες τίς ἁρμοδιότητες τῆς Ἐκκλησίας τῆς  Παλαιᾶς Ρώμης.

Ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀπέκτησε ἰδιαίτερη ἀξία καί τιμή κατά τήν διάρκεια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά καί κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, μέσα ἀπό τό σύστημα τῆς ἐθναρχίας πού καθόρισε ὁ Μωάμεθ ὁ Πορθητής. Αὐτό ἐπηρέασε καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο λειτουργοῦσε ἡ Τετραρχία τῶν Θρόνων τῆς Ἀνατολῆς, μαζί μέ τήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. 

Τέταρτον. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης τόν 16ο αἰώνα (1589) ἔδωσε τήν Πατριαρχική ἀξία καί τιμή στόν Μητροπολίτη Μόσχας καί αὐτό ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τούς ὑπόλοιπους Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς (1590 καί 1593).  Ἐπίσης, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀργότερα μόνος του χορήγησε τίς Αὐτοκεφαλίες καί τίς Πατριαρχικές ἀξίες καί τιμές σέ διάφορες τοπικές Ἐκκλησίες καί φυσικά ἔχουν ἀναγνωρισθῆ ἐν τῇ πράξει ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες, διότι ὅλοι οἱ Προκαθήμενοι συμμετέχουν σέ θεῖες Λειτουργίες καί Συνόδους, μέ μερικές ἐξαιρέσεις.

Πέμπτον. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Μόσχας μέ τήν θεωρία τῆς «Τρίτης Ρώμης», τήν ὁποία καλλιέργησε καί ἀνέπτυξε ἀπό τόν 15ο αἰώνα μέχρι σήμερα, ὄχι μόνον ὑπονομεύει τήν θέση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὡς Πρώτου στό κανονικό σύστημα  διοργανώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά αὐτοπροβάλλεται ἐν τοῖς πράγμασι ὡς πρώτη Ἐκκλησία μέ δύναμη καί ἰσχύ, ὅπως φαίνεται καθαρά στό θέμα τῆς Οὐκρανίας.

Ἄν προσθέση κανείς ὅτι ἀπό τόν 19ο αἰώνα καί ἐντεῦθεν ἀναπτύχθηκε μιά ἰδιαίτερη θεολογία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ ρωσική θεολογία εἶναι ἀνώτερη καί ἀπό τήν πατερική θεολογία μέχρι τόν 8ο αἰώνα καί ἀπό τήν σχολαστική θεολογία τοῦ 11ου ἕως 13ου αἰῶνος, τότε ἀντιλαμβάνεται καλά ὅτι τό θέμα περί «Τρίτης Ρώμης» δέν ἔχει μόνο γεωπολιτική ὑποδομή, ἀλλά καί μεταπατερική θεολογική βάση.

Βεβαίως, γιά τήν ἀντικειμενική θεώρηση τῶν πραγμάτων, θά πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι δέν ἰσχύουν καί οἱ θεωρίες μερικῶν συγχρόνων θεολόγων περί ἀναγωγῆς τοῦ Πρώτου τῆς Ἐκκλησίας μέσα στό Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, στήν ὁποία Ἁγία Τριάδα μάλιστα θέτουν κακοδόξως καί ἱεραρχικότητα!!  Ἄλλο εἶναι ὁ ἱερός κανονικός θεσμός τῆς Ἐκκλησίας, πού διαθέτει Πρῶτον μέσα στό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, καί ἄλλο εἶναι τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού εἶναι παντελῶς ἀπρόσιτο στόν ἄνθρωπο.

Συνεπῶς, πρέπει νά σεβόμαστε τόν κανονικό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καθιερώθηκε ἀπό τούς Πατέρας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί δέν πρέπει νά τόν ὑπονομεύουμε. Ἐπίσης, πρέπει νά σεβόμαστε τήν πρωτόθρονη Ἐκκλησία, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

Καί ὅταν καί ἀπό αὐτό γίνονται μερικά λάθη, θά πρέπει νά διατυπώνουμε μέ σεβασμό, διάκριση καί τιμή τήν σκέψη μας, χωρίς ὅμως νά κατεδαφίζουμε καί νά ὑπονομεύουμε τόν ἱερό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας πού συγκροτήθηκε ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό Ὁποῖο φώτισε τούς Πατέρας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων νά τόν καθορίσουν.

Δέν μπορεῖ νά ἰσχύη στά ἐκκλησιολογικά θέματα, ὅπως καί σέ ἄλλα θέματα, ἡ ἀρχή «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι» καί νά γινόμαστε μητραλοῖες καί πατραλοῖες, δηλαδή ὑπονομευτές τοῦ ἔργου τῶν ἁγίων Πατέρων.

Σέ ἕνα ἑπόμενο κείμενό μου θά ἀναφερθῶ εἰδικότερα στόν ὅρο «Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία», γιατί θεωρῶ ὅτι ἀπό πολλούς παρερμηνεύεται.

Ἰούνιος 2019

Ὁ ὅρος «Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία» - Μὲ μετάφραση στὰ ἀγγλικά. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου



Μεταφρασμένο στὰ Ἀγγλικά: The Term Autocephalous Church

Ὁ ὅρος «Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία»

Σέ προηγούμενο κείμενό μου κατέληξα στό ὅτι σέ ἑπόμενο κείμενο θά ἀσχοληθῶ μέ τόν ὅρο «Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία», πού παρερμηνεύεται. Αὐτό τό κάνω μέ τήν παρούσα μελέτη, μέ τήν ὁποία ἐπεκτείνω τίς σκέψεις μου, πού συνοπτικά εἶχαν διατυπωθῆ καί παλαιότερα.

Ὅταν ἀναφερόμαστε στίς κατά τόπους Ἐκκλησίες τίς ἀπο­καλοῦμε Αὐτοκέφαλες, καί στόν Τόμο μέ τόν ὁποῖον χειραφετοῦνται οἱ Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί χορηγεῖται σέ αὐτές ἡ αὐτοδιοίκηση γίνεται λόγος γιά Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία.

Θεωρῶ ὅτι ὁ ὅρος Αὐτοκέφαλη Ἐκ­κλησία πρέπει νά διευκρινισθῆ τό τί σημαίνει ἐκκλησιολο­γικῶς. Καί αὐτό εἶναι σημαντικό, διότι τό πρόβλημα πού ἀνέκυψε μέ τήν Οὐκρανία εἶναι ἕνα σύμπτωμα, ἀλλά τό αἴτιο τῆς ἀσθενείας βρίσκεται στό πῶς θεωρεῖται σήμερα ἡ λεγόμενη Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, ἀπό μερικές κατά τόπους Ἐκκλησίες. Αὐτό θά γίνη σαφές μέ ὅσα θά γραφοῦν στήν συνέχεια.
1. Ὁ Χριστός κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας

Κατ᾿ ἀρχάς πρέπει νά τονισθῆ ὅτι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐννοῶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτό τό γράφει κατά τρόπο ἀπόλυτο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Καί πάντα ὑπέταξεν ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ, καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. α΄, 22-23).

Καί στήν συνέχεια γράφει: «Ἀληθεύοντες δέ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτόν τά πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός, ἐξ οὗ πᾶν τό σῶμα συναρμολογούμενον καί συμβιβαζόμενον διά πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας κατ᾿ ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνός ἑκάστου μέρους τήν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται εἰς οἰκοδομήν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. δ΄, 15-16).

Τά ἀποστολικά αὐτά χωρία εἶναι σαφέστατα. Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτός συναρ­μολογεῖ καί συνδέει ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καί κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τό χάρισμα πού διαθέτει, συμβάλλει στήν αὔξηση τοῦ σώματος καί τήν οἰκοδομή του μέ ἀγάπη.

Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας Ἐπιστολῆς γράφει ὅτι «ὁ Χριστός κεφαλή τῆς ἐκκλησίας, καί αὐτός ἐστι σωτήρ τοῦ σώματος» (Ἐφ. ε΄, 23). Αὐτό σημαίνει ὅτι  Σωτήρας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός καί ὅτι κανένα μέλος τοῦ σώματος δέν σώζει τήν Ἐκκλησία, ἀλλά παραμένει στήν Ἐκκλησία γιά νά σωθῆ.

Ἐφ᾿ ὅσον ὁ Χριστός εἶναι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί κανένας ἄλλος, τότε τί σημαίνει ὅτι μιά Τοπική Ἐκκλησία εἶναι Αὐτοκέφαλη;  Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ ἀπόλυτο τρόπο ἐρωτᾶ: «Μεμέρισται ὁ Χριστός; μή Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπέρ ὑμῶν; ἤ εἰς τό ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;» (Α΄ Κορ. α΄, 13).

Ἔτσι, οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέν πρέπει νά νο­οῦνται ὅτι εἶναι ἀνεξάρτητες αὐτοκεφαλίες, ἀλλά πρέπει νά νοοῦνται ὅτι εἶναι κατά τόπους Ἐκκλησίες κατά τρόπον εὐχαριστιακό.

Στήν θεία Εὐχαριστία ἕνας εἶναι ὁ Ἀμνός ἐπάνω στό Δισκάριο, ἕνας εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος μελίζεται χωρίς νά διαιρῆται, γι᾿ αὐτό ὁ Προεστώς τῆς Εὐχαριστιακῆς Συνάξεως λέγει: «Μελίζεται καί διαμερίζεται ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ μελι­ζόμενος καί μή διαιρούμενος». Ἔτσι, καθένας κοινωνεῖ ὁλόκληρο τόν Χριστό καί ὄχι ἕνα μέρος Του.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε ὅτι αὐτή ἡ εὐχαριστιακή φράση εἶναι «τό κλειδί τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς». Στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς», ἀλλά αὐτό γίνεται τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. «Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι ὅτι ἀπό τήν Πεντηκοστή, πού ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ μετέχει στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς, ὁλόκληρος ὁ Χριστός κατοικεῖ στόν κάθε πιστό, σ᾿ ἐκεῖνον ὅμως στόν ὁποῖο ἔχει "μορφωθεῖ" ὁ Χριστός».

Δηλαδή, ἀπό τήν Πεντηκοστή τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πηγή τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, δυνάμει τῆς ἑνώσεως θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, ὁπότε καί αὐτό «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς».

Ὁ Χριστός εἶναι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ κατά τόπους προεστῶτες θεωροῦνται ὡς κεφαλές εἰς τύπον καί τόπον τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι ὡς ἀντιπρόσωποί Του καί βικάριοί Του.
2. Ὁ Μητροπολίτης θεωρεῖται ὡς κεφαλή τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου εἰς τύπον Χριστοῦ

Προσπάθησα νά ἐντοπίσω ἱερούς Κανόνες, στούς ὁποίους νά ὑπάρχη ἡ λέξη αὐτοκέφαλον. Παρά τήν ἀναζήτησή μου δέν συνάντησα αὐτόν τόν ὅρο στούς ἱερούς Κανόνες, ἀλλά ἄλλους ὅρους, ὅπως: ἀνεπηρέαστον, ἀβίαστον κλπ.

Ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στίς Οἰκουμε­νικές Συνόδους δόθηκε μιά ἐλευθερία σέ διάφορες κατά τόπους Ἐκκλησίες νά χειροτονοῦν τούς Ἐπισκόπους τους καί νά ἀσκοῦν τήν διοίκηση τῶν Ἐπαρχιῶν τους, χωρίς οἱ ἄλλες Ἐκκλη­σίες νά ἐπεμβαίνουν στά ἐσωτερικά τους.

Ἡ βάση λειτουργίας τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν εἶναι ὁ 34ος Ἀποστολικός Κανόνας, πού διαγορεύει:

«Τούς Ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους, εἰδέναι χρή τόν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καί ἠγεῖσθαι αὐτόν ὡς κεφαλήν, καί μηδέν τι πράττειν περιττόν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· μόνα δέ πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καί ταῖς ὑπ᾿ αὐτήν χώραις. Ἀλλά μηδέ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γάρ ὁμόνοιά ἐσται, καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, ὁ Πατήρ, καί ὁ Υἱός, καί τό ἅγιον Πνεῦμα».

Ἡ μετάφραση εἶναι ἡ ἀκόλουθη:

«Οἱ ἐπίσκοποι κάθε ἐπαρχίας πρέπει νά γνωρίζουν αὐτόν πού εἶναι πρῶτος ἀνάμεσά τους καί νά θεωροῦν αὐτόν ὡς κεφαλή καί νά μήν κάμνουν τίποτε παραπάνω χωρίς τή γνώμη ἐκείνου∙ ἀλλά ὁ καθένας νά κάμνη μόνο ἐκεῖνα, ὅσα τοῦ καθορίσει (ὁ ἀνώτερός του) γιά τήν ἐπαρχία του καί γιά τίς πόλεις πού ἀνήκουν σ᾿ αὐτή. Ἀλλά οὔτε κι ἐκεῖνος νά κάμνη κάτι χωρίς τή γνώμη ὁλονῶν. Γιατί ἔτσι θά ὑπάρχη ὁμόνοια καί θά δοξασθῆ ὁ Θεός "διά Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι"∙ ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα» (Προδρόμου Ἀκανθόπουλου).

Στόν Ἀποστολικό αὐτόν Κανόνα ὑπάρχει μιά θαυμαστή ἰσορροπία, γιά νά ἐπικρατῆ ἑνότητα στήν Ἐκκλησία καί ἀφορᾶ ὅλα τά ἐπίπεδα τοῦ συνοδικοῦ συστήματος στήν Ἐκκλησία.

Κατά τόν Ἰωάννη Ζωναρᾶ (1074-1130 μ.Χ.), πού ἑρμηνεύει τόν Κανόνα αὐτόν, ὅπως τά σώματα, ἄν δέν ἔχουν τήν ἐνέρ­γεια μιᾶς κεφαλῆς, κινοῦνται πλημμελῶς ἤ εἶναι ἄχρηστα παντελῶς, ἔτσι καί τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, «εἰ μή ὁ πρωτεύων τούτου, καί τάξιν πληρῶν κεφαλῆς, ἐπί τῆς οἰκείας διατηροῖτο τιμῆς, ἀτάκτως καί πλημμελῶς κινηθήσεται». Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ὁ πρῶτος «τάξιν πληρῶν κεφαλῆς».

Στήν συνέχεια ἑρμηνεύει ὅτι τούς πρώτους Ἐπισκόπους κάθε Ἐπαρχίας, δηλαδή τούς Ἐπισκόπους τῶν Μητροπόλεων, ὁ παρών Κανών «κεφαλήν ἡγεῖσθαι ὑπό τῶν ἄλλων ἐπισκόπων τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας κελεύει», ὥστε «χωρίς ἐκείνου μηδέν ποιεῖν» στήν κοινή κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή σέ «συζητήσεις δογματικάς, οἰκονομίας περί σφαλμάτων κοινῶν, καταστάσεις ἀρχιερέων, καί ὅσα τοιαῦτα». Βεβαίως, δέν παραχωρεῖται στόν «Πρῶτον» νά καταχρᾶται τήν τιμή, νά ἐπεμβαίνη ἄνευ τῆς γνώμης τῶν Ἐπισκόπων στίς ἐσωτερικές ὑποθέσεις τῶν Ἐπισκόπων τους.

Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών (1140-1199 μ.Χ.) ἑρμηνεύοντας αὐτόν τόν Κανόνα, γράφει ὅτι «τάξις συνέχει πάντα καί τά οὐράνια, ἀλλά καί τά ἐπίγεια». Ὅταν κάνη λόγο γιά τά οὐράνια, ἐννοεῖ τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους. Ἔτσι, ὁ Κανών αὐτός διορίζει «τιμᾶσθαι τούς χειροτονήσαντας ὑπό τῶν χειροτονηθέντων∙ οὗτοι γάρ εἰσι πρῶτοι, καί κεφαλαί αὐτῶν». Καί στήν συνέχεια ἑρμηνεύει: «Διό καί ὡρίσθη κατά κοινήν γνώμην, τά ἐπέκεινα τῆς διοικήσεως τῶν ἀνηκόντων ἑκάστη παροικία, εἰς ἐκκλησιαστικήν κατάστασιν ἀποβλέποντα καί περιτ­τά λογιζόμενα, μή γίνεσθαι χωρίς γνώμης τῶν πρώτων». Ἀλλά καί στόν Πρῶτο «τοιοῦτον τι ποιεῖν ἄνευ γνώμης τῶν ἐπισκόπων αὐτοῦ οὐκ ἐνεδόθη».

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας αὐτόν τόν Ἀποστολικό Κανόνα, γράφει:

«Διά τοῦτο καί ὁ παρών Κανών διορίζει. Ὅτι ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς κάθε ἐπαρχίας πρέπει νά γνω­ρί­ζουν ἐκεῖνον, ὁποῦ εἶναι πρῶτος ἀνάμεσα εἰς αὐτούς, ἤτοι τόν Μητροπολίτην∙ καί νά νομίζωσιν αὐτόν ὡς κεφαλήν ἰδικήν των, καί χωρίς τήν αὐτοῦ γνώμην νά μή κάμνουσι κᾀνένα πρᾶγμα περιττόν: ὁποῦ δέν ἀνήκει δηλαδή εἰς τά ἐνορίας τῶν Ἐπισκοπῶν τους, ἀλλ᾿ ὑπερβαῖνον αὐτάς, ἀποβλέπει εἰς τήν κοινήν ὅλης τῆς ἐπαρχίας κατάστασιν∙ καθώς, λόγου χάριν, εἶναι τά περί δογμά­των ζητήματα, αἱ οἰκονομίαι καί διορθώσεις τῶν κοινῶν σφαλ­μάτων, αἱ καταστάσεις καί χειροτονίαι τῶν Ἀρχιερέων, καί ἄλλα παρόμοια. Ἀλλά νά συνάγωνται εἰς τόν Μητροπολίτην, καί μαζί μέ αὐτόν νά συμβουλεύωνται διά τά τοιαῦτα κοινά πράγματα, καί ἐκεῖνο ὁποῦ ἤθελε φανῇ περί αὐτῶν καλλίτερον, κοινῶς νά ἀποφασίζηται. Ὁ καθ᾿ ἕνας ἀπό τούς Ἐπισκόπους, ἐκεῖνα μόνον νά πράττῃ καθ᾿ ἑαυτόν, χωρίς τήν γνώμην τοῦ Μητροπολίτου του, ὅσα ἀνήκουσιν εἰς τά ὅρια τῆς Ἐπισκοπῆς του, καί εἰς τάς χώρας, ὁποῦ εἰς τήν ἐπισκοπήν του εἶναι ὑποκείμεναι. Καθώς ὅμως οἱ Ἐπίσκοποι δέν πρέπει νά πράττωσι κᾀνένα πρᾶγμα κοινόν χωρίς τήν γνώμην τοῦ Μητροπολίτου, ἔτσι παρομοίως καί ὁ Μητρο­πολίτης, δέν πρέπει νά κάμνῃ κᾀνένα τοιοῦτον κοινόν πρᾶγμα μόνος καί καθ᾿ ἑαυτόν, χωρίς τήν γνώμην ὅλων του τῶν Ἐπισκό­πων. Διά τί μέ τοῦτον τόν τρόπον θέλει εἶναι ὁμόνοια καί ἀγάπη, ἀνάμεσα καί εἰς τούς Ἐπισκόπους, καί Μητροπολίτας, καί εἰς Κληρικούς, καί εἰς Λαϊκούς. Ἐκ δέ τῆς ὁμονοίας ταύτης καί ἀγάπης θέλει δοξασθῇ ὁ Θεός καί Πατήρ, διά μέσου καί τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ, Κυρίου δέ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἐφανέρωσεν εἰς τούς ἀνθρώπους τό τοῦ Πατρός του ὄνομα, καί τήν ἀγάπην ἐνομοθέτησε, λέγων∙ "Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις" (Ἰω. ιγ΄, 35, Ματθ. ιστ΄). Καί θέλει δοξασθῇ ἐν τῷ ἁγίῳ  του Πνεύματι, τό ὁποῖον διά τῆς χάριτός του ἥνωσεν ἡμᾶς εἰς μίαν πνευματικήν συνάφειαν. Ταὐτόν εἰπεῖν, ἐκ τῆς ὁμονοίας ταύτης, θέλει δοξασθῇ ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός, καί τό ἅγιον Πνεῦμα, κατά τήν εὐαγ­γελική φωνήν, τήν λέγουσαν∙ "Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπρο­σθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα, καί δοξάσωσι τόν Πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς"».

Ἀπό τόν Ἀποστολικό αὐτόν Κανόνα καί τήν ἑρμηνεία του φαίνεται ὅτι στό Μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως ὁ Μητρο­πολίτης τῆς Πόλεως τῆς Ἐπαρχίας εἶναι Πρῶτος, ὡς κεφαλή, πρέπει νά δέχεται τήν τιμή τῶν Ἐπισκόπων, δέν πρέπει νά γίνεται τίποτε ἀπό τά περιττά χωρίς τήν γνώμη του, ἀλλά καί ἐκεῖνος δέν πρέπει νά κάνη κάτι χωρίς τήν γνώμη ὅλων τῶν Ἐπισκόπων. Ἔτσι, φαίνεται τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί συγχρόνως τό ἱεραρχικό.

Ὅποια σχέση ἔχει ὁ Ἐπίσκοπος πρός τούς Μητροπολίτες του, τέτοια σχέση ἔχει ὁ Μητροπολίτης πρός τόν Πατριάρχη, στόν ὁποῖο ὑπάγεται. Καί ἐπειδή τό σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό καί ἱεραρχικό, κάποια παρόμοια σχέση πρέπει νά ὑπάρχη τοῦ κάθε Προκαθημένου μέ τόν Πρωτόθρονο Πατριάρχη, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικό Πατριάρχη, καίτοι εἶναι ἰσοστάσιοι. Δέν μπορεῖ κανείς νά ἰσχυρισθῆ ὅτι τό συνοδικό σύστημα σταματᾶ στόν κάθε Προκαθήμενο μιᾶς Ἐκκλησίας καί τελικά οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν θά παραμένουν ἀκέφαλοι καί οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες θά λειτουργοῦν ὡς ἀνεξάρτητες πολυκέφαλες Ἐκκλησίες.

Αὐτό θά ἀναλυθῆ στά ἑπόμενα.
3. Ὁ «Αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος»

Ὅπως εἴδαμε, ὁ Μητροπολίτης στήν ἐπαρχία του, κατά τό Μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως, θεωρεῖται ἀπό τούς Ἐπισκόπους  ὡς κεφαλή, δηλαδή Πρῶτος, χωρίς, βέβαια, νά ἀντικαθιστᾶ τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι διοικητική κεφαλή κατά τήν τάξη καί τόν τύπο τοῦ Χριστοῦ –πού εἶναι ἡ κεφαλή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας– ἐκφράζοντας τό μυστήριο τῆς αἰσθητῆς παρουσίας Του, ὥστε νά μή καταργῆται ἡ θεολογική ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί Μία.

Στήν Ἐκκλησία μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἐμφανίσθηκε ὁ ὅρος Αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος, μέ τήν ἔννοια ὅτι αὐτός δέν ὑπαγόταν στόν Μητροπολίτη-Κεφαλή τῆς ἐπαρχίας, ἀλλά ἦταν Αὐτοκέφαλος ὡς πρός τόν Μητροπολίτη τῆς περιοχῆς, ἀλλά ὑπαγόταν ἀπευθείας στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, τόν ὁποῖον μνημόνευε γιά νά διασφαλισθῆ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τό συνοδικό-ἱεραρχικό σύστημα-πολίτευμά της. Ἐπίσης, «Αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος» χαρακτηριζόταν καί ἐκεῖνος πού ἦταν πέρα ἀπό τά κανονικά ἐδάφη ἄλλων Μητροπόλεων, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ Μεθόδιος στήν Μοραβία. Ἔτσι, ὁ «Αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος» δέν ἦταν ἀνεξάρτητος, ἀλλά ὑπαγόταν στόν Πατριάρχη Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως.

Κατά τόν καθηγητή Ἰωάννη Ταρνανίδη, πού ἀξιοποιεῖ καί τήν ὑπάρχουσα βιβλιογραφία στό θέμα αὐτό, τό «αὐτοκέφαλο» δέν ἀναφέρεται «σέ μιά συγκεκριμένη καί σταθερή γιά ὅλες τίς ἐποχές μορφή ἐκκλησιαστικῆς ἀνεξαρτησίας», μάλιστα δέ «στή σύγχρονη ἔρευνα χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές ἐσφαλμένως».

Ἐπισημαίνει στήν συνέχεια: «Στήν ἐκκλησιαστική παρἀδοση ὁ ὅρος "αὐτοκέφαλος" ἐμφανίσθηκε καί χρησιμοποιήθηκε προσαρτημένος στόν τίτλο κυρίως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, γιά νά προσδώση σ᾿ αὐτόν κύρος. Βασικό προνόμο τοῦ "αὐτοκέφαλου ἀρχιεπισκόπου" ἦταν ἡ ἀποδέσμευσή του ἀπό τόν μητροπολίτη τῆς περιφέρειας καί ἡ ἀπευθείας ὑπαγωγή του στόν Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινούπολης. Ὁ "αὐτοκέφαλος ἀρχιεπίσκοπος" χειροτονοῦνταν ἀπό τόν Πατριάρχη, τόν ὁποῖο ἦταν ὑποχρεωμένος νά μνημονεύει, δείχνοντας ἔτσι τήν ἐξάρτησή του ἀπό ἐκεῖνον. Ἑπομένως, στό πρῶτο στάδιο ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ "αὐτοκεφάλου ἀρχιεπισκόπου" ἦταν περιορισμένη καί εἶχε ἰσχύ μόνον στίς σχέσεις του μέ τόν μητροπολίτη τῆς περιοχῆς».

Ὁ ὅρος αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος εἶναι σαφέστατος καί δέν ἐννοεῖ καθόλου τόν αὐτο-ἀνεξάρτητο, ἀφοῦ ὑπαγόταν στόν Πατριάρχη Κωνσταντι­νουπόλεως, τόν ὁποῖον καί μνημόνευε.

Ὅπως καί πάλι σημειώνει ὁ Ἰωάννης Ταρνανίδης, τό κύρος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου πού ὑπήγετο στόν Πατριάρχη καί συνεπῶς καί ἠ σημασία τοῦ αὐτοκεφάλου «ἄρχισε νά ἀνεβαίνει κυρίως ἀπό τόν 9ο αἰώνα, ὅταν τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀνεξαρτησίας ἀπετέλεσε τμῆμα τῶν γενικότερων πολιτικῶν ἐπιδιώξεων τῶν Σλάβων ἡγεμόνων καί συγκεκριμένα τῶν Βουλγάρων Βόρη καί Συμεών». Ὁ Βόρης ἐκμεταλλεύθηκε τόν ἀνταγωνισμό μεταξύ Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί ἐπιδίωξε νά ἐκβιάση τήν Κωνσταντινούπολη νά τοῦ παραχωρήση ἐκκλησιαστική αὐτονομία. «Ἀπ᾿ αὐτή τήν διμερῆ ἐκκλησιαστική καί πολιτική πίεση προῆλθε ἡ νέα μορφή "αὐτοκεφάλου ἀρχιεπισκόπου", πού ὑποσκελίζοντας τό μητροπολίτη ἔπαιρνε θέση ἀμέσως μετά τόν Πατριάρχη».

Ὅμως, καί μέ αὐτήν τήν ἀναβάθμιση ὁ «αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος» δέν ἔλαβε πλήρη ἀνεξαρτησία. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε τό δικαίωμα τῆς χειροτονίας τοῦ «αὐτοκέφαλου ἀρχιεπισκόπου» καί ἐκεῖνος μέ τήν σειρά του εἶχε τήν ὑποχρέωση νά τόν μνημονεύη.

Καταλήγει ὁ Ἰωάννης Ταρνανίδης: «Γιά τόν λόγο αὐτό, θεωροῦμε ἐσφαλμένη τήν τοποθέτηση μερικῶν ἐρευνητῶν, πού ταυτίζουν τήν ἔννοια τοῦ "αὐτοκεφάλου" στατικά καί γιά κάθε ἐποχή μέ τήν ἔννοια τῆς "ἀνεξαρτησίας"». Αὐτό, βέβαια, ἔγινε στά ἑπόμενα στάδια.
4. Οἱ «Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες» - «αὐτοκεφαλισμός»

Ἐνῶ, κατά τούς Κανόνες, ὁ Πρῶτος κάθε ἐπαρχίας θεωρεῖ­ται κεφαλή, εἰς τύπον τῆς μόνης πραγματικῆς κεφαλῆς, τοῦ Χριστοῦ, καί ἀργότερα εἰσήχθη ὁ ὅρος Αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος, ὡς πρός τόν Μητροπολίτη καί ὄχι ὡς πρός τόν Πατριάρχη, ἐν τούτοις στούς Κανόνες δέν συνάντησα πουθενά τόν ὅρο αὐτο­κέφαλη Ἐκκλησία. Ἄλλο εἶναι ὅτι ὁ Πρῶτος θά θεωρῆται ὡς κεφαλή εἰς τύπον καί τόπον τοῦ Χριστοῦ, καί ἄλλο εἶναι ὁ ὅρος Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Ἄλλο εἶναι ὁ «αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος», πού εἶχε ἐξάρτηση ἀπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, καί ἄλλο εἶναι ἡ «Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία», πού εἶναι δῆθεν τελείως ἀνεξάρτητη.

 Ἡ αὐτοδιοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἀποδίδεται μέ πολλούς ὅρους, ὁ δέ ὅρος αὐτοκέφαλον γιά τίς Ἐκκλησίες ἀναφέρεται στίς ἑρμηνεῖες τοῦ Βαλσαμῶνος.

Γιά παράδειγμα, ὁ 2ος Κανόνας τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνό­δου καθορίζει τά ὅρια στά ὁποῖα θά κινοῦνται οἱ κατά τόπους Ἐκκλησίες ὥστε νά μή ἐπεμβαίνουν σέ ἄλλες Ἐκκλησίες καί νά μή συγχέουν «τά δίκαια τῶν Ἐκκλησιῶν». Στόν Κανόνα αὐτόν ὁρίζεται νά μή γίνεται σύγχυση τῶν Ἐκκλησιῶν καί οἱ Ἐπίσκοποι νά μήν ἐπεμβαίνουν «ὑπέρ διοίκησιν ἐπί χειροτονίᾳ ἤ τισιν ἄλλαις οἰκονομίαις ἐκκλησιαστικαῖς».

Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών (12ος αἰώνας μ.Χ.), ἑρμηνεύοντας αὐτόν τόν Κανόνα, γράφει γιά τούς Μητροπολίτες πού ἦταν «αὐτοκέφαλοι»: «Σημείωσαι οὖν ἀπό τοῦ παρόντος κανόνος, ὅτι τό παλαιόν πάντες οἱ τῶν ἐπαρχιῶν μητροπολίται αὐτοκέφαλοι ἦσαν, καί ὑπό τῶν οἰκείων συνόδων ἐχειροτονοῦντο». Ἔτσι, ὁ Μητροπολίτης, πού ἦταν ὁ Πρῶτος τῶν ἄλλων Ἐπισκόπων τῆς Ἐπαρχίας καί ἐθεωρεῖτο κεφαλή αὐτῶν, ἀπό τόν Βαλσαμῶνα χαρακτηρίζεται «αὐτοκέφαλος». ᾿

Ὁ 8ος Κανόνας τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431 μ.Χ.), ἀκολου­θώντας τήν προηγούμενη παράδοση, ἐπειδή ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας ἔκανε χειροτονίες στήν Κύπρο, ὁρίζει: «ἕξουσι τό ἀνεπηρέαστον καί ἀβίαστον οἱ τῶν ἁγίων Ἐκκλησιῶν, τῶν κατά τήν Κύπρον, προεστῶτες, κατά τε τούς κανόνας τῶν ὁσίων Πατέρων, καί τήν ἀρχαίαν συνήθειαν, δι᾿ ἑαυτῶν τάς χειροτονίας τῶν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων ποιούμενοι». Προσθέτει, μάλιστα: «Τό δέ αὐτό καί ἐπί τῶν ἄλλων διοικήσεων, καί τῶν ἁπανταχοῦ ἐπαρχιῶν παραφυλαχθήσεται∙ ὥστε μηδένα τῶν θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων ἐπαρχίαν ἑτέραν, οὐκ οὖσαν ἄνωθεν καί ἐξαρχῆς ὑπό τήν αὐτοῦ, ἤ γοῦν τῶν πρό αὐτοῦ χεῖρα καταλαμβάνειν».

Στόν Κανόνα αὐτόν δέν γίνεται λόγος γιά αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, ἀλλά νά ἔχουν οἱ Ἐκκλησίες τῆς Κύπρου «τό ἀνεπηρέαστον καί ἀβίαστον» στίς χειροτονίες τῶν Ἐπισκόπων.

Ὅμως, ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών, ἑρμηνεύοντας τόν 39ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (692 μ.Χ.), ἡ ὁποία ἀσχολήθηκε μέ θέμα πού ἀπα­σχο­λοῦσε τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ὑπενθυμίζει τόν 8ο Κανόνα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἔδωσε αὐτο­διοί­κηση στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, καί τήν χαρακτηρίζει αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Γράφει: «Ἀπό μέν τοῦ η΄ κανόνος τῆς γ΄ συνόδου παρίσταται ὅτι, ἐκ προσελεύσεως ἐπισκόπου τινός Κυπρίων, Ρηγίνου ἐπιλεγο­μένου, ὡρίσθη αὐτοκέφαλον εἶναι τήν ἐκκλησίαν τῆς Κύπρου∙ καί ἐκωλύθη ὁ Ἀντιοχείας χειροτονίας ἐν αὐτῇ ποιεῖν».

Εἶναι φανερόν ὅτι τό «ἀνεπηρέαστον καί ἀβίαστον» ὡς πρός τίς χειροτονίες καί τήν διοίκηση, πού ἐπιτάσσει ὁ Κανόνας τῆς Γ᾿ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἑρμηνεύεται ἀπό τόν Βαλσαμώνα τόν 12ο αἰώνα ὡς «αὐτοκέφαλον ἐκκλησίαν» καί τόν ἀκολουθεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.

Ἀργότερα, στά Συνταγμάτια τῶν Θρόνων γίνεται λόγος γιά «τάξιν πρωτοκαθεδρίας τῶν ἁγιωτάτων πατριαρχῶν», «πρωτοκα­θεδρίας μητροπολιτῶν, καί αὐτοκεφάλων, καί ἐπισκόπων, τελούν­των ὑπό τόν Ἀποστολικόν θρόνον ταύτης τῆς θεοφυλά­κτου καί βασιλίδος πόλεως». Αὐτό δείχνει ὅτι οἱ αὐτοκέφαλοι Ἐπί­σκο­ποι δέν ὑπήγοντο στόν Μητροπολίτη τῆς Ἐπαρχίας, ἀλλά στόν Πατριάρ­χην, τόν ὁποῖο μνημόνευαν, ὅπως ἤδη ἔχω τονίσει.

Στήν συνέχεια σέ Τόμους χειραφετήσεως τῶν κατά τόπων Ἐκκλησιῶν χαρακτηρίσθηκαν οἱ Ἐκκλησίες αὐτές ὡς «Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες» καί στά Συνταγμάτια τῶν Θρόνων ὁρίζονται ὡς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ὅπως: «Ρω­σίας, Κύπρου, Αὐστρίας καί Ἑλλάδος».

Ἑπομένως, κατ᾿ ἀρχάς γίνεται λόγος γιά τό «ἀνεπηρέαστον καί ἀβίαστον» τῶν Ἐκκλησιῶν, ὕστερα γίνεται λόγος γιά «αὐτοκέφαλον» Ἐπίσκοπον. Ὁ ὅρος αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες εἶναι πολύ μεταγενέ­στερος, ὑπάρχει ἀναφορά σέ μή κανονικό κείμενο τοῦ 6ου αἰῶνος, ἀλλά κυρίως προέρχεται ἀπό τόν ἑρμηνευτή τῶν ἱερῶν Κανόνων Θεόδωρο Βαλσαμών (12ο αἰῶνα), ὁ ὁποῖος ὁρίζει κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο τήν αὐτοδιοίκηση τῶν Ἐκκλησιῶν, τήν ἐκλογή καί χειροτονία τῶν Ἐπισκόπων αὐτῶν καί ὅτι ἔχουν Πρῶτο καί κεφαλή μέ ἰδιαίτερες διακονίες καί ὑπευθυνότητες.                

Κατά τόν καθηγητή Ἰωάννη Καρμίρη, ἡ Μία Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἀποτελεῖται ἀπό ὅλες τίς κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Κάθε τοπική Ἐκκλησία ὑπό τόν Ἐπίσκοπό της, ὁ ὁποῖος τελεῖ τήν θεία Εὐχαριστία «κατέχει τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, πραγματοποιουμένη ὡς σῶμα Χριστοῦ ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ, ὡς ἡ "Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἡ οὖσα ἐν Κορίνθῳ, ἐν Ρώμῃ" κ.ο.κ.». Ἔτσι, κατ' ἀκρίβεια δέν μποροῦμε νά λέμε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τῆς Ρωσίας, κλπ., ἀλλά ἡ Ἐκκλησία ἐν Ἑλλάδι, ἐν Ρωσίᾳ κλπ. Καί συνεχίζει ὁ Ἰωάννης Καρμίρης.

«Ἐν τῇ ἑνότητι δέ καί ἰσότητι καί ταυτότητι τῆς χάριτος, τῆς πίστεως καί τῆς δομῆς τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εὕρηται ἡ μία Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία, τῆς ἑνότητος τῆς ὁποίας ἔκφρασις εἶναι ἡ Πανορθόδοξος ἤ Οἰκουμενική Σύνοδος».

Φαίνεται ἐδῶ ὅτι ἡ ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ συνοδικότητά της δέν σταματᾶ στίς κατά τόπους λεγόμενες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ὥστε κάθε «Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία» νά εἶναι ἀπολύτως ἐλεύθερη, ἀλλά προχωρεῖ καί ἐκφράζεται ἀπό τήν Πανορθόδοξο ἤ Οἰκουμενική Σύνοδο πού ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς  Μιᾶς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Ἀπό αὐτό συνεπάγεται ὅτι ὁ ὑπερτονισμός τῆς Αὐτοκεφαλίας καί ἡ παράκαμψη τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου ἀποτελεῖ ἐκκλησιολογικό πρόβλημα. Ἐπισημαίνει ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης:

«Τούτων οὕτως ἐχόντων δέον νά ἀποφεύγηται ἐπιμελῶς ὑπό τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων ὁ μονομερής τονισμός τοῦ αὐτοκεφάλου, εἰς τοιοῦτον βαθμόν ὥστε θεολόγοι τινές νά ὁμιλῶσι περί "ἀπολύτου αὐτοκεφαλισμοῦ", ὁ ὁποῖος εἶναι "κατ' οὐσίαν ἄγνωστος καί ξένος πρός τήν ὀρθοδοξίαν". Διότι δέν δύναται νά ὑπάρχῃ ἀμφιβολία, ὅτι τό ἐν ἀπολύτῳ ἐννοίᾳ αὐτοκέφαλον προέρχεται ἐκ τοῦ καταδικασθέντος ὑπό τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Τοπικῆς Συνόδου τοῦ 1872 ἐθνοφυλετισμοῦ, ὅστις ἀποτελεῖ αἵρεσιν κατά τῆς Ἐκκλησίας - σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἅτε διασπῶν τήν ἑνότητα αὐτῆς καί ἀνατρέπων τό ἀποστολοπαράδοτον καί ἁγιοπαραδοσιακόν συνοδικόν καί συλλογικόν σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί τήν παραδοσιακήν "διηρθρωμένην δομήν" αὐτῆς».

Καί ἀπό αὐτό φαίνεται ὅτι τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό καί ἱεραρχικό καί γι' αὐτό πρέπει νά ἀποφεύγεται ὁ ὑπερτονισμός τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, πού συνιστᾶ ἐκκλησιολογική ἐκτροπή. Καταλήγει ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης:

«Συνεπῶς ὁ "ἀπόλυτος αὐτοκεφαλισμός" ἀντίκειται πρός τε τήν ὀρθόδοξον δογματικήν διδασκαλίαν περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, μή μεριζομένου ἤ διαιρουμένου, καί πρός τό σύμφωνον πρός τούς ἱερούς Κανόνας συνοδικόν πολίτευμα τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν ἑνότητα τῆς ὁποίας διεφύλαξαν καί ὀφείλουσι νά διαφυλάττωσι πάντοτε οἰ Ὀρθόδοξοι ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, σεβόμενοι τήν μακραίωνα κανονικήν ἐκκλησιαστικήν τάξιν καί εἰδικώτερον τήν Πενταρχίαν τῶν Πατριαρχῶν, ὡς αὕτη διεμορφώθη κατά τήν ἐποχήν τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συνεπληρώθη δέ μεταγενεστέρως».

Ἔτσι, ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας φαίνεται ἐμφανῶς στήν παλαιά Πενταρχία καί τήν σύγχρονη Πανορθόδοξο Σύνοδο, ἤ Σύναξη ὅλων τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί αὐτό πρέπει νά διαφυλάσσεται «ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ». Δέν μπορεῖ νά διασπᾶται ἡ ἑνότητα τῶν Προκαθημένων γιά εὐτελεῖς καί ἐθνικιστικούς λόγους. Δέν μπορεῖ μιά λεγομένη «Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία» νά διακόπτη τό μνημόσυνο κάποιας ἄλλης Ἐκκλησίας, διά δευτερεύοντες λόγους, ἰδιαιτέρως τήν μνημόνευση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Μιά τέτοια κατάσταση συνιστᾶ «ἐκκλησιολογική αἵρεση».

Ἐνῶ στήν Ἀνατολή πάντοτε ἐπικρατοῦσε τό σύστημα τῆς Πενταρχίας ἤ τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ἀντίθετα στήν Δύση ἐπικράτησε τό μοναρχικό σύστημα διοικήσεως. Γράφει ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης:

«Ἀλλ' ἐνῶ ἐν τῇ Ἀνατολῇ ἐπεκράτησε κανονικῶς ἡ πενταρχία τῶν Πατριαρχῶν καί δι' αὐτῆς τό ἐπισκοπικοσυνοδικόν - δημοκρατικόν - ἀποκεντρωτικόν σύστημα διοικήσεως, ἀντιθέτως ἐν τῇ Δύσει ἐπεβλήθη βαθμηδόν ὑπό τῶν ἐπισκόπων Ρώμης τό παπικόν – μοναρχικόν - ἀπολυταρχικόν - συγκεντρωτικόν σύστημα διοικήσεως, ἀνατραπέντος οὕτω τοῦ ἀπ' ἀρχῆς ἰσχύσαντος ἐκκλησιασιτκοῦ πολιτεύματος. Οὕτω συνετελέσθη βαθμηδόν καί κατ' ὀλίγον διαφοροποίησις ἐν τῷ πολιτεύματι τῶν δύο τμημάτων τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τοῦ ἀνατολικοῦ καί τοῦ δυτικοῦ».

Ὕστερα ἀπό αὐτά, ὅταν μελετήση κανείς τόν ὅρο Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, ὅπως ἐπαναλαμβάνεται σήμερα στήν πράξη, διαπιστώνει ὅτι ἀπό πλευρᾶς ἐκκλησιολογίας εἶναι προβληματικός.

Τί θά πῆ «Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία»; Κάθε κατά τόπον Ἐκκλησία ἔχει δική της κεφαλή, ἀνεξάρτητη ἀπό τίς ἄλλες κεφαλές; Καί τί σημαίνει ὅτι στό σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑπάρχουν μέχρι σήμερα δεκατέσσερεις ἤ δεκαπέντε «Αὐτο­κέφαλες Ἐκκλησίες»; Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι «πολυκέφαλη» καί εἶναι τελείως ἀνεξάρτητες μεταξύ τους οἱ κατά τόπους Ἐκκλησίες; Καί πῶς λειτουργοῦν οἱ «Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες» χωρίς νά ἔχουν μία Κεφαλή, ἕναν Πρῶτο πού νά προεδρεύη στίς Συνάξεις τους; Καί πῶς νοεῖται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει μία κεφαλή, ἀφοῦ ὅλες οἱ Ἐκκλησίες εἶναι Αὐτοκέφαλες; Τό Μητροπολιτικό σύστημα ἔχει κεφαλή τόν Μητροπολίτη, τό Πατριαρχικό σύστημα ἔχει κεφαλή τόν Πατριάρχη, ἐνῶ οἱ Προκαθήμενοι τῶν κατά τόπους «Αὐτοκεφάλων» Ἐκκλησιῶν δέν ἔχουν κεφαλή, δέν ἔχουν κάποιον Πρῶτον;

Συνεπῶς, ἡ ἔννοια τοῦ ὅρου Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ὡς τελείως ἀνεξάρτητες, χωρίς τόν Πρῶτο, σύμφωνα μέ τό κανονικό δίκαιο, ἀντιβαίνει στό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας καί παραπέμπει σέ μιά συνομοσπονδία τῶν Ἐκκλησιῶν πού ἰσχύει στόν Προτεσταντισμό ἤ στό  Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν. Ἔτσι, μερικοί, ἐνῶ ἀρνοῦνται τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐν τούτοις στήν πράξη δέχονται τόν τρόπο λειτουργίας του στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πράγμα ἀπαράδεκτο!!
5. Ὁ Πάπας ὡς «ἄκρος Ἀρχιερεύς» καί οἱ «ἀδελφοί Πατριάρχες»

Ἐπειδή στό κείμενο αὐτό κάνω λόγο γιά Πρῶτο, καί δέν θέλω νά νομισθῆ ὅτι ὁμιλῶ γιά τό Πρωτεῖο, ὅπως λειτουργεῖ στόν Ρωμαιοκαθολικισμό, γι᾿ αὐτό θά ἀναφερθῶ στήν διαφορά μεταξύ Πρώτου καί Παπικοῦ Πρωτείου.

Στήν Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας σέ κάποια φάση τοῦ διαλόγου οἱ Λατίνοι εἶχαν τήν ἀπαίτηση ἀπό τούς Ὀρθοδόξους νά ἀποδεχθοῦν τόν Πάπα ὡς «ἄκρον ἀρχιερέα». Κατά τόν Συρόπουλο, τό κείμενο πού ἔστειλαν οἱ Λατῖνοι γιά νά ὑπογράψουν οἱ Ὀρθόδοξοι προκειμένου νά γίνη ἡ ἕνωση τῶν «Ἐκκλησιῶν», μεταξύ τῶν ἄλλων, καί μάλιστα ὡς πρώτη προϋπόθεση, διελάμβανε: «Ἵνα ὁ ἀποστολικός θρόνος, ὁ καί βικάριος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄκρος ἀρχιερεύς, ἔχη τά προνόμια αὐτοῦ, ἤτοι ὁ μακαριώτατος πάπας∙ καί ὅ προσέθηκεν ἐν τῷ ἱερῷ συμβόλῳ (ἐννοεῖ τό filioque) ἔξεστιν αὐτῷ προσθεῖναι, καί ἐστι δίκαιον αὐτοῦ ὡς ἄκρῳ ἀρχιερεῖ».

Δηλαδή, οἱ Λατίνοι πρότειναν στούς Ὀρθοδόξους νά δεχθοῦν τήν προσθήκη τοῦ filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, διότι ἔγινε ἀπό τόν Πάπα, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἄκρος ἀρχιερεύς» καί «βικάριος»-ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ στήν γῆ. Αὐτή εἶναι ἡ βάση τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου, πού εἶναι ἀπαράδεκτο γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Τότε οἱ Ὀρθόδοξοι ὡς πρός τό θέμα αὐτό ἀπάντησαν ὅτι καί, ἄν ἔπρεπε νά προστεθῆ στό Σύμβολο τῆς Πίστεως κάτι ἐπί πλέον, αὐτό δέν μποροῦσε νά γίνη ἀπό μόνον τόν Πάπα, χωρίς τούς ἀδελφούς του Πατριάρχες. Ἀρνήθηκαν, δηλαδή, οἱ Ὀρθόδοξοι ὅτι ὁ Πάπας εἶναι «βικάριος τοῦ Χριστοῦ» στήν Ἐκκλησία καί «ἄκρος ἀρχιερεύς». Ἀπήντησαν συγκεκριμένα:

«Πῶς γάρ ἔχομεν ἡμεῖς εἰπεῖν, ἔχειν τήν ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης ἐξουσίαν προσθεῖναι ἤ ἀφαιρεῖν ἄνευ τῶν ἀδελφῶν αὐτῆς τῶν πατριαρχῶν; διό εἰ καί τό προστεθέν ἐστιν εὐσεβές, ἀλλ᾿ ὁ τολμήσας τοῦτο ἄνευ διαγνώσεως συνοδικῆς, οὐκ ἀθωωθήσε­ται».

Ἔτσι, κατά τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παράδοση ὁ Πάπας δέν εἶναι «ἄκρος ἀρχιερεύς» καί δέν ἔχει τό πρωτεῖο στήν Ἐκκλησία μέ δογματική ἔννοια ὡς «βικάριος τοῦ Χριστοῦ», ὡσάν ὁ Χριστός νά βρίσκεται στούς οὐρανούς, νά μήν εἶναι κεφαλή τῆς Ἐκκλη­σίας, καί νά δίνη τίς ἁρμοδιότητές Του στόν βικάριό Του, τόν ἀντιπρόσωπό Του, πού εἶναι «ἄκρος ἀρχιερεύς»!! Καί εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ κάθε Πάπας, ἐκφράζοντας αὐτό τό πρωτεῖο, δέν θεωρεῖ τόν ἑαυτό του διάδοχο τοῦ προηγουμένου Πάπα, ἀλλά διάδοχο κατ᾿ εὐθείαν τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί φυσικά βικάριο τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἀπαράδεκτο καί δέν ὑφίσταται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ Οἰκου­με­νικός Πα­τριάρ­χης ποτέ δέν εἶπε ὅτι εἶναι «ἄκρος ἀρχιερεύς» καί «βικάριος τοῦ Χριστοῦ» στήν γῆ, ἀντίθετα τόνισε πολλές φορές ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔχουμε Πάπα. Στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης εἶπε μέ ἔμφαση: «Στήν Ὀρθοδοξία δέν ἔχουμε Πάπα». Εἶναι, ὅμως, ὁ ἐκφραστής τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας καί διάκονος αὐτῆς, εἶναι ὁ Προεστώς τῆς Εὐχαριστιακῆς συνάξεως καί κατ᾿ ἐπέκταση καί ὁ Προεστώς στήν διοικητική διάρθρωση τῶν κατά τόπους Ἐκκλη­σιῶν. Τό σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν εἶναι παπικό, οὔτε καί προτεσταντικό, εἶναι «συνοδικό ἱεραρχικῶς» καί «ἱεραρχικό συνοδικῶς».

Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὡς Πρωτόθρονος ἔχει ὁρισμένα καθήκοντα, τά ὁποῖα στήν πράξη τοῦ τά ἔχουν ἀναγνωρίσει ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Μεταξύ αὐτῶν εἶναι ὅτι προήδρευσε στήν Β' Οἰκουμενική Σύνοδο καί σέ ἑπόμενες Οἰκουμενικές Συνόδους καί χορήγησε ὄχι μόνον τούς Τόμους Αὐτοκεφαλίας, ἀλλά καί τίς Πατριαρχικές ἀξίες καί τιμές, σέ ὅλες τίς νεώτερες Ἐκκλησίες, ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας μέχρι καί σήμερα. Ποιός τοῦ ἔχει ἀρνηθῆ αὐτά τά ἐξαιρετικά προνόμια καί καθήκοντα; Ὅποιος τά ἀρνεῖται ὄψιμα, γιά νά εἶναι συνεπής μέ τόν ἑαυτό του, θά πρέπει νά ἀρνηθῆ καί ὅλες τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες καί τά Πατριαρχεῖα, τά ὁποῖα ἐκεῖνος χορήγησε στά νεώτερα χρόνια.

Καί ὅταν ὑπάρχουν μερικοί θεολόγοι οἱ ὁποῖοι ὑπερβαίνουν τά ἐσκαμμένα, καί ἀνεβάζουν αὐτό τό προνόμιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στό θεωρούμενο ἀπό αὐτούς «πρωτεῖον τοῦ Πατρός» ἔναντι τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτό   εἶναι βλάσφημο. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι τοῦ Πατρός, καί βεβαίως ὑπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, θεολογίας καί οἰκονομίας, καί δέν μπορεῖ νά γίνεται σύγχυση μεταξύ αὐτῶν.

Τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος στά ἐνδότατά της εἶναι ἀπρόσιτο τελείως στόν ἄνθρωπο καί μόνον ἀποφατικά τό προσεγγίζουμε. Δέν ὑπάρχουν ἀναλογίες μεταξύ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Αὐτό, ὅμως, τό ἔχω ἀναλύσει σέ ἄλλα κείμενά μου.
6. «Ἐκκλησία συστήματος καί συνόδου ἐστίν ὄνομα»

Ὕστερα ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, γεννᾶται τό ἐρώτημα: Τί θά πῆ ὁ ὅρος αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, καί μάλιστα δεκατέσ­σερεις ἤ δεκαπέντε αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες;

Ὁ ὅρος αὐτός φαίνεται νά εἶναι προβληματικός καί νομίζω ὅτι πρέπει νά νοηθῆ μόνον ὡς αὐτοδιοίκητες Ἐκκλησίες, πού δέν εἶναι ἀνεξάρτητες μεταξύ τους. Πρόκειται γιά τίς κατά τόπους Ἐκκλησίες πού αὐτοδιοικοῦνται, οἱ ὁποῖες ἔχουν τό κανονικό «δίκαιον τῆς ἐκλογῆς» Ἐπισκόπων-Μητροπολιτῶν καί τοῦ πρώτου αὐτῶν, καί «τό δίκαιον τῆς κρίσεως» αὐτῶν, χωρίς, ὅμως, νά ἀναμειγνύωνται οἱ ἄλλες κατά τόπους Ἐκ­κλησίες στά ἐσωτερικά τους.

Ποτέ, ὅμως, μέ τόν ὅρο Αὐτο­κέφαλες Ἐκκλησίες δέν πρέπει νά νοηθοῦν ὡς ἀνεξάρτητες ἀπό τίς ἄλλες Ἐκκλησίες. Καί ἐπειδή ἔχουν μιά σχέση μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες, γι᾿ αὐτό ὑπάρχει ἕνα ὁρατό διοικητικό καί εὐχαριστιακό κέντρο.

Προηγουμένως ἑρμήνευσα τί σημαίνει ὅτι Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, καί ὅμως ὑπάρχουν πολλές κατά τόπους Ἐκκλησίες, πού ἔχουν κεφαλή ἕναν Πρῶτο, κατά τόν εὐχαριστιακό τρόπο λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας, σύμ­φωνα μέ τήν φράση «μελίζεται καί διαμερίζεται ὁ ἁμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ μελιζόμενος καί μή διαι­ρούμενος». Γι’ αὐτό πρέπει νά ἑρμηνεύσω πάλι ἔχοντας ὡς κέντρο τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, καί τήν διοικητική αὐτοδιοίκηση τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, χωρίς νά εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἀνεξάρτητες μεταξύ τους.

Ὅταν τελῆται ἡ θεία Λειτουργία, ὁ προεξάρχων, ὁ Πρῶτος, εἶναι εἰς «τάξιν τοῦ Χριστοῦ», καί οἱ ἄλλοι εἶναι συλλειτουργοῦντες μέ αὐτόν. Ὁ Πρῶτος εἶναι ἐκεῖνος πού λειτουργεῖ καί λέει τά Κυριακά λόγια.

Ὁ γνωστός γιά τήν εὐαισθησία του σέ λειτουργικά θέματα ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης γράφει ὅτι ὁ Ἀρχιερεύς στήν θεία Λειτουργία ἐπευφημεῖται «τήν χάριν αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) φέρων». Κατά τήν θεία Λειτουργία, ὁ Ἀρχιερεύς τυποῖ τόν Χριστό. «Καί αὐτόν τυποῖ τόν Χριστόν ἐσφαγμένον καί ζῶντα, καί νοητῶς ἐκεῖσε θυόμενον κείμενον, καί ἀπαύστως ἱερουργούμενον καί τόν κατά ἀνατολάς ἐφ᾿ ὑψηλοῦ θρόνου Θεοῦ, τήν εἰς οὐρανοῖς καθέδραν Χριστοῦ ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός σημαίνοντα».

Στήν συνέχεια γράφει ὅτι ὁ πρῶτος τῶν Ἀρχιερέων ἤ Πρεσβυτέρων εἰρηνεύει τόν λαό: «Πλήν οὐ δι᾿ ἑαυτοῦ τήν εἰρήνην, ἀλλά διά τοῦ πρώτου τῶν ὑπ᾿ αὐτόν ἀρχιερέως ἤ πρεσβυτέρου, ὅτι καί οὗτοι τότε τήν τάξιν ἔχουσιν ἀποστόλων, ὁ πρῶτος ἀρχιερεύς δέ τήν τάξιν ἔχει Χριστοῦ». Ἔτσι, ὁ πρῶτος λειτουργῶν ἀρχιερεύς ἔχει τήν τάξη τοῦ Χριστοῦ. «Διό αὐτός μέν εἰρηνεύει τό Εὐαγγέλιον, ὡς τόν τύπον ἔχων Χριστοῦ∙ ἐκεῖνοι δέ (οἱ συλλειτουργοῦντες) τόν Ἀπόστολον, ὡς τύπον σώζοντος ἀποστόλων». Ἀλλά καί αὐτοί δέν τό κάνουν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ τους, ἀλλά ἀφοῦ λάβουν εὐλογία ἀπό τόν πρῶτο. «Καί οὐδέ ἀφ᾿ ἑαυτῶν τοῦτο ποιοῦσιν∙ ἀλλ᾿ εὐλογίαν λαβόντες τήν εἰρήνην λέγουσιν».

Ἑπομένως, ὁ Χριστός εἶναι πού τελεῖ τήν θεία Λειτουργία. Ὁ Προεστώς στήν θεία Λειτουργία εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει τήν τάξη τοῦ Χριστοῦ, γιατί κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο «ἡμεῖς ὑπηρετῶν τάξιν ἐπέχομεν», ὁ δέ ἱερεύς ἁπλῶς τήν ἑαυτοῦ δανείζει γλῶσσαν καί τήν ἑαυτοῦ παρέχει χεῖρα». Ἄλλωστε, κατά τήν εὐχή τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου ὁ Προεστώς εὔχεται: «Σύ εἶ ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν».

 Ὅπως ὁ Προεστώς τῆς θείας Λειτουργίας ἔχει «τήν τάξιν τοῦ Χριστοῦ» καί τόν «τύπον τοῦ Χριστοῦ» καί «τόν Χριστόν τυποῖ», ἔτσι γίνεται καί στήν ὅλη ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι συνέχεια τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Συνεπῶς, ὅταν γίνεται μιά Πανορθόδοξη θεία Λειτουργία καί παρίστανται ὅλοι οἱ Προκαθήμενοι, ὁ Πατριάρχης Νέας Ρώμης «τόν Χριστόν τυποῖ» καί ἔχει τήν «τάξιν Χριστοῦ» καί οἱ ἄλλοι εἶναι συλλειτουργοῦντες μέ αὐτόν. Αὐτό συνεχίζεται καί στίς Πανορθόδοξες Συνόδους καί Συνάξεις, ἀφοῦ ὅλη ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι προέκταση τῆς θείας Λειτουργίας. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης εἶναι ὁ Πρῶτος πού συγκροτεῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν τύπον τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά εἶναι «ἄκρος Ἀρχιερεύς» καί «βικάριος τοῦ Χριστοῦ». Ἔτσι διασώζεται τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα, πού διαφέρει ἀπό τό παπικό καί τό προτεσταντικό.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης παρατηρεῖ:

«Ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ εἶναι τό κατοικητήριον τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ. Τόν Χριστόν δέν δυνάμεθα νά Τόν ξεχωρίσωμεν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν ἀλλά οὔτε καί τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τόν Χριστόν. Εἰς τόν Παπισμόν καί τόν Προτεσταντισμόν γίνεται σαφής διάκρισις μεταξύ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Δύναται δηλ. κανείς νά μετέχῃ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ χωρίς νά εἶναι μέλος τῆς Παπικῆς «ἐκκλησίας». Τοῦτο διά τόν Ὀρθόδοξον εἶναι ἀδύνατον».

«Εἰς τήν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν, ὅταν ὡμιλοῦσαν περί τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί περί τοῦ Χριστοῦ ὡς Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἐννοοῦσαν βεβαίως ὅτι ὁ Χριστός ἦτο ἐξαπλωμένος σωματικῶς εἰς ὅλον τόν κόσμον καί ὅτι π.χ. εἶχε τήν κεφαλήν εἰς τήν Ρώμην, τό ἕνα χέρι εἰς τήν Ἀνατολήν καί τό ἄλλο εἰς τήν Δύσιν, ἀλλ᾿ ὅτι ὁλόκληρος ὁ Χριστός ὑπάρχει εἰς ἑκάστην "ἐπί μέρους" Ἐκκλησίαν μέ ὅλα τά μέλη της ἤτοι τούς Ἁγίους καί πιστούς τῆς Οἰκουμένης. Τοιουτοτρόπως ὅταν τελοῦμεν τήν Θ. Εὐχαριστίαν, κατά τήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων, εἶναι παρών ὄχι μόνον ὁ Χριστός ἀλλά καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ὡς καί οἱ Χριστιανοί ἁπάσης τῆς Οἰκουμένης εἶναι παρόντες ἐν Χριστῷ. Ὅταν δέ κοινωνῶμεν ἕνα μικρόν τεμάχιον τοῦ Ἁγίου Ἄρτου, λαμβάνομεν ἐντός μας ὁλόκληρον τόν Χριστόν. Συνερχόμενοι οἱ Χριστιανοί ἐπί τῷ αὐτῷ συνέρχεται ὁλόκληρος ἡ Ἐκκλησία καί οὐχί μέρος αὐτῆς. Διά τόν λόγον αὐτόν ἔχει ἐπικρατήσει εἰς τήν Πατερικήν παράδοσιν ἡ Ἐκκλησία ἑνός μοναστηρίου νά ὀνομάζεται "Καθολικόν"».

Αὐτό δείχνει, ὅπως ἔχω τονίσει ἐπανειλημμένως καί τό θεωρῶ πολύ σημαντικό, ὅτι ὁ Χριστός «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς», ὅτι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ἐκφράζεται στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι τό σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό (σέ ἀντίθεση μέ τόν Παπισμό) καί ἱεραρχικό (σέ ἀντίθεση μέ τόν Προτεσταντισμό).

Ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης ἀναπτύσσει τό θέμα αὐτό στά συγγράμματά του Περί οὐρανίου ἱεραρχίας καί Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας. Ἡ Ἱεραρχία εἶναι μία ἱερή πολιτεία, παρουσιάζεται σάν τό «ἱερό κάστρο» θεαρχικῶς καί ἱεραρχικῶς ὀργανωμένο, καί ὁ βασιλιάς του εἶναι ἡ ἴδια ἡ θεαρχία (ὁ Θεός) πού εἶναι ἡ ἀρχή τῆς θεώσεως. Γράφει:

«Οὐκοῦν ἱεραρχίαν ὁ λέγων τινα καθόλου δηλοῖ διακόσμησιν, εἰκόνα τῆς θεαρχικῆς ὡραιότητος, ἐν τάξεσι καί ἐπιστήμαις ἱεραρχικαῖς τά τῆς οἰκείας ἐλλάμψεως ἱερουργοῦσαν μυστήρια καί πρός τήν οἰκείαν ἀρχήν ὡς θεμιτόν ἀφομοιουμένην».

Σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης λέγει ὅτι ὀ θεῖος ἔρως εἶναι ἐκστατικός, πού σημαίνει ὅτι δέν ἀφήνει τούς ἐραστές νά μείνουν στόν ἑαυτό τους, ἀλλά στούς ἐρωμένους. Καί αὐτό φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι τά ὑπέρτερα προνοοῦν γιά τά ὑποδεέστερα, τά τῆς ἰδίας τάξεως νά συνέχωνται τό ἕνα μέ τό ἄλλο, ἀλλά καί τά κατώτερα νά ἐπιστρέφουν στά ἀνώτερα.

«Ἔστι δέ καί ἐκστατικός ὁ θεῖος ἔρως, οὐκ ἐῶν ἑαυτῶν εἶναι τούς ἐραστάς, ἀλλά τῶν ἐρωμένων. Καί δηλοῦσι, τά μέν ὑπέρτερα τῆς προνοίας γιγνόμενα τῶν καταδεεστέρων καί τά ὁμόστοιχα τῆς ἀλλήλων συνοχῆς καί τά ὑφείμενα τῆς πρός τά πρῶτα θειοτέρας ἐπιστροφῆς» (τόμ. 3ος, σελ. 114).

Τό χωρίο αὐτό δείχνει, ἐκτός ἀπό τήν σχέση τοῦ Χριστοῦ μέ τούς ἁγίους καί τήν σχέση τῶν ἁγίων μέ τόν Χριστό, συγχρόνως καί τό πῶς πρέπει νά λειτουργῆ τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, κατά τρόπο συνοδικό καί ἱεραρχικό. Ὅλοι ἐξέρχονται ἀπό τούς ἑαυτούς τους καί προσφέρονται στούς ἄλλους, οἱ ἀνώτεροι κατεβαίνουν στούς κατώτερους, οἱ ὁμόστοιχοι νά συνέχωνται μέ ἐκείνους πού ἀνήκουν στήν ἴδια τάξη καί οἱ κατώτεροι νά ἐπιστρέφουν στούς ἀνώτερους.

Τότε δέν ἰσχύει οὔτε ὁ παπισμός οὔτε ὁ προτεσταντισμός, ἀλλά ἰσχύει ὁ κενωτικός ρόλος τοῦ ὀρθοδόξου συνοδικοῦ καί ἱεραρχικοῦ πολιτεύματος. Σέ αὐτό πρέπει νά ἀποβλέπουμε ὅλοι καί ὄχι νά διασποῦμε αὐτήν τήν ἑνότητα πού ἔχει καθορίσει ὁ Θεός.

Τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι συνοδική φαίνεται ἀπό πολλά χωρία τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό ψαλμικό χωρίο: «Ἡ αἴνεσις αὐτοῦ ἐν Ἐκκλησίᾳ ὁσίων» λέγει: «Δείκνυσιν γάρ, ὅτι ὁμοῦ καί μετά συμφωνίας ἁπάσης δεῖ τό εὐφημίας ἀναφέρειν. Ἐκκλησία γάρ συστήματος καί συνόδου ἐστιν ὄνομα». Ἡ λέξη Ἐκκλησία εἶναι ὄνομα συνόδου καί ὄχι αὐτο-ἀνεξαρτησίας.

Καί ἀλλοῦ ὁμιλώντας γιά τίς συνάξεις στόν Ναό πού εἶναι ἡ βάση ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, λέγει: «Ἐκκλησία γάρ γέγονεν, οὐχ ἵνα διῃρημένοι ὦμεν καί συνελθόντες, ἀλλ᾿ ἵνα οἱ διῃρημένοι συνημμένοι∙ καί τοῦτο ἡ σύνοδος δείκνυσι». Ἡ Ἐκκλησία συνδέεται μέ τήν Σύνοδο καί αὐτό φαίνεται στήν θεία Εὐχαριστία.

Ἐφ᾿ ὅσον ἡ λέξη Ἐκκλησία δείχνει τήν σύνοδο, τότε τό συνοδικό σύστημα ἰσχύει και λειτουργεῖ σέ ὅλα τά ἐπίπεδα. Δέν εἶναι δυνατόν τό συνοδικό πολίτευμα νά λειτουργῆ στίς Ἐνορίες, τά Μοναστήρια, τίς Μητροπόλεις, στά Πατριαρχεῖα καί τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες καί νά σταματᾶ στούς Προκαθημένους!

Σέ τέτοια περίπτωση οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν ποῦ ἀναφέρονται; Δέν πρέπει νά ἀναφέρωνται στήν Σύναξη-Σύνοδο τῶν Προκαθημένων μέ Πρῶτον τόν Οἰκουμενικό; Ἀλλιῶς, μήπως ἡ αὐτοκεφαλία ἑρμηνεύεται ὡς «αὐτοκεφαλαρχία»; Καί ἡ Σύνοδος-Σύναξη τῶν Προκαθημένων δέν ἔχει κεφαλή, δέν ἔχει Πρῶτον; Εἶναι ἀκέφαλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατά τρόπο προτεσταντικό;

Νομίζω ὅτι ἔχει μεγάλη σημασία τό ὅτι, ὅταν λειτουργῆ κάθε Προκαθήμενος, μνημονεύει τά Δίπτυχα μέ πρῶτον τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί μετά τούς ἄλλους Πατριάρχες καί Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Αὐτή ἡ μνημόνευση τῶν Διπτύχων ἑρμηνεύει περισ­σότερο ὅσα εἶπα προηγουμένως, παρά ἡ μνημόνευση «πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων», πού μπορεῖ νά ἐκληφθῆ ὡς μιά «προτε­σταντική ἀρχή».

Πάντοτε εἶχα τήν ἀπορία: Τί σημαίνει τό «πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων», τί μνημονεύει ὁ κάθε Προκαθήμενος τῆς κατά τόπον Ἐκκλησίας μέ τό «πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων», χωρίς νά μνημονεύη ἕναν Πρῶτον μέ τήν Σύνοδο τῶν Προκαθημένων; Αὐτή ἡ μνημόνευση ἁρμόζει περισσό­τερο στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ὡς μιά κενωτική ἔκφραση τῆς Πρωτοθρόνου διακονίας του.

Βεβαίως, αὐτή ἡ μνημόνευση πού κάνουν οἱ Προκαθήμενοι «πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων» παρατηρεῖται τοὐλάχιστον, ὅπως γνωρίζω, ἀπό τόν 14ο αἰώνα, πού κινεῖται παράλληλα μέ τήν ἀρχαιότερη μνημόνευση τῶν Διπτύχων καί ἑρμηνεύεται ἀπό αὐτήν. Ἀλλά δέν μποροῦν οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νά μήν ἀναφέρωνται σέ μιά Σύνοδο-Σύναξη μέ Πρῶτον.

Ὁπότε καταλαβαίνει κανείς ὅτι, ὅταν μιά Τοπική Ἐκκλησία διακόπτη τήν μνημόνευση στά Δίπτυχα τοῦ Πρώτου, τότε εὑρίσκεται ἤδη σέ σχίσμα, δημιουργεῖ μιά ἀνεξάρτητη κεφαλή, διασπᾶ τό «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς». Πρόκειται γιά μιά ἐκκλησιολογική αἵρεση μέ δογματικές ἐπιπτώσεις, ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί ἔχει κεφαλή της τόν Χριστό, πού «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς» καί λειτουργεῖ σέ ὅλα τά ἐπίπεδα συνοδικά, ἀφοῦ, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, «Ἐκκλησία συστήματος καί συνόδου ἐστίν ὄνομα».

Ἑπομένως, ἡ αὐτοκεφαλία καί ἡ Πατριαρχική τιμή καί ἀξία δέν ἑρμηνεύονται ποτέ ὡς ἀνεξάρτητες Ἐκκλησίες, χωρίς Πρῶτον, ὡς «αὐτοκεφαλισμός», κατά τόν Ἰωάννη Καρμίρη, ὡς «κεφαλαρχία» κατά τόν Ὀλιβιέ Κλεμάν καί ὡς «καπετανάτο» κατά τόν Παναγιώτη Τρεμπέλα. Μιά τέτοια νοοτροπία εἶναι κατάλυση τοῦ συνοδικοῦ καί ἱεραρχικοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι μιά σχισμαστική κατάσταση, μιά ἐκκλησιολογική αἵρεση.
7. Τό δυνάμει καί ἐνεργείᾳ σχίσμα

Τά σχίσματα δέν γίνονται μόνον στό κατώτερο ἐπίπεδο ἀπό τούς φιλοπρωτεύοντας Ἱερεῖς, ἀλλά καί στό ἀνώτερο ἐπίπεδο, ὅταν ἕνας Προκαθήμενος μαζί μέ τήν Σύνοδό του ἀποκόπτεται ἀπό τόν Πρῶτον καί διακόπτει τήν εὐχαριστιακή κοινωνία μαζί του.

Ἐννοεῖται ὅτι καί ὁ Πρῶτος πρέπει νά σέβεται τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί τό συνοδικό σύστημά της. Ὑπῆρξαν δέ περιπτώσεις πού καί ὁ Πρῶτος ὑπέπεσε σέ θεολογικά λάθη καί ὑπέστη τίς συνέπειες (Νεστόριος, Ὀνώριος).

Πάντως ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τό συνοδικό σύστημα γίνεται ἀπό πολλά αἴτια. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τό ἀποστολικό χωρίο «τό αὐτό εἰς ἀλλήλους φρονοῦντες», παρατηρεῖ: «Οὐδέν γάρ οὕτως ἀποσχίζει σῶμα ἐκκλησίας, ὡς ἀλαζονεία. Καί ἀλλοῦ ὁ ἴδιος διδάσκει ὅτι ἐκεῖνος πού ἀπέκοψε τόν ἑαυτό του ἀπό «τῆς συνόδου ταύτης» καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων καί ἔφυγε ἀπό τό ἰατρεῖο «κἄν ὑγιαίνειν δοκῇ, ταχέως εἰς ἀρρωστίαν πεσεῖται».

Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἑρμηνεύοντας τό χωρίο τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα «ἀπό ποδῶν ἕως κεφαλῆς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ ὁλοκληρία, οὔτε τραῦμα, οὔτε μώλωψ, οὔτε πληγή φλεγμαίνουσα», γράφει: «Τραύματα μέν οὖν τά ἐν Ἐκκλησίᾳ σχίσματα∙ μώλωπες δέ, αἱ ὕπουλοι καρδίαι∙ φλεγμονή δέ, ἔπαρσις ψυχῆς ἐξ ἀλόγου οἰήσεως ὀγκουμένης, καί διά τοῦτο ἐπαιρομένης κατά τῆς γνώσεως τοῦ Χριστοῦ». Ἔτσι, τά σχίσματα εἶναι τραύματα στήν Ἐκκλησία, οἱ ὕπουλες καρδιές εἶναι μώλωπες, ἡ ἔπαρση τῆς ψυχῆς ἀπό ἄλογη οἴηση εἶναι φλεγμονή.

Συμπερασματικά, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ΜΟΝΗ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία. Οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέν διασποῦν τήν ἑνότητά της, κατά τόν μελισμό καί μή διαμερισμό τοῦ Εὐχαριστιακοῦ ἄρτου. Οἱ κατά τόπους Ἐκκλησίες διοικοῦνται κατά τόν τρόπο πού τελεῖται ἡ θεία Εὐχαριστία, ἔχουν Προεστῶτα καί συλλειτουργούς.

Τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό καί ἱεραρχικό. Αὐτό ἀρχίζει ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες - Μητροπόλεις καί φθάνει μέχρι καί τήν Σύνοδο τῶν Προκαθημένων. Τό συνοδικό καί ἱεραρχικό σύστημα λειτουργίας δέν εἶναι δυνατόν νά ἰσχύη μέχρι τούς Προκαθημένους καί ἐκεῖ νά ἰσχύη τό Παπικό ἤ Προτεσταντικό σύστημα.

Οἱ Πρῶτοι τῶν Ἐκκλησιῶν θεωροῦνται ὡς κεφαλή τῶν Ἐκκλησιῶν «εἰς τόπον καί τύπον» τῆς Κεφαλῆς, τοῦ Χριστοῦ. Ὁ «αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος» χαρακτηριζόταν ἔτσι σέ σχέση μέ τόν Μητροπολίτη καί ὄχι σέ σχέση μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ἀπό τόν ὁποῖον ἐλάμβανε τήν χειροτονία καί τόν ὁποῖον μνημόνευε στήν θεία Λειτουργία. Ὁ ὅρος Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία, πού εἰσήχθη πολύ ἀργότερα, πρέπει νά ἑρμηνευθῆ ὀρθόδοξα καί ὄχι πάντως ὡς διάσπαση τοῦ Συνοδικοῦ συστήματος καί ὡς «κακοκέφαλον» καί «πολυκέφαλον». Κάθε αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία πρέπει νά ἔχη σχέση μέ τόν Οἰκουμενικό Θρόνο.

Κάθε διάσπαση ἀπό τό συνοδικό καί ἱεραρχικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ παύση τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πρώτου στήν θεία Εὐχαριστία εἶναι σχίσμα καί αὐτό γίνεται ἀπό φιλαρχία καί ἀλαζονεία, ἐκτός καί ἄν ἐκεῖνος ὑπέπεσε σέ αἵρεση καί αὐτό ἐλέγχθηκε συνοδικά. Καί ἐπειδή «τάξις συνέχει τά πάντα καί τά οὐράνια, ἀλλά καί τά ἐπίγεια», αὐτή ἡ τάξη δέν μπορεῖ νά καταστρατηγεῖται στήν Σύνοδο-Σύναξη τῶν Προκαθημένων, γιατί τότε εἰσάγεται ἕνας ἄλλος ὄχι ἁγιοπατερικός, ἀλλά ἀντορθόδοξος καί ἐκκοσμικευμένος θεσμός, ἕνα οἱονεί Παγκόσμιο Συμβούλιο Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν!!