Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Λόγος τὴν Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς (α) «Ἁγίου Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας Λόγοι καί ὁμιλίες τόμος Β»

 


Λόγος τὴν Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς (α)

     «Ἐάν τις διψᾶ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω» (Ἰω. 7, 37). Τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ λόγια εἶπε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς στὸν ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων. Τὸν ἴδιο περίπου λόγο εἶπε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ὁ προφήτης Ἡσαῒας, ὁ ὁποῖος ζοῦσε ἑφτὰ αἰῶνες πρὶν γεννηθεῖ κατὰ σάρκα ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Σὰν νὰ ἄκουγε ὁ προφήτης αὐτὸ ποὺ θὰ ἔλεγε 700 χρόνια ἀργότερα ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἔλεγε λοιπὸν τὸ ἑξῆς· «Οἱ διψῶντες, πορεύεσθε ἐφ’ ὕδωρ, καὶ ὅσοι μὴ ἔχετε ἀργύρων, βαδίσαντες ἀγοράσατε καὶ πίετε ἄνευ ἀργυρίου καὶ τιμῆς οἶνον καὶ στέαρ» (Ἡσ. 55, 1). «Καὶ ἀντλήσατε ὕδωρ μετ’ εὐφροσύνης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου» (Ἡσ. 12, 3).
    Βλέπετε πόσο μεγάλος εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ἂν καὶ εἶχε προαναγγελθεῖ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ 700 χρόνια νωρίτερα. Αὐτὰ τὰ λόγια πρέπει νὰ τὰ ἔχουμε χαραγμένα στὴν καρδιά μας καὶ νὰ δοξάζουμε τὸν Χριστὸ καὶ Θεό μας, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς μας! Γιὰ ποιὸ ὕδωρ μιλοῦσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὅταν ἔλεγε· «ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38). Μέσα δηλαδὴ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν σ’ Αὐτὸν θὰ τρέξουν ποτάμια ζωντανὸ νερό. Καὶ τὸ ζωντανὸ αὐτὸ νερὸ ποὺ θὰ τρέξει μέσα ἀπ’ αὐτούς, ποὺ μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ τους ἀγάπησαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, εἶναι ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
       Τὴν χάρη αὐτή μᾶς τὴν δίνει ὁ Κύριος ἂν τὴν ζητᾶμε, ἂν τὴν δεχόμαστε μὲ δέος καὶ σεβασμό. Ἂν μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας πιστεύουμε στὴν δύναμη ποὺ ἔχει ἡ χάρη Ὅταν μᾶς πλημμυρίζει αὐτὴ ἡ χάρη τότε ἐκχέεται ἔξω καὶ τρέχουν ἀπό μέσα μας ποτάμια ζωντανὸ νερό. Αὐτὸ λοιπὸν σημαίνει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος γεμίζει τὸν ἄνθρωπο δὲν μένει μέσα του ἀπαρατήρητη. Ἐκχέεται ἔξω μὲ τὰ λόγια τῆς ἀγάπης γεμάτα πραότητα, ταπείνωση καὶ ἀλήθεια.» (Τά κείμενα τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ πού δημοσιεύονται σέ συνέχειες στήν ἱστοσελίδα μας εἶναι παρμένα ἀπό τό ὁμώνυμο βιβλίο τῶν ἐκδόσεων «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»)

Μεσοπεντηκοστή : Η δεσποτική εορτή ανάμεσα στο Πάσχα και την Πεντηκοστή




Δεσποτική εορτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία τελείται 25 ημέρες μετά το Πάσχα, δηλαδή την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου

Μεσοπεντηκοστή : Η δεσποτική εορτή ανάμεσα στο Πάσχα και την Πεντηκοστή
Η εορτή της Μεσοπεντηκοστής αποτελούσε κατά τους Βυζαντινούς Χρόνους ένα μεγάλο γεγονός για την Κωνσταντινούπολη, καθώς την ημέρα εκείνη πανηγύριζε ο ναός της του Θεού Σοφίας
Trending

Η Μεσοπεντηκοστή είναι δεσποτική εορτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία τελείται 25 ημέρες μετά το Πάσχα, δηλαδή την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου, σε ανάμνηση της διδασκαλίας του Ιησού Χριστού στο ναό του Σολομώντος (Ιω. ζ’ 14).

Συμπίπτει με το μέσον του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ δύο σημαντικών εορτών της χριστιανοσύνης, του Πάσχα και της Πεντηκοστής.

Με άλλα λόγια, κατά τη Μεσοπεντηκοστή σημειώνεται η 25η ημέρα μετά την Ανάσταση και η 25η πριν από την Πεντηκοστή.

Δεδομένου ότι αποτελεί έναν ενδιάμεσο σταθμό, η εορτή αυτή συνδυάζει πασχάλια θέματα με τα γεγονότα της Πεντηκοστής, αλλά και προϊδεάζει τους πιστούς για την εορτή της Ανάληψης του Κυρίου, με σημείο αναφοράς τη Σοφία του Θεού, που είναι ο Ιησούς Χριστός.

Η εορτή της Μεσοπεντηκοστής αποτελούσε κατά τους Βυζαντινούς Χρόνους ένα μεγάλο γεγονός για την Κωνσταντινούπολη, καθώς την ημέρα εκείνη πανηγύριζε ο ναός της του Θεού Σοφίας.

Η Μεσοπεντηκοστή εορταζόταν με μεγαλοπρέπεια, παρουσία του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, ενώ στο μεγάλο ναό της Κωνσταντινούπολης συνέρρεαν πλήθη λαού.

Το λαμπρό χαρακτήρα της εορτής διασώζουν τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, τα οποία είναι εμπλουτισμένα με αναγνώσματα, σπουδαία τροπάρια, κανόνες και έργα μεγάλων υμνογράφων.

Τί εορτάζουμε τη Μεσοπεντηκοστή; Ιωάννης Μ. Φουντούλης, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (+)


Σε λίγους πιστούς είναι γνωστή η εορτή, αυτή. Εκτός από τους ιερείς και μερικούς άλλους χριστιανούς, που έχουν ένα στενότερο σύνδεσμο με την Εκκλησία μας, οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή της. Λίγοι είναι εκείνοι που εκκλησιάζονται κατ’ αύτη και οι περισσότεροι δεν υποπτεύονται καν, ότι την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μία μεγάλη δεσποτική εορτή, την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Και όμως κάποτε αυτή η εορτή  ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και συνέτρεχαν κατ’ αυτή στον μεγάλο ναό πλήθη λαού.

Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει την Έκθεση της Βασιλείου Τάξεως του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου για να δει το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 στον ναό του αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορα Λέοντος ς΄ του Σοφού (11 Μαΐου 903). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτορας το πρωί της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του ξεκινούσε από το ιερό παλάτι για να μεταβεί στον ναό του αγίου Μω­κίου. όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία.

Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλιάς και πατριάρχης εισέρχονταν επισήμως στον ναό. Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτορας παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο παρεκάθητο και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλιάς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους ο Θεός αγάγοι την βασιλείαν υμών» και με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερό παλάτι.

Αλλά και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στο Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τα ίχνη της παλαιάς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σαν μία μεγάλη δεσποτική εορτή, με τα εκλεκτά της τροπάρια και τους διπλούς της κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, του Θεοφάνους και του Ανδρέου Κρήτης, με τα αναγνώσματά της και την επίδρασή της στις προ και μετά από αυτήν Κυριακές και με την παράταση του εορτασμού της επί οκτώ ημέρες κατά τον τύπο των μεγάλων εορτών του εκκλησιαστικού έτους.

Ποιό όμως είναι το θέμα της ιδιορρύθμου αυτής εορτής; Όχι πάντως κανένα γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Το θέμα της είναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό. Η Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η από του Πάσχα και η 25η προ της Πεντηκοστής ημέρα. Σημειώνει το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτάσιμων ημερών. Είναι δηλαδή  ένας σταθμός, μία τομή.

Χωρίς δηλαδή να έχει δικό της θέμα η ημέρα αυτή συνδυάζει τα θέματα, του Πάσχα αφ’ ενός και της επιφοιτήσεως του αγίου Πνεύματος αφ’ ετέρου, και «προφαίνει» τη δόξα της αναλήψεως του Κυρίου, που θα εορταστεί μετά από 15 ημέρες. Ακριβώς δε αυτό το μέσον των δύο μεγάλων εορτών έφερνε στο νου και ένα εβραϊκό επίθετο του Κυρίου, το «Μεσ­σίας». Μεσσίας στα ελληνικά μεταφράζεται Χριστός. Αλλά ηχητικά θυμίζει το μέσον. Έτσι και στα τροπάρια και στο συναξάριο της ημέρας η παρετυμολογία αυτή γίνεται αφορμή να παρουσιασθεί ο Χριστός σαν Μεσσίας -μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης και διαλλάκτης ημών και του αιωνίου αυτού Πατρός». «Διά ταύτην την αιτίαν την παρούσα εορτή εορτάζοντες και Μεσοπεντηκοστήν ονομάζοντες τον Μεσσίαν  ανυμνούμεν Χριστόν», σημειώνει ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στο συναξάριο.

Σ’ αυτό βοήθησε και η ευαγγελική περικοπή, που επελέγη για την ημέρα αυτή. Μεσούσης της εορτής του ιουδαϊκού Πάσχα ο Χριστός ανεβαίνει στο ιερό και διδάσκει. Η διδασκαλία Του προκαλεί τον θαυμασμό, αλλά και ζωηρή αντιδικία μεταξύ αυτού και του λαού και των διδασκάλων. Είναι Μεσσίας ο Ιησούς ή δεν είναι; Είναι η διδασκαλία Του εκ Θεού ή δεν είναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ο Χριστός είναι ο διδάσκαλος. Αυτός που ενώ δεν έμαθε γράμματα κατέχει το πλήρωμα της σοφίας, γιατί είναι η Σοφία του Θεού που κατασκεύασε τον κόσμο. Ακριβώς από αυτόν τον διάλογο εμπνέεται μεγάλο μέρος της υμνογραφίας της εορτής. Εκείνος που διδάσκει στο ναό, στο μέσον των διδασκάλων του ιουδαϊκού λαού, στο μέσον της εορτής, είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Αυτός που αποδοκιμάζεται από τους δήθεν σοφούς του λαού Του είναι η του Θεού Σοφία.

Λίγες σειρές πιο κάτω στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, αμέσως μετά την περικοπή που περιλαμβάνει τον διάλογο του Κυρίου με τους Ιουδαίους «της εορτής μεσούσης», έρχεται ένας παρόμοιος διάλογος, που έγινε μεταξύ του Χριστού και των Ιουδαίων «τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής», δηλαδή κατά την Πεντηκοστή. Αυτός αρχίζει με μία φράση του Κυρίου «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω· ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος». Και σχολιάζει ο ευαγγελιστής· «Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος, ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν».

Δεν έχει σημασία, ότι οι λόγοι αυτοί του Κυρίου δεν ελέχθησαν κατά την Μεσοπεντηκοστή, αλλά λίγες ημέρες αργότερα. Ποιητική αδεία μπήκαν στο στόμα του Κυρίου στην ομιλία Του κατά την Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν εξάλλου τόσο πολύ με το θέμα της εορτής. Δεν μπορούσε να βρεθεί πιο παραστατική εικόνα για να δειχθεί ο χαρακτήρας του διδακτικού έργου του Χριστού. Στο διψασμένο ανθρώπινο γένος η διδασκαλία του Κυρίου ήλθε σαν ύδωρ ζων, σαν ποταμός χάριτος που δρόσισε το πρόσωπο της γης.

Ο Χριστός είναι η πηγή της χάριτος, «του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», που ξεδιψά και αρδεύει τις συνεχόμενες από βασανιστική δίψα ψυχές των ανθρώπων. Που μεταβάλλει τους πίνοντας σε πηγές· «Ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσι ύδατος ζώντος». «Και γενήσεται αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», είπε στη Σαμαρείτιδα. Που μετέτρεψε την έρημο του κόσμου σε θεοφύτευτο παράδεισο αειθαλών δένδρων φυτευμένων παρά τας διεξόδους των υδάτων του αγίου Πνεύματος. Το γόνιμο αυτό θέμα έδωσε νέες αφορμές στην εκκλησιαστική ποίηση και στόλισε την εορτή της Μεσοπεντηκοστής με εξαίρετους ύμνους.

Αυτή με λίγα λόγια είναι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Η έλλειψη ιστορικού υπόβαθρου της στέρησε τον απαραίτητο εκείνο λαϊκό χαρακτήρα, που θα την έκανε προσφιλή στον πολύ κόσμο. Και το εντελώς θεωρητικό της θέμα δεν βοήθησε τους χριστιανούς, που δεν είχαν τις απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, να ξεπεράσουν την επιφάνεια και να εισδύσουν στην πανηγυριζόμενη δόξα του διδασκάλου Χριστού, της Σοφίας και Λόγου του Θεού, της πηγής του ακένωτου ύδατος. Συνέβη με αυτή κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβη με τους περίφημους ναούς της του Θεού Σοφίας, που αντί να τιμώνται στο όνομα του Χριστού ως Σοφίας του Θεού, προς τιμήν του οποίου ανεγέρθησαν, κατάντησαν, για τους ιδίους λόγους, να πανηγυρίζουν στην εορτή της Πεντηκοστής ή του αγίου Πνεύματος ή της αγίας Τριάδος ή των Εισοδίων ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή και αυτής της μάρτυρος Σοφίας και των τριών θυγατέρων της Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.

(Ι. Μ. Φουντούλη, «Λογική λατρεία», εκδ. Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, σ. 108-114)

Τί είναι η Μεσοπεντηκοστή;


«Ο Μεσσίας (= Χριστός), όταν η εορτή ήταν στο μέσο, στάθηκε ανάμεσα στους διδασκάλους του μωσαϊκού Νόμου και τους δίδασκε».

Την εορτή της Μεσοπεντηκοστής την εορτάζουμε για την τιμή των δύο μεγάλων εορτών, δηλαδή του Πάσχα και της Πεντηκοστής, επειδή αυτή και ενώνει και συνδέει τις δύο αυτές εορτές. Η εορτή της Μεσοπεντηκοστής θεσπίστηκε για τον εξής λόγο: Μετά το υπερφυές θαύμα που έκαμε ο Χριστός στο παράλυτο, οι Ιουδαίοι, σκανδαλισμένοι δήθεν για το Σαββάτου (διότι πράγματι, Σάββατο θεράπευσε ο Κύριος τον παράλυτο), Τον καταδίωκαν και ζητούσαν να τον σκοτώσουν. Για το λόγο αυτό ο Ιησούς έφυγε από τα Ιεροσόλυμα και πήγε στη Γαλιλαία, όπου και διέμενε στα όρη της περιοχής εκείνης με τους μαθητές Του. Εκεί έκανε το υπερφυές θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, και έφαγαν και χόρτασαν πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς να υπολογίζονται στον αριθμό αυτό γυναίκες και παι­διά. Μετέπειτα, κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας (ήταν δε και αυτή μεγάλη εορτή των Ιουδαίων), ο Ιησούς ανέβηκε και πάλι στα Ιεροσόλυμα και περπατούσε στα κρυφά.  Στο μέσο όμως της εορτής ανέβηκε στο Ναό και δίδασκε· και όλοι έμεναν έκπληκτοι από τη διδαχή Του. Αλλά, επειδή Τον φθονούσαν, έλεγαν: «Πώς αυτός ξέρει γράμματα, ενώ δεν έχει σπουδάσει;». Αλλά ο Ιησούς, όντας πράγματι νέος Αδάμ, όπως εκείνος ο πρώτος ήταν κατάμεστος από σοφία, έτσι και Αυτός, όντας επιπλέον και Θεός, ήταν παντογνώστης (που βέβαια ο πρώτος Αδάμ δεν ήταν). Γόγγυζαν λοιπόν όλοι κατά του Χριστού και επιδίωκαν να Τον σκοτώσουν οπωσδήποτε. Εκείνος δε, ελέγχοντάς τους ότι μάχονταν δήθεν υπέρ του Σαββάτου, είπε: «Γιατί ζητάτε να με σκοτώσετε;». Και στρέφοντας τη σκέψη των Ιουδαίων στο μωσαϊκό Νόμο, τους είπε επιπρόσθετα ότι δεν είχαν κανένα λόγο να θυμώνουν εναντίον του, επειδή θεράπευσε κατά την ημέρα του Σαββάτου τον παράλυτο, διότι και ο Μωυσής έχει νομοθετήσει ότι το Σάββατο μπορεί να καταλύεται, στη περίπτωση που πρόκειται για περιτομή, (όταν η όγδοη ημέρα από τη γέννηση του αρσενικού παιδιού, κατά την οποία έπρεπε αυτή να γίνει, συνέπιπτε με την ημέρα του Σαββάτου. Και συνεχίζοντας ο Κύριος, είπε: «Αν ένας άνθρωπος περιτέμνεται το Σάββατο, για να μην παραβιαστεί ο Νόμος του Μωυσή, εσείς θυμώνετε εναντίον μου, επειδή θεράπευσα έναν ολόκληρο άνθρωπο κατά την ημέρα του Σαββάτου;»). Και βέβαια ο Κύριος έκαμε διάλογο πολλή ώρα με τους Ιουδαίους περί του θέματος αυτού και τους τόνισε ότι δοτήρας του Νόμου ήταν αυτός ο ίδιος και ότι ήταν ίσος προς τον Πατέρα. Και αυτό το τόνισε  ιδιαίτερα κατά την τελευταία και πιο επίσημη ημέρα της εορτής (λέγοντας τους: «Εάν κανείς διψάει, ας έλθει σ’ εμένα και ας πιει»). Μετά ο Ιησούς τους είπε και πάρα πολλά άλλα, και ιδιαίτερα βαρυσήμαντα. Τότε εκείνοι πήραν στα χέρια τους πέτρες, για να τις ρίξουν καταπάνω Του, πλην όμως πέτρα δεν Τον άγγιξε ούτε κατ’ ελάχιστον. Και τούτο, διότι ο Ιησούς χάθηκε θαυματουργικά από τα μάτια τους και, περνώντας από ανάμεσά τους απαρατήρητος, έφυγε από το Ναό. Φεύγοντας δε από εκεί ο Κύριος και διαβαίνοντας από το μέσο της πόλεως, είδε κάποιον που είχε γεννηθεί τυφλός και τον θεράπευσε, κάνοντας τα μάτια του να βλέπουν.

Πρέπει δε να ξέρουμε ότι οι μέγιστες εορτές των Ιουδαίων είναι τρεις: Πρώτη είναι η εορτή του Πάσχα, η οποία τελείται κατά τον πρώτο μήνα, προς ανάμνηση της διάβασης της Ερυθράς θάλασσας. Δεύτερη είναι η Πεντηκοστή, η οποία θεσπίστηκε προς ανάμνηση της παραμονής τους στην έρημο επί πενήντα ημέρες, μετά τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας -πενήντα ημέρες, πράγματι, πέρασαν από τη διάβαση της Ερυθράς μέχρι που έλαβαν το μωσαϊκό Νόμο. (Συνολικά βέβαια στην έρημο έμειναν σαράντα χρόνια). Η εορτή αυτή γίνεται και προς τιμήν του αριθμού εφτά, ο οποίος θεωρείται από αυτούς ιερός. Τρίτη είναι η εορτή της Σκηνο­πηγίας, η οποία θεσπίστηκε προς ανάμνηση της σκηνής, την οποία ο Μωυσής κατασκεύασε και έστησε με αρχιτέκτονα τον Βεσελεήλ και έχοντας ως πρότυπο τη σκηνή που είδε (που του περιέγραψε ο Θεός) στη νεφέλη στο όρος Σινά. Η εορτή αυτή διαρκεί εφτά ημέρες και, εκτός από τον παραπάνω λόγο, θεσπίστηκε και προς ανάμνηση της επί σαράντα χρόνια παραμονής των Εβραίων στην έρημο. Αλλά και με τη συγκομιδή των καρπών σχετίζεται η εορτή της Σκηνοπηγίας. Τότε, λοιπόν, ενώ τελούνταν η εορτή αυτή, στάθηκε όρθιος ο Χριστός και έκραξε με φωνή μεγάλη: «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω». Εάν δηλαδή κάποιος αισθάνεται πόθο και δίψα, όχι για αγαθά υλικά και φθαρτά, αλλά για την εσωτερική γαλήνη και τη μακαριότητα της θείας ζωής, ας έρχεται προς έμενα διά της πίστεως και ας πίνει ελεύθερα. Πλησίον μου θα ικανοποιηθούν όλοι οι ευγενείς του πόθοι και θα βρει ανάπαυση η ψυχή του.

Επειδή λοιπόν με τη διδασκαλία Του αυτή ο Χριστός απέδειξε ότι είναι Μεσσίας (δηλαδή χρισμένος από το Θεό Πατέρα βασιλέας και λυτρωτής), αφού έγινε μεσίτης και συμφιλιωτής των ανθρώπων και του αιώνιου Πατέρα Του, γι’ αυτήν ακριβώς την αιτία, εορτάζοντας την εορτή αυτή και ονομάζοντάς την Μεσοπεντηκοστή, ανυμνούμε και τον Μεσσία Χριστό, αλλά συνάμα δηλώνουμε και τη μεγάλη σημασία που έχει η εορτή αυτή ευρισκόμενη στο μέσο μεταξύ των δύο μεγάλων εορτών της Εκκλησίας μας, δηλαδή του Πάσχα και της Πεντηκοστής. Νομίζω δε ότι για το λόγο αυτό θεσπίστηκε να γίνεται μετά την εορτή αυτή η εορτή της Σαμαρείτιδας, διότι και σ’ εκείνη την εορτή γίνεται λόγος για το Μεσσία Χριστό και περί ύδατος και δίψας, όπως και κατά την παρούσα εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Πέραν δε τούτου, κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη, ο διάλογος με τη Σαμαρείτιδα έγινε αρκετά πριν από τη θεραπεία του εκ γενετής τυφλού.

Με το  άπειρό  Σου έλεος , Χριστέ ο Θεός , ελέησέ μας .Αμήν.

(Γ.Δ.Παπαδημητρόπουλου, «Με τους Αγίους μας»-συναξάρια Τριωδίου και Πεντηκοσταρίου.)

Μεσοπεντηκοστή

AddThis Sharing Buttons

Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/926

© SanSimera.gr

Μεσοπεντηκοστή

AddThis Sharing Buttons

Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/926

© SanSimera.gr

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Η ουσία του Θεού είναι αμέθεκτη, ενώ οι άκτιστες ενέργειές Του μεθεκτές

 


του Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυριωτικής κ. Νικολάου

Ερ.: Αν δεν υπάρχει κάτι που να αποδεικνύει την μη ύπαρξη του Θεού, υπάρχει κάτι που να αποδεικνύει την ύπαρξή Του, και αν όχι, γιατί δεν υπάρχει;

Απ.: Ο Θεός δεν προσεγγίζεται λογικά. Αν έτσι συνέβαινε θα Τον ανακάλυπταν οι έξυπνοι, οι μορφωμένοι και οι σοφοί του κόσμου. Συχνά η αλήθεια κρύβεται από τα μάτια «των σοφών και συνετών και αποκαλύπτεται νηπίοι» (Ματθ.ια’ 25). Υπάρχω σημαίνει βρίσκομαι κάτω από μία αρχή. Εμείς υπάρχουμε γιατί βρισκόμαστε κάτω από Αυτόν. Θεός που αποδεικνύεται πως υπάρχει ή πως δεν υπάρχει, δεν υπάρχει!

Ο Θεός είναι… ονομάζεται στην Παλαιά Διαθήκη με αυτό το όνομα: ο Ων. Από το είναι του Θεού απορρέει η ύπαρξη του κόσμου.

Στην Ορθόδοξη παράδοση, αντί να ψάχνουμε αποδείξεις για την ύπαρξη και ουσία του Θεού, αγωνιζόμαστε για την αποκάλυψη της παρουσίας Του στην ζωή μας και για την κοινωνία του προσώπου Του. όταν κανείς ζει την ευλογία της παρουσίας Του και το μυστήριο της κοινωνίας Του, δεν έχει ανάγκη να απαντήσει στο ερώτημα της ύπαρξής Του. όλα τα σχετικά ερωτήματα εκφυλίζονται πριν λάβουν την απάντησή τους.

Θα πω κάτι που ίσως λίγο σας δυσκολέψει, αλλά όμως είναι πολύ σημαντικό. Η γνώση μας για τους λόγους των όντων για το μυστήριο του Θεού είναι πολύ περιορισμένη. Πολύ λίγα γνωρίζουμε, διότι και πολύ λίγα μπορούμε να χωρέσουμε. Αλλά αυτά που κατέχουμε είναι ότι μας χρειάζεται. Η ουσία του Θεού είναι αμέθεκτη, ενώ οι άκτιστες ενέργειές Του μεθεκτές. Εμείς δεν γνωρίζουμε ούτε κατανοούμε την ουσία Του, μόνο μυστηριακώς και μυστικώς κοινωνούμε τη φύση Του, γινόμαστε «κοινωνοί θείας φύσεως» (Β’ Πέτρ.α’ 4). Έτσι ζούμε την αποκάλυψή Του, και τη χάρι και την παρουσία Του.

Από το βιβλίο: «Αν υπάρχει ζωή, θέλω να ζήσω»

Γνώση των Θείων ενεργειών † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας

 


† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας

ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ

ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει εκείνο που χαρακτηρίζει τη Θεία ύπαρξη και την ξεχωρίζει από τα κτιστά δημιουργήματα, δεν μπορεί δηλαδή να γνωρίσει την ουσία του Θεού. Ο Μωυσής, ο αγνός δούλος του Θεού απαιτεί: «Εάν λοιπόν βρήκα χάρη ενώπιόν Σου, φανέρωσέ μου τον εαυτό Σου και να πεισθώ πως βρήκα χάρη ενώπιόν Σου και πως είναι ο λαός Σου το μεγάλο αυτό έθνος» (Έξ. λγ' 13). Όμως ο Κύριος του απαντά: «δεν θα μπορέσεις να δεις το πρόσωπό μου- γιατί δεν μπορεί ο άνθρωπος να δει το πρόσωπό μου και να ζήσει» (Έξ. λγ' 20). 

Η Ουσία του Θεού είναι απρόσιτη και ακοινώνητη, ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσεγγίσει την Ουσία του Θεού, ούτε μπορεί να ενωθεί με Αυτήν. Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι τα μόνα πρόσωπα που γνωρίζουν την Ουσία του Θεού (Ματθ. ια' 27. Ιω. α' 18. Α' Κορ. β' 10), είναι κοινωνοί της Θείας Ουσίας, έχουν θεϊκή φύση, χωρίς όμως να αποτελούν «άλλους Θεούς», γιατί πρόκειται για τον ενυπόστατο Λόγο και το ενυπόστατο Πνεύμα του Ενός και Μοναδικού Θεού! 

Αλλά ο απρόσιτος και ακοινώνητος κατά την ουσία Θεός δεν μένει ανενέργητος, όταν ο άνθρωπος αγαπά, τότε ο Θεός απαντά στην αγάπη του ανθρώπου με την δική Του αγάπη (Ιω. ιδ' 23), «τον Θεό δεν Τον έχει δει κανείς, εάν αγαπούμε αλλήλους, ο Θεός μένει μέσα μας και η αγάπη Του έχει γίνει τέλεια μέσα μας. Με τούτο γνωρίζουμε ότι μένουμε "εν αυτώ" και Αυτός "εν ημίν", γιατί μας έδωκε από το Πνεύμα Του» (Α' Ιω. δ' 12-13). 

Η αγαπητική αυτή κίνηση του Θεού δεν είναι κάτι έξω από την ουσία του Θεού· είναι ακτινοβολία της Θείας φύσης και πραγματική κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, κατά την οποία ο άνθρωπος γίνεται «κατοικητήριο του Θεού» (Εφεσ. β' 22. Πρβλ. Α' Κορ. γ' 16-17).

«Η Θεία δύναμη του Θεού μάς δώρησε όσα συντελούν στη ζωή και στην ευσέβεια διά της επίγνωσης Εκείνου που μας κάλεσε με τη δική Του δόξα και δύναμη. Δι' αυτών μας εδώρισε τις πολύτιμες και μέγιστες υποσχέσεις, ώστε να αποφεύγετε με αυτές την διαφθορά που υπάρχει στον κόσμο λόγω των κακών επιθυμιών και να γίνετε κοινωνοί θείας φύσης» (Β' Πέτρ. α' 3-4).

«Το κτιστό ον κοινωνεί κατά τη δωρεά της ευδοκίας με την άκτιστη άναρχη Ύπαρξη... Πώς είναι δυνατό αυτό; Είναι τόσο ανεξήγητο, όσο ακατάληπτο και ανεξιχνίαστο είναι το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου "εκ του μηδενός". Κι όμως είναι τέτοια η ευδοκία του ουρανίου Πατρός, ώστε ο κτισθείς "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση", είναι προικισμένος με την ικανότητα να δεχθεί την θέωση, να γίνει δηλαδή κοινωνός της θείας ζωής, να λάβει το θείο τρόπο υπάρξεως, να γίνει Θεός κατά χάρη» (Γέροντας Σωφρόνιος).

Αυτό που αγγίζει τον άνθρωπο δεν είναι κάτι το κτιστό· πρόκειται πράγματι για Θεοκοινωνία, γιατί η χάρη του Θεού προέρχεται από την ίδια τη φύση του Θεού· είναι άκτιστη!

Η διάκριση μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών του Θεού και η παραδοχή ότι δεν πρόκειται για κάτι που προέρχεται έξω από τη φύση του Θεού (κτιστό), αλλά για την ενέργεια της θείας φύσης, κάνει δυνατή αυτή τη Θεοκοινωνία, ανοίγει δηλαδή το δρόμο για τη σωτηρία του ανθρώπου.

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει την Ουσία του Θεού, όμως η χάρη του Θεού, δηλαδή οι θείες ενέργειες, που είναι όχι κτιστές, αλλά άκτιστες και αχώριστες από την Ουσία του Θεού, φθάνουν μέχρι τον άνθρωπο και τον μεταβάλλουν σε «κατοικητήριον του Θεού» (Εφεσ. β' 22), σε «κοινωνόν Θείας φύσεως» (Β' Πέτρ. α' 4).

Είναι αυτονόητο πως η φανέρωση της θείας Ουσίας με τις θείες ενέργειες δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή όχι του κόσμου. Γι' αυτό άλλωστε λέμε πως οι θείες ενέργειες είναι άκτιστες και αιώνιες, όπως είναι άκτιστος και αιώνιος η δόξα του Τριαδικού Θεού. 

Με αυτό τον τρόπο το μήνυμα της  Ορθοδοξίας είναι μήνυμα ελπίδας και ζωής για τον άνθρωπο. Ο κτιστός άνθρωπος μπορεί να «γνωρίσει» τον Θεό, όχι με βάση την Ουσία του Θεού, αλλά με βάση τη χάρη, δηλαδή με τις άκτιστες και αιώνιες θείες ενέργειες του Θεού. Αυτή η θεογνωσία, δεν είναι αποτέλεσμα λειτουργίας κάποιων τυφλών νόμων είναι καρπός της ελευθερίας του Θεού και αποτελεί την εγγύηση για τη διατήρηση του ανθρώπινου προσώπου, που δεν συγχωνεύεται σε μία ενότητα ουσίας με τον Θεό, δεν απορροφάται από μια «Συμπαντική Υπερσυνειδητότητα», όπως κηρύττει ο αποκρυφισμός σε όλες τις μορφές του. Ταυτόχρονα όμως, η μετοχή του ανθρώπου στις Θείες ενέργειες εγγυάται την πραγματικότητα της σωτηρίας του ανθρώπου, γιατί αποτελεί κοινωνία άκτιστης και όχι κτιστής μορφής.


1) «Θεοφάνειες»

Οι άκτιστες θείες ενέργειες δεν επιφέρουν καμμιά αλλαγή στη θεία ζωή. Υπογραμμίζουμε και πάλι ότι είναι καρπός της θείας βουλήσεως και αγάπης του Θεού, όχι είδος τυφλών δυνάμεων. Με αυτές τις θείες ενέργειες ο Θεός μένει αναλλοίωτος, χωρίς «παραλλαγή ή τροπής αποσκίασμα» (Ιακ. α' 17. Πρβλ. Ψαλμ. ρά 28), όμως η Δόξα Του πληροί και ζωογονεί τον άνθρωπο και ολόκληρη τη δημιουργία (Ησ. στ' 3).
Στην Αγία Γραφή βλέπουμε διάφορες «Θεοφάνειες», μια απ' αυτές δέχθηκε ο Μωυσής, που βρήκε πράγματι χάρη ενώπιον του Θεού. Όμως στην παράκληση να του δοθή απόδειξη της Θείας αγάπης προς τον εκλεκτό λαό πήρε την απάντηση:

«Εγώ θα περάσω από μπροστά σου με τη δόξα μου και θα αναγγείλω το όνομα μου "ο Κύριος είναι ενώπιον σου". Και θα ελεήσω αυτόν που θέλω να ελεήσω και θα λυπηθώ εκείνον που θα λυπηθώ... Ιδού εδώ κοντά σου τόπος, στάσου πάνω στην πέτρα, όταν περάσει η δόξα μου, θα σε βάλω στην τρύπα της πέτρας και θα σκεπάσω το πρόσωπο σου με το χέρι μου και τότε θα δεις τα νώτα μου• όμως το πρόσωπο μου δεν θα σου φανερωθή» (Έξοδ. λγ' 19-23).

Ο Μωυσής, χωρίς την «πέτρα», δεν μπορούσε να «δει» τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ερμηνεύει πως η «πέτρα που προστάτευσε τον Μωυσή ήταν ο Λόγος του Θεού (Πρβλ. Έξοδ. ιζ' 6. Αριθ. κ' 11. Α' Κορ. ι’ 4), που έγινε για μας άνθρωπος. Ο Μωυσής δεν είδε την «πρωταρχική και ακήρατο φύση, που είναι γνωστή μόνον στον εαυτό Της, δηλαδή στην Αγία Τριάδα», αλλά είδε «την εξωτερική, η οποία φθάνει σε μας»: γνώρισε τη «μεγαλειότητα» η «μεγαλοπρέπεια» (Ψαλμ. η' 2), που αποκαλύπτεται στα δημιουργήματα. «Όπως εκείνοι που έχουν αδύνατα μάτια βλέπουν τις σκιές και τις εικόνες του ήλιου στην επιφάνεια του νερού, γιατί το καθαυτό φως θα κατέστρεφε την όραση τους, έτσι κι εμείς γνωρίζουμε τα νώτα του Θεού, δηλαδή τα ίχνη του».

Το ίδιο βλέπουμε και στην «όραση» του θείου φωτός, για το οποίο η Αγία Γραφή μας πληροφορεί ότι ήταν διαφορετικό από το συνηθισμένο φως. Πρόκειται για το άκτιστο φως, που έγινε ορατό στους ανθρώπους του Θεού (Έξοδ. γ' 2. ιγ' 21-22. λδ' 29-30. Ματθ. ιζ' 2. Πράξ. Β' 3). Αυτό το φως χαρακτηρίζεται και ως «δόξα Κυρίου» (Λουκ. β' 9).

Αυτή η «δόξα», η «μεγαλειότητα», η «μεγαλοπρέπεια», δεν αποτελεί γνώση της Ουσίας του Θεού, γιατί η θεία Ουσία είναι «απλή και ασχημάτιστη και ασύνθετη και απερίγραπτη και ούτε κάθεται, ούτε στέκεται, ούτε περιπατεί- όλα αυτά ανήκουν στα σώματα». Πώς όμως στην πραγματικότητα είναι η ουσία του Θεού, αυτό «το γνωρίζει μόνον Εκείνος» (Χρυσ.).

Ο Θεός λοιπόν δεν άφησε στο σκοτάδι τον άνθρωπο, πληθαίνει τις «οράσεις» (Ωσ. ιβ' 10)• όμως αυτό δεν αποτελεί γνώση της ουσίας του Θεού, αλλά θεία συγκατάβαση. Από το άλλο μέρος, οι θείες αυτές ενέργειες που φθάνουν μέχρι τον άνθρωπο δεν είναι κτιστές. Δίνουν στον άνθρωπο πραγματική ελπίδα, γιατί κάνουν δυνατή την πραγματική κοινωνία με τον Θεό. Αν οι ενέργειες αυτές ήταν κτιστές, η κοινωνία του ανθρώπου με αυτές τις κτιστές ενέργειες δεν θα εσήμαινε κοινωνία με τον Άκτιστο Θεό. Μια τέτοια κοινωνία δεν θα σήμαινε σωτηρία.


2) Νόθες καταστάσεις

Όλες οι εμπειρίες στον πνευματικό τομέα της ζωής του ανθρώπου δεν αποτελούν αληθινές «θεοφάνειες». Και εδώ μπορεί εύκολα να εισχωρήσει το στοιχείο της πλάνης. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος κάνει διάκριση μεταξύ «πνευματικής αισθήσεως», που είναι από τη φύση της θεία ενέργεια (άκτιστη χάρη) και «νοητής θεωρίας» του «φυσικού φωτός», που αποτελεί γνώση σε φυσικό επίπεδο και όχι κοινωνία με τον Θεό. Ο Γέροντας Σωφρόνιος εφαρμόζει τη διάκριση αυτή στο λόγο του Κυρίου: «Πρόσεχε λοιπόν μήπως το φως, που είναι μέσα σου, γίνει σκοτάδι» (Λουκ. ια' 35), πρόκειται για το «φυσικό φως» του νου και ονομάζεται σκοτάδι, γιατί δεν υπάρχει εκεί ο Θεός, δεν είναι γνήσια εμπειρία του ακτίστου θείου φωτός!

Ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί στις διανοητικές του αναζητήσεις (ακόμη και θεολογικές!) ορθολογιστικές μεθόδους και φθάνει σε υψηλά επίπεδα διανόησης, ξεπερνά την «τυπική λογική» και μπαίνει σε «μεταλογική σφαίρα». Σ' αυτή την περίπτωση μπορεί να έχει εμπειρίες, όπως η αίσθηση μιας «γνώσης» σε μορφή «φωτόμορφης αυτοθεωρίας», που αποτελεί αίσθηση του «κτιστού κάλλους» της εικόνας του Θεού και δεν αποτελεί πραγματική κοινωνία με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού- είναι εμπειρία «πανθεϊστικής τάξεως», λέγει ο Γέροντας Σωφρόνιος.

Οι πνευματικές λοιπόν αυτές εμπειρίες είναι φυσικό ιδίωμα του ανθρώπινου νου. Ο άνθρωπος βλέπει την καθαρότητα του νου, δηλαδή το νου του σε όλο του το κτιστό μεγαλείο, αφού απαλλαγεί από κάθε εξωτερική επίδραση ή σωματικό πάθος. «Μένοντας μέσα στο γνόφο της απεκδύσεως από κάθε τι ορατό και νοητό, ο νους δοκιμάζει μια ιδιόμορφη ευχαρίστηση και ανάπαυση κι αν ποτέ στρέψει το βλέμμα στον εαυτό του μπορεί να αισθανθεί κάτι που μοιάζει με φως, αυτό όμως δεν είναι το άκτιστο φως της Θεότητος, αλλά ένα φυσικό ιδίωμα του νου, που κτίστηκε κατ' εικόνα του Πρώτου Νου, δηλαδή του Θεού», συνεχίζει ο Γέροντας Σωφρόνιος.

Αυτής της τάξης είναι οι εμπειρίες που υπόσχονται τα διάφορα συστήματα που στρέφουν τον άνθρωπο «αυτοερωτικά» στον εαυτό του και κηρύττουν ουσιαστικά την αυτοσωτηρία, είτε με τη βοήθεια αυτοελέγχου, είτε με άλλες «τεχνικές». Στις περιπτώσεις αυτές ο άνθρωπος απομονώνει τον εσωτερικό εαυτό του από κάθε εξωτερική επίδραση και αποκτά ένα είδος «θεωρίας», αλλά μένει ουσιαστικά κλειστός στην ενέργεια της θείας χάρης. Τούτο γιατί μεταθέτει το κέντρο από την άκτιστη Θεία Αρχή στον εαυτό του, μακρυά από την πηγή του άκτιστου Θείου φωτός (πρβλ. Ιακ. α' 17). Όμως η χάρη του Θεού δεν εξαναγκάζεται, ούτε εξαναγκάζει κανένα!


3) Οι κίνδυνοι

Όταν ο άνθρωπος μεταθέσει το κέντρο της «πνευματικής» του ζωής στον εαυτό του, υπάρχει κίνδυνος να θεωρήσει τις «εμπειρίες» του ως Θεοφάνεια, σαν «σημάδι» αληθινής κοινωνίας με τον Θεό. Αυτό καλλιεργείται έντεχνα από το πνεύμα της πλάνης, που μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός, με αποτέλεσμα να φέρει σύγχυση στις καρδιές των ανθρώπων (Β' Κορ. ια' 14-15).
Δεν χρειάζεται βέβαια να υπογραμμίσουμε εδώ ότι υπάρχουν και άλλες «εμπειρίες», που δημιουργεί από την αρχή το πνεύμα της πλάνης, με σκοπό να παρασύρει στην απώλεια, αν είναι δυνατόν, ακόμη και τους εκλεκτούς (Ματθ. κδ' 24. Β' Θεσ. β' 9-11. Αποκ. ιγ' 13-14).


4) Διάκριση πνευμάτων

Ο κίνδυνος της πλάνης μας υποχρεώνει να θέσουμε το ερώτημα της διάκρισης των πνευμάτων. Πότε μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για το Πνεύμα του Θεού, πώς μπορούμε να γνωρίζουμε πως μια εμπειρία προέρχεται από το πνεύμα της πλάνης;

Η αγία Γραφή μάς διδάσκει πως κάθε πνεύμα, που δεν ομολογεί τον Ιησού Χριστό, είναι πνεύμα πλάνης και οδηγεί στην απώλεια (Α' Ιω. δ' 2-3, πρβλ. Ρωμ. ι' 8-13).

Όλες λοιπόν οι εμπειρίες ανθρώπων που δεν ομολογούν τον Ιησού Χριστό, δηλαδή το συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο, ως μονογενή Υιό του Θεού (Ματθ. ιστ' 16-17), δηλαδή ως ομοούσιο προς τον Πατέρα, τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο (Ιω. α' 1.14. Φιλιπ. β' 5-8. Κολ. β' 9. Α' Τιμ. γ' 16) δεν είναι γνήσιες πνευματικές εμπειρίες, προέρχονται από το πνεύμα της πλάνης.

Το να ομολογήσει κανείς τον Ιησού ως Κύριο, σημαίνει πως τον δέχεται ως μοναδικό Σωτήρα (Πράξ. δ' 12. Α' Κορ. η' 6) και δεν τοποθετεί στη θέση Του ή δίπλα από Αυτόν κανένα άλλο, γιατί πιστεύει πως ο Χριστός δεν είναι κάποια «χριστική κατάσταση», αλλά ο ένας και μοναδικός Σωτήρας, είναι ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ που έζησε επί Ποντίου Πιλάτου και μόνο Αυτός!

Αλλά η ομολογία του Χριστού δεν μπορεί να αποδεσμευθεί από τη διδαχή του Χριστού (Β' Ιω. 9. Γ' Ιω. 11), γι' αυτό και η τήρηση της διδαχής του Χριστού συνοδεύει πάντοτε τις γνήσιες πνευματικές εμπειρίες. «Το Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη, ειρήνη, γλυκύτης και διδάσκει την αγάπη για τον Θεό και για τον πλησίον. Αντίθετα το πνεύμα της πλάνης είναι υπερήφανο και δεν λυπάται τον άνθρωπο ούτε την άλλη δημιουργία. Επειδή δεν είναι δημιουργός των όντων, ενεργεί σαν κλέφτης και άρπαγας και η οδός του είναι γεμάτη όλεθρο» (Γέροντας Σωφρόνιος).

Η «ταπεινή αγάπη» που αγκαλιάζει ακόμη και τους εχθρούς, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της αληθινής κοινωνίας με τον Θεό και ξεχωρίζει την γνήσια εμπειρία από την φιλοσοφική πανθεϊστική κοινωνία. «Οι θείες θεωρίες παρέχονται στον άνθρωπο όχι όταν τις επιδιώκει, έχοντας κυρίως αυτές σαν στόχο, αλλ’ όταν η ψυχή κατεβαίνει στον άδη της μετανοίας και αισθάνεται αληθινά πως είναι χειρότερη από όλη την κτίση. Οι θεωρίες όμως που κατακτώνται με τη βία του λογικού, δεν είναι αληθινές, δηλαδή Θείας προελεύσεως, αλλά "κατά το δοκούν". Και όταν αυτό το δοκούν θεωρείται σαν αλήθεια, τότε δημιουργείται στην ψυχή του ανθρώπου μια κατάσταση που παρεμποδίζει τη δυνατότητα να ενεργήσει η χάρη του Θεού, δηλαδή η αληθινή θεωρία».

«Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιακ. δ' 6. Α' Πέτρ. ε' 5). Όπου δεν υπάρχει ταπεινό φρόνημα, είναι σίγουρο πως εκεί δεν υπάρχουν γνήσιες πνευματικές εμπειρίες. Νόθες «πνευματικές» εμπειρίες ενισχύουν σχεδόν πάντοτε την έπαρση, δεν καλλιεργούν ταπεινό φρόνημα.

Αυτό βλέπουμε στις διάφορες ομάδες, που υπόσχονται εσωτερικές εμπειρίες με τη βοήθεια διαφόρων «τεχνικών» (γιόγκα, διαλογισμό κ.ο.κ.). Αλλά το Άγιο Πνεύμα δεν εξαναγκάζεται με κάποιες «τεχνικές»- πνέει όπου Εκείνο θέλει (Ιω. γ' 8. Α' Κορ. β' 11. Εβρ. β'4).

Τα συστήματα αυτά δεν κηρύττουν τη μετάνοια, ούτε καλλιεργούν στους οπαδούς τους το ταπεινό φρόνημα. Ένα τέτοιο φρόνημα, κατά την αντίληψη τέτοιων ομάδων, δεν βοηθάει στην πνευματική αύξηση, αλλά πιστεύεται πως εμποδίζει την «ανάπτυξη της συνειδητότητας». Εδώ δεν αναζητάται ο αληθινός Θεός, αλλά «ο θεός μέσα μας», ο οποίος ταυτίζεται με τη «συνειδητότητα». Έτσι καλλιεργείται η συναίσθηση της υπεροχής και της έπαρσης. Αποδεικνύεται πως αυτός ο «θεός», που αναζητάται μακρυά από την ταπείνωση, μάλιστα με τρόπο εκβιαστικό, είναι το πνεύμα της πλάνης ή και ο ίδιος ο άνθρωπος, που αυτο-θεοποιείται και αυτο-λατρεύεται. Πρόκειται για «άλλο θεό» (Ησ. ξστ' 2. Ματθ. ε' 3. ι' 3. Α' Πέτρ. ε' 5).

π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Απόσπασμα από το βιβλίο του «Η Ορθοδοξία μας»

Θεός απρόσιτος (Β΄) Γεώργιος Γαλίτης, Ομ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Αθηνών

 

Με το θέμα μας συμπλέκεται το ερώτημα, γιατί η Γρα­φή ομιλεί έτσι, γιατί η αποκάλυψη του Θεού πρέπει να δίδεται έτσι. Η απάντηση των Πατέρων, που πολλές φορές τη συναντήσαμε και στα όσα είπαμε να υποκρύπτεται, είναι, διότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφθεί αλλιώς. Όπως ομιλούμε στα νήπια, έτσι ο Θεός μάς ομιλεί στη Γραφή για τον εαυτό του, λέει ο Ωριγέ­νης. Και κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας οι Γραφές, που ομιλούν περί του Θεού, «ώσπερ τινας νηπίους παιδαγωγούσαι τους εντυγχάνοντας, ανθρωπινότερον περί αυτού διαλέγονται, χείρας αυτώ και πόδας και οφθαλμούς και φωνάς και λόγους και στόματα και πρόσωπον και μυρία άλλα τοιαύτα περιάπτουσαι». Και πράγματι ο άνθρωπος απέναντι στον Θεό είναι κατά κυριολεξίαν νήπιος (από το νη και έπος), δεν έχει έπος, λόγο, δεν μπορεί να μιλήσει. Γι’ αυτό και χρειάζεται για να εκφράσει το θείο εικόνες και σύμβολα. Γι’ αυτό, λέει ο συγ­γραφέας των Αρεοπαγιτικών συγγραφών, απιστούμε οι πολλοί στα λόγια των θείων μυστηρίων, διότι τα βλέ­πουμε μόνον διά μέσου των προσκολλημένων σ’ αυτά αισθητών συμβόλων. Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να είναι αυτά όλα που βλέπουμε στην Παλαιά Διαθήκη; Πώς είναι δυνατόν να έχει ο Θεός χέρια και πόδια; Πρέπει να τα ξεντύσει κανείς τα σύμβολα και να τα δει όπως έχουν, γυμνά και καθαρά. Και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός φρονεί ότι όλα όσα λέγονται περί Θεού σαν να είχε σώμα, λέγονται συμβολικώς και έχουν ένα υψηλότερο νόημα.

Αγία Τριάς Β (1)

Αυτά δεν ισχύουν μόνον για τις παραστάσεις περί Θεού. Επεκτείνονται και σε ένα μεγάλο αριθμό βι­βλικών διηγήσεων. Ανέφερα μερικές προηγουμένως. Για πολλές όμως από τις διηγήσεις πιστεύουν οι Πα­τέρες ότι η Γραφή χρησιμοποιεί ομοίως συμβολική γλώσσα. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, για τον αστέρα που φάνηκε την ημέρα της γεννήσεως και οδήγησε τους Μάγους, λέει: αυτό το αστέρι δεν ήταν ένα από τα πολλά αστέρια· μάλλον δε ούτε καν αστέρι, όπως μου φαίνεται, αλλά κάποια δύναμη αόρατη που μετασχηματίσθηκε σ’ αυτήν την όψη. Τα αστέρια πώς μπο­ρεί να προχωρούν; Όταν κοιμόντουσαν οι Μάγοι, κοι­μόταν το αστέρι; Όταν προχωρούσαν, προχωρούσε το αστέρι; Όταν είχε συννεφιά, δεν έβλεπαν το αστέρι; Όταν στάθηκε πάνω από το μέρος που ήταν το παιδίον, πώς το είδαν και το κατάλαβαν; Συνεπώς πρέπει να είναι κάποια άλλη αόρατη δύναμη, ένας άγγελος, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, που τους οδή­γησε και τους φώτισε να πάνε εκεί. Με αυτά βέβαια ο ιερός πατήρ απογοητεύει μερικούς ευσεβείς διαπρε­πείς επιστήμονες, που προσπαθούν να μας ορίσουν τι ήταν αυτό το αστέρι, και λένε ότι υπήρχε σύνοδος τριών αστέρων κ.λπ. Με αυτά όλα, όσο και να είναι φι­λότιμες οι προσπάθειες, άθελά τους, με τον ζήλο τους, μετατρέπουν αυτό το περιστατικό σε ένα απλό φυσικό φαινόμενο· ακόμη και αν αυτό το εξηγήσουμε φυσικώς, ένας άπιστος δεν πρόκειται να πιστέψει, παρ’ όλη την προσπάθειά τους, τη στιγμή που μένει ένα πλήθος άλλων που δεν μπορούν να εξηγηθούν με τη φυσική.

Τη συμβολική γλώσσα βλέπουν οι Πατέρες και στις τε­λετές της Εκκλησίας. Με την κάθαρση π.χ. στο ύδωρ του βαπτίσματος εξεικονίζεται «εν συμβόλοις» η πνευ­ματική αποκάθαρση, κατά τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Γι’ αυτό βαπτίζουμε το παιδί στο νερό, γι’ αυτό βαπτιζόμαστε στο νερό, επειδή αυτό είναι σύμβολο της πνευ­ματικής καθάρσεως. Και ο Απόστολος Παύλος το ονο­μάζει «λουτρόν παλιγγενεσίας»: βυθιζόμενοι στο ύδωρ συμμετέχουμε στον θάνατο του Χριστού, εξερχόμενοι συμμετέχουμε στην ανάστασή του, ξαναγεννημένοι σε μια καινούργια ζωή.

Εδώ επιτρέψτε μου να ρωτήσω: δεν είναι όσα ελέχθησαν μια απάντηση σε όλους εκείνους που βλέπουν μύθους στη Γραφή; Αυτοί βλέπουν μύθους, και τους απορρίπτουν. Οι Πατέρες βλέπουν σύμβολα, εικόνες, ανθρωποπαθείς, ανθρωποκεντρικές και ανθρωπομορφικές εκφράσεις και τις ερμηνεύουν.

Βεβαίως δεν ερμηνεύονται όλες οι διηγήσεις της Γραφής με αυτόν τον τρόπο. Για τους Πατέρες η βά­ση κάθε ερμηνείας είναι η πίστη. Πολλές φορές η ερμηνεία ευρίσκεται έξω από τις δυνατότητές μας. Οι Πατέρες εγνώριζαν τα όρια των ανθρωπίνων δυνατο­τήτων. Έτσι γράφει ο Χρυσόστομος: «Το πώς ορώσιν οι Προφήται ταύτα, άπερ ορώσιν, ουχ ημέτερον ειπείν, ου γαρ δυνατόν ερμηνευθήναι λόγω τον τρόπον της όψεως». Λογικά δεν μπορούμε να το συλλάβουμε, ξέ­ρουμε όμως ότι έβλεπαν αυτό που έβλεπαν, με τον τρόπο που το έβλεπαν (την συγκατάβαση που είπαμε κ.λπ.), αλλά το πώς, δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Αυτή είναι η ερμηνεία των Πατέρων, εκείνων που γνώ­ριζαν να σταματούν τη σκέψη τους μπροστά στην πύ­λη του μυστηρίου και να μην υποκαθιστούν τον Θεό με υποκατάστατα, με είδωλα του Θεού. Όπου η χριστια­νική παράδοση απομακρύνθηκε από τον τρόπο σκέψεως των Πατέρων, μεταβλήθηκε σε ένα είδος θρησκευτικής φιλοσοφίας (και εννοώ συγκεκριμένα τη Δύ­ση), ή μιας ευσεβούς φιλολογίας, ενώ με αυτόν τον τρόπο της πατερικής σκέψεως θα μπορούσε η ανθρώπινη σκέψη, η θεολογία η χριστιανική, να φυλαχθεί από πολλά ατοπήματα. Η σκέψη των Πατέρων εισήγαγε μια νέα διάσταση στην ανθρώπινη σκέψη, μια διά­σταση που προσδιορίζεται από τα όσα είπαμε για το πώς βλέπουν οι Πατέρες την γνώση του Θεού. Αυτό είναι το μήνυμα των Πατέρων ανά τους αιώνες, ένα μήνυμα που δεν είναι αυτόνομο, αλλά είναι το μήνυμα της Γραφής ερμηνευμένο και υπομνηματισμένο. Γιατί και τη Γραφή πρέπει να ξέρουμε να τη διαβάζουμε, αν θέλουμε να βρούμε απάντηση στα προβλήματά μας. Δίνει απάντηση στα προβλήματά μας, αλλά πρέπει να ξέρουμε να τη διαβάζουμε. Στη Γραφή βρίσκεται ο Λό­γος του Θεού, που απεκαλύφθη στον άνθρωπο, με τρό­πο που να είναι προσιτός στο λόγο του ανθρώπου.

Για να γίνει προσιτός στο ανθρώπινο λογικό ο Θεός μέσω της Γραφής, χρησιμοποιεί τον ανθρώπινο λόγο, τις ανθρώπινες εκφράσεις. Αν θέλουμε να μιλήσουμε σε κάποιον, θα πρέπει να γνωρίζουμε τη γλώσσα του. Η απόσταση μεταξύ ημών και του Θεού είναι άπειρη. Ο Θεός είναι άκτιστος, τελείως απρόσιτος, δεν υπάρχει ουδεμία δυνατότητα επαφής με τις δικές μας δυνάμεις. Έτσι ο Θεός μάς μιλάει με τη γλώσσα μας, μιλάει με τις ανθρώπινες εκφράσεις. Αυτό πρέπει να γνωρίζουμε, όταν διαβάζουμε την Γραφή. Έτσι μόνον μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό και αυτό πρέπει να μάθουν και όλοι όσοι φεύγουν από τη Γραφή, επειδή τη θεωρούν κατώτερη του λόγου των, της λογικής των, σκανδαλιζόμενοι από τον τρόπο που ομιλεί. Ο σκανδαλισμός αυτός των «σοφών» και των «συνετών» δείχνει το επί­πεδο της θρησκευτικής τους μορφώσεως και της πνευ­ματικής τους καλλιέργειας.

Πρέπει να το παραδεχθούμε: το επίπεδο αυτό, παγκοσμίως, αλλά ας μείνουμε στη χώρα μας, είναι πολύ χαμηλό, είναι σε απελπιστική στάθμη. Δεν ξέρω αν όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται χειρότερη η κατάσταση. Για πολλούς ναι. Δεν θέλω να γενικεύσω. Υπάρχουν και οι εκλεκτοί που ξεχωρίζουν και ίσως αυτοί οι εκλεκτοί έχουν βαθύτερη γνώση από τις προηγούμενες γενιές. Αλλά η πλειονότης όσο πηγαίνει και υποβαθμίζεται. Ενώ μιλάμε για ανάπτυξη, είμαστε σ’ αυτό το θέμα υπανάπτυκτοι. Ενώ καταβάλλουμε τόσες προσπάθειες για την ανάπτυξη, το φράγμα της θρησκευτικής υπανάπτυ­ξης δεν επιχειρούμε να το σπάσουμε. Η οικονομική ανάπτυξη είναι η θεότητά μας, η υπαρξιακή αγωνία όμως δεν ικανοποιείται με τα ξυλοκέρατα του ασώτου υιού του Ευαγγελίου. Το πως θα καταξιώνουμε την ύπαρ­ξή μας στον 21ο  αιώνα, θα το μάθουμε μόνο στη Γραφή. Μόνο αν μάθουμε να μελετάμε τη Γραφή και αν μάθου­με να εμβαθύνουμε στη Γραφή και να την καταλαβαίνουμε, τότε μόνον θα μπορέσουμε να αναπτυχθούμε πνευματικά, θρησκευτικά, εκκλησιαστικά και χριστιανι­κά. Και δάσκαλοί μας σ’ αυτό είναι οι Πατέρες, μερικά δείγματα από τα οποία πήρα και σας μετέδωσα.

Ως τώρα προσπαθήσαμε να καταδείξουμε ότι ο Θε­ός είναι το αντικείμενο της απόλυτης αγνωσίας του ανθρώπου. Η γνώση όμως από τον άνθρωπο αυτής της απόλυτης αγνωσίας, το να αισθάνεται δηλαδή κα­νείς το αχώρητο, το απρόσιτο, το άρρητο του Θεού και το να ομιλεί περί του αρρήτου του Θεού και του απροσίτου και του αχωρήτου, αυτή είναι η μόνη δυνατή γνώση σχετικά με την ουσία του Θεού και ο μόνος δυνατός τρόπος αισθήσεως του Θεού και ομιλίας πε­ρί αυτού. Ακόμη περισσότερο, αυτό είναι μία πείρα, μία εμπειρία, στην οποία καταλήγει κανείς, όταν όλοι οι άλλοι δρόμοι που με την νόησή του άνοιξε για να φθάσει στον Θεό, έχουν αποδειχθεί αδιέξοδοι. Έτσι ο Θεός παύει πλέον να είναι νοητικό ή συναισθηματικό ή οτιδήποτε άλλο αντικείμενο, και γίνεται βίωμα: όπως  έλεγαν οι Πατέρες, «πάσχειν τα θεία». Ο δρόμος της γνώσεως δεν είναι ο νοητικός, αλλά ο βιωματικός. Ο Θεός δεν είναι το αντικείμενο της γνώσεως, αλλά το υποκείμενό της. Και η σχέση του ανθρώπου με Αυτόν, δεν είναι σχέση γνώσεως, αλλά ενώσεως, δηλαδή, όπως λένε οι Πατέρες και η Εκκλησία μας, «θεώσεως». Έτσι φθάνουμε στην καρδιά της ορθόδοξης θεολο­γίας, κατά την οποία ο άνθρωπος πλάσθηκε από το Δημιουργό του για να μετάσχει στη θεία φύση και να γίνει θεός, θεός όχι κατά φύσιν και κατ’ ουσίαν, εφόσον η ουσία του Θεού είναι απρόσιτη και άγνωστη, αλλά θεός κατά χάριν, ενούμενος μαζί του, δηλαδή θεούμενος.

Εδώ ανακύπτει ένα πιθανό ερώτημα: αφού η ουσία και η φύση του Θεού είναι απρόσιτη στον άνθρωπο, με τί ενώνεται ο θεούμενος άνθρωπος; Θέωση σημαίνει ένωση με το Θεό. Αφού η ουσία είναι απρόσιτη, πώς ενώνεται ο άνθρωπος με τον Θεό;

Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να κάνουμε μία διάκριση. Αν και η ουσία του Θεού μέ­νει άγνωστη και απρόσιτη στον άνθρωπο, όμως ο Θε­ός αποκαλύπτεται και γνωρίζεται και γίνεται προσιτός μέσω των ενεργειών του. Επειδή αφ’ ενός ο Θεός είναι  για τον άνθρωπο απρόσιτος κατά την ουσία· και επειδή  αφ’ ετέρου η θέωση του ανθρώπου πρέπει να νοηθεί ως μετοχή στη θεία φύση, γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε  διάκριση ανάμεσα στην ασύλληπτη, απρόσιτη, άκτιστη θεία ουσία, και στις προσιτές, αλλά επίσης άκτιστες, αλλά και αχώριστες από τη θεία ουσία, ενέργειες, με τις οποίες αποκαλύπτεται και γνωρίζεται ο Θεός. Τέ­τοια ενέργεια είναι π.χ. η θεία χάρις. Λέγεται θεία χάρις, γιατί χαρίζεται στους ανθρώπους και τους οδηγεί στη σωτηρία, ανάλογα με τη δεκτικότητά τους. Χαρίζει ο Θεός, αλλά πρέπει και εμείς να δεχθούμε τη δωρεά. Ο Θεός δεν μεροληπτεί, δίνει τη χάρη του σε όλους. Λέγει η Γραφή: «Τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονη­ρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. 5, 45). Η χάρη είναι άκτιστη δωρεά του Θεού. Δεχόμενος κανείς τη χάρη του Θεού, διαποτίζεται από αυτήν. Δεχόμενος ο άνθρωπος τη θεία χάρη, ενώνεται με τον Θεό, θεούται. Αυτή είναι η θέωση. Το ίδιο είναι η δόξα του Θεού, μια άλλη άκτιστη ενέργεια του Θεού. Θέωση θα πει να βλέπεις τη δόξα του Θεού. Αυτό είναι ο παράδεισος. Και η κόλαση είναι αντίστοιχα να μην μπορείς να δεις τη δόξα του Θεού. Η κόλαση και ο παράδεισος είναι η θέα ή η μη θέα της δόξης του Θεού. Η θέα της δόξας του Θεού είναι η άπειρη μακαριότητα του ανθρώπου. Γιατί ο Θεός είναι μεν το τελείως απρόσιτο ον, αλλά η άκτιστη ενέργεια του Θεού καθιστά προσιτή τη δόξα του. Βλέποντας τη δόξα του Θεού, ενούται ο άνθρωπος με την άκτιστη αυτή ενέργεια του Θεού, που είναι για μάς το ανώτερο που μπορούμε να συλλάβουμε για τον Θεό, είναι ο ίδιος ο Θεός· το να δούμε τη δόξα του Θεού, αυτή είναι η μακαριότης μας, αυτός είναι ο παράδεισος, αυτή είναι η θέωση. Το να μη μπορεί να δει κανείς τη δόξα του Θεού, αυτό είναι το μεγαλύτερο βάσανο, αυτό είναι η κόλαση.

             Κριτήριο για τη θέα της δόξας του Θεού είναι η αγά­πη. Θυμηθείτε την παραβολή της μελλούσης κρίσεως. Ο Κριτής θα κρίνει με το κριτήριο της αγάπης. «Ο Θεός αγάπη εστίν», όπως γράφει ο Ευαγγελιστής Ιω­άννης (Α’ Ιω. 4, 8.10). Ο Θεός είναι αγάπη· δε λέμε έχει αγάπη, αλλά είναι αγάπη. Αφού είναι αγάπη, θα κρίνει με το μέτρο αυτό τους ανθρώπους. Εσείς οι εκ δεξιών μου, δείξατε αγάπη, μπορείτε να με δείτε: «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομή­σατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (Ματθ. 25, 34). Οι άλλοι πάλι θα δουν το Θεό, αλλά αν δεν έχουν αγάπη, η αγάπη του Θεού θα τους καίει. Και για τους μεν θα είναι φως που θα φωτίζει, για τους δε «πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. 12, 29). Ο Θεός, λένε οι Πατέρες, τιμωρεί τους αμαρτωλούς, χρησιμο­ποιώντας ως μαστίγιο την αγάπη του. Εμείς ανάλογα με τη στάση μας απέναντι στο Θεό θα απολαύσουμε τον παράδεισο, ή θα υποστούμε την κόλαση. Η ανταπόκριση ή μη στην αγάπη του Θεού είναι αυτή που κολά­ζει ή σώζει τον άνθρωπο.

Η προσέγγιση αυτή, για την οποία μίλησα, στις άκτι­στες ενέργειες του Θεού, είναι η μόνη δυνατή προ­σέγγιση του Θεού που μπορεί να πραγματοποιήσει ο άνθρωπος.

Με όσα είπαμε, έγινε κατανοητό, ότι λέγοντας αγνωσία οι Πατέρες δεν εννοούν τον αγνωστικισμό. Ο αγνωστικιστής αναφέρεται σ’ αυτή την ύπαρξη του Θεού. Φρονεί ότι, το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός, είναι αδύνατον να το γνωρίζουμε. Για την Ορθοδοξία όμως η αγνωσία είναι η υψίστη μορφή της γνώσεως του Θεού, μιας γνώσεως που οδηγεί από την αλογία στην δοξολογία. Πολύ ωραία ψάλλει ένας ύμνος: «Αφού δεν μπορούμε να βρούμε λόγια να σημάνουμε την ασύλληπτο στο νου τριφεγγή σου θεότητα, φιλάν­θρωπε Δέσποτα, σε υμνούμε και τη δύναμή σου δοξά­ζουμε». Και ένας ύμνος των Χριστουγέννων: «Μυστή­ριον ξένον, ορώ, και παράδοξον! Ουρανόν, το σπήλαιον· θρόνον χερουβικόν, την Παρθένον· την φάτνην, χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος, Χριστός ο Θεός· ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν».

Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι το δοξολογικό τέ­λος και η δοξολογική αρχή στους ύμνους είναι κύριο χαρακτηριστικό της ορθοδόξου θεολογίας που εκφράζεται στην ορθόδοξη υμνολογία, γιατί η υμνο­λογία είναι η πεμπτουσία της θεολογίας. Η Οκτώηχος του Ιωάννου του Δαμασκηνού περιέχει όλη τη σύνοψη της θεολογίας. Όχι μόνον σύνοψη αλλά και ανάπτυξη, έκθεση της θεολογίας.

Ορθοδοξία δεν είναι μόνον η ορθή δόξα περί του Θεού, η ορθή πίστη, αλλά είναι και η ορθή δόξα προς τον Θεό, η ορθή δοξολογία. Η ορθή δόξα του Θεού, η δοξολογία δηλαδή του Θεού, γίνεται στο πλαίσιο της ορθής δόξας περί του Θεού, είναι αχώριστη από την ορθή πίστη, το ορθό δόγμα. Και η δόξα ως πίστη και δι­δασκαλία είναι αχώριστη από τη δόξα ως αίνον και δο­ξολογία.

Όλη η ορθόδοξη θεολογία ως λόγος περί του Θεού και ειδικότερα η θεολογία των Πάτερων της Εκκλη­σίας καταλήγει διά μέσου του αποφατισμού ακριβώς στην δοξολογία του Θεού.

Η περιήγηση στο περιβόλι της ορθοδόξου θεολογίας με ξεναγούς τους θεοφόρους Πατέρες μάς έδειξε το απρόσιτο του Θεού. Όμως αυτός ο απρόσιτος Θεός είναι ο πατέρας μας, ο πλάστης και δημιουργός μας, είναι αγάπη, είναι η αγάπη· και η αγάπη του δεν θέλησε να αφήσει εαυτόν «αμάρτυρον» κατά την Γραφή (Πράξ. 14,17). «Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4,4) έγινε προσιτός και απεκάλυψε τον εαυτό του στο πρό­σωπο του Υιού και Λόγου του· «και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού» (Ιω. 1, 14). «Σώσαι θέλων τον κόσμον, ο των όλων κοσμήτωρ, προς τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε· και ποιμήν υπάρχων ως Θεός, δι’ ημάς έφάνη καθ’ ημάς άνθρωπος· ομοίω γαρ το όμοιον καλέσας, ακούει παρά πάντων ούτως: Αλληλούια» (Ακάθιστος Ύμνος, Σ), «αινείτε τον Θεόν!»

(Γεωργίου Αντ. Γαλίτη, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Αποκάλυψη και Εκκλησία», εκδ. Ι. Μητροπόλεως Ηλείας, Πύργος 2006, σ.7-23)

Θεός απρόσιτος (Α΄) Γεώργιος Γαλίτης, Ομ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Αθηνών

 

Όποια θεωρία και αν δεχτούμε της γνωσιολογίας, δηλαδή του κλάδου της φιλοσοφίας που ασχολείται με το πρόβλημα της γνώσεως, όποια απάντηση και αν δώσουμε στο ερώτημα περί της ουσίας, της πηγής ή του αντικειμένου της γνώσεως, ένα είναι γεγονός: η ουσία των όντων, το Ding an sich που έλεγε ο Καντ, παραμένει απρόσιτο και ασύλληπτο στον άνθρωπο. Τα αισθητήρια όργανα που μας φέρνουν την κατ’ αίσθησιν εμπειρία, η διάνοια που επεξεργάζεται τα γνωστικά δεδομένα, η συνείδηση που τα δέχεται ως γνώση, δεν μπορούν να ξεπεράσουν ορισμένα όρια. Η γνώση συνεπώς του ανθρώπου είναι πεπερασμένη. Και όπως αναφέρει ο ιδρυτής της πειραματικής φυσιολογίας, ο Du Bois-Reymond, στην πολύκροτη διάλεξή του «Περί των ορίων της γνώσεώς μας περί της φύσεως», έστω και αν ήταν δυνατόν να αποκτήσουμε όλη τη γνώση περί του σύμπαντος, να γνωρίσουμε τη θέση και τις κινήσεις κάθε ατόμου στο σύμπαν, όλο το παρελθόν και το μέλλον του σύμπαντος, και πάλι θα σταματούσαμε μπροστά σε δύο αινίγματα· δεν θα μπορούσαμε να εννοήσουμε την ουσία της ύλης και της δυνάμεως, και δεν θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε ούτε τα πιο απλά φαινόμενα της συνειδήσεως. Και στην δεύτερη, εξίσου πολύκροτη διάλεξή του «Περί των επτά αινιγμάτων του κόσμου», επισημαίνει ο Du Bois-Reymond τα επτά μεγαλύτερα αινίγματα για τη γνώση του ανθρώπου: στα τρία από αυτά δίνει τον χαρακτηρισμό ignoramus, αγνοούμε· στα τέσσερα, ignoramus et ignorabimus, αγνοούμε και θα αγνοούμε, για πάντα. Και θα αγνοούμε πάντοτε, ακριβώς γιατί ανάγονται, όπως αναπτύσσει και εξηγεί ο Du Bois-Reymond, στην ουσία του όντος, στο Ding an sich.

Αφού των όντων η ουσία παραμένει άγνωστη και απρόσιτη στον άνθρωπο, μπορεί να μιλήσει κανείς για γνώση του υπερουσίου όντος, του Θεού;

Η ορθόδοξη θεολογία απαντά, ότι τον απρόσιτο Θεό τον προσεγγίζει κανείς διά της αγνωσίας. Η εν αγνωσία γνώσις όμως, που αποτελεί τον πυρήνα της περί Θεού διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας, πάλι δεν αποτελεί άλλη μιαν αντίφαση, όπως η του ζεύγους «απρόσιτος-αποκαλυπτόμενος»;

Για να απαντήσουμε στην ερώτηση, ας κάνουμε μίαν αναδρομή στην πατερική θεολογία.

Ο πρώτος εκκλησιαστικός συγγραφέας που ασχολήθηκε συστηματικά με το απρόσιτο της ουσίας του Θεού, ήταν ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς. Πριν από αυτόν όμως ήδη ο Αθηναγόρας είχε χαρακτηρίσει τον Θεό ως «ακατάληπτο» και «αχώρητο», και ο Θεόφιλος Αντιοχείας ως «άρρητο» και «ανέκφραστο» και «αόρατο». Παραπλήσια ορολογία χρησιμοποιούσε παλαιότερα και ο Κλήμης Ρώμης, και ακόμη παλαιότερα ο Αλεξανδρεύς Ιουδαίος Φίλων. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς γράφει, ότι μπορούμε να εννοήσουμε «όχι τί είναι ο Θεός, αλλά τί δεν είναι ο Θεός. Ο Θεός είναι άρρητος. Όλα όσα λέμε περί του Θεού είναι συμβατικά. Και αν κάποτε τον ονομάζουμε το ον ή το αγαθόν ή ο νους, ή πατέρα ή Θεό ή δημιουργό ή κύριο, αυτά δεν τα λέμε ως όνομά του, αλλά χρησιμοποιούμε ωραία ονόματα από αμηχανία, επειδή δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε, για να τα έχει η διάνοια και να στηρίζεται επάνω σε αυτά. Διότι κανένα από αυτά δεν δηλώνει την ουσία του Θεού». Πιο επιγραμματικά λέει τα ίδια ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: οι λογισμοί των ανθρώπων δεν μπορούν να φτάσουν τον Θεό. Και συμπληρώνει ο Δίδυμος ο Τυφλός: όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά ούτε και των αγγέλων! Η Αγία Τριάς, λέει ο Δίδυμος ο Τυφλός, είναι αόρατος, και στα μάτια των σεραφείμ απερίληπτος· δεν χωράει στο νου, ούτε σε έναν τόπο· να την αγγίξει κανείς είναι αδύνατον· είναι χωρίς μέγεθος, χωρίς βάθος, χωρίς πλάτος, χωρίς μορφή. Και κατά τον συγγραφέα των έργων που αποδίδονται στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, η ουσία του Θεού δεν είναι ψυχή, δεν είναι νους…, δεν εκφράζεται, δεν νοείται…, δεν είναι ούτε ίση με κάτι άλλο ούτε άνιση· ούτε όμοια ούτε ανόμοια· ούτε στέκεται ούτε κινείται…, δεν είναι ουσία γι’ αυτό λέμε υπερούσιος- ούτε αιωνιότης, ούτε χρόνος· ούτε είναι νοητή κάποια επαφή μαζί της…, ούτε είναι κάτι από τα μη όντα, ούτε κάτι από τα όντα…, δεν έχει αιτία, δεν έχει όνομα. Τί είναι λοιπόν; Και απαντά ο ίδιος Διονύσιος: είναι η πλήρης και ενιαία αιτία των πάντων, είναι η υπεροχή εκείνου που είναι ελεύθερο από όλα και «επέκεινα των όλων», πέρα από το κάθε τι. Τέτοιες εκφράσεις, όπως το «επέκεινα των όλων» ή «υπερέκεινα πάσης ουσίας» και πάσης «ανθρωπίνης επινοίας», είναι ιδιαιτέρως προσφιλείς στους Πατέρες.

Παρόμοια και ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει: «Ο Θεός, και ον λέγεται και μη ον· διότι δεν είναι κανένα από τα όντα, αλλά είναι πιο ψηλά από τα πάντα, κατά τρόπο που δεν υπόκειται στη γνώση». Βεβαίως αυτό που λέει ο χαρακτηρισμός, ότι ο Θεός είναι και ον και μη ον, δεν πρέπει να το εκλάβουμε με τη συνήθη και κοινή έννοια, ότι, αφού είναι μη ον, άρα δεν υπάρχει. Σχετικά παραπέμπω στον Αριστοτέλη, που λέει: «Και το μη ον, είναι μη ον φαμέν», δηλαδή και για το μη ον λέμε ότι είναι μη ον για ένα πράγμα όμως που λέμε ότι είναι, δεν μπορούμε να πούμε πως δεν υπάρχει. Λέγοντας είναι, αναγνωρίζουμε την ύπαρξή του.

Αγία Τριάς-Α

Αγία Τριάς-Α

Προχωρώντας περισσότερο ο ίδιος Μάξιμος, γράφει ότι ούτε και αυτό το ρήμα «εστί» δεν κυριολεκτεί, όταν χρησιμοποιείται για τον Θεό. Ακόμη και όταν λέμε ότι ο Θεός είναι, και αυτό ακόμη δεν κυριολεκτεί, γιατί ο Θεός είναι πέρα και από αυτήν την ύπαρξη, και από αυτό το είναι. Και προσθέτει: «Τούτο γαρ έστι η εν αγνωσία γνώσις»  αυτό που είπα στην αρχή αυτός είναι ο τρόπος προσεγγίσεως του Θεού. Όταν από την έννοια του Θεού αφαιρέσουμε κάθε ανθρώπινη έκφραση, έννοια, αντίληψη, γνώση και μπούμε έτσι μέσα στην απόλυτη αγνωσία, τότε στην αγνωσία αύτη θα γνωρίσουμε τον Θεό.

Στην ίδια γραμμή κινείται και ο Μ. Βασίλειος. Ο μέγας Καππαδόκης, πολεμώντας τον Ευνόμιο, αρχηγό των Ανομοίων, οι οποίοι εσκέπτοντο αριστοτελικά και υπεστήριζαν τη δυνατότητα εκφράσεως της ουσίας του Θεού, τονίζει το απρόσιτο της ουσίας του, που δεν υπόκειται στον ανθρώπινο νου. Και προσθέτει ο μεγάλος Ιεράρχης: όχι μόνο τον Θεό, αλλά ούτε και τα δημιουργήματά του δεν μπορεί να εκφράσει κανείς με ιδέες. Εκφράζουμε μόνον τις ιδιότητές τους· πάντοτε όμως μένει κάτι, που δεν μπορεί να εκφρασθεί. Αυτή είναι η άγνωστη και απροσδιόριστη ουσία των πραγμάτων. Η μοναδική γνώση της θείας ουσίας είναι, κατά τον Μ. Βασίλειο, η αίσθηση της ακαταληψίας του. Παρόμοια θα γράψει αργότερα και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Άπειρον το θείον και ακατάληπτων· και τούτο μόνον αυτού καταληπτόν, η απειρία και η ακαταληψία. Όσα δε λέγομεν επί Θεού καταφατικώς, ου την φύσιν, αλλά τα περί την φύσιν δηλοί· ουδέν γαρ των όντων έστιν». Όχι βεβαίως διότι «ουδέν έστιν», αλλά διότι «εστίν υπέρ πάντα τα όντα», λέει ο Δαμασκηνός, και υπέρ αυτό ακόμη το είναι. Είναι σαφές, ότι η φράση «τα περί την φύσιν» σημαίνει τις ενέργειες του Θεού, για τις οποίες θα μιλήσουμε στη συνέχεια.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος παραφράζει το πλατωνικό χωρίο «Θεόν νοήσαι μεν χαλεπόν, φράσαι δε αδύνατον»: το να συλλάβουμε τον Θεό είναι δύσκολο, αδύνατον δε να τον εκφράσουμε. Ο Γρηγόριος το λέει: «Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον». Την ίδια σκέψη εκφράζει ο Γρηγόριος στον περίφημο ύμνο του: «Ω, πάντων επέκεινα, τί γαρ θέμις σε μέλπειν…»; «Ω, συ που βρίσκεσαι πέρα από το κάθε τι, σε ονομάζω έτσι, αφού, πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να σε τραγουδήσει; Πώς ένας λόγος να σε υμνήσει; αφού εσύ με κανένα λόγο δεν μπορείς να ειπωθείς! Πώς μια λογική να σε πιάσει; αφού εσύ δεν κλείνεσαι σε κανέναν νου!»

Και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο τρίτος από τους Τρεις Ιεράρχες, δεν υστερούσε από τους άλλους Πατέρες στον τονισμό του απροσίτου της ουσίας του Θεού. Εναντίον του Ευνομίου, έγραψε και αυτός. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι οι πέντε πρώτοι λόγοι του κατά των Ανομοίων έχουν την επιγραφή: «Λόγοι περί ακαταλήπτου του Θεού». Από τον τρίτο λόγο του παραθέτω ένα παράδειγμα. Ερμηνεύει το χωρίο της Α’ Επιστολής προς Τιμόθεον 6, 16: «Φως οικών απρόσιτον». Και λέει: «Ουκ είπε, φως ων απρόσιτον, αλλά φως οικών απρόσιτον, ίνα μάθης ότι, ει ο οίκος απρόσιτος, πόσο μάλλον ο ενοικών αυτόν Θεός». Απρόσιτος είναι ο οίκος του Θεού, πόσο μάλλον ο ίδιος ο Θεός. «Ταύτα δε έλεγεν, ούχ ίνα οίκον και τόπον περί Θεόν υποπτεύσης, αλλ’ ίνα εκ πολλής της περιουσίας το ακατάληπτον μάθης· αλλ’ ουδέ φως οικών ακατάληπτον είπεν, αλλά απρόσιτον, ό του ακαταλήπτου πολλώ μείζον έστι». Το ακατάληπτο δεν μπορείς να το συλλάβεις. Το απρόσιτο δεν μπορείς καν να το πλησιάσεις, για να μπορέσεις κατόπιν να το συλλάβεις.

Στη συνέχεια ερμηνεύει ο ιερός Χρυσόστομος το απρόσιτο του Θεού επί τη βάσει του οράματος του Ησαΐου, ο οποίος γράφει: «Είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου δόξης υψηλού και επηρμένου, και τα σεραφείμ ειστήκεισαν κύκλω του θρόνου αυτού… και… κατεκάλυπτον τα πρόσωπα αυτών» κ.λπ. Και λέει ο Χρυσόστομος: ο Ησαΐας και οι άγγελοι που έβλεπαν τον Θεό, πώς τον έβλεπαν, αφού ο Ιωάννης λέει «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε»; Και ερμηνεύει: έβλεπαν τον Θεό κατά συγκατάβασιν του Θεού. Μη φαντασθείς, λέει, ότι είδαν τον ίδιο τον Θεό, την ουσία του, αλλά είδαν την συγκατάβαση. «Και τί εστί συγκατάβασις»; ερωτά ο Χρυσόστομος. Και απαντά ο ίδιος: συγκατάβασις είναι όταν ο Θεός φαίνεται όχι όπως είναι, αλλά, όπως είναι και με όποιον τρόπο είναι πλασμένος αυτός που μπορεί να δει τον Θεό. Έτσι δείχνει ο Θεός τον εαυτό του, αποκαλύπτοντας το πρόσωπο ακριβώς ανάλογα με το μέτρο της αδυναμίας του ορώντος. Όχι όπως είναι λοιπόν, αλλά όπως μπορεί ο άνθρωπος να τον δει. Έτσι ο άνθρωπος δεν βλέπει πραγματικά τον Θεό κατά την ουσία, αλλά ένα απεικόνισμά του, που ανταποκρίνεται στις αντιληπτικές ικανότητες του ανθρώπου. Ότι αυτό είναι συγκατάβασις αποδεικνύει ο Χρυσόστομος από τη φρασεολογία του παραπάνω κειμένου και λέει: είδα, λέει ο Ησαΐας, τον Κύριο, να κάθεται σε θρόνο υψηλό και υπερυψωμένο. Μα ο Θεός δεν κάθεται. Γιατί αυτή η στάση είναι ιδιότητα των σωμάτων. Και να κάθεται σε θρόνο· αλλά ο Θεός δεν περικλείεται μέσα σε ένα θρόνο· γιατί η θεότης δεν έχει όρια. Αλλά και για το «είδον τον Κύριον», είπαμε παραπάνω, πώς το εξήγησε. Πώς είναι δυνατόν να δει τον Κύριο; Είδε τη συγκατάβαση!

Το ίδιο θέμα πραγματεύεται ο Χρυσόστομος στην 15η ομιλία του στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου. Ως βασική αρχή της ερμηνείας του έχει το ότι, τις εκφράσεις της Γραφής δεν πρέπει να τις ερμηνεύει κανείς κατά γράμμα. Το κείμενο της Γραφής πρέπει κατά την προτροπή του Χριστού να «ερευνάται» («Ερευνάτε τας Γραφάς», Ιω. 5, 39), διότι είναι «συνεσκιασμένο». Με την κατά γράμμα ερμηνεία θα έπρεπε να θεωρήσει κανείς τον Θεό όμοιο με έναν άνθρωπο, πρέπει να φαντασθεί κανείς ότι ο Θεός έχει ανθρώπινες ιδιότητες. Αν όμως κανείς συλλάβει το βαθύτερο νόημα, αποφεύγει τέτοια λάθη. «Κανείς δεν είναι τόσο τρελός», λέει, «ώστε να θεωρήσει τον ασώματο ότι έχει σώμα». Και επειδή είναι ασώματος, λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε».

Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύουν οι Πατέρες γενικώς τις ανθρωπομορφικές και ανθρωποπαθείς εκφράσεις της Γραφής για τη δημιουργία του ανθρώπου, κατά τις οποίες ο Θεός πήρε χώμα και έπλασε τον άνθρωπο (έπλασε φυσικά με τα χέρια!), και «εφύσησεν εις αυτόν πνοήν ζωής», ή «εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον», ωραίο κήπο, «ανατολικά της Εδέμ» κ.λπ. Τέτοιες εκφράσεις χρησιμοποιεί η Γραφή μεταφορικώς, “διά την ασθένειαν ημών», λένε οι Πατέρες. Πολλοί λένε: πώς είναι δυνατόν να πιστεύεις στη Γραφή, στην Παλαιά Διαθήκη, που έχει τέτοια παραμύθια; Μα δεν είναι παραμύθια έτσι όπως τα εξηγούμε, δεν μπορεί να είναι παραμύθια! Αντίθετα, εσύ που νομίζεις ότι αυτά είναι παραμύθια, εσύ ακριβώς δεν έχεις τη σω-στή αντίληψη και δεν ξέρεις ότι αυτά είναι ανθρωπομορφικές εκφράσεις.

Παρόμοια αντιμετωπίζουν οι Πατέρες τις εκφράσεις της Γραφής, κατά τις οποίες ο Θεός είδε, οργίσθη, άλλαξε την απόφασή του, όπως στη Νινευή για παράδειγμα, απειλεί τους αμαρτάνοντας, «οικεί εν ημίν», ή λέγει φράσεις, όπως: «Λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ, ίσως ακούσονται και μετανοήσουσι». Αυτές όλες είναι ανθρωποπαθείς εκφράσεις.

Πολύ ωραία λέγει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. «Υπνοί τη Γραφή ο Θεός, και γρηγορεί, και οργίζεται, και βαδίζει, και θρόνον έχει τα χερουβείμ, καίτοι πότε γέγονεν εμπαθής; πότε δε σώμα Θεόν ακήκοας; τούτο ουκ ον ανεπλάσθη· ωνομάσαμεν γαρ ως ημίν εφικτόν εκ των ημετέρων τα του Θεού».

Παρόμοια επίσης ερμηνεύουν οι Πατέρες και εικόνες της Γραφής, όπως π.χ. το όραμα του Δανιήλ, κατά το οποίο «θρόνοι ετέθησαν και ο παλαιός των ημερών εκάθητο και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών και η θριξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν». Παρομοίως και την έλευση του Υιού του ανθρώπου κατά τη Δευτέρα Παρουσία επί των νεφελών του ουρανού, ή ακόμη τη δημιουργία του κόσμου διά του λόγου του Θεού -που δεν πρέπει κατά τους Πατέρες να εκλαμβάνεται ως ο ανθρώπινος λόγος· ο λόγος του Θεού είναι «ο μονογενής Υιός» του Θεού: «Ο Πατήρ δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι ποιεί τα πάντα». Ακόμη, λένε οι Πατέρες, και αυτές οι έννοιες Υιός του Θεού και Λόγος του Θεού δεν πρέπει να εννοηθούν ανθρωπομορφικώς, σωματικώς. Ακόμη και το ομοούσιον, λένε, πρέπει να νοηθεί πνευματικώς, όπως και αυτή ακόμη η έννοια ουσία, γιατί ό Θεός είναι υπέρ την ουσίαν, είναι υπερούσιος. Επίσης και την έννοια των τριών προσώ¬πων της Αγίας Τριάδος δεν πρέπει να εννοήσουμε ανθρωπομορφικώς, ως πρόσωπα ανθρώπων, λέει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.

Παρόμοιες αντιλήψεις απαντώνται συχνά στους Πατέρες, συνοψίζονται δε επιγραμματικά από τον συγγραφέα του διαλόγου περί Αγίας Τριάδος, που αποδίδεται στον Μ. Αθανάσιο. Ερμηνεύοντας ο συγγραφέας χωρία όπως «εκ γαστρός προ εωσφόρου εγέννησά σε» και «τω πνεύματι του στόματος αυτού», λέει: «Επί Θεού, όταν λέγονται μέλη ή μέρη, ανθρωποπαθώς μεν λέγονται, θεοπρεπώς δε νοούνται». Ευρύτερα ομιλεί ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Μη θέλοντας ο Θεός να αγνοούμε τελείως τα ασώματα, τα περιέβαλε με τύπους και σχήματα και εικόνες κατά την αναλογίαν της φύσεώς μας, με σωματικά σχήματα που βλέπονται με την άϋλη όραση του νου». Τέτοιες εικόνες, τέτοια σχήματα και σύμβολα που νοούνται έτσι από τους Πατέρες, είναι φράσεις όπως, ράβδος δυνάμεως, με την οποία νοείται κατά τον Χρυσόστομο η δύναμη του Θεού, ή δάκτυλος Θεού, η οποία σημαίνει κατά τον Μ. Βασίλειο «μίαν των του Πνεύματος ενεργειών», μία ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.

Σκοπός τῆς ζωῆς: ἡ Θέωση, της οποιας προηγείται η μετάνοια, η κάθαρση και ο φωτισμός που τα πραγματοποιεί ο Χριστός διά της θελήσεως μας και της συνπροσπάθειας μας


Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Σκοπός τῆς ζωῆς: ἡ Θέωση»
Καλησπέρα σας! Τό θέμα μας σήμερα εἶναι «ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου: ἡ Θέωση». Δηλαδή θά ποῦμε, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν βοήθεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, γιατί ὑπάρχουμε, γιατί ζοῦμε. Ἔχουμε ὑπόψη μας ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ὅτι εἶπε ὁ Θεός: «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γεν. 1,26). Λέει ὁ Θεός, ποιήσωμεν, ἄς κάνουμε, ἄς φτιάξουμε δηλαδή ἄνθρωπο, κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν, σύμφωνα μέ τήν δική Μας εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν. Λέει «ποιήσωμεν», ἐνῶ ξέρουμε ὅτι εἶναι ἕνας Θεός.
– Γιατί λέει «ποιήσωμεν» καί δέν λέει ποιήσω, θά κάνω ἐγώ δηλαδή;
Λέει «θά κάνουμε». Αὐτό φανερώνει τό Τριαδικό τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι ἕνα πρόσωπο, εἶναι τρία Πρόσωπα, ἀλλά εἶναι ἕνας Θεός. Δέν εἶναι πολλοί θεοί, γιατί ἔχουνε τήν ἴδια φύση, τήν ἴδια οὐσία δηλαδή καί ἔχουν καί τήν ἴδια ἐνέργεια. Ταυτίζονται, ἀλλά εἶναι καί ξεχωριστά. Εἶναι καί ἕνα, εἶναι καί τρία. Τρία Πρόσωπα, ἕνας Θεός. Γι’ αὐτό, λοιπόν, λέει ποιήσωμεν» καί δέν λέει ποιήσω. Εἶναι κατά κάποιο τρόπο μία σύσκεψις πού κάνει ἡ Ἁγία Τριάδα, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἀποφασίζουν νά φτιάξουν τόν ἄνθρωπο. Καί προσέξτε, γιά ὅλη τήν δημιουργία, γιά τά βουνά, γιά τά ἀστέρια, γιά τίς θάλασσες, γιά τά ζῶα, γιά τά φυτά… ὁ Θεός δέν εἶπε «ποιήσωμεν», ἀλλά εἶπε καί ἔγιναν. Δηλαδή μόνο μέ τόν λόγο Του ἔφτιαξε ὅλα αὐτά. Γιά τόν ἄνθρωπο εἶπε «ποιήσωμεν», δηλαδή θά τόν φτιάξουμε. Καί μετά, λέει, πῆρε χῶμα καί ἔπλασε τόν ἄνθρωπο. Δηλαδή ἔκανε γιά τόν ἄνθρωπο κάτι ξεχωριστό πού δέν ἔκανε γιά κανένα ἄλλο ἀπό αὐτά πού ὑπάρχουν. Ἔκανε μιά ἰδιαίτερη δημιουργική πράξη.
Τήν φράση τώρα αὐτή τῆς Ἁγίας Γραφῆς μᾶς τήν ἀποκάλυψε τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί αὐτό πού γράφεται στήν Ἁγία Γραφή δέν εἶναι τυχαῖο. Δέν εἶναι ἕνα ἁπλό κείμενο ἡ Ἁγία Γραφή ἀλλά εἶναι μέ τήν φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συγκεκριμένα αὐτό, τό πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τό ἔγραψε ὁ προφήτης Μωυσῆς. Τόν φώτισε ὁ Θεός λοιπόν καί εἶπε καί ἔγραψε αὐτό, τό ὁποῖο περικλύει τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ὑπάρχουμε, τό τί εἴμαστε καί τό τί πρέπει νά γίνουμε.
– Τί εἴμαστε;

Εἴμαστε κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
– Καί τί πρέπει νά γίνουμε;
Καθ’ ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή νά μοιάσουμε στόν Χριστό. Ὁπότε μέσα ἀπό ὅλο αὐτό καταλαβαίνουμε ἀμέσως ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας, γιατί ὁ σκοπός ἔχει μπεῖ ἀπό Ἐκεῖνον πού μᾶς ἔφτιαξε.
– Ποιός μᾶς ἔφτιαξε;
Ὁ Θεός. Ὁ Θεός, λοιπόν, ἔφτιαξε τόν ἄνθρωπο μέ σκοπό νά μοιάσει ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό, νά γίνει δηλαδή σάν κι Αὐτόν, αὐτό πού λέμε τό καθ’ ὁμοίωση. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός μας. Μέ ἄλλα λόγια ἡ θέωση. Γιατί θέωση δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός. Θά πεῖς:
– Μποροῦμε νά γίνουμε θεοί;
Αὐτό γράφει ἐδῶ ἡ Ἁγία Γραφή. Καί μποροῦμε καί πρέπει νά γίνουμε. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός μας νά γίνουμε θεοί. Ἀλλά προσέξτε, μέ μιά διαφορά. Ὁ Θεός εἶναι Θεός ἀπό τή φύση Του. Ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἀπό τή φύση μας θεοί. Εἴμαστε ἄνθρωποι, εἴμαστε δημιουργήματα. Ἀλλά γινόμαστε ὅ,τι καί ὁ Θεός ἐκτός ἀπό τή φύση. Δέν μποροῦμε νά γίνουμε δηλαδή κατά φύση θεοί, νά πάρουμε τήν θεϊκή οὐσία, γιατί δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά μετέχει στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ.
– Ἀλλά τί μποροῦμε νά πάρουμε καί νά μοιάσουμε στόν Θεό;
Τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή μποροῦμε νά γίνουμε ἀγάπη, ὅπως ὁ Θεός, λέει ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἀγάπη, «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Α΄Ἰω. 4,16), τό λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μοιάσει στόν Θεό σ’ αὐτό, μπορεῖ κι αὐτός νά γίνει ἀγάπη. Λέει πάλι ἡ Ἁγία Γραφή «ὁ Θεός εἶναι φῶς». Καί τό φῶς δέν εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι μία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Βλέπουμε ὁ Θεός νά εἶναι φῶς στήν Μεταμόρφωση, πού λέει ὅτι ἐκεῖ ἔλαμψε καί τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἐξέπεμπε ἀκτίνες φωτός, ἀλλά ὄχι τό φῶς τοῦ ἥλιου. Ἕνα ἄλλο φῶς, πού τό λέμε ἄκτιστο Φῶς. Ὅπως λοιπόν ὁ Θεός εἶναι Φῶς, μπορεῖ καί ὁ ἄνθρωπος νά μετέχει σ’ αὐτό τό φῶς καί νά μοιάσει καί ὁ ἴδιος στόν Θεό, νά γίνει κι αὐτός ἕνας φωτισμένος ἄνθρωπος καί νά βγάζει κι αὐτός φῶς! Θά πεῖς:
– Γίνεται ὁ ἄνθρωπος νά βγάζει φῶς;
Ναί! Τό ἔχουμε δεῖ στήν ζωή τῶν Ἁγίων, πού λέει ἄστραψαν καί δέν μποροῦσε κανείς νά ἀντικρύσει τό πρόσωπό τους. Τόσο φῶς ἔβγαλαν! Ἄς ποῦμε ἕνας ἀσκητής, ὁ Ἅγιος Σισώης, ὅταν ἦταν στά τελευταῖα του, μετά ἀπό πάρα πολλά χρόνια στήν ἔρημο, μέ πολύ προσευχή καί ἄσκηση ἔλαμψε, λέει, τό πρόσωπό του σάν τόν ἥλιο!
Ἕνας ἄλλος ἅγιος ἐπίσης, ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, συνομιλοῦσε μ’ ἕναν ἔμπορο πού τόν ἔλεγαν Μοτοβίλωφ καί τόν ρωτοῦσε αὐτός ὁ ἔμπορος ̔θέλω νά καταλάβω τί εἶναι αὐτό πού λές ὅτι ὑπάρχει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.. τί εἶναι αὐτή ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί τί σημαίνει νά πάρουμε αὐτή τήν χάρηʾ. Γιατί τοῦ ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σεραφείμ ὅτι σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά πάρει τήν Χάρη ἤ ἀλλιῶς τό Ἅγιο Πνεῦμα, νά Τό ἔχουμε μέσα μας ἐνεργό καί φανερό. Καί δέν μποροῦσε νά τό καταλάβει… Τί θά πεῖ νά πάρουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα, νά ἔχουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα; Τότε ὁ Ἅγιος αὐτός, ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ -Ρῶσος Ἅγιος, ὄχι πολύ μακρινός μας, ἔζησε περίπου πρίν 200 χρόνια, ἀσκητής- ἔκανε μιά μικρή προσευχή μέσα του καί παρακάλεσε τόν Θεό νά δείξει στόν συνομιλητή του, τό πνευματικό του παιδί, τί σημαίνει Ἅγιο Πενῦμα καί Χάρις Θεοῦ. Καί ξέρετε τί ἔγινε τότε; Ὁ ἅγιος αὐτός ἄρχισε νά λάμπει σάν τόν ἥλιο καί ὁ ἔμπορος αὐτός νά μήν μπορεῖ νά δεῖ τό πρόσωπό του ἀπό τήν λάμψη. Καί ἔμεινε ἔτσι ἐκστατικός. Καί ἐνῶ ἤτανε μέσα στό χιόνι δέν νιώθανε κρύο, ζεσταινόντουσαν. Ἐπίσης, γέμισε τόν ἀέρα μία ἄρρητη εὐωδία. Καί τόν ρώτησε ὁ Ἅγιος: τί βλέπεις, τί αἰσθάνεσαι; Καί τοῦ λέει: Γέροντα, τό πρόσωπό σου εἶναι σάν τόν ἥλιο, δέν μπορῶ νά σέ κοιτάξω, ἀστράφτεις καί ἔχει γεμίσει ὁ ἀέρας μέ μία γλυκύτατη εὐωδία καί ἐνῶ εἴμαστε μέσα στό χιόνι -ἦταν χειμώνας ἐκεῖ στή Ρωσία- δέν αἰσθάνομαι κρύο.. Ἔ, τοῦ λέει, αὐτό εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτό εἶναι ἡ θέωση. Ἠ θέωση εἶναι νά θεᾶται, νά βλέπει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό καί νά ζεῖ μέσα στόν Θεό. Καί ξέρετε τί τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος; Ὅτι κι ἐσύ εἶσαι μέσα στό Φῶς τώρα. Γιατί δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν μπεῖ καί ὁ ἴδιος μέσα στό φῶς.
– Πῶς φτάνει σ’ αὐτή τήν κατάσταση ὁ ἄνθρωπος;
Ὅταν ζεῖ σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία. Μᾶς μίλησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες γιά αὐτή τήν διαδικασία, πῶς φτάνει ὁ ἄνθρωπος νά μοιάσει στόν Θεό, νά φτάσει στήν θέωση. Πρίν φτάσει στήν θέωση πρέπει νά περάσει δυό ἄλλα σκαλοπάτια. Τό πρῶτο σκαλοπάτι λέγεται κάθαρση, τό δεύτερο λέγεται φωτισμός καί τό τρίτο καί κορυφαῖο εἶναι ἡ θέωση. Γιά νά φτάσει, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό, νά μοιάσει στόν Θεό, νά θεωθεῖ, νά πετύχει τόν σκοπό τῆς ζωῆς του, πρέπει νά ἀρχίσει ἀπό τό πρῶτο στάδιο, τό πρῶτο σκαλοπάτι, πού λέγεται κάθαρση.
– Τί θά πεῖ τώρα κάθαρση;
Κάθαρση εἶναι τό νά καθαριστεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό κακό, ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό αὐτό πού λέμε ‘πάθη’, τά πάθη τῆς ψυχῆς. Ὄχι τά παθήματα, ἀλλά οἱ ἀρρρώστιες εἶναι τά πάθη τῆς ψυχῆς.
– Ἔχει καί ἡ ψυχή ἀρρώστιες;
Βέβαια, ἔχει.
– Ποιές εἶναι οἱ ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς, αὐτό πού λέμε πάθη;
Εἶναι, γιά νά τό ποῦμε ἐξ ἀρχῆς, τό νά μήν χρησιμοποιεῖ κανείς σωστά τίς δυνάμεις αὐτές πού τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως εἴπαμε, ἔχει πάρει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καί τί θά πεῖ ἔχουμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ; Καί πιό σωστά τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ; Δηλαδή μᾶς ἔφτιαξε ἡ Ἁγία Τριάδα μέ πρότυπο τόν Χριστό. Σημαίνει κυρίως δύο πράγματα τό ὅτι εἴμαστε κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Τό πρῶτο εἶναι ὅτι ἔχουμε νοῦ. Κανένα ἄλλο ἀπό τά δημιουργήματα δέν ἔχει νοῦ. Καί τό δεύτερο εἶναι ὅτι ἔχουμε ἐλευθερία, πού τό λέμε καί αὐτεξούσιο. Αὐτά τά δύο λοιπόν εἶναι τά κατεξοχήν δῶρα πού ἔκανε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο καί δέν τά ἔχει δώσει πουθενά ἀλλοῦ. Μόνο οἱ ἄνθρωποι καί οἱ ἄγγελοι ἔχουν νοῦ καί αὐτεξούσιο, ἐλευθερία. Αὐτά εἶναι τά δύο βασικά στοιχεῖα τοῦ κατ’ εἰκόνα. Αὐτά τά δίνει ὁ Θεός σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Σέ ὅλους! Ἀκόμα καί στούς ἀβάφτιστους… καί φυσικά στούς βαφτισμένους.
Ἀλλά τί γίνεται τώρα; Ὁ νοῦς πού ἔχουμε εἶναι φτιαγμένος γιά νά βλέπει τόν Θεό. Νοῦς δέν εἶναι αὐτό πού λέμε ἐγκέφαλος, διάνοια, σκέψη. Ὄχι, ὁ νοῦς εἶναι κάτι ἄλλο. Ὁ νοῦς δέν εἶναι στόν ἐγκέφαλο, ὁ νοῦς εἶναι στήν καρδιά καί εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, ἔτσι μᾶς τό εἶπαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Εἶναι τό μάτι τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος ἐκτός ἀπό τίς αἰσθήσεις αὐτές τίς σωματικές, ἔχει καί αἰσθήσεις ψυχικές. Ὑπάρχει λοιπόν καί ἡ αἴσθηση, ἡ ὅραση τῆς ψυχῆς, πού μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά βλέπει μέ τήν ψυχή του, μέ τόν νοῦ του, ὅταν ὁ νοῦς του εἶναι καθαρός.
– Τί πάθαμε τώρα ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι;
Μέ τό μάτι αὐτό τῆς ψυχῆς, μέ τόν νοῦ ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, πρίν ἁμαρτήσουν στόν Παράδεισο, βλέπανε τόν Θεό, κοινωνοῦσαν μέ τόν Θεό, ἐπικοινωνοῦσαν μέ τόν Θεό, κάνανε αὐτό πού λέμε νοερά προσευχή, μέ τόν νοῦ μιλοῦσαν μέ τόν Θεό. Ὅταν ὅμως ἁμάρτησαν, ὁ νοῦς τους σκοτίστηκε καί πλέον δέν μποροῦσαν νά βλέπουν καί νά ἐπικοινωνοῦν μέ τόν Θεό, ὅπως πρίν. Καί ἀντί νά βλέπουν πρός τόν Θεό, πού εἶναι τό φυσιολογικό, σκοτίστηκε ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, μπερδεύτηκε ὁ ἄνθρωπος, μπῆκαν μέσα ἀρρώστιες καί ἀντί νά λατρεύει τόν Θεό, νά ἀγαπάει τόν Θεό, νά βλέπει συνέχεια καί νά μιλάει στόν Θεό, ἄρχισε νά ἀγαπάει ἄλλα πράγματα, νά ἀγαπάει κτίσματα, νά ἀγαπάει τόν ἑαυτό του καί ἔπαψε νά βλέπει τόν Θεό. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, μετά τήν πτώση πού ἔγινε στόν Παράδεισο, μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἔχει σκοτισμένο νοῦ. Τό μάτι του δηλαδή, τό μάτι τῆς ψυχῆς εἶναι σκοτισμένο καί δέν βλέπει τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ἔτσι ἔμεινε μέσα στό σκοτάδι γιά πολλά χρόνια. Ὁ Θεός ὅμως δέν ἐγκατέλειψε τόν ἄνθρωπο. Τοῦ ἔστειλε προφῆτες, ἀγγέλους στήν Παλαιά Διαθήκη καί στό τέλος ἔστειλε τόν ἴδιο Του τόν Υἱό, τόν Χριστό μας, ὁ Ὁποῖος μᾶς εἶπε: χρειάζεστε θεραπεία.
– Ποιά εἶναι ἡ θεραπεία;
Ἡ μετάνοια. Θά πρέπει νά πάψετε νά βλέπετε σέ ἄλλα πράγματα ἤ στόν ἑαυτό σας καί νά βλέπετε σέ Μένα. Αὐτό σημαίνει μετάνοια. Μετά – νοῦς, μετακινῶ τόν νοῦ μου, τόν παίρνω ἀπό ἐκεῖ πού δέν πρέπει νά εἶναι καί τόν πάω στόν Θεό. Ἔτσι, λοιπόν, ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος μέ τήν μετάνοια νά καθαρίζεται. Ἀρχίζει τό μάτι τῆς ψυχῆς, πού εἶναι σκοτισμένο, σιγά-σιγά νά καθαρίζει καί ὁ ἄνθρωπος νά βλέπει πάλι τόν Θεό. Ξαναγυρίζει στήν πρώτη κατάσταση πού ἦταν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα πρίν ἁμαρτήσουν. Αὐτό γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μας, ὅταν ἦρθε στή γῆ, δέν μᾶς εἶπε τίποτα ἄλλο, εἶπε μόνο «Μετανοεῖτε», δηλαδή μετακινῆστε τόν νοῦ σας πού εἶναι σκοτισμένος καί κοιτάει στά χρήματα, κοιτάει στίς ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου, κοιτάει στήν σάρκα, κοιτάει στίς ἡδονές, κοιτάει στόν ἑαυτό του προπάντων… Ὁ ἄνθρωπος ὁ σκοτισμένος εἶναι ἐγωιστής, εἶναι ὑπερήφανος καί ἔχει βάλει κέντρο ὅλων τόν ἑαυτό του καί κοιτάει μόνο στόν ἑαυτό του καί σοῦ λέει ̔ἐγώ νά εἶμαι καλά… νά ζήσω τήν ζωή μου, νά περάσω καλά…ʾ. Ἀλλά αὐτό εἶναι ἀρρώστια καί δέν βρίσκει χαρά, δέν βρίσκει εἰρήνη, δέν βρίσκει εὐτυχία. Ἔρχεται λοιπόν ὁ Χριστός καί τοῦ λέει, σέ λάθος δρόμο εἶσαι. Ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία καί σοῦ λέει, μετανόησε, πάρε τόν νοῦ σου ἀπό αὐτά καί στρέψ’ τον στόν Θεό καί θά δεῖς ὅτι αὐτό εἶναι τό φυσιολογικό. Ἔτσι πρέπει νά λειτουργεῖ ὁ νοῦς σου. Καί πῶς τό κάνει αὐτό ὁ ἄνθρωπος;
– Πῶς παίρνει τόν νοῦ του ἀπό ὅλα αὐτά τά μάταια καί τόν στρέφει στόν Θεό;
Μέ τήν προσευχή. Ἀρχίζει λοιπόν ὁ ἄνθρωπος μέσα του, ἀλλά καί μέ τό στόμα του στήν ἀρχή – γιατί εἶναι δύσκολο νά συγκεντρωθεῖ κανείς μέσα του πολλές φορές καί νά βρεῖ τόν νοῦ – νά ἐπικαλεῖται τόν Χριστό μας καί νά λέει «Κύριε Ἰησοοῦ Χριστέ ἐλέησέ με». Εἶναι ἡ πρώτη βαθμίδα τῆς νοερᾶς προσευχῆς μέ τό στόμα. Ἀρχίζεις νά τό λές. Ἄν εἶσαι μόνος σου, τό λές δυνατά. Ἄν εἶσαι μέ ἄλλους, προσπαθεῖς νά τό λές μέ τήν σκέψη σου ἤ ψιθυριστά χωρίς νά ἐνοχλεῖς τούς ἄλλους. Ἔπειτα, ὅταν αὐτό χρονίσει στό στόμα, τό παίρνει καί ἡ σκέψη, αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες διάνοια καί ὅταν χρονίσει καί ἐκεῖ, μετά τό παίρνει καί ἡ καρδιά. Κατεβαίνει στήν καρδιά καί ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά τό λέει καί μέ τήν καρδιά του. Αὐτή εἶναι ἡ νοερά προσευχή.
Χρειάζεται, λοιπόν, ἔτσι κανείς νά ἐπικαλεῖται τόν Χριστό καί συγχρόνως βέβαια νά ζεῖ σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία. Τό νά ζεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία σημαίνει πρῶτον ὅτι ἔχει βαφτιστεῖ. Δέν μπορεῖ ἕνας ἀβάφτιστος, ἕνας καθολικός, ἕνας προτεστάντης, ἕνας βουδιστής, νά πεῖ θά κάνω νοερά προσευχή καί νά καθαριστεῖ. Ὄχι, δέν γίνεται, γιατί θά πρέπει νά ἔχει πάρει τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, νά ἔχει μπεῖ μέσα στό νοσοκομεῖο. Τό νοσοκομεῖο εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὅπως ἕνας ἄρρωστος γιά νά θεραπευτεῖ, πρέπει νά πάρει τό εἰσητήριο, νά μπεῖ μέσα στό νοσοκομεῖο καί νά πάρει εἰσητήριο. Τό εἰσητήριο, γιά νά μποῦμε στό πνευματικό νοσοκομεῖο πού λέγεται Ἐκκλησία, εἶναι τό βάφτισμα. Τό πρῶτο λοιπόν εἶναι νά βαφτιστεῖ καί μετά νά χριστεῖ. Ἀφοῦ βαφτίζεται καί χρίεται ὁ ἄνθρωπος, μετά ἀρχίζει νά κάνει ὑπακοή στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Αὐτά πού λέει τό Εὐαγγέλιο τά παίρνει ὡς ὁδηγό στή ζωή του.
– Τί λέει ὁ Χριστός;
Ὁ Χριστός λέει νά τούς ἀγαπᾶμε ὅλους. Ἀρχίζει λοιπόν κι αὐτός νά τούς ἀγαπάει ὅλους. Ὁ Χριστός λέει νά ἀγαπᾶμε ὄχι μόνο αὐτούς πού μᾶς ἀγαπᾶνε, ἀλλά καί αὐτούς πού δέν μᾶς ἀγαπᾶνε. Ἐδῶ ἀρχίζουν λίγο τά δύσκολα… Ὁ Χριστός λέει νά ἀγαπᾶμε καί αὐτούς πού μᾶς μισοῦνε. Ἄ, ἐδῶ εἶναι τά πολύ δύσκολα.. Λέει νά ἀγαπᾶμε καί τούς ἐχθρούς μας καί νά ἀνταποδίδουμε καλό στό κακό. Ὁπότε ἀρχίζει καί μπαίνει στή διαδικασία νά τηρήσει τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά βλέπετε αὐτό εἶναι πάρα πολύ δύσκολο… δέν γίνεται. Ὁπότε, τί κάνει; Ζητάει βόηθεια. Πῶς θά ἔρθει ἡ βοήθεια; Ἀπό τόν Θεό. Ἀρχίζει λοιπόν καί λέει «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με, βοήθησέ με, δέν μπορῶ ἐγώ μόνος μου. Καί ἔρχεται ἡ βοήθεια μέσα ἀπό τήν προσευχή, μέσα ἀπό τά ἅγια Μυστήρια, ἀπό τήν ἐξομολόγηση προπάντων καί ἀπό τήν Θεία Κοινωνία, στήν ὁποία μετέχουμε μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ. Παίρνει λοιπόν τήν βοήθεια ἀπό τόν Θεό καί σιγά-σιγά ἀρχίζει νά καθαρίζεται, νά τηρεῖ τίς ἐντολές. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο στάδιο, πού λέγεται κάθαρση. Ὅταν, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἐπιμείνει, ἀρχίζει νά μπορεῖ νά τηρεῖ τίς ἐντολές. Βγάζει δηλαδή ἀπό τήν καρδιά του τό μίσος, τήν κακία, τήν ζήλια, πού δέν μποροῦσε νά τά βγάλει προηγουμένως. Μπορεῖ λ.χ. μιά γυναίκα νά μισεῖ τόν ἄνδρα της. Δέν γίνεται; Γίνεται, πολλές φορές. Ἄν ὅμως μπεῖ στήν διαδικασία αὐτή, μετανοεῖ, ζητάει τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νηστεύει, ἐξομολογεῖται συχνά, μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή, τούς Ἁγίους Πατέρες καί σιγά-σιγά τό ξεπερνάει καί ἐκεῖ πού μισοῦσε, ἀρχίζει νά ἀγαπάει τόν σύζυγό της πού προηγουμένως μισοῦσε, γιατί λέει ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι πρέπει νά ἀγαπάει ἡ γυναίκα τόν ἄνδρα καί ὁ ἄνδρας τήν γυναίκα φυσικά.
Σᾶς εἶπα ἕνα παράδειγμα μέ μιά ἐντολή. Ἔτσι γίνεται μέ ὅλες τίς ἐντολές. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος τηρεῖ τίς ἐντολές, καθαρίζεται. Μέ τήν προσευχή πού λέει, τό Κύριε Ἰησοοῦ Χριστέ ἐλέησέ με, καταλαβαίνει ὅτι χωρίς αὐτό δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε τό καλό, δέν μπορεῖ νά τηρήσει καμιά ἐντολή. Ὅσο χρονίζει αὐτή ἡ προσευχή μέσα του, τόσο καί θέλει νά τή λέει συνέχεια καί ὅσο φεύγει τό σκοτάδι, φεύγουνε τά πάθη, φεύγουνε δηλαδή οἱ κακές συνήθειες, φεύγουνε ὅλες αὐτές οἱ κακίες πού εἴπαμε, ἔρχεται τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί σιγά-σιγά ὁ ἄνθρωπος περνάει στό δεύτερο στάδιο πού λέγεται φωτισμός. Αὐτό τό στάδιο εἶναι κάτι πολύ συγκεκριμένο καί χειροπιαστό, τό καταλαβαίνουμε, μᾶς τό εἶπαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἀπό τό ὅτι αὐτή ἡ προσευχή γίνεται στό τελικό στάδιο ἀπό μόνη της. Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πιάνει τόν ἑαυτό του καί στόν ὕπνο του νά λέει Κύριε Ἰησοοῦ Χριστέ ἐλέησέ με, νά προσεύχεται. Ἀκόμα καί στό ὄνειρό του νά ὀνειρεύεται ὅτι προσεύχεται. Αὐτό σημαίνει ὅτι μέσα του ἄρχισε νά λειτουργεῖ ἡ νοερά προσευχή, νά γίνεται, αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες, αὐτενεργοῦσα, νά ἐνεργεῖ ἀπό μόνη της δηλαδή. Ὁ ἄνθρωπος πλέον μπαίνει σέ μιά κατάσταση πνευματικῆς ὑγείας.
Μετά εἶναι ἀνοιχτός ὁ δρόμος καί, ὅταν καί ἄν θέλει ὁ Θεός καί εἶναι γιά τό καλό του, ὁ ἄνθρωπος αὐτός μπορεῖ νά φτάσει ἀπό αὐτή τή ζωή στό τρίτο στάδιο, πού λέγεται θέωση, ὅπου πλέον ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό ὡς Φῶς, ὡς ἄκτιστο Φῶς. Εἶναι αὐτό πού ἔζησε ὁ ἔμπορος αὐτός ὁ Μοτοβίλωφ, ἐξαιτίας τῆς προσευχῆς πού ἔκανε ὁ Γέροντάς του, ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Εἶναι αὐτό τό Φῶς πού εἶδαν οἱ τρεῖς κορυφαῖοι μαθητές στήν Μεταμόρφωση, πού εἶδαν τόν Χριστό μας νά λάμπει σάν τόν ἥλιο καί τά ἱμάτιά Του νά εἶναι λευκά σάν τό χιόνι. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε τί εἶναι αὐτό τό Φῶς, ἐπειδή δέν ἔχουμε λέξεις, γιατί εἶναι ἄκτιστο. Δέν μποροῦμε νά τό περιγράψουμε. Γι’ αὐτό καί ὁ Εὐαγγελιστής λέει «σάν τό χιόνι», δέν μποροῦμε νά ποῦμε.. Ὅπως δέν ἔχουμε λέξεις νά περιγράψουμε τόν Θεό, γιατί οἱ λέξεις εἶναι κτιστές, εἶναι δημιουργημένες. Ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος καί δέν μποροῦμε νά Τόν περιγράψουμε. Λέμε κάποια πράγματα νά πάρουμε λίγο μιά γεύση. Ὅπως π.χ. κάποιος πού δέν ἔχει δοκιμάσει ποτέ τό μέλι καί προσπαθεῖ ὁ ἄλλος νά τοῦ ἐξηγήσει πόσο γλυκό εἶναι κ.λ.π. μέ κάποια ἄλλα πού ἔχει δοκιμάσει. Ἔτσι λοιπόν κι ἐμεῖς, ἄν θέλουμε πραγματικά νά καταλάβουμε τί σημαίνει Θεός, θά πρέπει νά τό ζήσουμε, νά μποῦμε σ’ αὐτή τή διαδικασία τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης.
Λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπό τόν Θεό καί πρωτίστως τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ἑπομένως, ἡ ρίζα μας, ἡ αἰτία μας, ἡ ὕπαρξίς μας εἶναι ὁ Θεός. Ἀλλά καί ὁ σκοπός μας εἶναι ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε καί γιά τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιά νά ἀπολαμβάνει αἰώνια τόν Θεό. Αὐτά συνοψίζουν καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς μας. Λέει, λοιπόν, ὁ Ἅγιος Νικόδημος, σκέψου ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἡ πρώτη σου ἀρχή. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει «ἀπό Αὐτόν προέρχονται τά πάντα» (Α΄Κορ. 8,6). Ἐμεῖς δέν φτιάξαμε τόν ἑαυτό μας οὔτε φτιάξαμε τίποτα ἀπό αὐτά πού ὑπάρχουν γύρω μας. Ὅλα τά ἔφτιαξε «ὁ πάντα κατασκευάσας Θεός» (Ἑβρ. 3,4).
Σκέψου, λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ποῦ ἦσουν ἐσύ ὅλο τόν περασμένο αἰῶνα; Πρίν γεννηθεῖς, πρίν συλληφθεῖς στά σπλάχνα τῆς μητέρας σου; Ποῦ ἤσουνα; Δέν ὑπῆρχες. Ἤσουνα στήν ἄβυσσο τῆς ἀνυπαρξίας, χωρίς ψυχή, χωρίς σῶμα, χωρίς καμία ἐνέργεια, χωρίς καμία ἀξία, στερημένος ἀπό κάθε πραγματική ὕπαρξη. Δέν ὑπάρχει προΰπαρξη ψυχῶν οὔτε ὑπάρχουν μετεμψυχώσεις. Αὐτά εἶναι -συγγνώμη- ἀνοησίες τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, διδασκαλίες δαιμόνων. Δέν προϋπήρχαμε. Δέν ὑπάρχει, ἄς ποῦμε, μιά δεξαμενή ἀπό ψυχές καί μιά ἀπό αὐτές ἦταν καί ἡ δική μας… καί μετά πήραμε καί σῶμα. Ὄχι! Καί ἡ ψυχή μας καί τό σῶμα μας δέν ὑπῆρχαν πρίν τή σύλληψη. Ἀπό τήν σύλληψη καί μετά ὑπάρχουν. Ἀπό τήν σύλληψη, ὄχι ἀπό τήν γέννηση. Προσέξτε κι αὐτό.. γιατί λένε μερικοί ὅτι τό ἔμβρυο δέν εἶναι ἄνθρωπος, δέν ἔχει ψυχή ἤ ἔχει ψυχή μετά τίς τρεῖς ἑβδομάδες κ.λ.π. Εἶναι λάθος αὐτό. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού γίνεται ἡ σύλληψη, δηλαδή ἑνώνονται τά δύο κύτταρα, τά γεννητικά κύτταρα, μέσα στή γυναίκα, ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή εἶναι ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό καί εἶναι μεγάλο ἔγκλημα -νά κάνουμε μία παρένθεση- ὅσοι κακῶς κάνουνε τίς ἐξωσωματικές, γιατί συνήθως οἱ γιατροί στούς δοκιμαστικούς σωλῆνες φτιάχνουν πολλούς ἀνθρώπους. Δέν φτιάχουν ἕνα μόνο ἔμβρυο. Φτιάχνουν πολλά καί διαλέγουν ἕνα ἤ δύο ἤ τρία καί τά φυτεύουν στή μήτρα τῆς γυναῖκας καί τά ὑπόλοιπα τά κρατᾶνε γιά κάποιο χρόνο σέ μία τράπεζα, ὅπως τήν λένε, ἐμβρύων καί μετά τά πετᾶνε, πού σημαίνει ὅτι σκοτώνεις πάρα πολλούς ἀνθρώπους. Ἐπειδή ἐσύ ἔχεις τόν ἐγωισμό καί θέλεις νά κάνεις ὁπωσδήποτε δικό σου παιδί μέ ὅποιο κόστος… Ἄν πραγματικά θέλεις ἕνα παιδί, υἱοθέτησε ἕνα παιδί. Γιατί νά κάνεις αὐτό τό πράγμα πού εἶναι ἔγκλημα; Ἀπό τή στιγμή λοιπόν πού γίνεται ἡ σύλληψη, ἔχει ψυχή, εἶναι ἄνθρωπος, δέν εἶναι ἁπλῶς, ὅπως τό λένε κάποιοι, γεννητικό κρέας ἤ γεννητικό ὑλικό κ.λ.π. Ὄχι, εἶναι ἄνθρωπος, ἐφόσον ἔγινε ἡ ἕνωση.
Ἑπομένως, ξαναγυρνᾶμε στό θέμα μας. Πρίν γίνει ἡ σύλληψη ποῦ ἤσουνα; Δέν ὑπῆρχες. Τώρα, ἄν ποῦμε ὅτι ἤσουνα πρίν ἀπό τήν δημιουργία ἕνας κόκκος ἄμμου -πού δέν ἤσουνα, ἤσουνα ἀνύπαρκτος- πόσο ὀφειλέτης εἶσαι στόν Κύριο, πού σέ μετέβαλλε ἀπό ἐκεῖνο τόν κόκκο σέ ἕνα κτίσμα λογικό καί δεκτικό τόσων ἀγαθῶν; Γιά τόν λόγο αὐτό, πόσο ὀφειλέτης εἶσαι τώρα στόν Θεό, πού σέ μετέβαλλε ὄχι ἀπό ἕναν κόκκο ἄμμου, ἀλλά ἀπό ἕνα τελείως ἀνύπαρκτο σέ ἕνα τέλειο πλάσμα; Ἀπό τήν ἀνυπαρξία σέ ἔφερε στήν ὕπαρξη. Καί χρησιμοποίησε γιά ὠφέλειά σου μιά ἄπειρη δύναμη, πού χρειάζεται ἀπαραίτητα γιά νά νικήσει τό ἄπειρο διάστημα πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν ὕπαρξη καί στήν ἀνυπαρξία καί ἔτσι νά σέ δημιουργήσει. Χρειάζεται μιά ἄπειρη δύναμη.
– Μπορεῖς ἐσύ καί ἐγώ νά φτιάξουμε κάτι ἀπό τό τίποτα;
Ὄχι. Ἔτσι μᾶς λένε καί οἱ φυσικοί νόμοι, πού δέν ὑπάρχουν φυσικοί νόμοι… ἀλλά οἱ ἄνθρωποι τό λένε σάν ἀξίωμα: ἀπό τό τίποτα δέν μπορεῖς νά βγάλεις τίποτα. Ὅμως ὁ Θεός ἀπό τό τίποτα σέ ἔφτιαξε! Χρειάζεται ἄπειρη δύναμη γιά αὐτό καί τήν χρησιμοποίησε ὁ Θεός γιά νά φτιάξει ἐσένα, τόν συγκεκριμένο ἄνθρωπο. Δέν μιλᾶμε γενικά τήν ἀνθρωπότητα, ἐσένα! Τό ἔχεις σκεφτεῖ αὐτό; Ὅτι ὁ Θεός ὁ ἄπειρος ἐργάστηκε εἰδικά γιά σένα, γιά νά σέ φέρει ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη.
– Δέν πρέπει νά Τοῦ ἔχεις εὐγνωμοσύνη; Δέν πρέπει λοιπόν νά Τοῦ τό ἀναγνωρίσεις; Νά Τόν εὐχαριστήσεις πού σέ ἔφερε στήν ὕπαρξη καί ὑπάρχεις τώρα ἐσύ ὡς ὀντότητα, ὡς ψυχή καί σῶμα;
Καί ὄχι μόνο σέ ἔφερε στήν ὕπαρξη, ἀλλά σοῦ δίνει καί αὐτή τήν τρομερή δυνατότητα νά Τοῦ μοιάσεις, νά γίνεις ὅ,τι εἶναι κι Αὐτός, πού εἶναι ἐξίσου μεγάλο ἤ καί μεγαλύτερο ἀκόμα δῶρο. Γιατί λέει, μπορεῖς νά γίνεις ὅ,τι εἶμαι κι Ἐγώ, ἐκτός τῆς κατ’ οὐσίαν ταυτότητας. Ὅλα τά ἄλλα μπορεῖς κι ἐσύ νά τά ζήσεις, τήν ζωή τοῦ Θεοῦ. Λέει στήν Ἀποκάλυψη ὁ Θεός: «Ὁ νικῶν, δώσω αὐτῷ καθίσαι μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου» (Ἀποκ. 3,21). Δηλαδή σ’ αὐτόν τόν χριστιανό πού θά ζήσει σωστά καί θά νικήσει τό κακό, θά καθαριστεῖ ἀπό τά πάθη, θά νικήσει τό κακό μέσα του, θά νικήσει, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πάντα, τόν διάβολο, σ’ αὐτόν, λέει ὁ Χριστός, θά τοῦ δώσω τό δῶρο νά καθίσει μαζί Μου στόν θρόνο Μου, πού σημαίνει νά γίνει κι αὐτός θεός. Ὁ Χριστός μας ὡς ἄνθρωπος, ὡς Θεάνθρωπος κάθισε στά δεξιά τοῦ Θεοῦ-Πατρός. Αὐτό τό ἴδιο δῶρο τό δίνει καί σέ μᾶς. Σ’ αὐτό μᾶς ἔχει καλέσει ὁ Θεός καί αὐτός εἶναι ὁ προορισμός μας.
– Δέν θά πρέπει λοιπόν νά ἔχουμε ἄπειρη εὐγνωμοσύνη στόν Θεό γιά αὐτά πού μᾶς δίνει; Καί γιά τήν ὕπαρξη καί γιά αὐτή τήν δυνατότητα τῆς θεώσεως…
Ὅμως, λέει ὁ Ἅγιος, ἐσύ τί ἔκανες γι’ αὐτά; Πῶς φέρθηκες ἀπέναντι στόν Θεό; Τί Τοῦ ἀνταπόδωσες σ’ αὐτά τά δῶρα; Πῆρες τά λόγια Του ὡς ὁδηγό στή ζωή σου; Ἀνταποκρίθηκες σ’ αὐτές τίς μεγάλες, τίς ἄπειρες εὐεργεσίες τουλάχιστον μέ μία ὑπακοή σ’ αὐτά πού σοῦ ζητάει, σ’ αὐτά πού ἔχει βάλει ὡς προδιαγραφές στή ζωή σου; Ἄχ!, ἐσύ ἀντί νά Τόν ὑπηρετεῖς, θέλησες τόσες φορές νά σέ ὑπηρετεῖ Αὐτός στά δικά σου κακά θελήματα ζῶντας μέχρι τώρα, ὄχι σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά σύμφωνα μέ τό θέλημα τό δικό σου σάν νά ἦσουν ἐσύ ὁ κτίστης καί δημιουργός τοῦ ἑαυτοῦ σου καί ὄχι ὁ Θεός. Τόν Θεό πού σέ γέννησε, Τόν ἐγκατέλειψες καί ξέχασες τόν Θεό πού σέ τρέφει. Γιατί ὁ Θεός δέν μᾶς ἔδωσε μόνο τήν ὕπαρξη ἀλλά μᾶς δίνει καί τήν συντήρηση.
– Θά μπορούσαμε νά συνεχίσουμε νά ὑπάρχουμε ἄν δέν μᾶς συντηροῦσε ὁ Θεός μέ τήν στοργική του Θεία Πρόνοια; Ἄν δέν φρόντιζε νά ἔχουμε ὅλα αὐτά τά ἀγαθά που χρειάζεται γιά νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος;
Ξέρετε καί οἱ ἐπιστήμονες πρόσφατα τό ἀνακάλυψαν αὐτό καί τό ὀνόμασαν ἀνθρωπική ἀρχή.
– Τί εἶναι αὐτή ἡ ἀνθρωπική ἀρχή;
Εἶναι τό γεγονός ὅτι ὅλα στή γῆ ἔχουν φτιαχτεῖ ἔτσι, ὥστε νά μπορεῖ νά ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος. Νά σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα. Ἄν ἦταν ἡ γῆ λίγο πιό κοντά στόν ἥλιο, θά καιγόμαστε. Ἄν ἦταν λίγο πιό μακριά, θά παγώναμε.
– Ποιός κανόνισε νά εἶναι ἀκριβῶς σ’ αὐτή τήν ἀπόσταση; Γύρω ἀπό τόν ἥλιο καί νά περιστρέφεται;
Ὁ Δημιουργός. Ἐπίσης, ἄν ἡ ἀπόσταση μέσα στά μόρια καί στό ἄτομο τοῦ πυρῆνα ἀπό τά ἠλεκτρόνια ἦταν λίγο μεγαλύτερη, στό ἄτομο ἄς ποῦμε τοῦ ὑδρογόνου, δέν θά μποροῦσε νά ὑπάρχει ζωή. Τό ἴδιο κι ἄν ἦταν λίγο μικρότερη.
– Ποιός κανόνισε τό ἠλεκτρόνιο νά περιστρέφεται ἀκριβῶς σ’ αὐτή τήν ἀπόσταση ἀπό τόν πυρῆνα, ὥστε νά μπορεῖ νά ὑπάρχει τό ὑδρογόνο πού εἶναι τό βασικό στοιχεῖο τῆς ζωῆς; H2O εἶναι τό νερό, εἶναι τό κύριο στοιχεῖο πού ὑπάρχει σ’ ὅλο τό σύμπαν. Ἄν δέν ἦταν ἀκριβῶς κανονισμένα ὅλα, δέν θά μποροῦσε νά ὑπάρχει οὔτε αὐτό τό στοιχεῖο που εἶναι βασικό, οὔτε τό ἀνθρώπινο σῶμα, οὔτε ὁ ἄνθρωπος. Ὅσο, λοιπόν, τά μελετᾶνε οἱ ἐπιστήμονες, βλέπουν ὅτι ὅλα ὑπηρετοῦν τόν ἄνθρωπο, τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ποιός τά κανόνισε ὅλα αὐτά; Ὁ Θεός, ὁ Δημιουργός μας. Καί τί ζητάει ἀπό ἐμᾶς; Τίποτε γιά τόν ἑαυτό Του. Μᾶς λέει «παιδιά μου, προσέξτε, ἀκοῦστε αὐτά πού σᾶς λέω, γιά νά πετύχετε τόν σκοπό πού σᾶς ἔφτιαξα». Ποιός εἶναι ὁ σκοπός; «Νά ζήσετε μέσα σέ ἀγαλλίαση καί μακαριότητα, ὅπως ζῶ κι Ἐγώ στήν αἰωνιότητα. Νά χαρεῖτε ὄχι μόνο τήν ἐπίγεια ζωή, ἀλλά καί τήν αἰώνια». Θεωρητικά τό ξέρουμε ὅλοι ὅτι ἡ ζωή μας εἶναι αἰώνια, δέν τελειώνει. Ὁ θάνατος, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, εἶναι ὅπως ἀνοίγεις τήν πόρτα καί πᾶς στό διπλανό δωμάτιο. Δέν εἶναι ἐξαφάνιση καί ἀνυπαρξία ὁ θάνατος. Ὅπως εἶσαι ἐδῶ μέ τόν χαρακτήρα σου, μέ ὅλα τά στοιχεῖα σου ὡς ἄνθρωπος, θά ὑπάρχεις καί μετά θάνατον. Γιά λίγο μόνο θά ἀφήσεις τό σῶμα. Ἡ ψυχή σου, ἐσύ, ἡ προσωπικότητά σου συνεχίζουν κανονικά νά ὑπάρχουν. Καί τό σῶμα σου τό συγκεκριμένο αὐτό τό δικό σου σῶμα, θά τό πάρεις κι αὐτό. Θά τό βρεῖ ἡ ψυχή σου στή Δευτέρα Παρουσία καί θά ἑνωθεῖ πάλι μαζί του. Θά τό πάρεις μάλιστα ἄφθαρτο, χωρίς νά μπορεῖ πλέον τό σῶμα νά καταστραφεῖ, νά διαλυθεῖ, ὅπως γίνεται τώρα πού τό ρίχνουμε στό χῶμα σάν σπορά. Ὁ θάνατος εἶναι μιά σπορά. Πῶς ρίχνουμε τόν σπόρο στό χῶμα; Λιώνει καί βγαίνει τό φυτό τό καινούριο. Ἔτσι σπείρεται σῶμα ψυχικό καί ἐγείρεται σῶμα πνευματικό καί ἄφθαρτο. Κατά τήν Δευτέρα Παρουσία λοιπόν θά πάρουμε καί τό σῶμα, τίποτα δέν χάνεται. Ἑπομένως, δέν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά φοβᾶται τόν θάνατο. Δέν ὑπάρχει οὐσιαστικά θάνατος.
– Τί πρέπει νά φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος;
Νά φοβᾶται μήπως δέν κάνει αὐτά πού θέλει ὁ Θεός καί ζήσει μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τήν αἰωνιότητα χωρίς τόν Θεό, χωρισμένος ἀπό τόν Θεό. Καί ἀπό ποῦ ἐξαρτᾶται αὐτό; Ἀπό τό πῶς θά ζήσουμε τώρα. Ἄν αὐτή τήν λίγη ζωή, τά λίγα χρόνια, τά ἑβδομήντα, τά ὀγδόντα, τά ἑκατό, μπορεῖ καί λιγότερο γιά μερικούς, εἴκοσι, τριάντα, σαράντα… τά ζήσουμε τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τότε μᾶς περιμένει αὐτή ἡ αἰώνια χαρά καί ἀγαλλίασις. Ἄν τά ζήσουμε ὅμως ὄχι σύμφωνα μέ τίς ἐντολές, ὁπότε θά μείνουμε μέ τίς κακίες μας, δέν θά περάσουμε στήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί στήν θέωση, τότε ἀλλοίμονο! Τότε, δέν θά μπορέσουμε νά ζήσουμε μέ ἀγαλλίαση στήν αἰωνιότητα. Αὐτός εἶναι ὁ θάνατος ὁ φοβερός πού πρέπει νά φοβόμαστε, τό νά μήν ἔχουμε δηλαδή κοινωνία μέ τόν Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, πλάστηκε ἀπό τόν Θεό καί πλάστηκε γιά τόν Θεό. Σκέψου, λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος πάλι, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὄχι μόνο ἡ πρώτη σου ἀρχή ἀλλά καί ὁ μοναδικός σου σκοπός. Σέ ἔπλασε καί σέ προσέχει γιά αὐτό μόνο τόν σκοπό, γιά νά Τόν ἀγαπᾶς, νά Τόν δοξάζεις καί νά Τόν ὑπηρετεῖς στή ζωή αὐτή, ἀλλά ὄχι γιά Ἐκεῖνον. Ὁ Θεός δέν κερδίζει τίποτα, ἄν Τόν ἀγαπᾶμε ἤ δέν Τόν ἀγαπᾶμε, γιά ἐμᾶς τό λέει. Λέει: ἀγαπῆστε γιατί ἔτσι σᾶς ἔχω φτιάξει, θέλω νά κοινωνῶ μαζί σας, θέλω νά χαίρομαι μαζί σας. Λέει κάπου ὁ Θεός στήν Ἁγία Γραφή «ἡ τρυφή μου μετά τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων». Τρυφή εἶναι αὐτό πού λέμε τό γλέντι. Ἡ μεγάλη μου χαρά, λέει ὁ Θεός, εἶναι νά εἶμαι μέ σᾶς, τούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός, ἐπειδή εἶναι ἀγάπη, θέλησε νά φτιάξει τόν ἄνθρωπο, γιά νά κοινωνήσει ὁ ἄνθρωπος τήν χαρά τοῦ Θεοῦ. Καί νά γίνει αὐτή ἡ κοινωνία καί μιά μεγάλη χαρά γιά τόν ἄνθρωπο, γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Γι’ αὐτό καί δέν δίστασε ὁ Θεός νά θυσιάσει καί τόν Υἱό Του, γιά νά μή χαθεῖ ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ μεγάλη χαρά τοῦ Θεοῦ, ἑπομένως, εἶναι νά κάνουμε αὐτά πού λέει, ὄχι γιά Ἐκεῖνον ἀλλά γιά μᾶς. Λέει «Ἐγώ εἶμαι τό Ά καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος» (Ἀποκ. 22,13). «Ἐγώ εἶμαι τό πᾶν γιά σένα καί ἐσύ εἶσαι τό πᾶν γιά Μένα» λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τό βάζει στό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Σκεφθεῖτε πόσο μᾶς ἀγαπάει ὁ Θεός γιά νά λέει ὅτι εἴμαστε τό πᾶν γιά Αὐτόν! «Ἐγώ γιά σένα», λέει, «ἔγινα ἀλήτης, Ἐγώ γιά σένα ἀνέβηκα πάνω στόν Σταυρό, Ἐγώ θυσίασα τά πάντα γιά σένα», τά λέει ὁ Χριστός μέ τό στόμα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
– Ποιός ἄνθρωπος μᾶς ἀγαπάει ἔτσι; Ὑπάρχει κανένας ἄνθρωπος πού νά μᾶς ἀγαπάει ὅπως ὁ Χριστός; Κανένας! Δέν ἀξίζει λοιπόν νά δώσουμε τά πάντα γιά τόν Χριστό, νά ἀνταποκριθοῦμε σ’ αὐτή Του τήν ἀγάπη;
Σκέψου ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὄχι μόνο ἡ πρώτη σου ἀρχή καί ὁ τελικός σκοπός, ἀλλά ἀκόμα καί ἡ δική σου ἐπιστροφή καί ἡ ἀνωτάτη μακαριότητα στήν μέλλουσα ζωή. Ἀλλά προσέξτε κάτι, ὄχι μόνο στή μέλλουσα καί σ’ αὐτή τή ζωή. Νομίζουν μερικοί, ὅπως λέει ἕνας σύγχρονος θεολόγος, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι σάν ὅλες τίς ἄλλες θρησκεῖες. Καί αὐτό τώρα, δυστυχῶς, προσπαθοῦν νά τό περάσουν καί στά θρησκευτικά στά σχολεῖα καί νά κάνουνε τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν θρησκειολογία καί νά μπερδέψουν τά καημένα τά παιδιά καί νά τούς λένε βλέπετε, ὅπως προσεύχεται ὁ μοναχός στό Ἅγιο Ὄρος, ἔτσι προσεύχεται καί ὁ βουδιστής «μοναχός».. τό ἴδιο πράγμα εἶναιʾ. Δέν εἶναι καθόλου τό ἴδιο πράγμα. Λένε: ̔Ὅπως εἶναι ἡ ὀρθοδοξία εἶναι καί οἱ ἄλλες θρησκεῖεςʾ. Δέν εἶναι ἔτσι. Εἶναι λάθος αὐτό. Δέν ὑπάρχει τίποτε σάν τήν Ὀρθοδοξία, διαφέρει ἀπό ὅλες τίς ἄλλες θρησκεῖες. Δέν εἶναι κἄν θρησκεία ἡ Ὀρθοδοξία.
– Τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία;
Εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό πού εἴπαμε, ἡ διόρθωση τῆς ἀρρώστιας, τοῦ σκοτισμένου νοῦ. Μόνο μέσα στήν Ὀρθοδοξία ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό σκοτισμένος γίνεται φωτισμένος. Μόνο μέσα στήν Ὀρθοδοξία ὁ ἄνθρωπος ἀποβάλλει τίς κακίες του καί τίς ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς. Σέ καμιά ἄλλη θρησκεία δέν θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος.
– Τί εἶναι οἱ ἄλλες θρησκεῖες;
Ὑπόσχονται στόν ἄνθρωπο δύο πράγματα: ὅτι θά περάσει καλά σ’ αὐτή τή ζωή καί μετά θάνατον θά ἔχει ἕναν παράδεισο. Ὅλες οἱ θρησκεῖες αὐτό λένε.
– Ἡ Ὀρθοδοξία αὐτό λέει;
Ὄχι. Ὁ Χριστός δέν ὑπόσχεται ὅτι θά περάσουμε καλά σ’ αὐτή τή ζωή. Ὄχι! Ὅτι δηλαδή θά ἔχουμε πλούτη, θά ἔχουμε ὑγεία, θά ἔχουμε καλά παιδιά, θά παντρέψουμε καλά τίς κόρες μας… Δέν ὑπόσχεται τέτοια πράγματα, ἀλλά κάποιοι τό παρεξηγοῦν καί νομίζουν ὅτι αὐτό εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ὄχι, δέν εἶναι αὐτό. Οὔτε πάλι ἡ Ἐκκλησία ὑπόσχεται μιά ζωή καλή μετά θάνατον, ἄν κάνεις κάποια πράγματα. Γίνεται κι αὐτό, νά πᾶς στόν Παράδεισο, ἀλλά ὁ Χριστός μας ἦρθε γιά νά μᾶς δώσει τήν θεραπεία καί τήν χαρά ἐδῶ καί τώρα. Καί αὐτή τήν ζωή τήν χαίρεσαι πραγματικά. Ὄχι ὅτι δέν θά ἔχεις θλίψεις, πειρασμούς καί δυσκολίες. Θά ἔχεις, ἀλλά ὁ Θεός θά σοῦ δώσει τή Χάρη Του, ὥστε μέ τή Χάρη Του νά τά ὑπερβεῖς ὅλα αὐτά. Ὑπάρχει λοιπόν αὐτή ἡ παρεξήγηση, ὅτι κάνουμε κάποια πράγματα γιά νά πᾶμε στόν Παράδεισο. Εἶναι λάθος αὐτό. Ὁ σκοπός τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι νά θεραπευτοῦμε ἐδῶ σ’ αὐτή τήν ζωή καί νά ἔχουμε μία γεύση τῆς μακαριότητας τοῦ Θεοῦ ἀπό αὐτή τήν ζωή, ἀπό ἐδῶ. Δέν εἶπε ὁ Θεός ὅτι θά ἔχετε ἄνεση σωματική, θά ἔχετε χρήματα, θά ἔχετε ὑγεία, ἐπαγγελματική τακτοποίηση, θά σᾶς πᾶνε ὅλα καλά σ’ αὐτή τήν ζωή κ.λ.π. Δέν εἶπε αὐτό. Ἀντίθετα εἶπε θά ἔχετε θλίψεις: «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰω. 16,33).
Ἑπομένως, πρέπει νά ξεχωρίσουμε αὐτό τό πράγμα. Μή νομίζουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνας τρόπος γιά νά τακτοποιήσουμε τή ζωή μας καί νά περάσουμε καλά ἐδῶ καί μετά θάνατον. Ὄχι. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ Χριστός καί εἶναι μία ἕνωση μέ τόν Χριστό, εἶναι μία θέωση, εἶναι μία ἀνακαίνιση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. Δέν εἶναι ἕνα ἐργαλεῖο γιά νά περάσουμε καλά καί νά κάνουμε τά θελήματά μας. Αὐτό εἶναι ὅλες οἱ ἄλλες θρησκεῖες. Λέει, ἄς ποῦμε ὁ σαμάνος, ὁ εἰδωλολάτρης, φέρε μου καρπούς, φέρε μου χρήματα καί ἐγώ θά κάνω θυσία στόν θεό (οὐσιαστικά στούς δαίμονες) καί θά σοῦ πάει καλά τό χωράφι φέτος, θά ἔχεις καλή σοδειά. Θά δώσεις κάτι καί θά σοῦ δώσω καί ἐγώ μιά ἀνταπόδοση. Δέν εἶναι αὐτό ἡ Ὀρθοδοξία. Πολλοί, ὅμως, τό βλέπουν ἔτσι καί λένε, θά πάω μιά μεγάλη λαμπάδα στήν Ἐκκλησία, γιά νά μοῦ κάνει ὁ Θεός καλά τό παιδί μου. Θά Τοῦ δώσω, γιά νά μοῦ δώσει. Μπορεῖ νά στό κάνει κι αὐτό ὁ Θεός, ἀλλά δέν σέ σώζει αὐτό. Δέν ἐκπληρώνει ἔτσι ἡ Ἐκκλησία τόν προορισμό της, οὔτε καί ἐσύ ζεῖς σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅταν τήν βλέπεις σάν ἕνα ἐργαλεῖο, γιά νά πετύχεις τά δικά σου θελήματα. Ὄχι, ὁ Χριστός σοῦ λέει νά μήν ἔχεις δικό σου θέλημα, νά ἀφεθεῖς τελείως σέ Μένα, νά λές «γενηθήτω τό θέλημά Σου» καί νά ἀλλάξεις ὁλόκληρος μέ τήν Χάρη Μου, νά καθαρισθεῖς, νά φωτισθεῖς καί νά θεωθεῖς. Ἀλλάζει δηλαδή τελείως ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πού εἶναι ἡ ἀληθινή καί μόνη Ἐκκλησία, ἀνακαινίζεται ὀντολογικά, οὐσιαστικά καί βρίσκει τό ἀληθινό νόημα τῆς ζωῆς.
Σήμερα, τό μεγαλύτερο πρόβλημα στόν ἄνθρωπο, ἰδίως τόν δυτικό ἄνθρωπο, ὑποτίθεται τόν πολιτισμένο ἄνθρωπο εἶναι ὅτι δέν βρίσκει νόημα στή ζωή του: γιατί ζεῖ; γιατί ὑπάρχει; ποιός εἶναι; ποῦ πορεύεται; γιατί ἦρθε σ’ αὐτό τόν κόσμο; Δέν βρίσκει νόημα. Γι’ αὐτό, βλέπετε, φτάνουν οἱ ἄνθρωποι νά νομιμοποιήσουν ἀκόμα καί τήν αὐτοκτονία. Δέν τήν λένε αὐτοκτονία, τήν λένε εὐθανασία. Καί λένε, εἶσαι 75-80 χρονῶν πονᾶς.. ἔχεις καρκίνο.. τί τό θέλεις;… ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλιῶς δέν ὑπάρχει τίποτα, κάνε μιά ἔνεση νά τελειώνεις. Νά μήν ἐπιβαρύνεις καί τά ταμεῖα τοῦ κράτους… Καταλάβατε; Δέν ἔχει σκοπό, δέν ἔχει νόημα ἡ ζωή γιά πάρα πολλούς ἀνθρώπους. Γιατί; Γιατί ἀκριβῶς δέν ζοῦνε αὐτό τό μυστήριο τῆς πίστεως. Δέν ζοῦνε ὀρθόδοξα. Δέν ζοῦνε τόν Χριστό. Τό νόημα τῆς ζωῆς μας τελικά εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ θέωση πού λέμε, τί εἶναι; Παρά ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό. Καί ὁ Παράδεισος τί εἶναι; Εἶναι ὁ Χριστός. Ἄν, λοιπόν, δέν ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, δέν ὠφελεῖ τίποτε. Δηλαδή ἀκόμη κι ἄν κάνουμε τάματα καί προσφορές… ἄν δέν ζοῦμε ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό μέ τήν διαδικασία πού εἴπαμε, κάθαρση-φωτισμός-θέωση, τίποτε δέν κάνουμε οὐσιαστικό. Γι’ αὐτό, πρέπει κανείς νά τό πάρει στά σοβαρά καί νά δεῖ τί σημαίνει Ἐκκλησία, τί σημαίνει Ὀρθοδοξία, τί σημαίνει εἶμαι ἄνθρωπος πνευματικός καί νά μπεῖ σ’ αὐτή τήν διαδικασία τῆς μετάνοιας καί νά καθαριστεῖ ἀπό τά πάθη του, νά φωτιστεῖ, τό δεύτερο στάδιο πού εἴπαμε καί νά φτάσει καί στήν θέωση πού εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας. Ὅλα τά ἄλλα ἀδελφοί μου εἶναι μάταια.
– Τί νά τό κάνω, λέει ὁ Χριστός μας, νά κερδίσω τόν κόσμο ὅλο καί νά χάσω τήν ψυχή μου;
Καί τί σημαίνει νά χάσω τήν ψυχή μου; Νά χάσω τόν Χριστό, νά μήν ἀποκτήσω δηλαδή ἀπό αὐτή τήν ζωή κοινωνία μέ τόν Χριστό.
– Γιατί τί εἶναι αὐτό πού μᾶς ἐμποδίζει νά κοινωνήσουμε μέ τόν Χριστό;
Εἶναι τά πάθη μας, οἱ ἁμαρτίες μας. Πᾶς νά μιλήσεις στόν Χριστό καί δέν μπορεῖς, σοῦ ἔρχεται θυμός, γιατί ἔχεις μέσα σου συσσωρευμένη κακία γιά τόν συνάνθρωπό σου. Πᾶς, ἄς ποῦμε, νά ἐκκλησιαστεῖς καί θυμᾶσαι ὅτι ἔχεις νά πᾶς στό χωράφι σου καί ἀφήνεις τόν ἐκκλησιασμό, ἀφήνεις τήν προετοιμασία γιά τήν Θεία Κοινωνία, ἀφήνεις τήν ἐξομολόγηση καί λές ἄσ’το πιό μετά, πιό μετά… Ἔτσι περνάει ἡ ζωή μας στήν ματαιότητα καί ἔρχονται αὐτά τά ἀγκάθια καί μᾶς πνίγουν καί χάνουμε, ὅπως λέει ὁ Χριστός μας, τήν καρποφορία. Πέφτει μέν ὁ σπόρος, ἀλλά πάει νά βλαστήσει καί τά ἀγκάθια, οἱ μέριμνες αὐτῆς τῆς ζωῆς, τά πάθη μας, οἱ ἁμαρτίες μας, πνίγουνε τόν σπόρο.
Ἄς σταματήσουμε ἐδῶ, γιά νά κάνουμε καί διάλογο. Ἄν ἔχετε ἐρωτήσεις… ἐγώ σᾶς ἔδωσα κάποιες ἀφορμές… ἄλλη φορά ἴσως τά ποῦμε καί ἀναλυτικότερα, τί σημαίνει Ἐκκλησία καί τί σημαίνει ὀρθοδοξία, πού εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ μας τελικά. Εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς μας. Καί ἐκεῖ πού ὀ νοῦς μας εἶναι σκορπισμένος ἐδῶ κι ἐκεῖ, μαζεύεται στόν ἑαυτό του, στήν καρδιά καί μετά πάει στόν Θεό. Ἔτσι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Ἄν ὅμως ὁ νοῦς εἶναι σκόρπιος, εἶναι σκοτισμένος, εἶναι λερωμένος, δέν μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Αὐτό εἶναι τό ἐμπόδιο. Καί δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ζήσει τήν χαρά τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά ἔχει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργό. Κι ὅταν λείπει ἡ Χάρις, λείπει ἡ χαρά. Γιατί τί λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; Καρπός τοῦ Πνεύματος, δηλαδή τῆς Χάριτος, εἶναι «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη..» (Γαλ. 5,22). Δέν ἔχεις τήν Χάρη, δέν ἔχεις χαρά. Λένε, νά πάω νά διασκεδάσω. Διασκέδασε ὅσο θέλεις. Πραγματική χαρά δέν θά ἔχεις. Πᾶς σέ μία τρέλα, σέ μία ἔκσταση, ἀλλά ὄχι στή χαρά. Καί μετά ἀπό λίγο γεμίζεις πάλι ἀπό ἀηδία καί βιώνεις τό κενό σου καί λές, γιατί ζῶ, δέν ἔχει νόημα ἡ ζωή μου. Ὁ Θεός λοιπόν νά μᾶς φυλάει ἀπό αὐτό καί νά ζοῦμε πραγματικά ὀρθόδοξα καί τότε θά ἔχουμε ζωή καί περίσσεια ζωῆς λέει στό Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός. Λέει, ὅτι ἦρθε ὁ Χριστός γιά νά μᾶς δώσει ζωή καί περίσσεια ζωῆς (πρβλ. Ἰω. 10,10). Αὐτή ἡ περίσσεια ζωῆς εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία γεμίζει κι ἐμᾶς ἀλλά βγαίνει καί πρός τά ἔξω καί τήν καταλαβαίνουν καί οἱ ἄλλοι. Νά πῶς καταλαβαίνουμε τούς Ἁγίους μας πού ἔχουν περίσσεια ζωῆς καί ὅταν προσκυνᾶς, καί τούς ζωντανούς Ἁγίους, παίρνεις κι ἐσύ εὐλογία καί γεμίζεις κι ἐσύ χαρά καί ἀναρωτιέσαι πῶς ἔχεις τέτοια χαρά… Εἶναι ἀπό τήν περίσσεια ζωῆς πού πῆρες ἀπό τόν Ἅγιο πού πῆρες τήν εὐχή του, ἀλλά καί ἀπό τά ἅγια λείψανα πού προσκυνᾶμε καί ὅλα ,ὅσα ἔχουμε μέσα στήν Ἐκκλησία μας, πού εἶναι γεμάτα θεία Χάρη. Τήν ἴδια Χάρη παίρνει ὁ ἄνθρωπος μέ τά Ἅγια μυστήρια καί μέ τήν προσευχή.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Μιλήσατε γιά ἀγάπη. Ὅταν δίνεις ἀγάπη καί δέν αἰσθάνεσαι ἀγάπη, κουράζεσαι. Ἐπίσης, λές ἐγώ νά δίνω καί νά μήν παίρνω; Τί πρέπει νά κάνεις;
Ἀπ. : Λοιπόν, κοιτάξτε… Γιά ποιά ἀγάπη μιλᾶμε… Ἡ σωστή ἀγάπη δέν ζητάει ἀνταπόδοση. Ποῦ τό ξέρουμε αὐτό; Μᾶς τό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Λέει «ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς» (Α΄Κορ. 13,5), δέν ζητάει ἀντάλλαγμα. Ὁ Χριστός μας πῶς μᾶς ἀγαπάει; Ζητάει ἀντάλλαγμα; Μᾶς δίνει τόν ἀέρα, μᾶς δίνει τόν ἥλιο, μᾶς δίνει αὐτές τίς ὡραιότατες ἐναλλαγές τῶν ἐποχῶν κατά τή διάρκεια τοῦ ἔτους… Ζητάει κανένα ἀντάλλαγμα; Λέει λ.χ. «ὁ π. Σάββας δέν εἶναι ἐντάξει, θά τοῦ κόψω τόν ἀέρα..»; Δέν θά μποροῦσε; Νά μήν μοῦ δίνει ἐμένα νά ἀναπνέω. Ὄχι! Εἴτε ἁμαρτάνουμε εἴτε δέν ἁμαρτάνουμε, ὁ Θεός συνεχίζει νά μᾶς ἀγαπάει, συνεχίζει νά μᾶς δίνει τά δῶρα Του. Αὐτή εἶναι ἡ σωστή ἀγάπη. Εἶναι ἀνιδιοτελής. Οἱ ἄλλες ἀγάπες, οἱ κοσμικές ἀγάπες, εἶναι ἰδιοτελεῖς καί οὐσιαστικά δέν εἶναι ἀγάπες. Ξέρετε τί εἶναι; Ἐμπορικές σχέσεις: δῶσε μου καί θά σοῦ δώσω. Δέν μοῦ δίνεις; Θά σκεφτῶ ἄν θά σοῦ δώσω. Συνεχίζεις νά μή μοῦ δίνεις; Σταματάω νά σοῦ δίνω. Καί ὁ γάμος πολλές φορές γίνεται ἐμπορική σχέση, ἐμπορική πράξη. Τί θά πάρω προίκα; Τί θά δώσω; Σάν νά γίνεται κάποιο ἐμπορικό συμφωνητικό. Δέν εἶναι ἀγάπη αὐτό.
Γι’ αὐτό, πρῶτα-πρῶτα, πρέπει νά ξεκαθαρίσουμε ποιά εἶναι ἡ σωστή ἀγάπη. Λοιπόν, ἡ σωστή ἀγάπη εἶναι αὐτή ἡ ὁποία περιγράφεται μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Ἔχει κάποια χαρακτηριστικά: εἶναι ἀνιδιοτελής, εἶναι ἡ ἀγάπη πού δέν ἔχει μέσα της ὑπερηφάνεια, εἶναι «ἡ ἀγάπη ἡ ὁποία οὐ λογίζεται τό κακόν» (Α΄Κορ. 13,5), λέει ὁ Ἀπόστολος. Ἄν ἀγαπᾶς, δέν βάζεις κακό λογισμό γιά τόν ἄλλον. Καί ὅλα τά ἄλλα χαρακτηριστικά. Θά τά βρεῖτε μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Αὐτή εἶναι ἡ σωστή ἀγάπη. Ἄν, λοιπόν, κουραζόμαστε γιατί δέν μᾶς δίνει ὁ ἄλλος ἀγάπη, σημαίνει ὅτι δέν ἀγαπᾶμε ἐμεῖς σωστά. Ἀγαπᾶμε περιμένοντας ἀνταπόδοση καί ἀνταπόκριση.
Καί πῶς θά γίνει αὐτή ἡ τέλεια ἀγάπη νά ἀγαπᾶμε χωρίς νά περιμένουμε ἀνταπόδοση; Θά γίνει, ὅταν ἀπό μέσα μας ἀποβάλλουμε, διώξουμε τήν ἀγάπη πού ἔχουμε στόν ἐαυτό μας. Μά θά πεῖς, δέν πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας; Ἐδῶ ὅλοι οἱ ψυχολόγοι λένε, ν’ ἀγαπᾶς τόν ἑαυτό σου… Ἔτσι, δέν εἶναι; Ναί, δέν πρέπει. Ὁ Κύριος τό εἶπε. Λέει: «ἄν δέν μισήσει ὁ ἄνθρωπος τόν πατέρα του, τήν μητέρα του, ἔτι δέ -ἀκόμα δηλαδή- καί τήν ἑαυτοῦ ψυχή -καί τήν ψυχή του καί τήν ὕπαρξή του καί τήν ζωή του- δέν μπορεῖ νά γίνει μαθητής μου» (Λουκ. 14,26). Θά πεῖτε: Παράξενα πράγματα… νά μισήσουμε τήν ψυχή μας; Νά μισήσουμε τόν ἑαυτό μας; Ναί, αὐτό λέει ὁ Χριστός. Δηλαδή, ἄν χρειαστεῖ, νά δώσεις ἀκόμα καί τήν ζωή σου γιά τόν Χριστό. Νά γίνεις μάρτυρας. Νά μή σέ νοιάζει ὀ ἑαυτό σου. Ἀλλά ποιός; Ὁ Θεός καί ὁ πλησίον. Λέει πάλι κάπου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «μηδείς τό ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» (Α΄Κορ. 10,24). Μέ ἁπλά λόγια, κανένας, λέει, νά μή ζητάει τό συμφέρον του, ἀλλά ὁ κάθε ἕνας νά ζητάει τό συμφέρον τοῦ ἄλλου. Προσέξτε, δέν λέει καί τοῦ ἑτέρου. Καί τό δικό του καί τοῦ ἄλλου τέλος πάντων… Ὄχι! Μόνο τοῦ ἄλλου. Δηλαδή λέει ὁ Ἀπόστολος νά σκέφτεσαι μόνο τόν ἄλλο, ὄχι τόν ἑαυτό σου. Μά, θά πεῖς τότε θά χαθοῦμε. Ὄχι, δέν θά χαθεῖς. Ἴσα-ἴσα θά βρεῖς κι ἐσύ τήν χαρά σου. Γιατί; Γιατί «εἴμαστε ὅλοι ἀλλήλων μέλη» (Ρωμ. 12,5), λέει πάλι ὁ Ἀπόστολος, εἴμαστε ὅλοι κομμάτι τοῦ ἄλλου, μέλος τοῦ ἄλλου. Ὅταν, λοιπόν, σκέφτεσαι τόν ἄλλον, τόν ἑαυτό σου σκέφτεσαι. Ἐφόσον, ὅμως, ζεῖς σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι σῶμα Χριστοῦ καί ὁ ἕνας εἶναι κομμάτι τοῦ ἄλλου. Ὅταν ζεῖς ἐγωιστικά, αὐτονομημένα, κλεισμένος στόν ἑαυτό σου, τότε φυσικά δέν εἶσαι στήν Ἐκκλησία, δέν αἰσθάνεσαι τόν ἄλλο κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ σου, μᾶλλον τόν βλέπεις σάν ἐχθρό, σάν ἐπίβουλο καί κάνεις καί κακούς λογισμούς καί κακές σκέψεις καί εἶσαι ἕτοιμος νά δαγκώσεις τόν ἄλλον. Δέν μιλᾶμε γιά αὐτούς. Αὐτός δέν εἶναι κἄν χριστιανός. Δέν ζεῖ καθόλου σωστά. Θέλεις νά ζήσεις σωστά; Θά πρέπει νά μπεῖς σ’ αὐτή τήν ἀγάπη.
Πῶς μπαίνουμε τώρα; Ἐδῶ εἶναι τό πρόβλημα. Ὅταν ἀποβάλλουμε, εἴπαμε, τήν ἀγάπη στόν ἑαυτό μας. Αὐτό οἱ Πατέρες τό εἶπαν φιλαυτία. Εἶναι ἡ κορυφαία ἀρρώστια. Μιλήσαμε προηγουμένως γιά ἀρρώστιες τοῦ νοῦ. Ἡ κορυφαία ἀρρώστια τοῦ νοῦ εἶναι ἡ φιλαυτία. Δηλαδή, τότε πού ὁ ἄνθρωπος μέ τόν νοῦ δέν βλέπει στόν οὐρανό ἀλλά στόν ἑαυτό του. Ἔχει κάνει κέντρο τόν ἑαυτό του καί τό μάτι τῆς ψυχῆς του εἶναι σκοτισμένο. Γιατί, ὅταν βλέπεις στόν ἑαυτό σου, δέν παίρνεις φῶς ἀπό τόν Θεό πού εἶναι τό ἀληθινό Φῶς καί εἶσαι μέσα στό σκοτάδι, μέσα στήν ἁμαρτία, οὐσιαστικά μέσα στήν ἀνυπαρξία. Γιατί Ἐκεῖνος πού πραγματικά ὑπάρχει εἶναι ὁ Θεός. Ὅταν, λοιπόν, ἐσύ δέν ἑνώνεσαι μέ Αὐτόν πού πραγματικά ὑπάρχει, πᾶς στό νά μήν ὑπάρχεις. Συνεχίζεις βέβαια νά ὑπάρχεις ὡς σῶμα… ἀλλά εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχεις.
Θέλεις λοιπόν νά φτάσεις σ’ αὐτή τήν ἀγάπη τή σωστή; Θά πρέπει νά πάψεις ν’ ἀγαπᾶς τόν ἑαυτό σου, νά διώξεις τήν φιλαυτία, νά διώξεις τήν ἀγάπη γιά τό σῶμα σου. Ἡ ἄρρωστη ἀγάπη πρός τό σῶμα εἶναι ἡ φιλαυτία, λένε πάλι οἱ ἅγιοι Πατέρες. Δηλαδή: μήν κουραστῶ, μήν ἀρρωστήσω, μήν πονέσω… πῶς θά γίνει νά ἔχω ἀνάπαυση, πῶς θά ἔχει ἀνάπαυση ἡ σάρκα μου, πῶς θά φᾶμε, πῶς θά κοιμηθοῦμε… Αὐτό πρέπει νά φύγει ἀπό τόν ἄνθρωπο, νά πάψει νά σκέφτεται πῶς εἶναι ὁ ἴδιος, πῶς αἰσθάνεται, ἀλλά νά σκέφτεται μόνιμα πῶς θά ἀρέσει στόν Θεό καί πῶς θά ἀναπαύσει τόν πλησίον. Τότε μπαίνει σ’ αὐτή τή διαδικασία νά θεραπευθεῖ ἡ ψυχή του, νά ἀποβάλλει τόν ἐγωισμό, τήν φιλαυτία καί τήν ὑπερηφάνεια καί νά ἀνοιχτεῖ στήν ἀληθινή ἀγάπη, τήν ἀνιδιοτελή. Ἕνας ἄνθρωπος πού σκέφτεται τόν ἑαυτό του, ἔχει φιλαυτία, ποτέ δέν θά μπορέσει ν’ ἀγαπήσει κανέναν. Γιατί; Γιατί δέν ὑπάρχει χῶρος στήν ψυχή του γιά κανέναν. Ὅλο τόν χῶρο τῆς ψυχῆς του τόν ἔχει καταλάβει αὐτή ἡ ἀγάπη πού ἔχει γιά τόν ἑαυτό του. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος, ἡ ψυχή μας εἶναι σάν ἕνα δωμάτιο. Ἕνα δωμάτιο τώρα, ἄν τό γεμίσεις μέ τήν ἀγάπη στόν ἑαυτό σου, χωράει νά μπεῖ τίποτα ἄλλο; Τίποτα ἄλλο δέν χωράει. Ἄν φύγει ἡ ἀγάπη στόν ἑαυτό σου, τότε μπορεῖ νά μπεῖ ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή.
Ἡ πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ εἶναι «νά ἀγαπήσεις τόν Θεό». Ἡ πρώτη ἐντολή τῶν ψυχολόγων εἶναι νά ἀγαπήσεις τόν ἑαυτό σου. Τελείως ἀνάποδα! Τά λέω αὐτά γιατί πρέπει νά τά ἀποδομήσουμε μέσα μας. Μᾶς ἔχουν ποτίσει μέ τέτοιες ἰδέες καί πρέπει νά τίς πετάξουμε. Ἡ πρώτη ἐντολή εἶναι ν’ ἀγαπήσεις τόν Θεό, ὄχι τόν ἑαυτό σου. Οἱ ψυχολόγοι λένε, γιά νά ἀγαπήσεις τούς ἄλλους, πρέπει ν’ ἀγαπᾶς τόν ἑαυτό σου. Ψέμα! Λάθος! Γιά νά ἀγαπήσεις τούς ἄλλους, πρέπει πρῶτα ν’ ἀγαπήσεις τόν Θεό. Ἄν ἀγαπήσεις τόν Θεό, τότε θά ἀγαπήσεις σωστά καί τούς ἄλλους. Νά, γιατί δέν ἀγαπᾶμε σωστά τόν ἄνδρα μας, οἱ γυναῖκες, οἱ ἄνδρες τίς γυναῖκες τους, τά παιδιά τους… Γιατί δέν ἔχουν ἀγαπήσει τόν Θεό, ὁπότε δέν ἀγαποῦν σωστά, δηλαδή ἀνιδιοτελῶς, τήν γυναῖκα, τόν ἄνδρα ἀντιστοίχως, τά παιδιά τους, τούς συγγενεῖς τους καί ὅλο τόν κόσμο. Καταλάβατε ποῦ εἶναι τό πρόβλημα; Νά γιατί ὑπάρχουν τά διαζύγια, νά γιατί ὑπάρχουν οἱ ἐκτρώσεις.. καί δέν τό ἔχει σέ τίποτα ἡ μάνα νά σκοτώσει τό παιδί της ἄς ποῦμε.. δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀνιδιοτέλεια. Λέει, ἕνα παιδί νά ἔχω ἀκόμα… μοῦ φτάνουν αὐτά, δέν μπορῶ ἄλλο. Ἔχει φιλαυτία. Ἀντίθετα, μιά μάνα πού ἀγαπάει ἀνιδιοτελῶς, λέει, τί τό παιδί θά σκοτώσω; Χίλιες φορές νά ὑποφέρω λίγο ἀκόμα, λίγο παραπάνω, θά τό μεγαλώσω… Θά βοηθήσει καί ὁ Θεός.. Ἀλλά, ἅμα ἔχει φιλαυτία, δέν ἀγαπάει κανέναν. Κι ἅμα τήν ζορίσει καί λίγο ὁ ἄνδρας της, λέει χωρίζω, τελειώσαμε… κι ἄς λέει ὁ Θεός εἶναι ἔγκλημα τό διαζύγιο, εἶναι φόνος. Εἶναι φόνος τό διαζύγιο! Σκοτώνεις αὐτό τόν νέο ἄνθρωπο πού ἔφτιαξε ὁ Χριστός διά τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου, πού λέγεται ἀνδρόγυνο. Ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα μέσα στόν γάμο παύουν νά εἶναι δύο, εἶναι ἕνας μυστηριακά καί λέγεται ἀνδρόγυνο. Ὅταν γίνεται διαζύγιο, λοιπόν, σκοτώνεις αὐτό τόν καινούριο ἄνθρωπο.
Εἶπα μερικά παραδείγματα, γιά νά καταλάβουμε πώς δέν ἔχουμε ἀληθινή ἀγάπη. Δέν ζοῦμε τήν ἀληθινή ἀγάπη. Γι’ αὐτό καί ὑποφέρουμε καί βασανιζόμαστε. Ἑπομένως, ἄν κουραζόμαστε, ἐπειδή ὁ ἄλλος δέν μᾶς ἀγαπάει, σημαίνει ὅτι δέν ἀγαπᾶμε σωστά. Ἡ ἀγάπη ποτέ δέν κουράζει. Κουράζεται αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει μέσα του ἁμαρτία, ἔχει μέσα του πάθη. Αὐτά κουράζουν τόν ἄνθρωπο. Οἱ ἀρετές ξεκουράζουν τόν ἄνθρωπο. Οἱ κακίες, οἱ ἁμαρτίες καί τά πάθη κουράζουν τόν ἄνθρωπο. Ὅταν, λοιπόν, λειτουργοῦμε μέ βάση τά πάθη, ὅταν κάνουμε ἁμαρτίες, τότε κουραζόμαστε. Ἕνας πού δέν ἀγαπάει τόν ἑαυτό του, δέν κουράζεται. Θυσιάζεται, σταυρώνεται, πεθαίνει γιά τόν ἄλλον καί χαίρεται καί πανηγυρίζει, γιατί ἔχει μέσα του ἐνεργό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁπότε ἔχει μέσα του χαρά, εἰρήνη, ἀγάπη… Βλέπετε; Ἡ ἀγάπη ἡ σωστή εἶναι κι αὐτή στοιχεῖο τοῦ καρποῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν μπορεῖς νά ἔχεις ἀληθινή ἀγάπη, ἄν δέν ἔχεις μετάνοια, ἄν δέν ἔχεις μπεῖ σ’ αὐτή τή διαδικασία νά προσεύχεσαι συνέχεια, νά παρακαλᾶς τόν Θεό, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με, νά προσπαθεῖς νά ἐξομολογεῖσαι, νά κοινωνᾶς, νά κάνεις αὐτά πού λέει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ὥστε σιγά-σιγά νά διώξεις ἀπό μέσα σου τήν μεγάλη ἀρρώστια πού λέγεται φιλαυτία καί νά πάψεις πλέον ν’ ἀγαπᾶς τόν ἑαυτό σου καί νά ἀγαπήσεις τόν Θεό καί τόν πλησίον.
Σήμερα ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης γίνονται τά μεγαλύτερα ἐγκλήματα, γιατί οἱ ἄνθρωποι ἐννοοῦν πλέον τήν ἀγάπη διεστραμμένα. Ἀκόμα καί οἱ ὁμοφυλόφιλοι, ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης, λένε νά μᾶς δεχθεῖτε κι ἐμᾶς. Σᾶς ἀγαπᾶμε κι ἐσᾶς ὡς ἀνθρώπους, ἀλλά δέν ἀγαπᾶμε τήν ἁμαρτία. Δέν μποροῦμε ν’ ἀγαπήσουμε τήν ἁμαρτία, γιατί ἡ ἁμαρτία ἀλλοτριώνει τόν ἄνθρωπο, τόν σκοτώνει. Ἄν μ’ ἀγαπᾶς, λέει ἡ ἄλλη, πᾶμε μαζί στό κέντρο τῆς ἀνηθικότητας. Ἐπειδή σ’ ἀγαπάω, δέν θά ἔρθω. Δέν εἶναι ἀγάπη νά συμπράττουμε στήν ἁμαρτία καί στό κακό. Ἀληθινή ἀγάπη εἶναι νά ταρακουνήσεις τό παιδί σου καί νά τοῦ πεῖς «παιδάκι μου, τί κάνεις, πῶς ζεῖς ἔτσι;». Δέν ἐπιτρέπεται αὐτό πού κάνεις, νά κάνεις λ.χ. προγαμιαῖες σχέσεις. Κι ὅμως, πόσοι γονεῖς τά σπρώχνουν τά παιδιά, νά κάνουν προγαμιαῖες σχέσεις; Εἶναι ἀγάπη αὐτό; Ὄχι, δέν εἶναι ἀγάπη. Εἶναι τό ἀντίθετο τῆς ἀγάπης.
Δέν ξέρω, ἄν ἀπάντησα στήν ἐρώτηση.. Καταλάβατε τί σᾶς εἶπα; Δέν ἔχουμε τήν σωστή ἀγάπη, γι’ αὐτό κουραζόμαστε. Περιμένουμε ἀνταπόδοση. Νά σᾶς πῶ κάτι; Καί μή σᾶς φανεῖ παράξενο. Λέει κάπου ὁ Ἀπόστολος: «καί οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μή ἔχοντες» (Α΄Κορ. 7,29). Νά ζοῦμε δηλαδή ἔτσι καί οἱ ἔγγαμοι σάν νά μήν εἴμαστε ἔγγαμοι. Τί ἐννοεῖ; Μία ἔννοια εἶναι κι αὐτή: μήν περιμένεις ἀγάπη ἀπό τόν ἄλλο. Θά πεῖς: Ἀπό τόν ἄνδρα μου δέν θά περιμένω ἀγάπη; Ὄχι, νά μήν περιμένεις. Ἐσύ νά δίνεις ἀγάπη. Ρωτάει ἡ γυναίκα τόν ἄνδρα ̔μ’ ἀγαπᾶς;ʾ. Λάθος! Τό σωστό εἶναι νά ρωτήσεις τόν ἑαυτό σου ̔τόν/τήν ἀγαπῶ;ʾ. Αὐτό εἶναι τό χριστιανικό, τό ὀρθόδοξο. Τό ἄλλο εἶναι κοσμικό. Γι’ αὐτό ὑποφέρουμε καί βασανιζόμαστε, γιατί ζητᾶμε ἀγάπη ἀπό τόν ἄλλον.
Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, αὐτό δέν πρέπει νά τό ζητᾶμε, εἶναι πολύ χαμερπές, ἔτσι ἐξευτελιστικό… Ἐσύ ν’ ἀγαπᾶς. Ὁ Χριστός δέν εἶπε κάντε ὅ,τι μπορεῖτε, γιά νά σᾶς ἀγαπήσουν οἱ ἄλλοι. Ἀλλά εἶπε: ἐσεῖς ν’ ἀγαπήσετε. Ἡ θεραπεία εἶναι ν’ ἀγαπᾶμε ἐμεῖς, ὄχι νά μᾶς ἀγαποῦν. Ὅταν μᾶς ἀγαπᾶνε, οὐσιαστικά μᾶς τρέφουν τόν ἐγωισμό, δηλαδή τήν ἀρρώστια, τόν καρκίνο. Ὁ ναρκομανής παίρνει τήν δόση του καί νιώθει γιά λίγο καλά. Μετά πάλι στέρηση. Ἡ λύση καί ἡ θεραπεία εἶναι νά πάψεις νά παίρνεις ναρκωτικά, νά πάψεις νά ζητᾶς ἀγάπη ἀπ’ τούς ἄλλους. Ὅλη ἡ δυστυχία ξεκινάει ἀπό τό ὅτι θέλουμε νά μᾶς ἀγαπᾶνε. Δέν χρειάζεται νά μᾶς ἀγαπάει κανένας. Ἔχουμε τόση ἄπειρη ἀγάπη ἀπό τόν Χριστό μας, πού δέν χρειάζεται καμιά ἀνθρώπινη ἀγάπη. Ἀλλά δέν τή ζοῦμε αὐτή τήν ἀγάπη, γιατί δέν ἀγαπᾶμε ἐμεῖς τόν Χριστό, ὁπότε δέν καταλαβαίνουμε πόσο μᾶς ἀγαπάει ὁ Χριστός. Ἄν μποῦμε στή διαδικασία νά ἀγαπήσουμε ἐμεῖς τόν Χριστό, δέν θά ἔχουμε μετά ἀνάγκη ἀπό καμία ἀνθρώπινη ἀγάπη.
Βλέπετε, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος πῶς χαρακτηρίζει τόν ἑαυτό του; «Ὁ μαθητής ὅν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς» (Ἰω. 21,7). Αὐτός εἶναι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης. Δηλαδή, λέει, εἶμαι ὁ μαθητής τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς. Γιά στάσου… Δηλαδή ὁ Χριστός ἔκανε διακρίσεις; Τούς ἄλλους δέν τούς ἀγαποῦσε; Ἤ ἀγαποῦσε λιγότερο τούς ἄλλους μαθητές ἀπό τόν Ἅγιο Ἰωάννη; Καί γιατί λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης γιά τόν ἑαυτό του ὅτι εἶναι ὁ μαθητής πού ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς; Νά σᾶς πῶ γιατί; Γιατί ἐκεῖνος ἀγαποῦσε πιό πολύ ἀπό τούς ἄλλους τόν Χριστό καί καταλάβαινε πόσο τόν ἀγαπάει ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό ἔλεγε ὅτι εἶναι ὁ μαθητής πού ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς. Ὅσο ἀγαπᾶμε τόν Χριστό, καταλαβαίνουμε πόσο μᾶς ἀγαπάει.
Αὐτή εἶναι ἡ λύση τῆς δυστυχίας μας, νά πάψουμε νά ζητᾶμε ἀγάπη. Νά δίνουμε ἀγάπη χωρίς νά ζητᾶμε ἀνταπόδοση. Γι’ αὐτό ἡ τέλεια ἀγάπη δέν ὑπάρχει οὔτε στή φιλία οὔτε σ’ αὐτό πού λένε οἱ κοσμικοί ‘ἔρωτας’. Δέν εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη αὐτό, γιατί ζητάει ἀνταπόδοση. Ἡ τέλεια ἀγάπη εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ, μέσα στήν Ἐκκλησία, πού δίνεις χωρίς νά ζητᾶς τίποτα.
Ἐρ. : Μᾶς ἀρέσουν αὐτά πού λέτε, ἀλλά δέν μποροῦμε νά τά ἀκολουθήσουμε…
Ἀπ. : Δέν ἔχουμε μπεῖ στήν διαδικασία τῆς κάθαρσης, γιά νά μπορέσουμε νά τά κάνουμε αὐτά… πού εἶναι ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρώτη ἐντολή εἶναι ν’ ἀγαπήσεις τόν Θεό καί ἡ δεύτερη τόν πλησίον. Γιατί δέν μποροῦμε; Γιατί δέν τό ζητᾶμε. Πρέπει νά τό ζητήσουμε. Πῶς; Νά ἐδῶ ἔρχεται ἡ νοερά προσευχή πού σᾶς εἶπα.
Πρέπει νά βάλουμε ἕνα καθημερινό πρόγραμμα. Νά τό ποῦμε πρακτικά. Ἐγώ σᾶς λέω ξεκινῆστε μέ δέκα λεπτά. Δέκα λεπτά τό πρωί, δέκα λεπτά τό μεσημέρι, δέκα λεπτά τό βράδυ. Θά βρεῖτε δέκα λεπτά… Αὐτά τά δέκα λεπτά νά κλείσετε καί τά τηλέφωνα καί νά κλειστεῖτε κάπου μόνοι σας. Δέκα λεπτά δέν ὑπάρχω γιά κανέναν, ὑπάρχω μόνο γιά τόν Χριστό. Καί νά ἀρχίσετε νά μιλᾶτε στόν Χριστό: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με. Καί γιά νά μήν κοιτᾶς τό ρολόι σου, βάλε ἕνα ξυπνητήρι νά χτυπήσει σέ δέκα λεπτά. Αὐτά τά δέκα λεπτά νά πεῖς δέν θά σκεφτῶ τίποτε, μόνο τίς πέντε λέξεις: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με. Ἔτσι σιγά-σιγά μαθαίνει ὁ ἄνθρωπος τήν νοερά προσευχή. Ἀρχίζεις νά τό λές λίγο μέ τό στόμα, λίγο νά τό λές μέ τό μυαλό σου. Μερικοί τό συνδυάζουν μέ τήν ἀναπνοή, εἶναι ἕνας τρόπος κι αὐτός. Μιά φορά στήν εἰσπνοή, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με, δυό φορές στήν ἐκπνοή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με, ἐπειδή κρατάει πιό πολύ ἡ ἐκπνοή. Τό συνδέεις μέ τήν ἀναπνοή. Ἄλλοι τό συνδέουν μέ τούς χτύπους τῆς καρδιᾶς. Εἶναι κι αὐτός ἕνας τρόπος. Ὅταν εἴμαστε στήν ἡσυχία, μποροῦμε νά ἀκούσουμε τούς χτύπους τῆς καρδιᾶς καί σέ κάθε χτύπο μπορεῖς νά λές καί μία λέξη, Κύριε, Ἰησοῦ, Χριστέ, ἐλέησόν με. Αὐτός εἶναι ἕνας τρόπος ἔτσι τεχνικός, ἄς τόν ποῦμε, γιά νά μήν φεύγει ὁ νοῦς.
Ξέρετε τί δύσκολο εἶναι νά μαζέψεις τόν νοῦ σου; Γιατί εἶναι δύσκολο; Γιατί ἔχει συνηθίσει ὁ νοῦς νά ἀλητεύει. Ἐπειδή εἶναι σκοτισμένος, δέν μένει στήν ὅραση τοῦ Θεοῦ καί τήν ὥρα πού πᾶς νά προσευχηθεῖς… ὤπ, ἐκείνη τήν δουλειά πρέπει νά τήν κάνεις… νά τό γράψεις νά μήν τό ξεχάσεις… γιά νά σέ ἀποσπάσει ἀπό τήν προσευχή. Ὄχι, δέν θά ἀκούσεις τίποτα. Ἐκείνη τήν ὥρα θά κάνεις προσευχή. Δέν ὑπάρχω γιά τίποτα καί γιά κανέναν. Ἄν τό κάνετε αὐτό, θά δεῖτε ὅτι σιγά-σιγά ὁ νοῦς θά ζητάει ὄχι μόνο τό δεκάλεπτο ἀλλά νά τό κάνεις καί τίς ὑπόλοιπες ὧρες τῆς ἡμέρας. Καί αὐτό σταδιακά διώχνει ἀπό τήν καρδιά τούς ἄλλους λογισμούς καί ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος μέσα του νά ἀδειάζει, νά καθαρίζει.
Κάθαρση τί θά πεῖ οὐσιαστικά; Νά φύγουν ἀπό τήν καρδιά ὅλοι οἱ λογισμοί, ὄχι μόνο οἱ κακοί λογισμοί. Προσέξτε, ἀπό ἀπό τήν καρδιά πρέπει νά φύγουν καί οἱ καλοί λογισμοί, ὅλοι οἱ λογισμοί καί νά ὑπάρχει μόνο ὁ Χριστός, μόνο ἡ μνήμη τοῦ Χριστοῦ. Στόν ἐγκέφαλο, στή διάνοια θά ὑπάρχουν καί οἱ ἄλλοι λογισμοί, δέν μᾶς πειράζει αὐτό. Ὅταν ὅμως κατεβαίνουν στήν καρδιά, ἐκεῖ λερώνεται ὁ νοῦς, σκοτίζεται καί δημιουργοῦνται οἱ διάφορες ἐπιθυμίες κι αὐτές λερώνουν τόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος: «ἐκ τῆς καρδίας ἐκπορεύονται πονηροί λογισμοί, μοιχεῖες πορνεῖες, φόνοι, ζήλιες, ἔχθρες, κακίες…» (Μαρκ. 7,21-22). Ἡ καρδιά θά πρέπει νά καθαρίσει, γιατί ἡ καρδιά εἶναι τό ὄργανο ὅπου θά πρέπει νά κατοικήσει ὁ Θεός, εἶναι τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο ἑνωνόμαστε μέ τόν Θεό καί δέν μπορεῖ νά εἶναι βρώμικο, γιατί τότε δέν μπορεῖ νά ἑνωθεῖ ὁ Θεός, νά γίνει ἡ θέωση πού εἴπαμε, νά ἐπιτευχθεῖ ὁ σκοπός μας.
Δέν μπορροῦμε, λοιπόν, γιατί δέν ἔχουμε μπεῖ σ’ αὐτή τήν διαδικασία τῆς θεραπείας μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί τήν ὅλη προσπάθεια. Ὄχι ἀπό τή μιά ἀδιάλειπτη προσευχή καί ἀπό τήν ἄλλη νά κάνουμε ἁμαρτίες. Δέν μπορεῖς νά λές ̔θά κάνω τώρα τήν νοερά προσευχή καί μετά θά σοῦ δείξω ἐγώʾ, νά ἔχεις κακία μέσα σου. Ἤ θά κοινωνήσω καί θά σοῦ δείξω ἐγώ μετά. Ἔτσι δέν γίνεται θεραπεία. Θά πρέπει νά βγάλουμε ὅ,τι ξέρουμε ὅτι εἶναι ἁμαρτία καί στή συνέχεια θά δοῦμε κι ἄλλα πράγματα. Ὅταν φύγουν οἱ μεγάλες κοτρῶνες, οἱ ὀγκόλιθοι, μετά βλέπεις καί τά πιό μικρά πετραδάκια πού λερώνουν τήν καρδιά σου καί βαραίνουν τήν ψυχή σου. Καί σιγά-σιγά καθαρίζεται ὁ ἄνθρωπος καί ὅσο καθαρίζεται τόσο φωτίζεται, τόσο μπαίνει μέσα στήν ψυχή του τό φῶς τοῦ Θεοῦ, φεύγει ἡ κατάθλιψη, φεύγει ἡ μελαγχολία, φεύγουν τά ψυχολογικά, φεύγουν τά πάντα. Γιατί οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἶναι μέσα στήν κατάθλιψη καί μέσα στήν μελαγχολία; Γιατί ἀκριβῶς δέν ἔχουν καθαριστεῖ. Ἡ καρδιά τους εἶναι σπήλαιο ληστῶν, εἶναι σπήλαιο δαιμόνων καί ὄχι κατοικητήριο τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ.
Ἐρ. : Μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες στό Ἅγιο Ὄρος ὅτι πρέπει νά λέμε τήν εὐχή, ἡ εὐχή μᾶς θωρακίζει καί δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε κανέναν. Ἀπό τήν ἄλλη διαβάζουμε στό βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ», ὅτι ἀπό τήν στιγμή πού θά ἀρχίσεις νά προσεύχεσαι θά ἔχεις δυσβάστακτους πειρασμούς…
Ἀπ. : Αὐτό τό βιβλίο σᾶς τό συνιστῶ, ἄν δέν τό ἔχετε διαβάσει, νά τό διαβάσετε. Εἶναι ἕνα κλασσικό βιβλίο, εὐχάριστο καί πολύ διδακτικό καί μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ τό ἔχουμε ἀναλύσει σέ ὁμιλίες.
Φαίνεται σάν ἀντίφαση δηλαδή τό ἐρώτημα. Ὄχι, δέν εἶναι ἀντίφαση. Ὁπωσδήποτε, ὁ διάβολος ἐνοχλεῖται. Γιατί; Γιατί πολεμᾶς τόν διάβολο μέ τήν νοερά προσευχή στήν ἴδια τήν φωλιά του. Ἡ φωλιά τοῦ διαβόλου ξέρετε ποῦ εἶναι; Ἡ φωλιά τοῦ διαβόλου εἶναι μέσα μας, στήν καρδιά μας. Δέν εἶναι ἀπ’ ἔξω μας. Βέβαια, εὐτυχῶς, ἐπειδή εἴμαστε βαφτισμένοι, λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, εἶναι στήν περιφέρεια, δέν εἶναι στό κέντρο. Στό κέντρο τῆς καρδιᾶς εἶναι στούς ἀβάφτιστους ὁ διάβολος. Γι’ αὐτό καί πρίν κάνουμε τήν βάφτιση, κάνουμε ἐξορκισμούς. Σέ ποιούς διαβάζουμε ἐξορκισμούς; Στούς δαιμονισμένους. Θά πεῖς: Τό μωρό εἶναι δαιμονισμένο; Ναί! Δηλαδή στό κέντρο τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀβάφτιστου μωροῦ εἶναι ὁ διάβολος, λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες. Πρέπει νά φύγει ἀπό ἐκεῖ. Φεύγει, ἀλλά δέν πάει μακριά. Πάει, λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, στήν περιφέρεια. Στό κέντρο ποιός εἶναι; Ὁ Χριστός. Αὐτό εἶναι τό μεγάλο προτέρημα τῶν ὀρθοδόξων πού δέν τό ἔχουν οἱ ἀβάφτιστοι. Εἴμαστε πολύ εὐλογημένοι ἀπό τόν Θεό πού ἔχουμε τό βάφτισμα. Ἀλλά δέν μᾶς σώζει τό βάφτισμα, ἄν δέν ζήσουμε καί σωστά.
Καί τί γίνεται τώρα; Ὁ διάβολος ἀπ’ τήν περιφέρεια τῆς καρδιᾶς μᾶς ρίχνει βέλη καί προσπαθεῖ νά μπεῖ ἀκόμα πιό μέσα, νά μπεῖ στό κέντρο, νά διώξει, εἰ δυνατόν, τόν Χριστό. Θά πεῖς: Γίνεται αὐτό; Δυστυχῶς, γίνεται κι αὐτό. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά κάνει πολύ βαριές ἁμαρτίες, ἰδίως ἄν πέσει σέ αἵρεση καί πάει σέ ἄλλες θρησκεῖες, νά διώξει τόν Χριστό. Νά φύγει ὁ Χριστός καί μετά νά χρειάζεται πάλι βάφτισμα. Καί ἐπειδή δέν ἐπαναλαμβάνεται τό βάφτισμα, τοῦ κάνουμε Χρίσμα, ὅταν πάει σέ ἄλλες θρησκεῖες, γιόγκα, ἀνατολικές θρησκεῖες καί κάνει τελετές, μυήσεις κ.λ.π. Μέ τίς ἁμαρτίες δέν φεύγει τελείως ὁ Χριστός, ἀλλά ὁ διάβολος κερδίζει ἔδαφος καί κατά κάποιο τρόπο ὑποτάσσει τόν ἄνθρωπο καί ἀπενεργοποιεῖ τήν Χάρη τοῦ βαφτίσματος. Μένει μέν ἡ Χάρις, ἀλλά σάν μιά μικρή σπίθα θαμμένη κάτω ἀπό τήν στάχτη. Ὅπως γίνεται μέ τή φωτιά. Ὅταν σβήνει, μπορεῖ νά μείνει κανένα καρβουνάκι κάτω ἀπό τήν στάχτη. Ἔτσι καί ὁ βαφτισμένος ἄνθρωπος πού δέν ζεῖ σωστά καί φαίνεται νά μοιάζει μέ τόν ἀβάφτιστο. Πολλές φορές γίνεται καί χειρότερος καί κάνει χειρότερα πράγματα ἀπό τούς ἀβάφτιστους.
Ὁ διάβολος τώρα ἐνοχλεῖται, ὅταν ἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος νά ζωογονεῖ αὐτό τό καρβουνάκι πού πάει νά σβήσει, μέ τό νά ἀρχίσει νά φυσάει νά φύγει ἡ στάχτη καί νά βάζει ἀπό πάνω ξερόκλαδα. Αὐτή εἶναι ἡ νοερά προσευχή. Ἀρχίζει λοιπόν ὁ ἄνθρωπος νά φυσάει, νά προσεύχεται, νά διώχνει τήν στάχτη, τά πάθη καί νά ἀρχίζει νά βάζει ἀρετές, τά ξερόκλαδα καί σιγά-σιγά ἀρχίζει νά παίρνει φωτιά. Αὐτό καίει τόν διάβολο. Ἐνοχλεῖται ὁ διάβολος… λέει ʿἔπ, ἐσύ ἤσουνα δικός μου᾽ καί ἀρχίζει νά σοῦ κάνει πόλεμο, νά ἀντιστέκεται. Ἀλλά μή φοβᾶστε. Αὐτό εἶναι καλό. Εἶναι ἀπόδειξη ὅτι εἴμαστε στή σωστή κατεύθυνση καί ἔχουμε ἀρχίσει νά τόν ἀπωθοῦμε. Δέν πρέπει νά δειλιάζουμε. Θά ἐπιμείνουμε καί ὁ διάβολος θά φύγει. Δέν ἔχει, προσέξτε, καμία δύναμη ὁ διάβολος. Στό κέντρο εἶναι ὁ Χριστός. Εἴμαστε ἐκεῖ μαζί μέ τόν Χριστό, προσευχόμαστε καί ὅσο προσευχόμαστε εἴμαστε σάν τούς στρατιῶτες πού πυροβολοῦνε. Ὅσο πιό πολύ προσεύχεσαι, τόσο πιό πολύ πυροβολεῖς καί ἀπωθεῖς τόν διάβολο, τόν διώχνεις ὅλο καί πιό μακριά καί σταθεροποιεῖσαι ὅλο καί πιό πολύ στήν πνευματική ζωή. Θά ἔχεις βέβαια ἀντίσταση, ἰδίως στήν ἀρχή, ὅπως ἔχει δυσκολία αὐτός πού πάει νά ἀνάψει τήν φωτιά. Τί γίνεται στήν ἀρχή, ὅταν προσπαθεῖς ν’ ἀνάψεις τή φωτιά; Βγάζει καπνό πυκνό καί ἀρχίζουν νά δακρύζουν καί τά μάτια. Ὅταν ὅμως ἀνάψει ἡ φωτιά, χαίρεσαι καί ἀγαλλιάζεις κοντά στήν θαλπωρή τῆς φωτιᾶς. Ἔτσι γίνεται στήν πνευματική ζωή. Στήν ἀρχή εἶναι λίγο ἐπίπονο, ἀλλά μετά εἶναι πολύ ὡραῖο καί χαίρεσαι καί ἀγαλλιάζεις. Ἀλλά πρέπει νά συνεχίσεις νά βάζεις ξύλα. Γιατί, ἄν ἀμελήσεις, πάλι θά σβήσει ἡ φωτιά -Θεός φυλάξοι- καί οἱ δαίμονες ἔρχονται πάλι κοντά.
Ὁπότε, ἰσχύει αὐτό πού λέει στίς περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ, ὅτι θά ἔχεις πόλεμο, ἀλλά αὐτό δέν θά πρέπει νά μᾶς φοβίζει. Γιατί «μείζων ὁ ἐν ὑμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α´ Ἰω. 4,4), λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Εἶναι μεγαλύτερος αὐτός πού εἶναι μέσα μας, παρά αὐτός πού εἶναι στόν κόσμο, ὁ διάβολος δηλαδή. Μή φοβόμαστε λοιπόν τόν πόλεμο. Ὁ διάβολος, λένε οἱ Πατέρες, μοιάζει μέ ἕναν ξεδοντιασμένο σκύλο πού γαυγίζει. Ἄσ’τον νά γαυγίζει… ἀφοῦ δέν ἔχει δόντια δέν μπορεῖ νά σοῦ κάνει τίποτα. Ποιός τοῦ ἔβγαλε τά δόντια; Ὁ Χριστός. Τόν ἔχει ξεδοντιάσει τόν διάβολο. Δέν ἔχει δύναμη ὁ διάβολος. Ὁ διάβολος εἶχε πολλή δύναμη πρίν τήν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ. Στήν Σταύρωση καί στήν Ἀνάσταση διαλύθηκε ὁ διάβολος, κατατροπώθηκε, νικήθηκε κατά κράτος καί πλέον δέν ἔχει καμία ἐξουσία πάνω μας. Θά μοῦ πεῖτε: Τότε, γιατί ἐμεῖς βασανιζόμαστε καί ἔχουμε καί τίς μαγεῖες καί τούς δαιμονισμένους; Ἐκεῖ φταῖμε ἐμεῖς, ἑκούσια πᾶμε καί τόν ἀγκαλιάζουμε. Μετά φυσικά, ἀφοῦ τόν ἀγκαλιάζεις καί τόν βάζεις μέσα σου, θά σέ βασανίσει.
Εἶχα μιά περίπτωση μέ μιά κοπέλα πού ἦταν δαιμονισμένη. Δέν τό ἤξερα καί ἐγώ καί πήγαμε μαζί προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους. Μοῦ τό εἶπε στό ταξίδι ὅτι ʿεἶμαι δαιμονισμένη᾽. Πήγαμε στό ὄρος Θαβώρ, εἶπε στόν ἱερέα νά τῆς διαβάσει μιά εὐχή, ἐκεῖνος δέν προλάβαινε, μοῦ λέει, πάτερ, διάβασέ τη ἐσύ. Εὐτυχῶς, εἶχε φύγει ὁ κόσμος καί δέν ἦταν κανένας στήν Ἐκκλησία, γιατί ἄρχισε νά οὐρλιάζει μέ τό πού ἄρχισα τήν εὐχή. Ὁ διάβολος, πού ἦταν μέσα της, δηλαδή, ἐνοχλήθηκε. Ἄρχισε νά μέ βρίζει, νά βλασφημάει κ.λ.π. Τέλος πάντων, τῆς διάβασα τήν εὐχή. Ὅπου πηγαίναμε αὐτή χτυπιόταν. Ὁ διάβολος ἐνοχλεῖτο. Ὅταν πήγαμε στόν Πανάγιο Τάφο, πῆγε καί ξάπλωσε πάνω στήν πλάκα, ὅσοι ἔχετε πάει θά ξέρετε, καί κυλιόταν ἐκεῖ πάνω. Εἴμαστε ἐκεῖ μαζί μ΄ ἕναν ἄλλο ἱερέα καί τή ρώταγε (τόν διάβολο δηλαδή) πῶς μπῆκε μέσα της. Καί τί εἶπε; Ὅτι μπῆκε, γιατί αὐτή εἶχε κάνει σαρκικές ἁμαρτίες. Δηλαδή πᾶμε μόνοι μας καί ἀγκαλιάζουμε τόν διάβολο καί μετά φυσικά μᾶς ταλαιπωρεῖ.
Ἀλλά, ἐφόσον ἐμεῖς δέν κάνουμε ἑκούσια τά θελήματα τοῦ διαβόλου ἀπ’ τήν μιά καί ἀπό τήν ἄλλη κάνουμε αὐτά πού λέει ἡ Ἐκκλησία μας, προσευχόμαστε, μεταλαμβάνουμε, ἐξομολογούμαστε, δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε. Ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά μᾶς κάνει τίποτα. Νά μήν φοβόμαστε καί νά μή μᾶς ἀναστέλλει αὐτό πού διαβάζουμε ὅτι θά ἔχουμε πειρασμούς. Φυσικά θά ἔχουμε πειρασμούς…. Χίλιες φορές νά ἔχεις πειρασμούς, παρά νά εἶσαι νεκρός! Ὁ νεκρός βέβαια δέν ἔχει πειρασμους.. ἀλλά εἶναι νεκρός! Τί νά τό κάνεις; Ὁ νεκρός πάει κατευθείαν στήν κόλαση. Ὁ ἄλλος πού ἔχει πειρασμούς σημαίνει ὅτι εἶναι ζωντανός. Γι’ αὐτό λένε μερικοί, πάτερ ὅσο ἤμουνα στόν κόσμο δέν εἶχα δυσκολίες, τώρα πού μπῆκα στήν Ἐκκλησία καί ἄρχισα νά ἐξομολογοῦμαι, ἔχω πειρασμούς… Ἔ, δέν χαίρεσαι; Σημαίνει ὅτι εἶσαι στήν σωστή κατεύθυνση. Ὁ νεκρός καί μιά μαχαιριά νά φάει ἀκόμα, δέν καταλαβαίνει τίποτα. Ἐσύ, ἐπειδή εἶσαι ζωντανός, καταλαβαίνεις. Καί τήν πτώση σου τήν καταλαβαίνεις καί ποῦ ἔσφαλλες. Ναί, λέει, πάτερ, ἔχω ἐνοχές. Φυσικά… εἶναι καλό πού νιώθεις ὅτι ἔσφαλλες. Πρῶτα δέν καταλάβαινες τίποτα. Ποῦ νά καταλάβεις; Ἀφοῦ ἤσουνα νεκρός. Τώρα, ἐπειδή ἔγινες ζωντανός, ἔχεις αἴσθηση, καταλαβαίνεις καί τήν πτώση σου. Ἀλλά καταλαβαίνεις καί τή Χάρη καί χαίρεσαι πραγματικά.
Ἐρ. : Πῶς γίνεται νά ἔχουμε πειρασμούς καί ἐξωτερικούς καί, ὅπως λέει στόν προσκυνητή, πῆγε ὁ διάβολος σ’ αὐτόν πού ἔλεγε τήν εὐχή κατά παραχώρηση Θεοῦ καί τόν χτύπησε καί τόν ἄφησε λιπόθυμο… Ἐνῶ, λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅτι μπορεῖ νά σέ φυλάξει ἠ νοερά προσευχή ἀπό ἀτυχήματα κ.λ.π.
Ἀπ. : Πάλι ἰσχύει καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Σκεφτεῖτε αὐτός πού ἔφαγε τό χτύπημα, ἄν δέν ἔλεγε τήν εὐχή, μπορεῖ καί νά τόν σκότωνε ὁ διάβολος. Κατά παραχώρηση Θεοῦ τόν ἄφησε ἀναίσθητο, γιά νά καταλάβει ὅτι ὑπάρχει καί διάβολος. Μέσα στήν πανσοφία Του ὁ Θεός, προσέξτε, ἀφήνει νά πάθουμε κάποια πράγματα καί ἀπό τόν δαίμονα καί ἀπό τούς ἀνθρώπους πού ὑπηρετοῦν τούς δαίμονες. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν ἐνεργεῖ ὁ Θεός καί δέν μᾶς φυλάει. Σκεφτεῖτε νά μήν εἴμαστε μέσα στόν Θεό, τί θά τραβούσαμε… πολύ χειρότερα. Ἀφήνει ὁ Θεός κατά θεία παραχώρηση μέσα στήν πανσοφία Του, νά περάσουμε κάποιους πειρασμούς. Γι’ αὐτό σᾶς εἶπα δέν ὐπόσχεται ὁ Θεός ἐδῶ μιά ζωή ἀκύμαντη, στήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος πού ζοῦμε τώρα, ἤ μιά ζωή χωρίς θλίψεις, μιά ζωή ἄνετη σωματικά. Κάθε ἄλλο! Θλίψεις… καί μάλιστα εἶπε «διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν» (Πράξ. 14,22). Τό δεῖ σημαίνει πρέπει. Ὀφείλουμε νά περάσουμε θλίψεις. Ἀκόμα καί αὐτές τίς δαιμονικές ἐπιθέσεις πού λέτε.
Ἤξερα ἕναν ἄνθρωπο, πολύ πνευματικό, πού ἔλεγε συνέχεια τήν εὐχή καί ὁ διάβολος τοῦ ἔκανε τόσο ὀρατές ἐπιθέσεις… πήγαινε νά τόν κάψει. Ναί! Ἀφήνει ὁ Θεός τόν διάβολο… πάντα μέσα σέ ὅρια ὅμως. Πάντοτε ὁ Θεός τοῦ βάζει περιορισμούς, ὅπως μέ τόν Ἰώβ. Ὁ Ἰώβ τί ἀφορμή εἶχε δώσει στόν διάβολο; Καμία ἀφορμή. Ἦταν δίκαιος, λέει, ἅγιος δηλαδή. Κι ὅμως παραχώρησε ὁ Θεός νά τόν πειράξει ὁ διάβολος, νά τόν γεμίσει μέ μία φοβερή ἀρρώστια σάν ἔκζεμα, νά χάσει τά παιδιά του, νά χάσει τήν περιουσία του, ἡ γυναίκα του νά τά βάλει μαζί του, ὅλα αὐτά χωρίς ὁ ἴδιος νά ἔχει ἁμαρτήσει. Ἀλλά γιατί τό ἔκανε ὁ Θεός; Γιά νά μᾶς τόν δώσει ὡς πρότυπο ὑπομονῆς καί γιά νά τόν δοξάσει ἀκόμα περισσότερο. Μέσα ἀπό αὐτή τήν δοκιμασία φανερώθηκε ἡ μεγάλη ἀρετή τοῦ Ἰώβ.
Ὁ Θεός ἀφήνει τίς δοκιμασίες καί τούς πειρασμούς «ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροί γένωνται» (Α΄Κορ. 11,19), γιά νά γίνουν φανεροί οἱ Ἅγιοι. Πάρτε ὅλους τούς ἁγίους νά δεῖτε τί δοκιμασίες πέρασαν. Φοβερές δοκιμασίες… Ὅλοι οἱ ἅγιοι… καί διωγμούς καί κατατρεγμούς καί ἀσθένειες καί κινδύνους ἀπό ληστές καί κινδύνους ἀπό θηρία, ἀπό δαιμονιώδεις ἀνθρώπους κ.λ.π. Εἶναι ὅλα μέσα στήν πανσοφία τοῦ Θεοῦ πάντα γιά τό καλό μας. Πάντα γιά τό καλό μας καί γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν δόξα τῶν ἁγίων, γιά νά μᾶς δώσει ὁ Θεός ἀκόμα μεγαλύτερα στεφάνια. Δεῖτε τούς μάρτυρες, τί τράβηξαν! Καί ὅμως, ἔλεγε ἡ Ἁγία Εὐφημία στόν Ἅγιο Παΐσιο «ἄν ἤξερα τί δόξα μέ περιμένει στόν οὐρανό, θά ’θελα κι ἄλλα νά περάσω». Νά μήν φοβόμαστε τίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες. Νά χαιρόμαστε. «Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις» (Ἰακ. 1,2). Ὅταν πέσετε σέ πειρασμούς διαφόρους νά χαίρεστε. Οἱ πειρασμοί εἶναι ἐπίσκεψη Θεοῦ.
Εἶναι αὐτή ἡ παρεξήγηση πού σᾶς εἶπα προηγουμένως. Νομίζουμε ὅτι καί στήν Ὀρθοδοξία λέγοντας τήν εὐχή θά λειτουργήσει μαγικά καί θά γλιτώσουμε ἀπό κάθε θλίψη, ἀπό κάθε στενοχώρια, ἀπό κάθε πειρασμό. Ὄχι, ἀλλά θά σοῦ δώσει ὁ Θεός τό Ἅγιο Πνεῦμα καί θά περάσεις τά κύματα καί τίς τρικυμίες αὐτῆς τῆς ζωῆς ὅσο γίνεται λιγότερο ἀνώδυνα καί χωρίς νά ταραχτεῖς καί χωρίς νά ἐμποδιστεῖς γιά τήν σωτηρία σου.
Βλέπετε, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὅσο περπατοῦσε καί κοιτοῦσε πρός τόν Χριστό, περπατοῦσε πάνω στά κύματα! Περπάτησε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος πάνω στά κύματα, ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Χριστός «ἔλα»! Περπάτησε… Μετά ὅμως βούλιαξε… Γιατί; Γιατί ἔπαψε νά βλέπει τόν Χριστό, προσέξτε τί θά σᾶς πῶ, ἔχασε τήν νοερά ὅραση, τήν νοερά προσευχή, τήν ὅραση τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε βούλιαξε. Ἔτσι παθαίνουμε κι ἐμεῖς. Δέν πρέπει νά χάνουμε τήν νοερά ὅραση τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τό νά βλέπουμε τόν Θεό συνεχῶς μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Αὐτό ὑπηρετεῖ ἡ νοερά προσευχή, τήν συνεχή κοινωνία μέ τόν Θεό, ὁπότε παίρνεις συνεχή βοήθεια ἀπό τόν Θεό. Εἶναι σάν μιά πολύ καλή συσκευή, ἡ ὁποία ἔχει μπεῖ στήν πρίζα καί παίρνει ἐνέργεια καί λειτουργεῖ. Ὅσο καλή κι ἄν εἶναι ἡ συσκευή, ἄν δέν παίρνει ἐνέργεια ἀπό τό δίκτυο, ἄχρηστη εἶναι. Ἔτσι εἶναι καί ὁ ἄνθρωπος. Ὅσο προσεύχεται, ὅσο ἑνώνεται μέ τόν Χριστό διά τῆς προσευχῆς καί τῆς ὅλης πνευματικῆς ζωῆς, ζεῖ πραγματικά, ἔχει ἐνέργεια, μπορεῖ καί λειτουργεῖ, χαίρεται καί πορεύεται μέ ἀσφάλεια. Ὄχι ἀκύμαντα. Πορεύεται μέσα στίς τρικυμίες, ἀλλά πατάει πάνω στά κύματα. Ἐνῶ ὁ ἄλλος, πού δέν εἶναι συνδεδεμένος μέ τόν Θεό, βουλιάζει, καταποντίζεται, ἀπελπίζεται, τά χάνει, χάνεται. Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξει ἀπό αὐτό.
Ἐρ. : Μιλήσαμε γιά αὐτεξούσιο, γιά ἐλευθερία καί μιλήσαμε καί γιά κατά παραχώρηση… Γιατί δέν ἀπαντάει διαφορετικά ὁ Θεός;…
Ἀπ. : Γιατί, ἀκριβῶς, μᾶς ἀγαπάει καί μέσα στήν ἀγάπη Του, παραχωρεῖ κάποια πράγματα γιά νά μᾶς βοηθήσει. Κοιτάξτε… εἶναι μεγάλο θέμα. Ὑπάρχει ἡ ἐλευθερία, ὑπάρχει τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Τί σημαίνει αὐτεξούσιο; Ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά κάνει ὅ,τι θέλει. Μέσα σέ κάποια ὅρια ὅμως. Δέν μπορεῖ νά γίνει πουλί καί νά πετάει ἤ νά γίνει ὑποβρύχιο. Δέν εἶναι μέσα στίς δυνατότητές του τίς κτιστές. Μπορεῖ, ὅμως, νά πεῖ στόν Θεό ̔Σέ θέλω ἤ δέν Σέ θέλωʾ. Αὐτό εἶναι αὐτεξούσιο. Μπορεῖ νά πεῖ  ̔ἄς λέει ὁ Θεός μήν κάνετε προγαμιαῖες σχέσεις, ἐγώ θά κάνωʾ. Ἄς λέει ὁ Θεός… Ἀλλά προσέξτε τί γίνεται μετά, ὅταν κάνεις κάτι πού δέν εἶναι μέσα στίς προδιαγραφές σου… Αὐτό εἶναι νά μήν τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἐντολές εἶναι οἱ ὁδηγίες χρήσεως. Ἔχεις ἕνα σῶμα καί μιά ψυχή καί ἔχεις καί κάποιες ὁδηγίες ἀπό τόν κατασκευαστή σου. Ὁ κατασκευαστής μας εἶναι ὁ Θεός καί σοῦ λέει «ἔτσι πρέπει νά κάνεις μέ τό σῶμα σου καί ἔτσι μέ τήν ψυχή σου, ἄν θέλεις νά τά σώσεις», δηλαδή νά τά διασώσεις, νά τά ἔχεις.
Πῶς παίρνεις τό αὐτοκίνητο καί λέει ὁ κατασκευαστής, ἄν δέν θέλεις νά τό ἔχεις γιά μιά-δύο μέρες ἤ γιά ἕναν μήνα, πρέπει νά κοιτᾶς τά φρένα, νά ἀλλάζεις λάδια κ.λ.π. Ἄν ἐσύ τώρα δέν ἐνδιαφέρεσαι τί λέει ἡ ἐταιρεία καί πετάξεις τό manual, τίς ὁδηγίες χρήσεως, καί λές ̔ἐγώ ξέρω ἀπό αὐτοκίνητα… θά ρωτήσω καί τόν γείτονα…ʾ, θά ἔχεις αὐτοκίνητο; Δέν θά ἔχεις. Μετά ἀπό λίγο θά καταστραφεῖ τό αὐτοκίνητο. Γιατί; Γιατί δέν τήρησες τίς ὁδηγίες τοῦ κατασκευαστή. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δέν τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, πού εἴπαμε εἶναι οἱ ὁδηγίες χρήσεως, πῶς θά χρησιμοποιήσει τό σῶμα καί τήν ψυχή του, καταστρέφεται, τό πληρώνει μετά. Δέν φταίει ὁ Θεός γιά αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος τό κάνει μέσα στό αὐτεξούσιό του, μέσα στήν ἐλευθερία του. Μπορεῖ νά τό κάνει, τοῦ δίνει τήν δυνατότητα ὁ Θεός. Ὅπως καί ἡ ἐταιρεία πού παίρνεις τό αὐτοκίνητο, δέν σοῦ στέλνει καί ἕναν χωροφύλακα νά σοῦ λέει ἔτσι καί ἔτσι πρέπει νά κάνεις. Εἶσαι ἐλεύθερος. Μπορεῖς νά τό κάνεις ὑποβρύχιο. Κάντο! Δέν θά ἔχεις αὐτοκίνητο ὅμως.. γιατί τό αὐτοκίνητο δέν εἶναι οὔτε γιά νά γίνει ὑποβρύχιο οὔτε νά τό πᾶς στά χωράφια οὔτε νά τό κάνεις ἀεροπλάνο νά πετάξει.. Δέν μπορεῖ νά πετάξει.
Ἔτσι καί τό σῶμα. Σοῦ λέει «οὐ τῇ πορνείᾳ» (Α΄Κορ. 6,13). Ἐσύ λές, ὅλοι τό κάνουν. Κάντο! Εἶναι μέσα στήν ἐλευθερία σου, ἀλλά εἶναι ἡ καταστροφή σου. Γι’ αὐτό ἔχουμε ὅλα αὐτά τά ψυχολογικά καί ὄχι μόνο.. καί καρκίνους κ.λ.π. Γιατί δέν τηροῦμε τίς προδιαγραφές τοῦ κατασκευαστή μας.
Τώρα τί εἶναι τό κατά παραχώρηση καί τί εἶναι τό κατά εὐδοκία; Ὑπάρχουν δύο θελήματα στόν Θεό. Ὁ Θεός, ἐπειδή ἀγαπάει τόν ἄνθρωπο, παρεμβαίνει στήν ζωή του – προσέξτε: χωρίς νά καταστρατηγεῖ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου – ἐπειδή θέλει νά τόν σώσει. Βλέπει, λοιπόν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ ἀντίθετα μέ τίς ἐντολές, μέ τίς ὁδηγίες χρήσης, ὁπότε πάει μέ ἀσφάλεια στόν γκρεμό, στήν καταστροφή. Ἐπειδή, ὅμως, εἶναι Πατέρας καί ἐνδιαφέρεται γιά τό παιδί Του, κάνει μιά παρέμβαση. Τί παρέμβαση κάνει; Πρῶτα-πρῶτα τόν διδάσκει. Μπορεῖ νά τοῦ στείλει ἕναν ἱερέα, ἕναν πνευματικό νά τοῦ πεῖ ̔παιδί μου δέν πᾶς καλά, ἄλλαξε ζωή, πᾶς στόν γκρεμόʾ. Ἤ νά τοῦ στείλει ἕναν συγγενῆ, ἕναν φίλο νά τόν συμβουλεύσει. Δέν τόν ἀκούει ὁ ἄνθρωπος. Μετά, ἐπειδή εἶναι Πατέρας, θά τοῦ δώσει κάτι ἄλλο πού λίγο νά τόν ταρακουνήσει. Μπορεῖ νά τοῦ δώσει π.χ. ἕνα ἀτύχημα κι ἐκεῖ νά μείνει ἕναν μήνα στό κρεβάτι καί τότε νά τοῦ βάλει πάλι τόν λογισμό ̔εἶδες; τό ἔπαθες αὐτό γιατί ἔκανες ἐκεῖνο καί ἐκεῖνο, πρέπει νά διορθώσεις τήν ζωή σου, πρέπει νά σταματήσεις αὐτό κι αὐτό..ʾ. Ἔρχεται καί κάποιος πνευματικός ἄνθρωπος τοῦ λέει, πρέπει νά ἐξομολογηθεῖς, νά καθαρισθεῖς… Ἄν ἔχει καλή διάθεση, παίρνει τό μήνυμα. Τό ἀτύχημα τώρα ἦταν κατά εὐδοκία; Ἦταν κατά παραχώρηση. Τό παραχώρησε ὁ Θεός ἀλλά ἀπό ἀγάπη πάλι. Σκεφτεῖτε νά μήν τοῦ τό ἔδινε.. μέ ἀσφάλεια ὁ ἄνθρωπος πήγαινε κατευθείαν στήν κόλαση.
Ὁπότε καί τό κατά παραχώρηση θέλημα, αὐτή ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, δέν καταστρατηγεῖ τήν ἐλευθερία μας. Προσέξτε, γιατί δέν τήν καταστρατηγεῖ. Δέν μᾶς ἀφαιρεῖ τό αὐτεξούσιο ὁ Θεός, γιατί μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος καί στήν ἀρρώστια ἐπάνω καί στό ἀτύχημα, νά πεῖ, Θεέ μου δέν Σέ θέλω. Καί τό βλέπουμε αὐτό. Ἄνθρωποι πού βρίσκονται σέ οἰκτρά κατάσταση καί δέν θέλουν νά ἀκούσουν γιά Θεό. Ἐνῶ βασανίζονται, ταλαιπωροῦνται, δέν θέλουν νά παραδεχτοῦν ὅτι ἔσφαλαν καί βλασφημοῦν τόν Θεό πού τούς ἔδωσε τήν ἀρρώστια. Ἐνῶ ὁ καλοπροαίρετος λέει ̔καλά νά πάθω, δέν πήγαινα καλά.. δέν ἤμουνα ἐντάξει μέ τόν Θεό, δέν ἤμουνα ἐντάξει μέ τούς ἄλλους καί νά ὁ Θεός μοῦ ἔστειλε αὐτή τήν ἀρρώστια… πρέπει νά διορθωθῶʾ. Αὐτός σώζεται. Ἀλλά πάλι εἶναι καρπός ἐλευθερίας, καρπός αὐτεξουσίου αὐτή ἡ ἀπόφαση. Δέν ἀφαιρεῖ ὁ Θεός τήν ἐλευθερία ἀπό τόν ἄνθρωπο ποτέ.
Ξέρετε πότε θά ἀφαιροῦσε τήν ἐλευθερία καί τό αὐτεξούσιο; Ὅταν θά ἀνάγκαζε τόν ἄνθρωπο νά εἶναι καλός. Θέλεις δέν θέλεις, θά εἶσαι καλός. Θέλεις δέν θέλεις, θά πηγαίνεις κάθε Κυριακή ἀπό τίς ἕξι στήν Ἐκκλησία καί θά ἐξομολογεῖσαι. Δέν τό κάνει αὐτό ποτέ ὁ Θεός. Ὁ Θεός σέβεται τόν ἄνθρωπο, σέβεται τήν ἐλευθερία, τό δῶρο αὐτό πού ἔδωσε στόν ἄνθρωπο, αὐτό τό προνόμιο, τό ὁποῖο, δυστυχῶς, ἀποδεικνύεται πολλές φορές τραγικό. Ὄχι, ἐξαιτίας τοῦ Θεοῦ, ἐξαιτίας δικῆς μας, ἐπειδή δέν τό χρησιμοποιοῦμε σωστά. Εἶσαι ὄντως ἐλεύθερος. Ἀλλά λέει ὡραῖα ὁ Ἀπόστολος «πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει» (Α΄Κορ. 6,12). Ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται ἀλλά δέν συμφέρουν ὅλα. Σᾶς εἶπα προηγουμένως γιά τήν ἐξωσωματική. Μπορεῖς νά τό κάνεις, δέν συμφέρει ὅμως. Θά ἔχεις ἕνα σωρό προβλήματα. Καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε, ποτέ νά μήν τό κάνετε αὐτό, ποτέ! Μόνο μέ τόν φυσιολογικό τρόπο νά κάνετε παιδάκι, τίποτα ἄλλο. Ὅλα τά ἄλλα δημιουργοῦν τεράστια προβλήματα. Μά, λένε, ἡ ἐπιστήμη… Ναί, τό λέει ἡ ἐπιστήμη, ἀλλά κι ἄλλα ἔχει βρεῖ ἡ ἐπιστήμη, ἐπιτρέπεται νά τά κάνεις; Σέ συμφέρουν; Ἔχει βρεῖ καί τήν ἀτομική βόμβα. Μπορεῖς νά τή ρίξεις καί νά κάψεις μιά ὁλόκληρη πόλη. Σέ συμφέρει; Δέν σέ συμφέρει. Ἐπειδή μπορεῖς κάτι νά τό κάνεις, πρέπει καί νά τό κάνεις; Ὄχι, βέβαια. Νά ἐξετάσεις ἄν αὐτό πού μπορεῖς νά κάνεις, συμφέρει νά τό κάνεις, δηλαδή ἀρέσει στόν Θεό, εἶναι σύμφωνο μέ τίς προδιαγραφές τοῦ εἶναι σου.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης