Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Το σπίτι
Όλοι ξέρουμε τι είναι
Γένος ουδέτερο
Μαζί με τα ντουβάρια
Πληθυντικός αριθμός
Στις εξαιρέσεις
Που επιβεβαιώνουν τον κανόνα
Ανήκει το «τσαρδί» ή και «τσαρδάκι»
Γένος αρσενικό
Δίχως πληθυντικό
Αν όμως στην ψυχή των ανθρώπων
Φτερουγίσει μια φλογισμένη καρδιά
Η γραμματική
Καίγεται σα χαρτοπόλεμος
Το σπίτι αλλάζει γένος
Και γίνεται «φωλιά» ή και «φωλίτσα»
Κι αν πεις «πάμε σπιτάκι μας;»
Το σπιτάκι είναι θηλυκό
Τέτοια σκεφτόμουν αργά τη νύχτα
Όπως γυρνούσα στους γύρω δρόμους
Όταν σε μια στροφή
Έπεσε απάνω μου ένα παιδί
Κάτι σα ρίγος με ανασήκωσε
Πως ήταν – λέει – το δικό μου παιδί
Όμως δεν ήταν
«Τι κάνεις έξω
Τέτοιαν ώρα
Τέτοιο καιρό;»
Του είπα
«Πήγαινε σπίτι σου»
«Δεν έχω σπίτι»
Μου είπε
«Και που μένεις;»
«Στο σπίτι των γονιών μου»
Με έκαψε η ματιά του
Φλογισμένοι άγγελοι
Με κοίταξαν ψυχρά
Πήρα να τρέχω να χαθώ
Γύρω στους γύρω δρόμους
Πήρα να τρέχω να χωθώ
Να πάω σπίτι
Το σπίτι μου
Όλοι ξέρουμε τι είναι
Το τραγουδούσαν και οι φλογισμένοι άγγελοι
Το σπίτι μου
Είναι ένα δωμάτιο
Στο σπίτι της γυναίκας μου

ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ



Πικραμένος ἀναχωρητής - 2009






 

Στίχοι:

Μουσική:

Παναγιώτης Κωνσταντακόπουλος


Θὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι
νὰ στήσω τὸ κρεβάτι μου κοντὰ στὴ νερομάνα
ν᾿ ἁπλώσω ἐκεῖ τὴν πίκρα μου, νὰ λυώσει ὅπως τὸ χιόνι.
Μὴ μὲ ρωτᾷς καλέ μου ἀϊτέ, μὴ μὲ ξετάζεις ἥλιέ μου!
Μὴν πιάνεσαι ἀπ᾿ τοὺς ὤμους μου καὶ με γυρίζεις
ἄνεμε!

φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αὐγερινέ μου!
Φέξε τὸ ποροφάραγκο!
Βοήθα ν᾿ ἀνηφορήσω!
Ρίχτε στὸ δρόμο συννεφιά νὰ μὴ γυρίσω πίσω!

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Εὐχὴ Μυστικὴ

Εὐχὴ Μυστικὴ


Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

Ἔλα, τὸ φῶς τὸ ἀληθινό,
ἔλα, ἡ αἰώνια ζωή,
ἔλα, τὸ ἀπόκρυφο μυστήριο,
ὁ ἀνώνυμος θησαυρός,
τὸ ἀνεκφώνητο πράγμα,
τὸ ἀκατανόητο πρόσωπο,
ἡ παντοτινὴ ἀγαλλίαση, τὸ ἀνέσπερο φῶς,
ἔλα, ἡ ἀληθινὴ προσδοκία
αὐτῶν ποὺ μέλλουν νὰ σωθοῦν.
Ἔλα, τῶν πεσμένων ἡ ἔγερση,
ἔλα, τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάσταση.
Ἔλα, Δυνατέ, ποὺ δημιουργεῖς,
μεταπλάθεις κι ἀλλοιώνεις τὰ πάντα
μὲ μόνη τὴ θέλησή σου!
Ἔλα, ἀόρατε, ἀνέγγιχτε κι ἀψηλάφητε.
Ἔλα, σὺ ποὺ μένεις πάντα ἀμετακίνητος,
μὰ κάθε στιγμὴ μετακινεῖσαι ὁλόκληρος,
γιὰ νὰ ‘ρθεις σέ μᾶς, ποὺ κειτόμαστε στὸν ἅδη,
ὁ ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν.
Ἔλα, πολυπόθητο καὶ πολυθρύλητο ὄνομα,
πού ὅμως ἀδυνατοῦμε νὰ περιγράψουμε
τί ἤσουν ἀκριβῶς,
ἢ νὰ γνωρίσουμε τὴν οὐσία καὶ τὶς ἰδιότητές σου.
Ἔλα, παντοτινὴ χαρά,
ἔλα, ἁμαράντινο στεφάνι,
ἔλα, πορφύρα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ βασιλιά μας.
Ἔλα, κρυστάλλινη ζώνη διαμαντοστόλιστη,
ἔλα, ἀπλησίαστο ὑπόδημα,
ἔλα βασιλικὴ ἁλουργίδα
κι ὄντως αὐτοκρατορικὴ δεξιά!
Ἔλα, σὺ ποὺ πόθησε καὶ ποθεῖ
ἡ ταλαίπωρή μου ψυχή,
ἔλα, σὺ ὁ Μόνος
πρὸς ἐμένα τὸν μόνο
γιατί, καθὼς βλέπεις
εἶμαι μόνος!…
Ἔλα, σὺ ποὺ μὲ ξεχώρισες ἀπ’ ὅλα
καὶ μ’ ἔκανες μοναδικὸ πάνω στὴ γῆ.
Ἔλα, σὺ ποὺ ἔγινες ὁ πόθος τῆς ψυχῆς μου
καὶ μ’ ἀξίωσες νὰ σὲ ποθήσω
τὸν ἀπρόσιτο παντελῶς!
Ἔλα, πνοή μου καὶ ζωή,
ἔλα τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς παρηγοριά,
ἔλα, χαρὰ καὶ δόξα μου κι’ ἀτέλειωτη τρυφή.

Σ’ εὐχαριστῶ, ποὺ ἔγινες ἕνα πνεῦμα μαζί μου
ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως κι ἀναλλοιώτως,
Θεὲ τοῦ παντός,
κι’ ἔγινες γιὰ χάρη μου τὰ πάντα σὲ ὅλα:
Τροφὴ ἀνεκλάλητη ποὺ ποτὲ δὲν τελειώνει,
ποῦ ξεχύνεται ἀκατάπαυστα
ἀπὸ τῆς ψυχῆς μου τὰ χείλη
καὶ πλούσια ἀναβλύζει
ἀπ’ τὴν πηγὴ τῆς καρδιᾶς μου.
Ἔνδυμα, ποὺ ἀστράφτει
καὶ καταφλέγει τοὺς δαίμονες.
κάθαρση, ποὺ μὲ πλένεις
μὲ τ’ ἄφθαρτα κι’ ἅγια δάκρυα
πού ἡ παρουσία σου χαρίζει
σ’ ὅσους ἐπισκεφθεῖς.
Σ’ εὐχαριστῶ, γιατί γιὰ χάρη μου ἔγινες
ἀνέσπερο φῶς καὶ ἥλιος ἀβασίλευτος,
πού δὲν ἔχεις ποῦ νὰ κρυφτεῖς,
ἀφοῦ γεμίζεις μὲ τὴ δόξα σου τὰ σύμπαντα.
Ποτὲ δὲν κρύφτηκες ἀπὸ κανένα
ἀλλ’ ἐμεῖς κρυβόμαστε πάντοτε ἀπὸ σένα,
μὴ θέλοντας νά ʼρθοῦμε κοντά σου.
Μὰ ποῦ νὰ κρυφτεῖς
ἀφοῦ πουθενὰ δὲν ὑπάρχει τόπος
γιὰ τὴν κατάπαυσή σου;
Καὶ γιατί νὰ κρυφτεῖς
ἐσὺ ποὺ δὲν ἀποστρέφεσαι κανένα
οὔτε κανένα ντρέπεσαι;
Καὶ τώρα, σὲ ἱκετεύω, Δέσποτά μου,
ἔλα νὰ στήσεις τὴ σκηνή σου στὴν καρδιά μου,
νὰ κατοικήσεις καὶ νὰ μείνεις ἐντός μου
ἀχώριστος κι ἑνωμένος μέχρι τέλους
μὲ μένα τὸν δοῦλο σου, ἀγαθέ,
γιὰ νὰ βρεθῶ κι’ ἐγὼ
στὴν ἔξοδό μου κι ἔπειτα ἀπ’ αὐτὴν στοὺς αἰῶνες
κοντά σου Ἀγαπημένε,
καὶ νὰ βασιλέψω μαζί σου
Θεὲ τοῦ παντός!

Μεῖνε, Κύριε, καὶ μὴ μ’ ἀφήσεις μόνο.
Θέλω, ὅταν ἔρθουν οἱ ἐχθροί μου,
Ποῦ ζητοῦν νὰ καταπιοῦν τὴν ψυχή μου,
νὰ σὲ βροῦν μέσα μου,
καὶ νὰ φύγουν γιὰ πάντα,
γιὰ νὰ μὴ μπορέσουν ξανὰ νὰ μὲ βλάψουν
βλέποντας σὲ τὸν ἰσχυρότερο πάντων
νὰ κάθεσαι στὸν οἶκο τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς.
Ναί, Δέσποτα,
ὅπως μὲ θυμήθηκες ὅταν ζοῦσα στὸν κόσμο
καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω
μὲ διάλεξες ἐσύ, μὲ χώρισες ἀπ’ τὸν κόσμο
καὶ μ’ ἔκανες κοινωνὸ τῆς θείας σου δόξης,
ἔτσι καὶ τώρα φύλαξέ με
πάντοτε σταθερὸ κι ἀμετακίνητο
στὴν ἐνοίκησή σου ἐντός μου.
Βλέποντας σὲ ἀδιάκοπα ἐγὼ ὁ νεκρὸς
θ’ ἀνασταίνομαι καὶ θὰ ζῶ,
ἔχοντάς σε ἐγὼ ὁ φτωχὸς
θὰ πλουτίζω διαρκῶς
καὶ θὰ γίνω πλουσιότερος
ἀπ’ ὅλους τούς βασιλιάδες.
καὶ θὰ σὲ τρώγω καὶ θὰ σὲ πίνω
καὶ θὰ σὲ ντύνομαι κάθε ὥρα,
ὥστε νὰ ζῶ καὶ τώρα καὶ πάντα
ἐντρυφώντας σὲ ἀνεκλάλητα ἀγαθά.
Γιατί ἐσὺ εἶσαι
κάθε ἀγαθὸ καὶ κάθε δόξα καὶ κάθε τρυφὴ
καὶ σὲ σένα πρέπει ἡ δόξα
στὴν Ἁγία καὶ Ὁμοούσιο καὶ Ζωοποιὸ Τριάδα,
πού ὅλοι οἱ πιστοὶ
τὴ σέβονται καὶ τὴ γνωρίζουν,
τὴν προσκυνοῦν καὶ τὴ λατρεύουν
στὰ πρόσωπα
τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ι. Μονή Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου,
Κάλαμος Ἀττικῆς

Συναξάριον και υμνολογική εκλογή.

Κυριακή της τυροφάγου – τυρινής – Συναξάριον και υμνολογική εκλογή.

Του Οσίου πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εις την Κυριακήν της Τυρινής, Συναξάριον της εξορίας του Αδάμ.
Οι θειότατοι και Αγιοι Πατέρες εθέσπισαν να κάνωμεν σήμερον, ήτοι πρό της Αγίας Τεσσαρακοστής, την ανάμνησιν της εξορίας των πρωτοπλάστων από την τρυφήν του Παραδείσου, δείχνοντες εμπράκτως πόσον καλόν και ωφέλιμον πράγμα είναι η νηστεία εις την ανθρωπίνην φύσιν, και πάλιν εκ του εναντίου, πόσον κακόν και αισχρόν είναι η αδηφαγία. Παρατρέξαντες λοιπόν οι Πατέ¬ρες τα κατά μέρος πάντα, οπού εις όλον τον κόσμον γί¬νονται, άπειρα σχεδόν όντα, τον πρωτόπλαστον Αδάμ προβάλλουν εις όλους παράδειγμα, πόσον κακόν έπαθε, με το να μην ενήστευσε προς ολίγον, και εις την εδικήν μας φύσιν μετέδωκε, σαφώς δεικνύοντες, και ότι πρώτον παράγγελμα του Θεού προς τους ανθρώπους εδόθη το της νηστείας καλόν, το οποίον με το να μην εφύλαξεν εκεί¬νος, αλλά εις την γαστέρα υπήκουσε, το δέ αληθέστερον εις τον πλάνον όφιν από την παρακύνησιν της Εύας, όχι μόνον Θεός δέν έγινεν, αλλά και εις τον θάνατον κατεκρίθη, και εις όλον το γένος μετέδωκε του κακού.
Λοιπόν, δια την τρυφήν του πρωτοπλάστου Αδάμ ο Κύριος ενήστευσεν ημέρας τεσσαράκοντα, και υπήκοος έγινεν. δια τούτο και η παρούσα Αγία Τεσσαρακοστή επαραδόθη από τους Αγίους Αποστόλους, δια να απολαύσωμεν ημείς δια της νηστείας την αφθαρσίαν, με το να φυλάξωμεν ημείς εκείνο, το οποίον με το να μην εφύ¬λαξεν εκείνος, απώλεσε την αφθαρσίαν. και κατά άλλον τρόπον, ο σκοπός των Αγίων ούτος έστι, καθώς και προείπομεν, να περιλάβουν δια βραχέων, τα απ’ αρχής μέχρι τέλους γενόμενα έργα παρά του Θεού. και επειδή όλων των καθ’ ημάς αίτιον εστάθη η παράβασις και η έκπτωσις του Αδάμ από τον Παράδεισον, δια τούτο ταύτην ενταύ¬θα πρωτίστην έταξαν, δια να φύγωμεν την παρακοήν, και να μή μιμηθώμεν κατ’ ουδέν την ακρασίαν αυτού.
Εις την έκτην ημέραν λοιπόν επλάσθη ο Αδάμ από την χείρα του Θεού, τον οποίον και με την ιδίαν του εικόνα ετίμησε, με το εμφύσημα οπού έκαμεν εις αυτόν, δί¬δοντας του εν ταυτώ και την εντολήν, ποίους καρπούς να τρωγη και ποίους να μή τρωγη. Εστάθη δέ μέσα εις τον Παράδεισον, κατά την γνώμην τινών διδασκάλων, έως εξ ώρας’ είτα εξώσθη εκείθεν, με το να παραβή την εντολήν. ο δέ Φίλων ο Εβραίος λέγει ότι εκατόν χρόνους έκαμεν εις τον Παράδεισον, άλλοι δέ λέγουν επτά ημέρας η χρό¬νους, και τούτο λέγουν δια την τιμήν του επταδικού αριθ¬μού, οπού κοντά εις τους Εβραίους κατ’ εξαίρετον ήτον τίμιος. Οτι δέ εις την έκτην ώραν τας χείρας ήπλωσε και τον καρπόν ετρύγησεν, εφανέρωσε τούτο και ο νέος Α¬δάμ, ο Χριστός, όστις θεραπεύοντας του πρωτοπλάστου το τόλμημα, εις την έκτην ώραν και ημέραν τας παλάμας ήπλωσεν εν τω Σταυρώ.
Μέσον δέ φθοράς και αφθαρσίας επλάσθη ο Αδάμ, με σκοπόν εκείνο να αποκτήση, εις οποίον από τα δύο ήθελε κλίνει με την εδικήν του προαίρεσιν, ωσάν οπού εκατασκευάσθη αυτεξούσιος* ότι δυνατόν ήτον εις τον Θεόν και αναμάρτητον να τον κάμη, αλλά δια να γένη και της εδικής του προαιρέσεως το κατόρθωμα, δια τούτο του έ¬δωσε τον νόμον, όστις τον επρόσταζεν άπό όλα μέν τα φυτά να παίρνη καρπούς και να τρώγη, και άπό ένα μόνον να απέχη. Εκείνος δέ τη γυναικί πεισθείς, ή να ειπώ καλλίτερα τη ψυχοφθόρω συμβουλή του αρχεκάκου όφεως, αφίνοντας όλα τα άλλα, εις το θεόθεν εμποδισμένον ή¬πλωσε το παράνομον χέρι του. Τί δέ λογής φυτά ήσαν εκείνα τα συγχωρημένα, και τί λογής φυτόν ήτον εκείνο το εμποδισμένον, πολλοί πολλά λέγουν, τα οποία με το να είναι νοήματα υψηλά και θεωρίαι μεγάλαι, δεν καταλαμ¬βάνονται από τους αγραμμάτους και απλουστέρους. το δε ξύλον, οπού εμπόδισεν ο Θεός, ξύλον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν το ωνόμασαν από της εκβάσεως, ή¬γουν άπό το ιδίωμα οπού έχει η αμαρτία, ευθύς οπού εμβη εις πράξιν, δηλαδή ευθύς πού τελεσθή η αμαρτία, εγείρε¬ται έξυπνα η συνείδησις, ο πικρός και αδυσώπητος κατή¬γορος, λέγουσα μέσα εις την ψυχήν προς τον αμαρτήσαντα’ κακά έπραξας, άξιος είσαι κολάσεως, και βλέπε ζωντανόν το παράδειγμα εις τους πρωτοπλάστους, οι οποίοι πρό της παρακοής ήσαν γυμνοί, και όμως ουκ ησχύνοντο’ έπειτα, όταν παρέβησαν την εντολήν, τότε εκατάλαβον ότι ήταν γυμνοί. Οθεν εκατάλαβαν πόσον καλόν είναι η υπακοή, και εκ του εναντίου πόσον κακόν η παρακοή. δια τούτο και ευθύς εφρόντισαν να σκεπάσουν την γύμνωσίν τους, και ακούσαντες τον προς αυτούς ερχομόν του Θεού εφοβήθησαν, και εκρύβησαν.
Μερικοί δέ είπον ότι το ξύλον εκείνο της παρακοής ήτον συκή, ότι με τα φύλλα εκείνης εσκεπάσθησαν, ευθύς οπού εκατάλαβαν την γύμνωσίν τους’ και τάχα δια τούτο και ο Χριστός, ώς αιτίαν γενομένην της παραβάσεως, την εκαταράσθη και εξηράνθη. Διότι και κάποιαν ομοιότητα έχει με την αμαρτίαν” πρώτον μέν το γλυκύ, έπειτα το άπό των φύλλων τραχύ και το κολλώδες του γάλακτος. Λοιπόν, αφού παρέβη την εντολήν και την θνητήν σάρκα εφόρεσε, και την κατάραν έλαβε της πολυωδύνου ζωής, εδιώχθη από τον Παράδεισον και φλογίνη ρομφαία εδιωρίσθη παρά Θεού να φυλάττη την πύλην του Παραδείσου, και αυτός εκάθισεν απ’ αντικρύ του Παραδείσου, κλαίων και ωδυρόμενος, δια τα τόσα αγαθά που εστερήθη, με το να μην ηθέλησε να φυλάττη την εντολήν του Δεσπότου, και να νηστεύση μικράν νηστείαν. και ούτως όλον το σύμπαν γένος, υπέκειτο είς την εκείνου αράν και αθλιότη¬τα, έως οπού πάλιν ο πλάσας ημάς Θεός ηλέησε την ημετέραν φύσιν, και εις το αρχαίον απεκατέστησεν αξίωμα, νικήσας τεχνηέντως τον ημάς απατήσαντα, τουτέστι δια νηστείας και ταπεινώσεως, τύπος γενόμενος εις ημάς τί λογής να νικώμεν και ημείς τον αντίπαλον.
Ολα λοιπόν αυτά θέλοντες να παραστήσουν οι θεοφόροι Πατέρες δι’ όλου του Τριωδίου, πρώτα βάνουν τα της Παλαιάς Διαθήκης, από τα οποία, πρώτη είναι η Δη¬μιουργία και η του Αδάμ από τον Παράδεισον έξωσις, της οποίας την ανάμνησιν κάμνομεν σήμερον. Είτα και τα λοιπά προβάλλουν, τα της Γενέσεως του Μωϋσέως και των λοιπών, τα προφητικά, και περισσότερον τους δαβιτικούς λόγους” και τέλος επιφέρουν και τινά των της χάρι¬τος, ήτοι της Νέας Διαθήκης. Από τα οποία πρώτος εί¬ναι ο Ευαγγελισμός, ο οποίος κατά άρρητον Θεού οικονομίαν, σχεδόν πάντοτε, μέσα εις την Αγίαν Τεσσαρακοστήν ευρίσκεται. Προχωρεί δέ το Τριώδιον, έτι δια του Λαζάρου και των Βαϊων και της Αγίας και Μεγάλης Ε¬βδομάδος και αυτών των Αγίων και σωτηριωδών Παθών του Χριστού, όπου τα Ιερά Ευαγγέλια αναγινώσκονται, και κατά λεπτόν τα Θεία Πάθη υμνολογούνται. Είτα και δια της Αναστάσεως και των λοιπών εορτών, μέχρι της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος, και τέλος δια των Ιερών Πράξεων των Αποστόλων, αι οποίαι τρανώς διηγοΰνται τί λογής το κήρυγμα έγινε, και ότι οι Θείοι Από¬στολοι τους Αγίους πάντας συνήγαγον’ ότι αι Πράξεις των Αποστόλων βεβαιούν την Ανάστασιν δια των θαυ¬μάτων, οπού έπραττον οι Απόστολοι εν τω ονόματι του σταυρωθέντος Ιησού. Επειδή λοιπόν, με το να μην ενήστευσε μίαν φοράν ο Αδάμ, επάθαμεν τα τόσα κακά, δια τούτο πρό της Αγίας Τεσσαρακοστής ετάχθη ύπό των Πατέρων η ανάμνησις αυτού, δια να συλλογιζώμεθα πό¬σον κακόν έφερεν εις τον κόσμον, με το να μην ενήστευσεν ο Αδάμ, και να σπουδάσωμεν μετά χαράς, να δεχθώμεν ημείς την νηστείαν, και καλώς να την φυλάττωμεν, δια να επιτύχωμεν ημείς εκείνο όπου έχασεν εκεί¬νος, δηλαδή την θέωσιν, πενθούντες και νηστεύοντες και ταπεινούμενοι, έως να μας επισκεφθή ο Κύριος, διατί κα¬τά άλλον τρόπον σχεδόν αδύνατον είναι να λάβωμεν ε¬κείνο όπου εχάσαμεν.
Πρέπει δέ να ηξεύρωμεν ότι η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή του όλου χρόνου, είναι ωσάν ένας αποδεκατι¬σμός’ διότι από την αμέλειάν μας δέν προαιρούμεθα, ούτε πάντοτε να νηστεύωμεν ούτε να απέχωμεν από κακάς πράξεις, δια τούτο οι θείοι Απόστολοι και ύστερα από αυτούς και οι Αγιοι Πατέρες παρέδωκαν εις ημάς αυτήν την Αγίαν Τεσσαρακοστήν ωσάν ένα θέρος ψυχών, δια να εξαλείψωμεν, δια μετανοίας και συντριβής, όσα κακά επράξαμεν όλον τον χρόνον, και δια τούτο, επειδή με τέτοιον σκοπόν και τέλος μας την επαράδωκαν οι θείοι Α¬πόστολοι, πρέπει και να την φυλάττωμεν ακριβέστερον από κάθε άλλην νηστείαν. Επειδή και τας άλλας τρεις, ήγουν την των Αγίων Αποστόλων, την της Θεοτόκου, και του Σαρανταημέρου, η Εκκλησία μας τας παραδίδει, και χρέος έχομεν να τας φυλάττωμεν. Ομως αυτή είναι πολύ τιμιωτέρα και θειοτέρα, πρώτον, διατί ο Χριστός, ο αρχηγός της ημετέρας σωτηρίας, υπέρ ημών ενήστευσεν αυτήν, και τον πειράζοντα νικήσας εδοξάσθη’ δεύτερον, και δια τα Αγια Πάθη, τα οποία εις το τέλος λαμπρώς και θεοπρεπώς εορτάζομεν. Αλλά και ο Μωϋσής τεσσαράκοντα ημερονύκτια νηστεύσας, τον νόμον έλαβε” και ο προφήτης Ηλίας άλλας τόσας νηστεύσας, εν τω όρει τω Χωρήβ, ιδείν ηξιώθη τον Θεόν, ως ανθρώπω δυνατόν’ και ο Δανιήλ ωσαύτως και άλλοι πάμπολλοι, όσοι παρά τω Θεώ εφάνησαν δόκιμοι, δια νηστείας αυτώ ευηρέστησαν. δια ταύτην λοιπόν την αιτίαν, εβάλθη ενταύθα ύπό των Πατέρων, η Εξορία του Αδάμ, διδάσκουσα όλους ημάς να φυλάττωμεν τον όρον της νηστείας, όσον δυνάμεθα.
Τη αφάτω Σου ευσπλαγχνία, Χριστέ ο Θεός ημών, της τρυφής του Παραδείσου ημάς καταξίωσον, και ελέησόν ως μόνος φιλάνθρωπος.
Αμήν.
(Του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου” Συναξαριστής: Τριώδιον, σελίδες 387 – 392.)
Υμνολογική εκλογή.
ΤΩ ΣΑΒΒΑΤΩ ΕΣΠΕΡΑΣ
Δόξα… Ήχος πλ. β’
Εκάθισεν Αδάμ, απέναντι του Παραδείσου, και την ιδίαν γύμνωσιν θρηνών ωδύρετο. Οίμοι, τον απάτη πονηρά πεισθέντα και κλαπέντα, και δόξης μακρυνθέντα! Οίμοι, τον απλότητι γυμνόν, νύν δέ ηπορημένον! Αλλ’ ώ Παράδεισε, ουκέτι σου της τρυφής απολαύσω, ουκέτι όψομαι τον Κύριον και Θεόν μου και Πλάστην’ εις γήν γάρ απελεύσομαι, εξ ής και προσελήφθην. Ελεήμον Οικτίρμον βοώ σοι. Ελέησόν με τον παραπεσόντα.
Ο Αδάμ κάθισε απέναντι από τον παράδεισο, και βλέποντας την γύμνωσή του, με θρήνους ξέσπασε σε οδυρμό και έλεγε: Αλλοίμονό μου, που με την πονηρή απάτη του φειδιού πείσθηκα, και μου έκλεψαν ό,τι πολυτιμότερο είχα, και απομακρύνθηκα από την δόξα. Αλλοίμονό μου, που ζούσα με απλότητα, αν και ήμουν γυμνός” τώρα όμως στερούμαι τα πάντα. Παράδεισε, ποτέ πια δεν θα ζήσω την απόλαυσή σου, ποτέ πια δεν θα δω τον Κύριο και Θεό μου και πλάστη μου, γιατί θα επιστρέψω στη γη από την οποία και με έλαβε ο πλάστης μου. Ελεήμων Κύριε, ελέησέ με εμένα, που έπεσα στην αμαρτία.
Δόξα… Ήχος πλ. β’
Ήλιος ακτίνας έκρυψεν, η σελήνη σύν τοις άστροις εις αίμα μετετράπη, όρη έφριξαν, βουνοί ετρόμαξαν, ότε Παράδεισος εκλείσθη. Εκβαίνων ο Αδάμ, χερσί τύπτων τας όψεις, έλεγεν. Ελεήμον, ελέησόν με τον παραπεσόντα.
Ο ήλιος έκρυψε τις ακτίνες του , η σελήνη και τα αστέρια έγιναν αίμα, τα όρη καταλήφθηκαν από φρίκη και τα βουνα από τρόμο, όταν ο παράδεισος κλείσθηκε για την παρακοή του πρωτοπλάστου. Και ο Αδάμ βγαίνοντας απ’ τον παράδεισο, χτυπώντας με τα χέρια του το πρόσωπό του έλεγε: Ελεήμων Κύριε, ελέησε εμένα που έπεσα στην αμαρτία.
ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ
Μεσώδειον κάθισμα Ήχος δ’ Κατεπλάγη Ιωσήφ
Εξεβλήθη ο Αδάμ, του Παραδείσου της τρυφής, διά βρώσεως πικράς, εν ακρασία εντολήν, μή φυλάξας την του Δεσπότου, και κατεκρίθη, εργάζεσθαι την γήν, εξ ής ελήφθη αυτός, ιδρώτι δέ πολλώ, εσθίειν άρτον αυτού. Διό ημείς ποθήσωμεν εγκράτειαν, ίνα μή έξω θρηνήσωμεν, του Παραδείσου, ώσπερ εκείνος, αλλ’ εις αυτόν ελευσώμεθα.
Εκδιώχθηκε ο Αδάμ από την απόλαυση του παραδείσου εξ αιτίας μιας πικρής γεύσεως, αφού δεν τήρησε την εντολή του Δεσπότου, λόγω του ότι δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εαυτό του, και έτσι, καταδικάσθηκε να εργάζεται τη γη, από την οποία πλάσθηκε, και με τον πολύ ιδρώτα του να τρω΄γει τον άρτο του. Γι’ αυτό και εμείς ας ποθήσουμε την εγκράτεια, για να μην θρηνήσουμε έξω από τον παράδεισο, όπως εκείνος, αλλά να εισέλθουμε εις αυτόν.
Έτερον Ήχος δ’ Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ
Νύν ο καιρός των αρετών επεφάνη, και επί θύραις ο Κριτής, μή στυγνάσωμεν, αλλά δεύτε νηστεύοντες προσάξωμεν, δάκρυα κατάνυξιν και ελεημοσύνην, κράζοντες. Ημάρτομεν, υπέρ ψάμμον θαλάσσης. Αλλ’ άνες πάσι πάντων Λυτρωτά, ίνα και σχώμεν τον άφθαρτον στέφανον.
Τώρα φανερώθηκε ο καιρός των αρετών και ο ΚΡΙΤΉς ΕΊΝΑΙ ΠΙΑ ΚΟΝΤά στις ΘΎΡΕς Μας. Μην αφήσουμε τα πρόσωπά μας να σκυθρωπάσουν, αλλά ελάτε να προσφέρουμε με την νηστεία δάκρυα μετανοίας, κατάνυξη και ελεημοσύνη, και ας κράξουμε: Αμαρτήσαμε περισσότερο από την άμμο της θαλάσσης” αλλά δώσε μας άνεση, Λυτρωτή μας, για να λάβουμε και τον άφθαρτο στέφανο στην βασιλεία Σου.
Κοντάκιον Αυτόμελον Ήχος πλ. β’
Της σοφίας οδηγέ, φρονήσεως χορηγέ, των αφρόνων παιδευτά, και των πτωχών υπερασπιστά, στήριξον, συνέτισον την καρδίαν μου Δέσποτα. Σύ δίδου μοι λόγον, ο του Πατρός Λόγος’ ιδού γάρ τα χείλη μου, ου μή κωλύσω εν τω κράζειν σοι. Ελεήμον, ελέησόν με τον παραπεσόντα.
Δέσποτα, Συ ο οδηγός προς την σοφία, που χαρίζεις την φρόνηση, εκπαιδεύεις ορθά τους άμυαλους, που υπερασπίζεσαι τους πτωχούς, στήριξε, κάμε συνετή την καρδιά μου. Συ χάρισέ μου τη δύναμη του λόγου, που είσαι ο Λόγος του Θεού Πατρός, γιατί δεν θα εμποδίσω τα χείλη μου να Σου κραυγάζουν: Ελεήμων, ελέησε εμένα, πουέπεσα στην αμαρτία.
Ο Οίκος
Εκάθισεν Αδάμ τότε, και έκλαυσεν απέναντι της τρυφής του Παραδείσου, χερσί τύπτων τας όψεις, και έλεγεν. Ελεήμον, ελέησόν με τον παραπεσόντα.
Τότε εκάθισε ο Αδάμ απέναντι στην απόλαυση του παραδείσου, κτυπώντας με τα χέρια του το πρόσωπό του και έλεγε: Ελεήμων, ελέησε εμένα, που έπεσα στην αμαρτία.
• Ιδών Αδάμ τον Άγγελον, ωθήσαντα, και κλείσαντα την του θείου κήπου θύραν, ανεστέναξε μέγα, και έλεγεν. Ελεήμον, ελέησόν με τον παραπεσόντα.
Όταν είδε ο Αδάμ τον άγγελο, που έσπρωξε με δύναμη και έκλεισε την θύρα του θείου κήπου, αναστέναξε με πόνο κι έλεγε: Ελεήμων, ελέησε εμένα, που έπεσα στην αμαρτία.
• Συνάλγησον Παράδεισε, τω κτήτορι πτωχεύσαντι, και τώ ήχω σου των φύλλων, ικέτευσον τον Πλάστην, μή κλείση σε. Ελεήμον, ελέησόν με τον παραπεσόντα.
Παράδεισε, πόνεσε μαζί με αυτόν, που πλάσθηκε, για να είναι κύριός σου, και έγινε πτωχός με την αμαρτία, με τον ήχο των φύλλων σου, μήπως και δεν σε κλείσει ο Πλάστης. Ελεήμων, ελέησε εμένα, που έπεσα στην αμαρτία.
• Παράδεισε πανάρετε, πανάγιε, πανόλβιε, ο δι’ Αδάμ πεφυτευμένος, και διά την Εύαν κεκλεισμένος, ικέτευσον Θεόν διά τον παραπεσόντα. Ελεήμον, ελέησόν με τον παραπεσόντα.
Παράδεισε, γεμάτε από αρετές, από την ευτυχία και την αγιότητα, που φυτεύτηκες για τον Αδάμ, αλλά κλείσθηκες εξ αιτίας της Ευας, ικέτευε τον Κύριο γι αμένα που έπεσα από το ύψος, όπου με έπλασε: Ελεήμων Κύριε, ελέησέ με τον δούλο Σου, που έπεσα στην αμαρτία.
Συναξάριον
Τη αυτή ημέρα (Κυριακή Τετάρτη από της αρχής του Τριωδίου), ανάμνησιν ποιούμεθα της από του Παραδείσου της τρυφής εξορίας του Πρωτοπλάστου Αδάμ.
Στίχοι
• Κόσμος γενάρχαις πικρά συνθρηνησάτω.
• Βρώσει γλυκεία, συμπεσών πεπτωκόσι.
Ας θρηνήσει πικρά ο κόσμος μαζί με τους γενάρχες του, τον Αδάμ και την Ευα, γιατί μαζί τους έπεσε στην αμαρτία για μια γλυκειά βρώση και γεύση.
Τη αφάτω σου ευσπλαγχνία, Χριστέ ο Θεός ημών, της τρυφής του Παραδείσου ημάς καταξίωσον, και ελέησον, ώς μόνος φιλάνθρωπος.
Αμήν.
Εξαποστειλάριον. Γυναίκες ακουτίσθητε
Της εντολής σου Κύριε, παρήκουσα ο άθλιος, και γυμνωθείς της σής δόξης, αισχύνης πέπλησμαι, οίμοι! Και της τρυφής εκβέβλημαι, του Παραδείσου εύσπλαγχνε. Ελεήμον ελέησον, τον στερηθέντα δικαίως, της αγαθότητος της σής.
Αφού ο άθλιος παρήκουσα την εντολή Σου και γυμνώθηκα από τη δόξα Σου, γέμισα με εντροπή, αλλοίμονο, και εκδιώχθηκα από την απόλαυση του Παραδείσου, εύσπλαγχνε. Ελεήμων, ελέησον εμένα, που δίκαια στερήθηκα την αγαθότητά Σου.
Έτερον. Τοις Μαθηταίς συνέλθωμεν
Αποικισθέντες Κύριε, Παραδείσου το πρώτον, διά της ξύλου βρώσεως, αντεισήγαγες πάλιν, διά Σταυρού και του Πάθους, σού Σωτήρ και Θεέ μου” δι’ ού ημάς οχύρωσον, την Νηστείαν πληρώσαι, αγνοπρεπώς, και την θείαν Έγερσιν προσκυνήσαι, το Πάσχα το σωτήριον, σέ Τεκούσης πρεσβείαις.
Αφού εκδιωχθήκαμε την πρώτη φορά από τον παράδεισο, Κύριε, εξ αιτίας της βρώσεως του καρπού του απαγορευμένου, μας έβαλες πάλι εκεί με τον σταυρό Σου και το πάθος Σου, Σωτήρα και Θεέ μας. Και τώρα οχύρωσέ μας ώστε να διανύσουμε με επιτυχία ολόκληρον τον χρόνο της νηστείας, με αγνό και καθαρό τρόπο και να προσκυνήσουμε την ανάστασή Σου, το σωτήριο για μας πάσχα, με τις πρεσβείες της Θεοτόκου.
Εις τους αίνους, ιδιόμελον, ήχος Πλ. Α.
Το στάδιον των αρετών ηνέωκται” οι βουλόμενοι αθλήσαι εισέλθετε, αναζωσάμενοι τον καλόν της Νηστείας αγώνα’ οι γάρ νομίμως αθλούντες, δικαίως στεφανούνται, και αναλαβόντες την πανοπλίαν του Σταυρού, τω εχθρώ αντιμαχησώμεθα. Ως τείχος άρρηκτον κατέχοντες την Πίστιν, και ως θώρακα την προσευχήν, και περικεφαλαίαν την ελεημοσύνην, αντί μαχαίρας την νηστείαν, ήτις εκτέμνει από καρδίας πάσαν κακίαν. Ο ποιών ταύτα, τον αληθινόν κομίζεται στέφανον, παρά του Παμβασιλέως Χριστού, εν τη ημέρα της Κρίσεως.
Εχει πια ανοιχθεί το στάδιο των αρετών. Οσοι θέλουν να αγωνισθούν είναι καιρός να εισέλθουν ς’ αυτό, αφού ζωσθούν καλά στη μέση τους τον καλό αγώνα της νηστείας, διότι όσοι αγωνίζονται σύμφωνα με τον νόμο του Θεού, θα λάβουν δίκαια τον στέφανο της νίκης. Και αφού σηκώσουμε πάνω μας τηνπανοπλία του Σταυρού, ας αντιμετωπίσουμε με ανδρεία τον εχθρό. Θα έχουμε σαν τείχος, που δεν καταρρίπτεται την πίστη και σαν θώρακα την προσευχή και σαν περικεφαλαία την ελεημοσύνη και σαν μαχαίρι την νηστεία, η οποία κόβει από την καρδιά κάθε κακία. Οποιος θα κατορθώσει αυτά, θα λάβει σαν βραβείο τον αληθινό στέφανο της νίκης από τον Βασιλέα των πάντων Χριστό, κατά την ημέρα της κρίσεως.
Δοξαστικόν των αίνων. Ήχος Πλ. Β.
Έφθασε καιρός, η των πνευματικών αγώνων αρχή” η κατά των δαιμόνων νίκη, η πάνοπλος εγκράτεια, η των Αγγέλων ευπρέπεια, η πρός Θεόν παρρησία’ δι’ αυτής γάρ Μωϋσής, γέγονε τω Κτίστη συνόμιλος, και φωνήν αοράτως, εν ταις ακοαίς υπεδέξατο. Κύριε, δι’ αυτής αξίωσον και ημάς, προσκυνήσαί σου τά Πάθη και την αγίαν Ανάστασιν, ως φιλάνθρωπος.
Εφθασε πια ο καιρός για την αρχή των πνευματικών αγώνων. Αυτή είναι η νίκη εναντίον των δαιμόνων, η πάνοπλη εγκράτεια, η ωραιότητα και η ευπρέπεια των αγγέλων, που χαρίζει το θάρρος μπροστά στον Θεό. Με αυτήν ο Μωυσής έγινε συνομιλητής του Κτίστη και Θεού, όταν υποδέχθηκε στα αυτιά του αοράτως την φωνή Του. Κύριε, με την άσκηση αυτής αξίωσε και εμάς ναπροσκυνήσουμε τα πάθη Σου και την αγία Σου Ανάσταση, επειδή είσαι φιλάνθρωπος.
Απόδοση, Μοναχής Θεοδοσίας.
Παράβαλε και:
Κυριακή της Τυροφάγου – η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., Αγ. Συμεών του νέου θεολόγου, ομιλία περί μετανοίας και περί εξορίας του Αδάμ.Κυριακή της τυροφάγου – το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., ο ουρανός εκέρδισε πάλιν, Λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.

ΑΓ. ΣΥΜΕΩΝ Ο Ν. ΘΕΟΛΟΓΟΣ “ΔΙΑΒΑΖΕΙ” ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ (τῆς Ἀπόκρεω)

ΑΓ. ΣΥΜΕΩΝ Ο Ν. ΘΕΟΛΟΓΟΣ “ΔΙΑΒΑΖΕΙ” ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ (τῆς Ἀπόκρεω)

ΑΓ. ΣΥΜΕΩΝ Ο Ν. ΘΕΟΛΟΓΟΣ “ΔΙΑΒΑΖΕΙ” ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (τῆς Ἀπόκρεω)

. Μιὰ ἄλλη “ἀνάγνωση” (ἑρμηνεία) “πνευματικότερη” ἀπὸ τὴν κάπως παρεξηγημένη τῆς “ἱδρυματικῆς φιλανθρωπίας” -καὶ γιὰ τοῦτο εὔπεπτη- ἐπὶ τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἐσχάτης Κρίσεως μᾶς δίνει ὁ ἅγ. Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος (ὁ τρίτος ποὺ τιμήθηκε μὲ τὴν ἐπωνυμία Θεολόγος, μετὰ τὸν Μεγαλόπνοο Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη καὶ τὸν Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνό) στὴν ἐνάτη Κατήχησή του (S .C. 104, σελ. 114-118). Ἀποσύρει τὴν προσοχή μας ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς ἐξωστρεφοῦς ἢ ἀκόμα καὶ ἀκτιβιστικῆς “φιλανθρωπίας” καὶ τὴν ἐπικεντρώνει στὸ μόνο μεγάλο θέμα, στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, στὴν φιλανθρωπία ποὺ ἀπαιτεῖται νὰ ἐπιδείξει καὶ νὰ προσφέρει ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀλλοτριωμένη, διψασμένη, πεινασμένη καὶ φυλακισμένη ἀπὸ τὰ πάθη ψυχή του. Καὶ καταλήγει μὲ τὸ τρομερὸ ἐπιγραμματικό: «Σεαυτὸν οὐκ ἠλέησας, οὐκ ἐλεηθήσῃ: Ἂν δὲν ἐλεήσεις τὸν ἑαυτό σου, δὲν θὰ ἐλεηθεῖς».
. Σήμερα, ἐποχὴ τῶν μεγάλων παραχαράξεων ἀξίζει ἡ προσέγγιση στὴν πατερικὴ ΧΑΡΑΞΗ.

Τὸ πρωτότυπο κείμενο συνοδεύεται σὲ μερικὰ κομμάτια ἀπὸ ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικά.

(π. Ἀθ. Σ. Λ.)

. Πῶς δὲ καὶ οἱ κατὰ τὸ δοκεῖν πτωχοὶ γεγονότες – ὥσπερ Χριστὸς ὁ Θεός, πλούσιος ὤν, ἐπτώχευσε δι᾿ ἡμᾶς- , αὐτοὺς ἡμᾶς ἐλεοῦντες τὸν δι᾿ ἡμᾶς γενόμενον ὡς ἡμεῖς ἐλεεῖν λογιζόμεθα; Νόει μοι καλῶς τὸ λεγόμενον. Ἐγένετο ὁ Θεὸς διὰ σὲ πτωχὸς ἄνθρωπος, γενέσθαι χρεωστεῖς καὶ σύ, ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν, ὅμοιος ἐκείνῳ πτωχός. Πτωχὸς ἐκεῖνος κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, πτωχός σύ κατά τήν Θεότητα. Σκόπησον (ἐξέτασε) τοίνυν πῶς θρέψεις αὐτόν, πρόσεχε ἀκριβῶς.
. Ἐπτώχευσεν ἵνα σὺ πλουτήσῃς, ἵνα σοὶ μεταδῷ τοῦ πλούτου τῆς χάριτος αὐτοῦ· διὰ τοῦτο σάρκα ἀνέλαβεν ἐκεῖνος, ἵνα μεταλάβῃς σὺ τῆς ἐκείνου Θεότητος. Ὅταν γοῦν σεαυτὸν πρὸς ὑποδοχὴν αὐτοῦ εὐτρεπίσῃς, τότε ὑποδεχθήσεσθαι αὐτὸν ὑπὸ σοῦ λέγεται. Ὅταν δὲ δι᾿ ἐκεῖνον πεινᾷς σὺ καὶ διψᾷς, τροφὴ ἐκείνῳ καὶ πόσις ταῦτα λογίζεται. Πῶς; Ὅτι διὰ τούτων καὶ τῶν τοιούτων ἔργων καί πράξεων καθαίρεις σου τήν ψυχήν καί τοῦ λιμοῦ καί τοῦ ῥύπου τῶν παθῶν ἀπαλλάττεις σαυτόν· καί ὁ ἀναδεξάμενός σε οὕτω καί ἰδιοποιησάμενος τά κατά σέ πάντα Θεός καί θεόν σε ποιῆσαι ἐπιποθῶν, ὡς ἐκεῖνος ἐγένετο ἄνθρωπος, ἅπερ ποιεῖς σεαυτῷ, ἐκεῖνος ταῦτα πανθάνειν λογίζεται καί λέγει· “Ἐφ᾿ ὅσον ἐποίησας τῇ ἐλαχίστῃ ψυχῇ σου, ἐμοί ἐποίησας”. (Ἐπτώχευσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ πλουτήσεις ἐσύ, γιὰ νὰ σοῦ μεταδώσει ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς Χάριτός Του. Γι᾽ αὐτὸ ἔλαβε σάρκα Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ μεταλάβεις ἐσὺ τῆς Θεότητος Ἐκείνου. Ὅταν λοιπόν εὐτρεπίσεις τὸν ἑαυτό σου πρὸς ὑποδοχή Του, τότε λέγεται ὅτι γίνεται ὑποδοχὴ σ᾽Αὐτὸν ἀπὸ σένα. Κι ὅταν γιὰ Ἐκεῖνον πεινᾶς ἐσὺ καὶ διψᾶς, τότε αὐτὰ [ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα] λογίζονται [θεωροῦνται, “πιάνονται”] γιὰ Ἐκεῖνον τροφὴ καὶ πόση. Πῶς; Διότι μ᾽ αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια ἔργα καὶ πράξεις καθαρίζεις τὴν ψυχή σου καὶ ἀπαλλάττεις τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸν λιμὸ καὶ τὸν ρύπο τῶν παθῶν. Καὶ ὁ Θεός ποὺ ἔτσι σὲ ἀναδέχθηκε καὶ πῆρε ἀπάνω του σὰν δικά του ὅλα ὅσα σὲ ἀφοροῦν καὶ ποθεῖ δυνατὰ νὰ σὲ κάνει θεό, ὅπως Ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος, ὅ,τι κάνεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου Ἐκεῖνος τὰ λογαριάζει πὼς τὰ παθαίνει ὁ Ἴδιος καὶ λέει: «Ἐφ᾽ ὅσον τὰ ἔκανες γιὰ τὴν ἐλαχίστη ψυχή σου, γιὰ μένα τά ᾽κανες.»)
. Διὰ ποίων γὰρ ἄλλων ἔργων οἱ ἐν σπηλαίοις καὶ ὄρεσι τῷ Θεῷ εὐηρέστησαν, εἰ μὴ δι᾿ ἀγάπης πάντως καὶ μετανοίας καὶ πίστεως – πάντα γὰρ τὸν κόσμον ἀφέντες καὶ αὐτῷ μόνῳ ἀκολουθήσαντες, διὰ μετανοίας καὶ δακρύων ἐδέξαντό τε αὐτὸν καὶ ἐξένισαν, ἔθρεψάν τε καί διψῶντα ἐπότισαν -, ἄλλως δέ πάντες πάντως οἳ ἐκ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος υἱοὶ Θεοῦ χρηματίζουσιν, ἐλάχιστοι δὲ καὶ κατὰ κόσμον εἰσὶ καὶ πτωχοί; Οἱ οὖν γνόντες ἐν αἰσθήσει ψυχῆς ὅτι υἱοί γεγόνασι τοῦ Θεοῦ, οὐκέτι ἀνέχονται κόσμῳ καλλωπισθῆναι φθαρτῷ, ἐνδεδυμένοι γάρ εἰσι τὸν Χριστόν. Τίς δὲ ἀνθρώπων καταδέξεταί ποτε, πορφύρᾳ βασιλικῇ ἐστολισμένος, ῥυπῶντα και διερρωγότα χιτῶνα ἐπάνω ταύτης ἐνδύσασθαι; Οἱ δέ μὴ τοῦτο εἰδότες καὶ γυμνοί τοῦ βασιλικοῦ ὄντες ἐνδύματος, σπουδάσαντες δέ διά μετανοίας καί τν λλων, ς επομεν, γαθοεργιν καί νδυσάμενοι οτω τὸν Χριστόν, ατὸν κενον νδύουσι τὸν Χριστόν· χριστοὶ γὰρ καὶ αὐτοί, ὡς υἱοί Θεοῦ ἀπό τοῦ θείου βαπτίσματος, πέλουσιν. Εἰ δέ μή τοῦτο ποιήσουσιν, ἀλλά τούς γυμνούς μέν ἅπαντας, τούς ἐν τῷ κόσμῳ, ἐνδύσουσιν, ἑαυτούς δέ γυμνούς καταλείψουσι, τί ὠφέλησαν; (Ἂν ὅμως δὲν τὸ κάνουν αὐτό, ἀλλὰ ντύσουν ὅλους γενικῶς τοὺς γυμνούς ποὺ εἶναι στὸν κόσμο καὶ ἀφήσουν (πνευματικὰ) γυμνοὺς τοὺς ἑαυτούς τους, τί ὠφελήθησαν;) Εἶτα πάλιν, ἀδελφοὶ Χριστοῦ οἱ βαπτισθέντες εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λεγόμεθα· καὶ οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καὶ μέλη ἐσμέν αὐτοῦ.
. Ἀδελφὸς οὖν ὑπάρχων αὐτοῦ καί μέλος, ἐὰν πάντας μὲν ἄλλους τιμήσῃς, ξενίσῃς, θεραπεύσῃς, σεαυτόν δέ παρίδῃς καί διά πάντων οὐκ ἀγωνίσῃ εἰς τό ἀκρότατον τῆς κατά Θεόν πολιτείας καί τιμῆς ἀνελθεῖν, ἀλλά λιμῷ ὀκνηρίας ἤ δίψει ῥᾳθυμίας ἤ φυλακῇ στενωτάτῃ τοῦδε τοῦ ῥυπαροῦ σώματος διά γαστριμαργίας ἤ φιληδονίας τήν σεαυτοῦ ψυχήν καταλείψῃς ῥυπῶσαν, αὐχμῶσαν, ἐν βαθυτάτῳ σκότει κειμένην ὡσεί νεκράν, οὐχί τόν τοῦ Χριστοῦ ἐνύβρισας ἀδελφόν; Οὐχί πεινῶντα αὐτόν καί διψῶντα κατέλιπες; Οὐχί φυλακῇ ὄντα οὐκ ἐπεσκέψω αὐτόν; Τοιγαροῦν καί διά τοῦτο ἀκούσεις· “Σεαυτόν οὐκ ἠλέησας, οὐκ ἐλεηθήσῃ”. (Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶσαι ἀδελφὸς καὶ μέλος Του, ἐὰν τιμήσεις τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς φιλοξενήσεις, καὶ τοὺς φροντίσεις καὶ συγχρόνως παραμελήσεις τὸν ἑαυτό σου καὶ δὲν ἀγωνιστεῖς μὲ ὅλα τὰ μέσα νὰ ἀνέλθεις στὸ ἀκρότατο ἐπίπδεδο τῆς κατὰ Θεὸν πολιτείας καὶ τιμῆς, ἀλλὰ ἐγκαταλείψεις στὸν λιμὸ τῆς ὀκνηρίας ἢ στὴν δίψα τῆς ραθυμίας ἢ στὴν στενωτάτη φυλακὴ αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ ρυπαροῦ σώματος διὰ τῆς γαστριμαργίας ἢ φιληδονίας τὴν ψυχή σου βρωμερή, κατάξερη καὶ πεταμένη στὸ βαθύτατο σκοτάδι σὰν νεκρή, ἄραγε (μὲ ὅλα αὐτά) δὲν καταδικάζεις τὸν ἀδελφὸ τοῦ Χριστοῦ; Ἄραγε δὲν τὸν ἐγκατέλειψες ποὺ ἦταν πεινασμένος καὶ διψασμένος; Ἄραγε δὲν τὸν ἄφησες χωρὶς ἐπίσκεψη ποὺ ἦταν στὴν φυλακή; Χωρὶς ἄλλο λοιπὸν δικαιολογημένα θὰ ἀκούσεις : «Τὸν ἑαυτό σου δὲν ἐλέησες, δὲν θὰ ἐλεηθεῖς».)

Η ΘΕΟΤΟΚΟΛΟΓΙΑ - ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ.

Τρίτη, 14 Αυγούστου 2012

Η Θεοτοκολογία στην υμνολογία των Θεομητορικών εορτών. Δημητρίου Τσελεγγίδη


Η Θεοτοκολογία στην υμνολογία των Θεομητορικών εορτών*

Δημητρίου Τσελεγγίδη Καθηγητή Θεολογικής σχολής Α.Π.Θ

Η αναφορά στο πρόσωπο της Θεοτόκου συναντάται στην όλη ζωή της Εκκλησίας, αλλά με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο συναντάται στην εικονογραφία, την θεία λατρεία και την υμνογραφία.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το πρόσωπο της Θεοτόκου δεν είναι αυτονομημένο, αλλά σχετίζεται πάντοτε άμεσα με τον Θεάνθρωπο Υιό της. Την αλήθεια αυτή βεβαιώνουν με τον δικό τους καλλιτεχνικό τρόπο οι τοιχογραφίες της Θεοτόκου ως Πλατυτέρας των Ουρανών1.
Με την καθιέρωση της εικονογραφήσεως της Θεοτόκου ως Πλατυτέρας στο τετρατοσφαίριο της κόγχης του ιερού βήματος η Εκκλησία προβάλλει έντονα την δογματική σημασία, που έχει η εικόνα της Θεοτόκου. Αλλά και οι εικόνες της Αειπαρθένου Μαρίας με το θείο βρέφος2 στο τέμπλο -στην πιο τιμητική θέση, δίπλα και δεξιά στο Χριστό- αισθητοποιούν την παραπάνω σύνδεση, ενώ παράλληλα το όνομα «Θεοτόκος», με το οποίο επιγράφονται οι εικόνες της, «άπαν το μυστήριον της οικονομίας συνίστησι»3.
Και στην θεία λατρεία,άλλωστε, είναι έντονα εμφανής η σύνδεση της Θεοτόκου με τον Χριστό. Αυτό βεβαιώνουν χαρακτηριστικά η ιδιαίτερη «μερίδα» της στην Προσκομιδή (από τον 12°αιώνα) κατά την Θεία Λειτουργία, όπως και η εξαιρετικά τιμητική μνεία της στην Αναφορά αμέσως μετά την επίκληση του Αγίου Πνεύματος για τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων.
Το πιστοποιούν ακόμη και όλοι οι ύμνοι, τους οποίους ψάλλει η Εκκλησία προς την Θεοτόκο κατά τις διάφορες Θείες Λειτουργίες4.
Αλλά και γενικότερα από την όλη υμνογραφία της Εκκλησίας μας δεν λείπει ποτέ η αναφορά στην Θεοτόκο. Έτσι, μνεία της Θεοτόκου γίνεται στην ενάτη Ωδή και στα Θεοτοκία, τα οποία συνοδεύουν όλους τους ύμνους, που αναφέρονται στον Χριστό και τους αγίους.
Είναι λοιπόν αυτονόητο, ότι δεν υπάρχει υμνογραφία σε δεσποτική εορτή ή σε εορταζόμενο άγιο,στην οποία να μη γίνεται οπωσδήποτε και αναφορά στην Θεοτόκο. Όλες αυτές οι αναφορές πιστοποιούν με τον πιο εμφαντικό τρόπο τη σημασία που αποδίδει η Ορθόδοξη Εκκλησία στο πρόσωπο της Θεοτόκου, το οποίο συνδέοντάς το άμεσα με τον Χριστό, το συνδέει κατ' επέκταση και έμμεσα με τη σωτηρία των ανθρώπων και του προσδίδει έτσι κατεξοχήν χριστολογικό και ταυτόχρονα σωτηριολογικό περιεχόμενο.
Χριστολογία, λοιπόν, Σωτηριολογία και Θεοτοκολογία συνδέονται στενά σ' ολόκληρη την υμνογραφία που αναφέρεται στη μητέρα του Θεού.Αυτό μέσα στο πλαίσιο της Ορθοδοξίας είναι πολύ φυσικό, αφού χαρακτηριστικό γνώρισμα της ορθόδοξης υμνογραφίας είναι το έντονα δογματικό περιεχόμενό της.Το δογματικό αυτό περιεχόμενο εκφράζουν με ιδιαίτερη έμφαση τα Απολυτίκια αλλά και όλοι οι ύμνοι των θεομητορικών εορτών.

Η γέννηση της Θεοτόκου ήταν μήνυμα χαράς σε όλη την οικουμένη, γιατί από αυτήν θα γεννιόταν ο Χριστός, ο οποίος καταργώντας την προγονική κατάρα θα μας έδινε την δυνατότητα να μετέχουμε στην αιώνια ζωή5. Ζώντας οι πιστοί μέσα στη λατρεία τον λειτουργικό χρόνο-συμπυκνωμένο δηλαδή το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον- βλέπουν στα Εισόδια της Θεοτόκου την «προκήρυξη» της σωτηρίας των ανθρώπων6, ενώ στον Ευαγγελισμό της την φανέρωση του μυστηρίου της σωτηρίας, που συνοψίζεται στο ότι ο Υιός του Θεού γίνεται υιός της Παρθένου, η οποία αποβαίνει κατά τον χαιρετισμό του αρχαγγέλου Γαβριήλ η «κεχαριτωμένη»7. Και αυτό εξαιτίας του πλούτου της Χάριτος που δέχτηκε με τον Ευαγγελισμό της, κατά την σύλληψη δηλαδή του Θεού Λόγου στη μήτρα της.

Τα γεγονότα της ζωής της Θεοτόκου, τα οποία συνδέονται με το έργο της σωτηρίας, ξεπερνούν τους όρους, την «τάξη» της φύσεως και την επιστημονική έρευνα και κινούνται στον χώρο του μυστηρίου8,γι' αυτό και κατανοούνται μόνο με την πίστη9. Η Θεοτόκος γεννημένη από βιολογικά στείρα μητέρα διέλυσε την πνευματική στείρωση της φύσεώς μας,έγινε η απαρχή της καρποφορίας της Χάριτος και η απαρχή της σωτηρίας των ανθρώπων10.
Συλλαμβάνοντας τον Θεάνθρωπο «εκ Πνεύματος αγίου», κατά άσπορο δηλαδή και ανέκφραστο τρόπο11, πραγματοποίησε τον συμβολισμό της ράβδου του Ααρών, που βλάστησε12. Φέρνοντας στη μήτρα της τον Χριστό έγινε το κατοικητήριο και το «όχημα» της όλης θεότητας13, ο θείος ναός της «αϊδίου ουσίας», η «έμψυχος κιβωτός» της δόξας του Θεού14,ο «πυρίμορφος θρόνος»1516.
Έγινε «δοχείον» και «βασιλικός θάλαμος»,όπου πραγματώθηκε «δημιουργική δυνάμει» το παράδοξο μυστήριο της ανέκφραστης ενώσεως των δύο ξένων μεταξύ τους φύσεων στο πρόσωπο του Θεού Λόγου17.Και αυτό έγινε με τη μία και κοινή θέληση και ενέργεια του Τριαδικού Θεού, με την ευδοκία του Θεού Πατέρα και την συνεργία του αγίου Πνεύματος. «Παρθενική γαστήρ τον Υιόν υποδέχεται», ψάλλει η Εκκλησία, «Πνεύμα άγιον καταπέμπεται·Πατήρ άνωθεν ευδοκεί και το συνάλλαγμα κατά κοινήν πραγματεύεται βούλησιν»18.Εδώ είναι εμφανής ο τριαδολογικός χαρακτήρας του ύμνου που αναφέρεται στη Θεοτόκο, στο πρόσωπο της οποίας υμνείται και δοξάζεται το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. του βασιλέως Χριστού και η «άφλεκτος βάτος» του αΰλου πυρός της θεότητας, που καθαρίζει και φωτίζει τις ψυχές των ανθρώπων.

Γεννώντας τον Χριστό, που είναι η πραγματική ζωή, έγινε η Θεοτόκος «μητέρα»19 και «τροφός της ζωής»20και αναδείχτηκε ανώτερη απ' όλα τα κτίσματα21. Έγινε η «μετάρσιος κλίμαξ», απ' όπου κατέβηκε ο Θεός στους ανθρώπους και παράλληλα η «γέφυρα», που τους μεταφέρει στους ουρα­νούς22. Με τη γέννα της συνέδεσε οντολογικά την επίγεια με την ουράνια πραγματικότητα23, το κτιστό δηλαδή και το άκτιστο, πράγμα που εγγυάται την πραγματική λύτρωσή μας24.Χάρη σ' αυτήν, που γέννησε τον σωτήρα Χριστό, απελευθερωθήκαμε από την αμαρτία και τον θάνατο, απαλλα­χθήκαμε από την φθορά, ανακαινισθήκαμε και τέλος θεωθήκαμε. Η θέωση ως «άληκτος ζωή» εν Χριστώ αποτελεί το κορυφαίο περιεχόμενο της σωτηρίας μας25. Εύλογα, λοιπόν, η Θεοτόκος θεωρείται ως χαρά και αγαλλίαση του γένους των ανθρώπων26.

Η Θεοτόκος παρέμεινε με υπερφυσικό τρόπο παρθένος κατά και μετά την γέννηση του Χριστού, γι' αυτό και υμνείται ως αειπάρθενος27. Η «άσπιλη και αμόλυντη»28 μητέρα του Θεανθρώπου δεν διέφυγε την βασική συνέπεια της προπατορικής αμαρτίας, τον θάνατο, γιατί βέβαια η αγνότητα της Θεοτόκου δεν προϋποθέτει αποδέσμευσή της από τις συνέπειες της αδαμιαίας πτώσεως.
Η Θεοτόκος λοιπόν πέθανε, ο τάφος της όμως έγινε «κλίμαξ προς ουρανόν», γιατί έχοντας θεοδόχο το σώμα της μεταστάθηκε στον ουρανό29. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η μετάσταση της Θεοτόκου δεν αποτελεί δογματική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Γι' αυτόν,άλλωστε, το λόγο δεν αναφέρουν τίποτε για την μετάσταση της Θεοτόκου οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και η Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως του κατεξοχήν δογματικού θεολόγου της Εκκλησίας, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού.Ωστόσο, η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχεται την μετάσταση της Θεοτόκου ως μια κατά χάρη ενέργεια του Θεού, που αποβλέπει να διαφυλάξει την μητέρα του Θεανθρώπου από την «διαφθορά» του θανάτου, πράγμα που αποτελεί μια κατά πρόληψη πραγμάτωση της αναστάσεως30.

Οι πιστοί αναγνωρίζοντας την παρρησία της Θεοτόκου προς τον Υιό της ζητούν την επίμονη και αδιάλειπτη παράκλησή της προς αυτόν για την σωτήρια τους31, την οποία πραγματώνει κυριολεκτικά μόνον ο ίδιος ο Χριστός32. Η συμβολή της Θεοτόκου στο έργο της σωτηρίας των ανθρώπων ήταν έμμεση αλλά πολύ σημαντική, αφού η ίδια έγινε «σκηνή της προς Θεόν καταλλαγής»33 των ανθρώπων με την σύλληψη του Θεανθρώπου στη μήτρα της.
Προσλαμβάνοντας ο Θεός Λόγος την ανθρώπινη φύση από την Θεοτόκο έδωσε την οντολογική δυνατότητα στον άνθρωπο να μετέχει χαρισματικώς στην άκτιστη ζωή του Θεού. Όταν λοιπόν οι πιστοί λένε στην Θεοτόκο: «διά σου τω Θεώ κατηλλάγημεν»34, αναφέρονται στο γεγονός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου, που εγγυάται το έργο της συμφιλιώσεώς τους με τον Θεό και την ίδια τη σωτηρία τους.
Αλλά οι πιστοί εκτός από την λύτρωσή τους από τον εσχατολογικό θάνατο ζητούν τις πρεσβείες και τις ικεσίες της Θεοτόκου για την απελευθέρωσή τους και από τους ποικίλους πειρασμούς και κινδύνους, που απειλούν τη σωτηρία τους35. Έτσι ερμηνεύεται η συχνή αναφορά της υμνογραφίας στο πρόσωπο της Θεοτόκου, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν τοποθετείται στο επίπεδο του άκτιστου Θεού.
Η Θεοτόκος, ως μητέρα του Θεού και μέτοχος της θείας Χάριτος περισσότερο από κάθε άλλο κτίσμα, αποτελεί την κατεξοχήν πρέσβυ της Εκκλησίας προς τον Υιό της. Η πρεσβεία αυτή για τους πιστούς, όπως, άλλωστε, και η πρεσβεία όλων των αγίων, πρέπει να νοείται μέσα στα εκκλησιολογικά πλαίσια, μέσα δηλαδή στη σχέση της θριαμβεύουσας με την στρατευμένη Εκκλησία.

Η διδασκαλία της Εκκλησίας για την Θεοτόκο, όπως αυτή διαφαίνεται μέσα από την υμνογραφία των θεομητορικών εορτών,δεν διαφοροποιείται από τις δογματικές αποφάνσεις των Οικουμενικών Συνόδων, που ασχολήθηκαν με τη μητέρα του Θεανθρώπου.
Ακόμη και όταν γίνεται λόγος στην υμνογραφία για τα γεγονότα της ζωής της Θεοτόκου, που αντλούνται από μη έγκυρες πηγές (όπως είναι λ.χ. τα Απόκρυφα κείμενα), η δογματική διδασκαλία που προϋποθέτουν ή εκφράζουν, παραμένει σύμφωνη ή τουλάχιστον δεν έρχεται σε αντίθεση με την όλη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας.
Έτσι, η σχετική υμνογραφία που αναφέρεται στον θάνατο και την μετάσταση της Θεοτόκου και συναντάται σε πατερικές Ομιλίες και στην εικονογραφία, όχι μόνο δεν προσκρούει στην δογματική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τις πανανθρώπινες συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά και την εκφράζει με πολλή συνέπεια.
Η μετάσταση της Θεοτόκου προϋποθέτει τον θάνατό της, ο οποίος βεβαιώνει κατά τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο, ότι και αυτή δεν ήταν απαλλαγμένη από τις συνέπειες της πτώσεως. Αντίθετα, ο Ρωμαιοκαθολικισμός, επειδή δέχεται την Θεοτόκο απαλλαγμένη τελείως από το προπατορικό αμάρτημα, οδηγήθηκε αναπόφευκτα στα νέα δόγματα που θέσπισε γι' αυτήν, το δόγμα δηλαδή της άσπιλης συλλήψεώς της (1854) και της ενσώματης μεταστάσεώς της (1950).
Τα νέα αυτά δόγματα του Ρωμαιοκαθολικισμού οφείλονται όχι μόνο στις εσφαλμένες ανθρωπολογικές προϋποθέσεις του, αλλά κυρίως στην αυτονόμηση της Θεοτόκου από την Χριστολογία της μίας και αδιαίρετης Εκκλησίας, πράγμα που κατέληξε και στην ανάπτυξη της γνωστής, ανεξάρτητης «μαριολογίας» της.


Υποσημειώσεις
  • 1. Η ονομασία της Θεοτόκου ως Πλατυτέρας των Ουρανών οφείλεται σε χριστολογικούς λόγους. Τους χριστολογικούς αυτούς λόγους εκφράζει και η υμνογραφία του Ευαγγελισμού, όταν λέει για την Θεοτόκο, ότι «ον οι ουρανοί ουκ εχώρησαν, η νηδύς σου κεχώρηκεν ευλογημένη». Βλ. Μηναίον Μαρτίου, Έκδοσις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1973, σελ. 96.
  • 2. Η εικόνα της Θεοτόκου έχει κατά πρώτο λόγο δογματική σημασία, γιατί υποδεικνύει και βεβαιώνει την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου. Έτσι, η γνωστοποίηση της θείας οικονομίας γίνεται όχι μόνο με την εικόνα του Χριστού, αλλά και με την εικόνα της Θεοτόκου. Βλ. Mansi 12, 1014. Για περισσότερα βλ. Δ. Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 111-114.
  • 3. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 3, 12, PG 94, 1029C.
  • 4. Συγκεκριμένα στην Αναφορά της Θείας Λειτουργίας του ιερού Χρυσοστόμου γίνεται μνεία του γεγονότος ότι η λογική αυτή λατρεία προσφέρεται πρωτίστως για όλους τους «κεκοιμημένους» αγίους και «εξαιρέτως» για τη μητέρα του Θεού. Στην Αναφορά μάλιστα της Θείας Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου η Θεοτόκος μνημονεύεται σε σχέση με το όλο έργο της θείας οικονομίας και πιο συγκεκριμένα με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, την οποία πιστοποιεί ως αληθινή μητέρα του. Αλλά και στην Αναφορά της Θείας Λειτουργίας του αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου η μνεία της Θεοτόκου γίνεται μέσα σε δογματικά πλαίσια, και ειδικότερα σε πλαίσια Χριστολογίας και Σωτηριολογίας. Άλλωστε, πολύ εμφανής είναι και ο χριστο­λογικός χαρακτήρας του ύμνου: «Άξιόν εστιν ως αληθώς...», που ψάλλει ο χορός αμέσως μετά προς την Θεοτόκο κατά την Θεία Λειτουργία του ιερού Χρυσοστόμου. Ανάλογο χριστολογικό περιεχόμενο έχουν και οι αντίστοιχοι ύμνοι προς την Θεοτόκο, που ψάλλονται στις Λειτουργίες τόσο του Μ. Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου όσο και στην Λειτουργία του αποστόλου και ευαγγελιστού Μάρκου.
  • 5. Βλ. Απολυτίκιον του Γενεθλίου της Θεοτόκου, στο Μηναίον Σεπτεμβρίου, Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1972, σελ. 57.
  • 6. Βλ. Απολυτίκιον των Εισοδίων της Θεοτόκου, στο Μηναίον Νοεμβρίου, ό.π., σελ. 146.
  • 7. Βλ. Απολυτίκιον του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στο Μηναίον Μαρτίου, ό.π., σελ. 97.
  • 8. Βλ. Μηναίον Δεκεμβρίου, ό.π., σελ. 95-97 και Μηναίον Δεκεμβρίου, ό.π., σελ. 210.
  • 9. Βλ. Μηναίον Δεκεμβρίου, ό.π., σελ. 214.
  • 10. Βλ. Μηναίον Σεπτεμβρίου, ό.π., σελ. 54-55.
  • 11. Βλ. Μηναίον Νοεμβρίου, ό.π., σελ. 143.
  • 12. Βλ. Μηναίον Σεπτεμβρίου, ό.π., σελ. 57.
  • 13. Βλ. Μηναίον Αυγούστου, ό.π., σελ. 89.
  • 14. Βλ. Μηναίον Νοεμβρίου, ό.π., σελ. 143.
  • 15. Βλ. Μηναίον Μαρτίου, ό.π., σελ. 97. Τόσο ο χαρακτηρισμός της Θεοτόκου ως «αφλέκτου βάτου» όσο και ο χαρακτηρισμός της ως «αλατομήτου όρους» υπαινίσσεται την αειπαρθενία της.
  • 16. Βλ. Μηναίον Σεπτεμβρίου, ό.π., σελ. 56.
  • 17. Βλ. Μηναίον Σεπτεμβρίου, ό.π., σελ. 57.
  • 18. Βλ. Μηναίον Μαρτίου, ό.π., σελ. 97. Πρβλ. και Μηναίον Δεκεμ­βρίου, ό.π., σελ. 214, Μηναίον Σεπτεμβρίου, ό.π., σελ. 61 και Μηναίον Μαρτίου ό.π., σελ. 96.
  • 19. Βλ. Μηναίον Μαρτίου, ό.π., σελ. 95.
  • 20. Βλ. Μηναίον Νοεμβρίου, ό.π., σελ. 143.
  • 21. Βλ. Μηναίον Αυγούστου, ό.π., σελ. 83: «Η των ουρανών υψηλοτέρα υπάρχουσα, και των Χερουβίμ ενδοξοτέρα και πάσης κτίσεως τιμιωτέρα· η δι' υπερβάλλουσαν καθαρότητα της αϊδίου ουσίας δοχείον γεγενημένη».
  • 22. Βλ. Μηναίον Μαρτίου, ό.π., σελ. 95.
  • 23. Βλ. Μηναίον Μαρτίου, ό.π., σελ. 97. Πρβλ. Μηναίον Σεπτεμ­βρίου, ό.π., σελ. 55.
  • 24. Βλ. Μηναίον Σεπτεμβρίου, ό.π., σελ. 55.
  • 25. Βλ. Μηναίον Μαρτίου, ό.π., σελ. 96-97 και Μηναίον Σεπτεμ­βρίου, ό.π., σελ. 55.
  • 26. Βλ. Μηναίον Μαρτίου, ό.π., σελ. 96 και Μηναίον Σεπτεμβρίου, ό.π. σελ. 57.
  • 27. Βλ. Μηναίον Νοεμβρίου, ό.π., 143. Οι λόγοι, που επικαλείται η Ορθόδοξη Εκκλησία για την παρθενία της Θεοτόκου, είναι καθαρά χριστολογικοί και συνδέονται με τον υπερφυσικό τρόπο συλλήψεως και γεννήσεως του Χριστού.«εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της Παρθέ­νου». Την αειπαρθενία της Θεοτόκου απορρίπτουν οι Λουθηρανοί. Την απόρριψη αυτή την θεμελιώνουν σε παρερμηνεία χωρίων της Αγίας Γραφής, όπως είναι τα: Μθ. 1,25· 12,46· 13,55· Λκ. 2,7· Ιω. 2,12 κ.ά. Αλλά και οι λόγοι της φυσιολογίας, που επικαλούνται οι Λουθηρανοί για άρνηση της παρθενίας της Θεοτόκου κατά τη γέννηση του Χριστού, έχουν καθαρά ορθολογιστικά και όχι θεολογικά κριτήρια.
  • 28. Βλ. Μηναίον Νοεμβρίου, ό.π., σελ. 144. Οι λέξεις: «άσπιλη και αμόλυντη», που λέγονται για την Θεοτόκο στην υμνολογία, αναφέρονται στην ηθική καθαρότητά της και δεν έχουν καμιά σχέση με το νεοφανές δόγμα του Ρωμαιοκαθολικισμού για την άσπιλη σύλληψη της Θεοτόκου. Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία μόνη αγνή και άσπιλη είναι η υπερφυσική σύλληψη του Θεού Λόγου «εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της Παρθένου». Βλ. «Απάντησις της εν Κων/πόλει συνόδου του 1895 προς πάπαν Λέοντα ΙΓ'», στο Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1953, τόμ. 2, σελ. 938. Σχετικώς βλ. Ιω. Καλογήρου, Μαρία η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την ορθόδοξον πίστιν, Θεσ/νίκη 1957, σελ. 78-84. Και Πρεσβ. Μ. Ναζμ (Michel Najm), Η Θεοτόκος κατά τον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, Θεσ/νίκη 1984, σελ. 57-68.
  • 29. Βλ. Μηναίον Αυγούστου, ό.π., σελ. 82. Ο Ρωμαιοκαθολικισμός δεν δέχεται ότι η Θεοτόκος πέθανε, αλλά ότι μεταστάθηκε ενσώματη, επειδή ήταν εντελώς απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα. Βλ. Μ. Jugie, La mort et Γ assomption de la Sainte Vierge, Vaticano 1944, σελ. 250.
  • 30. Βλ. σχετικώς Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β', Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 298.
  • 31. Βλ. Μηναίον Νοεμβρίου, ό.π., σ. 143. Πρβλ. Απολυτίκιον της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Μηναίον Αυγούστου, ό.π., σελ. 84. Μέσα σ' αυτήν την προοπτική πρέπει να κατανοηθεί και η ομολογία των πιστών, ότι αυτή είναι η «σωτηρία των πιστών και η ελπίς των ψυχών ημών», Μηναίον Αυγούστου, ό.π., σελ. 82-83.
  • 32. Βλ. Μηναίον Δεκεμβρίου, ό.π., σελ. 210-214. Πρβλ. και Μηναίον Μαρτίου, ό.π., σελ. 97.
  • 33. Βλ. Μηναίον Σεπτεμβρίου, ό.π., σελ. 63.
  • 34. Βλ. Μηναίον Νοεμβρίου, ό.π., σελ. 143.
  • 35. Βλ. Μηναίον Αυγούστου, ό.π., σελ. 84. Πρβλ. και Μηναίον Νο­εμβρίου, ό.π., σελ. 150. Πρβλ. και Ακολουθία του μικρού και μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα εις την υπεραγίαν Θεοτόκον, στο Ωρολόγιον το Μέγα, Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1977, σελ. 543-571.
____________________
* Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Γρηγόριος ο Παλαμάς, 709 (1986), σ. 22-27, με τον τίτλο: «Η Θεοτόκος κατά την υμνογραφία των Θεομητορικών εορτών».

«Ορθόδοξη Θεολογία και Ζωή»
Δημητρίου Ι. Τσελεγγίδη
Εκδόσεις Πουρνάρα Θεσ/νίκη

Πηγή διαδικτύου: Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος. Λόγος περί πίστεως και διδασκαλία

Σάββατο, 2 Ιουνίου 2012

      

Άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος. Λόγος περί πίστεως και διδασκαλία


 Άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος
Λόγος περί πίστεως Και διδασκαλία για εκείνους πού λένε, ότι δεν είναι δυνατόν εκείνοι πού βρίσκονται μέσα στις φροντίδες του κόσμου να φτάσουν στην τελειότητα των αρετών. Και διήγηση επωφελής στην αρχή.
 Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, ε΄τόμος

Αδελφοί και πατέρες· είναι καλό να διακηρύττομε σε όλους το έλεος του Θεού και να φανερώνομε στους πλησίον μας την ευσπλαχνία και την ανείπωτη αγαθότητα του Θεού προς εμάς. « Εγώ λοιπόν, καθώς το βλέπετε, μήτε νηστείες έκανα, μήτε αγρυπνίες, μήτε χαμαικοιτίες, αλλά μόνο ταπεινώθηκα και ο Κύριος σύντομα με έσωσε», λέει ο θειος Δαβίδ. Και μπορεί κανείς να πει πολύ πιο σύντομα: «Μόνο πίστεψα, και με δέχτηκε ο Κύριος».
Επειδή είναι πολλά αυτά πού μας εμποδίζουν ν΄ αποκτήσομε την ταπείνωση, να βρούμε όμως την πίστη δεν μας εμποδίζει τίποτε. Γιατί αν το θελήσομε ολόψυχα, ευθύς ενεργεί μέσα μας η πίστη, αφού είναι δώρο του Θεού και φυσικό προσόν, αν και υπόκειται στην αυτεξουσιότητα της προαιρέσεώς μας. Γι΄ αυτό ακόμη και οι Σκύθες και οι βάρβαροι πιστεύουν ο ένας τα λόγια του άλλου. Και για να σας δείξω στην πράξη την ενέργεια της ενδιάθετης πίστεως και να βεβαιώσω όσα είπα, ακούστε να σας διηγηθώ κάτι πού άκουσα από κάποιον πού δεν ψεύδεται.

Κάποιος, Γεώργιος ονομαζόμενος, νέος στην ηλικία, έως είκοσι χρόνων, κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη τώρα στους καιρούς μας· ο οποίος ήταν όμορφος και φανταχτερός στην εμφάνιση, τούς τρόπους και το βάδισμα, έτσι πού μερικοί από τούτα σχημάτισαν κακή γνώμη γι΄ αυτόν, όσοι δηλαδή βλέπουν μόνο τα εξωτερικά και κρίνουν κακώς τα των άλλων.
Αυτός γνωρίστηκε με κάποιον άγιο μοναχό πού ζούσε σ΄ ένα μοναστήρι της πόλεως, και αναθέτοντάς του όλα τα της ψυχής του, έλαβε από αυτόν για υπενθύμιση μια μικρή εντολή (ένα σύντομο κανόνα).

Ο νέος ζήτησε ακόμη από τον γέροντα να του δώσει κανένα βιβλίο πού να περιέχει διηγήσεις για τη ζωή των μοναχών και την πρακτική τους άσκηση. Εκείνος του έδωσε να διαβάσει το σύγγραμμα του μοναχού Μάρκου πού διδάσκει περί του πνευματικού νόμου· το οποίο ο νέος το πήρε σαν να ήταν σταλμένο από τον ίδιο το Θεό. Και ελπίζοντας πώς θα λάβει πολύ μεγάλη ωφέλεια από αυτό, το διάβασε όλο με πόθο και προσοχή. Και ωφελήθηκε βέβαια απ΄ όλα όσα διάβασε, όμως τρία κεφάλαια* μόνο ενσφήνωσε, να πω έτσι, στην καρδιά του.

Το ένα έλεγε επί λέξει: « Αν ζητάς τη θεραπεία της ψυχής σου, επιμελήσου τη συνείδησή σου, και να κάνεις όσα αυτή σου επιδεικνύει, και θα βρεις ωφέλεια». Το άλλο έλεγε: « Όποιος ζητά τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος προτού να εργαστεί τις εντολές του Θεού, είναι παρόμοιος με αγορασμένο δούλο, ο οποίος την ίδια ώρα πού αγοράστηκε ζητά να του δώσουν και το χαρτί της απελευθερώσεως». Και το τρίτο έλεγε: « Εκείνος πού προσεύχεται σωματικά και δεν απέκτησε ακόμη γνώση πνευματική, είναι παρόμοιος με τον τυφλό πού φώναζε ¨Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με΄΄. Όταν ο πρώην τυφλός έλαβε το φως του και είδε τον Κύριο, δεν τον ονόμασε πλέον υιό Δαβίδ, αλλά τον ομολόγησε Υιό Θεού και τον προσκύνησε».

Αυτά λοιπόν τα διάβασε ο νέος εκείνος και τα θαύμασε, και πίστεψε ότι με την επιμέλεια της συνειδήσεως θα βρει ωφέλεια και με την εργασία των εντολών θα δεχτεί συνειδητά την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και με τη χάρη Του θ΄ ανοίξουν τα νοερά του μάτια και θα δει τον Κύριο. Και πληγωμένος από την αγάπη και την επιθυμία του Κυρίου, ζητούσε πλέον το Πρώτο Κάλλος, το αόρατο.

Τίποτε άλλο όμως δεν έκανε, καθώς με βεβαίωσε ύστερα με όρκους, παρά μόνο εκτελούσε κάθε βράδυ το σύντομο κανόνα πού του όρισε ο άγιος εκείνος γέρων, και τότε πλάγιαζε και κοιμόταν. Και καθώς η συνείδηση του έλεγε: «Κάνε κι άλλες μετάνοιες, πρόσθεσε κι άλλους ψαλμούς, πες κι άλλο το Κύριε ελέησον, αφού μπορείς», αυτός υπάκουε σ΄ αυτήν πρόθυμα κι αδίστακτα κι έτσι έπραττε, σαν να τα έλεγε ο ίδιος ο Θεός.
 Και από τότε πλέον δεν κοιμήθηκε ποτέ με τη συνείδηση να τον ελέγχει και να λέει: «Αυτό γιατί δεν το έκανες;». Κι έτσι, υπακούοντας αυτός χωρίς παράλειψη στη συνείδησή του κι εκείνη προσθέτοντας μέρα με τη μέρα περισσότερο, σε λίγες μέρες αυξήθηκε πολύ η εσπερινή προσευχή του. Κατά τη διάρκεια της ημέρας είχε την επιστασία του σπιτιού ενός πατρικίου κι είχε πολλές βιοτικές φροντίδες και πήγαινε κάθε μέρα στο Παλάτι· έτσι κανείς δεν αντιλήφθηκε όσα αυτός έπραττε το βράδυ.
Αλλά κάθε βράδυ έτρεχαν από τα μάτια του δάκρυα κι έκανε πολλές γονυκλισίες και μετάνοιες και όταν στεκόταν σε προσευχή είχε τα πόδια κολλημένα μεταξύ τους και ακίνητα και διάβαζε ευχές στη Θεοτόκο με πόνο και στεναγμούς και δάκρυα και, σαν να ήταν ο Κύριος παρών σωματικά, έτσι έπεφτε εμπρός στα άχραντα πόδια Του και ως τυφλός του ζητούσε να τον σπλαχνιστεί και να του χαρίσει το φως των ματιών της ψυχής του. Και καθώς πλήθαινε κάθε βράδυ η προσευχή, κρατούσε ως τα μεσάνυχτα, κι όση ώρα προσευχόταν, στεκόταν όρθιος σαν κολόνα η σαν ασώματος, χωρίς διόλου να χαλαρώνει η να ραθυμεί η έστω να κινεί κανένα μέλος του σώματός του, μήτε τα μάτια του να στρέψει η να τα σηκώσει.

Ένα βράδυ λοιπόν, πού ήταν όρθιος κι έλεγε το « Ο Θεός ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ» με το νου μάλλον παρά με το στόμα, έξαφνα φανερώθηκε πλούσια από ψηλά μια έλλαμψη θεϊκή και γέμισε από φως όλο τον τόπο και ο νέος αγνόησε και λησμόνησε αν βρισκόταν μέσα σε σπίτι η αν ήταν κάτω από στέγη, γιατί παντού έβλεπε μόνο φως και δεν ήξερε μήτε αν πατούσε στη γη. Ούτε φόβο είχε μήπως πέσει, ούτε καμία φροντίδα του κόσμου, ούτε τίποτε άλλο από όσα ταιριάζουν σε ανθρώπους πού έχουν σώμα περνούσε από το λογισμό του.
 Αλλά μένοντας τελείως μέσα στο άϋλο φως, του φαινόταν πώς έγινε και αυτός φως και λησμόνησε όλο τον κόσμο κι ήταν όλος γεμάτος από δάκρυα κι από ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση. Και ύστερα από τούτο ανέβηκε ο νους του στον ουρανό κι εκεί είδε άλλο φως λαμπρότερο από το γύρω του· και κοντά σ΄ εκείνο το φως του φάνηκε να στέκεται ο άγιος και ισάγγελος εκείνος γέροντας πού του έδωσε, όπως είπαμε, την εντολή και το βιβλίο.

Εγώ λοιπόν, καθώς τʼ άκουσα από το νέο, σκέφτηκα ότι και η πρεσβεία του αγίου εκείνου θα είχε συνεργήσει πολύ σε τούτο και ότι ο Θεός πάλι θα οικονόμησε να δείξει στο νέο σε ποιο ύψος αρετής βρισκόταν ο άγιος εκείνος. Όταν πέρασε αυτή η θεωρία και ήρθε πάλι στον εαυτό του ο νέος εκείνος, όπως έλεγε, ήταν γεμάτος από χαρά και θαυμασμό και έκπληξη και δάκρυζε από την καρδιά του· και μαζί με τα δάκρυα ακολουθούσε και μία γλυκύτητα. Τέλος, πλάγιασε να κοιμηθεί και την ίδια ώρα λάλησε ο πετεινός, δείχνοντας τη μέση της νύχτας· και σε λίγο σήμαναν οι εκκλησίες για το Όρθρο. Και σηκώθηκε ο νέος για να ψάλλει κατά τη συνήθειά του, χωρίς να σκεφτεί καθόλου τον ύπνο εκείνη τη νύχτα.

Αυτά έγιναν όπως ο Θεός γνωρίζει, ο οποίος και τα πραγματοποίησε για λόγους πού μόνο Εκείνος ξέρει, ενώ ο νέος δεν έκανε τίποτε περισσότερο από όσα ακούσατε, πλην είχε ορθή πίστη και αδίστακτη ελπίδα. Και μην πει κανείς, πώς εκείνος τα έκανε αυτά για να δοκιμάσει· γιατί αυτός μήτε με το λογισμό του είπε μήτε καν σκέφτηκε κάτι τέτοιο -επειδή όποιος δοκιμάζει η πειράζει το Θεό, δεν έχει πίστη. Αλλά απορρίπτοντας ο νέος εκείνος κάθε άλλον εμπαθή και φιλήδονο λογισμό, φρόντιζε τόσο πολύ -όπως έλεγε με όρκο- να πραγματοποιεί εκείνα πού του έλεγε η συνείδησή του, ώστε σε όλα τα άλλα αισθητά πράγματα του κόσμου να είναι σαν αναίσθητος και δεν ήθελε μήτε να φάει η να πιει ηδονικά η συχνότερα.

Ακούσατε, αδελφοί μου, τι κατορθώνει η πίστη στο Θεό, όταν βεβαιώνεται με τα έργα; Καταλάβατε πώς μήτε η νεότητα είναι απορριπτέα, μήτε το γήρας ωφέλιμο, αν λείπει η σύνεση και ο φόβος του Θεού; Μάθατε ότι μήτε η παραμονή στην πόλη μας εμποδίζει να εργαστούμε τις εντολές του Θεού, αν έχουμε προθυμία και εγρήγορση, μήτε η ησυχία και η αναχώρηση από τον κόσμο μας ωφελούν αν βρισκόμαστε σε ραθυμία και αμέλεια; Όλοι μας ακούμε για τον Δαβίδ και θαυμάζομε και λέμε ότι ένας Δαβίδ έγινε κι όχι άλλος· και να πού σε τούτο το νέο συνέβη κάτι περισσότερο από το Δαβίδ. Γιατί ο Δαβίδ έλαβε τη μαρτυρία από τον ίδιο το Θεό, χρίστηκε προφήτης και βασιλιάς, έγινε μέτοχος του Αγίου Πνεύματος κι είχε λάβει πολλές αποδείξεις περί Θεού.
Όταν λοιπόν αμάρτησε κι έχασε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και το αξίωμα της προφητείας και αποξενώθηκε από τη συναναστροφή του Θεού, τι το παράδοξο πού τα ζήτησε πάλι, όταν έφερε στο νου του τη χάρη από την οποία ξέπεσε; Ο νέος όμως αυτός τίποτε τέτοιο δεν είχε σκεφτεί ποτέ, αλλά ήταν προσηλωμένος μόνο στα κοσμικά πράγματα κι έβλεπε μόνο τα πρόσκαιρα και η διάνοιά του δεν είχε φανταστεί τίποτε ανώτερο από τα γήινα· και -τι θαυμαστά τα κρίματά Σου,Κύριε!- μόνο άκουσε γι΄ αυτά κι ευθύς πίστεψε.
Και τόσο πολύ πίστεψε, ώστε να παρουσιάσει και έργα πού αρμόζουν στην πίστη, με τα όποια η διάνοιά του πήρε φτερά και έφτασε στους ουρανούς κι έκανε τη Μητέρα του Χριστού να τον ευσπλαχνιστεί και με την πρεσβεία της εξιλέωσε το Θεό και κατέβασε ως αυτόν τη χάρη του Πνεύματος· και αυτή τον δυνάμωσε να φτάσει ως τον ουρανό και τον αξίωσε να δει φως, το οποίο όλοι το επιθυμούν μα πολύ λίγοι το πετυχαίνουν.

Ο νέος αυτός πού μήτε χρόνους πολλούς νήστεψε, μήτε ποτέ κοιμήθηκε στο έδαφος, μήτε φόρεσε τρίχινα ρούχα, μήτε τη μοναχική κουρά έλαβε, μήτε από τον κόσμο αναχώρησε σωματικά, αλλά μόνο πνευματικά· μόνο αγρύπνησε λίγο, και φάνηκε ανώτερος από τον Λώτ στα Σόδομα. Η μάλλον, έγινε άγγελος μέσα σε σώμα, πού ενώ οι άλλοι τον ψηλαφούσαν και τον έβλεπαν, ήταν εντούτοις ακράτητος και ασύλληπτος, άνθρωπος στο φαινόμενο και άσαρκος στο νοούμενο, βλεπόμενος από όλους και μόνος ευρισκόμενος με μόνο τον παντογνώστη Θεό.
Γι΄ αυτό και με τη δύση του αισθητού ηλίου τον έλουσε το γλυκύ φως του νοητού Ηλίου, και πολύ εύλογα· γιατί η αγάπη του προς τον ζητούμενο Θεό τον έβγαλε τελείως από τον κόσμο και από την ίδια του τη φύση και από όλα τα πράγματα και τον έκανε όλον πνευματικό και όλον φως, και μάλιστα ενώ κατοικούσε μέσα στην πόλη κι είχε την επιστασία ενός αρχοντικού και φρόντιζε για δούλους και ελεύθερους και έκανε και έπραττε όλα όσα αρμόζουν στο βίο.

Αλλά είναι αρκετά αυτά πού είπαμε και για έπαινο του νέου και για παρακίνηση δική σας στον πόθο και τη μίμησή του, η θέλετε να σας πω και αλλά μεγαλύτερα, τα όποια ίσως δεν μπορέσει να δεχτεί η ακοή σας; Όμως τι άλλο θα βρεθεί μεγαλύτερο η τελειότερο από αυτό; Σίγουρα, δεν υπάρχει άλλο μεγαλύτερο, καθώς λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος: « Αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου.
Όπου είναι ο φόβος, εκεί και η φύλαξη των εντολών· και όπου η φύλαξη των εντολών, εκεί και η κάθαρση της σάρκας, η οποία είναι ένα νέφος εμπρός στην ψυχή και δεν την αφήνει να δει καθαρά τη λάμψη τη θεϊκή· κι εκεί πού είναι η κάθαρση, εκεί και η έλλαμψη. Και η έλλαμψη είναι η ικανοποίηση του πόθου αυτών πού ποθούν τα μέγιστα η το μέγιστο η αυτό πού είναι πάνω από μέγα.» Λέγοντας αυτά φανέρωσε ότι ο φωτισμός του Πνεύματος είναι τέλος ατελές κάθε αρετής, και όποιος έρθει σ΄ αυτόν, έφτασε στο τέλος και το πέρας όλων των αισθητών και βρήκε την αρχή της γνώσεως των πνευματικών.

Αυτά είναι, αδελφοί μου, τα θαυμάσια του Θεού· για τούτο φανερώνει ο Θεός τούς κρυπτόμενους Αγίους Του, ώστε άλλοι να τούς μιμηθούν και άλλοι να μείνουν αναπολόγητοι. Γιατί κι εκείνοι πού βρίσκονται μέσα στους περισπασμούς και όσοι είναι στα κοινόβια, τα όρη και τα σπήλαια και πολιτεύονται όπως πρέπει, σώζονται και αξιώνονται να λάβουν από το Θεό μεγάλα καλά, για μόνη την πίστη τους προς Αυτόν, έτσι ώστε όσοι αποτυγχάνουν από ραθυμία, να μην έχουν να πουν τίποτε την ημέρα της Κρίσεως.
 Γιατί, αδελφοί μου, δεν ψεύδεται Αυτός πού υποσχέθηκε να σώζει για μόνη την πίστη προς Αυτόν. Λοιπόν λυπηθείτε τον εαυτό σας και εμάς πού σας αγαπούμε και συχνά θρηνούμε και κλαίμε για χάρη σας -γιατί τέτοιοι προστάζει να είμαστε ο σπλαχνικός και ελεήμων Θεός-· και πιστεύοντας ολόψυχα στον Κύριο, αφήστε τη γη κι όλα όσα παρέρχονται, και προσέλθετε και κολληθείτε σ΄ Αυτόν, γιατί λίγο ακόμη και ο ουρανός με τη γη θα παρέλθουν, και έξω από το Θεό δεν υπάρχει ούτε στάση ούτε πέρας ούτε κατάληξη της πτώσεως των αμαρτωλών. Αφού δηλαδή ο Θεός είναι αχώρητος και ακατάληπτος, πές μου, αν μπορείς, που θα βρεθεί τόπος για όσους εκπίπτουν από τη βασιλεία Του;

Μου έρχεται να θρηνώ και λυπούμαι υπερβολικά και λιώνω για σας, όταν συλλογιστώ πώς έχουμε τέτοιο Κύριο πλουσιόδωρο και φιλάνθρωπο, πού για μόνη την πίστη μας προς Αυτόν μας χαρίζει αυτά πού υπερβαίνουν κάθε νου και ακοή και διάνοια και πού ποτέ δεν τα συνέλαβε άνθρωπος, κι εμείς σαν άλογα ζώα προτιμούμε μόνο τη γη και όσα η γη βγάζει για μας από την πολλή ευσπλαχνία του Θεού για να επαρκούμε στις ανάγκες του σώματος· ώστε εμείς να τρεφόμαστε από αυτά με μέτρο και η ψυχή μας να κάνει ανεμπόδιστα την πορεία της προς τα άνω, τρεφόμενη και αυτή με τη νοερή τροφή του Πνεύματος, ανάλογα με την κάθαρση και την ανάβασή της.

Γιατί αυτό είναι ο άνθρωπος και για τούτο δημιουργηθήκαμε και ήρθαμε στην ύπαρξη· δεχόμενοι εδώ αυτές τις μικρές ευεργεσίες, με την ευχαριστία και την ευγνωμοσύνη προς το Θεό ν΄ απολαύσομε εκεί τα ανώτερα και αιώνια. Αλλά εμείς, αλίμονο, ενώ δε φροντίζομε καθόλου για τα μέλλοντα, είμαστε αχάριστοι για όσα απολαμβάνομε εδώ, κι έτσι γινόμαστε παρόμοιοι με τούς δαίμονες η και χειρότεροι, αν πρέπει να πω την αλήθεια.
Και για τούτο πρέπει να τιμωρηθούμε περισσότερο, γιατί και περισσότερες ευεργεσίες λάβαμε και γνωρίζομε Θεό πού έγινε για μας άνθρωπος όπως εμείς, μόνο χωρίς την αμαρτία, για να μας απαλλάξει από την πλάνη και να μας ελευθερώσει από την αμαρτία. Τι άλλο να πω; Σε όλα αυτά πιστεύομε μονάχα με τα λόγια, και με τα έργα τα αρνούμαστε.
Δεν ακούγεται παντού το όνομα του Χριστού, στις πόλεις και τα χωριά και τα κοινόβια και τα όρη; Αν θέλεις, κοίταξε και εξέτασε προσεκτικά, αν τηρούν τις εντολές Του· και μόλις θα βρεις -είναι αλήθεια- ένα σε χιλιάδες η ένα σε μυριάδες πού να είναι Χριστιανός και με τα λόγια και με τα έργα.
Δεν είπε ο Κύριος και Θεός μας στο άγιο ευαγγέλιο: « Όποιος πιστέψει σ΄ εμένα θα κάνει κι αυτός τα έργα πού κάνω εγώ κι ακόμη μεγαλύτερα»; Ποιος λοιπόν από εμάς τολμά να πει: « Εγώ κάνω έργα Χριστού και πιστεύω ορθά στο Χριστό»; Δε βλέπετε, αδελφοί, ότι έχουμε να βρεθούμε άπιστοι κατά την ημέρα της κρίσεως και να κολαστούμε χειρότερα από εκείνους πού δε γνωρίζουν τον Κύριο; Γιατί είναι ανάγκη η εμείς να καταδικαστούμε ως άπιστοι, η ο Χριστός να αποδειχτεί ψεύτης, το οποίο είναι αδύνατο, αδελφοί μου, αδύνατο.

Αυτά τα έγραψα όχι για να εμποδίσω την αναχώρηση από τον κόσμο και να προβάλω τη ζωή μέσα σ΄ αυτόν, αλλά για να πληροφορήσω όλους όσοι διαβάσουν την παρούσα διήγηση, πώς εκείνος πού θέλει να κάνει το αγαθό, έλαβε και τη δύναμη από το Θεό να μπορεί να το κάνει σε κάθε τόπο. (Και να αξιωθεί να λάβει και χαρίσματα πνευματικά και θειες θεωρίες όπως και τούτος ο νέος, ο ευλογημένος Γεώργιος, τον οποίο επειδή είχα γνώριμο και στενό φίλο, τον παρακάλεσα και μου τα διηγήθηκε καθώς τα έγραψα).

Για τούτο, αδελφοί μου εν Χριστώ, σας παρακαλώ ας τρέξομε κι εμείς με κόπο το δρόμο των εντολών του Χριστού, και δεν πρόκειται να καλύψει η ντροπή τα πρόσωπά μας. Γιατί όπως ο Χριστός ανοίγει τις πύλες της βασιλείας Του σε καθένα πού χτυπά επίμονα, και δίνει το ευθές και πανάγιο Πνεύμα σε καθένα πού γυρεύει, και είναι αδύνατο, εκείνος πού ζητά ολοψύχως, να μη βρει τον πλούτο των χαρισμάτων Του, έτσι κι εσείς θα εντρυφήσετε στα απόρρητα αγαθά Του, τα όποια ετοίμασε γι΄ αυτούς πού τον αγαπούν, τώρα βέβαια εν μέρει και με πνευματική σοφία, κατά τον μέλλοντα όμως αιώνα ολοκληρωτικά, μαζί με όλους τούς Αγίους, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σ΄ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

paterikakeimena.blogspot.gr 


 Άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος
Λόγος περί πίστεως Και διδασκαλία για εκείνους πού λένε, ότι δεν είναι δυνατόν εκείνοι πού βρίσκονται μέσα στις φροντίδες του κόσμου να φτάσουν στην τελειότητα των αρετών. Και διήγηση επωφελής στην αρχή.
 Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, ε΄τόμος

Αδελφοί και πατέρες· είναι καλό να διακηρύττομε σε όλους το έλεος του Θεού και να φανερώνομε στους πλησίον μας την ευσπλαχνία και την ανείπωτη αγαθότητα του Θεού προς εμάς. « Εγώ λοιπόν, καθώς το βλέπετε, μήτε νηστείες έκανα, μήτε αγρυπνίες, μήτε χαμαικοιτίες, αλλά μόνο ταπεινώθηκα και ο Κύριος σύντομα με έσωσε», λέει ο θειος Δαβίδ. Και μπορεί κανείς να πει πολύ πιο σύντομα: «Μόνο πίστεψα, και με δέχτηκε ο Κύριος».
Επειδή είναι πολλά αυτά πού μας εμποδίζουν ν΄ αποκτήσομε την ταπείνωση, να βρούμε όμως την πίστη δεν μας εμποδίζει τίποτε. Γιατί αν το θελήσομε ολόψυχα, ευθύς ενεργεί μέσα μας η πίστη, αφού είναι δώρο του Θεού και φυσικό προσόν, αν και υπόκειται στην αυτεξουσιότητα της προαιρέσεώς μας. Γι΄ αυτό ακόμη και οι Σκύθες και οι βάρβαροι πιστεύουν ο ένας τα λόγια του άλλου. Και για να σας δείξω στην πράξη την ενέργεια της ενδιάθετης πίστεως και να βεβαιώσω όσα είπα, ακούστε να σας διηγηθώ κάτι πού άκουσα από κάποιον πού δεν ψεύδεται.

Κάποιος, Γεώργιος ονομαζόμενος, νέος στην ηλικία, έως είκοσι χρόνων, κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη τώρα στους καιρούς μας· ο οποίος ήταν όμορφος και φανταχτερός στην εμφάνιση, τούς τρόπους και το βάδισμα, έτσι πού μερικοί από τούτα σχημάτισαν κακή γνώμη γι΄ αυτόν, όσοι δηλαδή βλέπουν μόνο τα εξωτερικά και κρίνουν κακώς τα των άλλων.
Αυτός γνωρίστηκε με κάποιον άγιο μοναχό πού ζούσε σ΄ ένα μοναστήρι της πόλεως, και αναθέτοντάς του όλα τα της ψυχής του, έλαβε από αυτόν για υπενθύμιση μια μικρή εντολή (ένα σύντομο κανόνα).

Ο νέος ζήτησε ακόμη από τον γέροντα να του δώσει κανένα βιβλίο πού να περιέχει διηγήσεις για τη ζωή των μοναχών και την πρακτική τους άσκηση. Εκείνος του έδωσε να διαβάσει το σύγγραμμα του μοναχού Μάρκου πού διδάσκει περί του πνευματικού νόμου· το οποίο ο νέος το πήρε σαν να ήταν σταλμένο από τον ίδιο το Θεό. Και ελπίζοντας πώς θα λάβει πολύ μεγάλη ωφέλεια από αυτό, το διάβασε όλο με πόθο και προσοχή. Και ωφελήθηκε βέβαια απ΄ όλα όσα διάβασε, όμως τρία κεφάλαια* μόνο ενσφήνωσε, να πω έτσι, στην καρδιά του.

Το ένα έλεγε επί λέξει: « Αν ζητάς τη θεραπεία της ψυχής σου, επιμελήσου τη συνείδησή σου, και να κάνεις όσα αυτή σου επιδεικνύει, και θα βρεις ωφέλεια». Το άλλο έλεγε: « Όποιος ζητά τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος προτού να εργαστεί τις εντολές του Θεού, είναι παρόμοιος με αγορασμένο δούλο, ο οποίος την ίδια ώρα πού αγοράστηκε ζητά να του δώσουν και το χαρτί της απελευθερώσεως». Και το τρίτο έλεγε: « Εκείνος πού προσεύχεται σωματικά και δεν απέκτησε ακόμη γνώση πνευματική, είναι παρόμοιος με τον τυφλό πού φώναζε ¨Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με΄΄. Όταν ο πρώην τυφλός έλαβε το φως του και είδε τον Κύριο, δεν τον ονόμασε πλέον υιό Δαβίδ, αλλά τον ομολόγησε Υιό Θεού και τον προσκύνησε».

Αυτά λοιπόν τα διάβασε ο νέος εκείνος και τα θαύμασε, και πίστεψε ότι με την επιμέλεια της συνειδήσεως θα βρει ωφέλεια και με την εργασία των εντολών θα δεχτεί συνειδητά την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και με τη χάρη Του θ΄ ανοίξουν τα νοερά του μάτια και θα δει τον Κύριο. Και πληγωμένος από την αγάπη και την επιθυμία του Κυρίου, ζητούσε πλέον το Πρώτο Κάλλος, το αόρατο.

Τίποτε άλλο όμως δεν έκανε, καθώς με βεβαίωσε ύστερα με όρκους, παρά μόνο εκτελούσε κάθε βράδυ το σύντομο κανόνα πού του όρισε ο άγιος εκείνος γέρων, και τότε πλάγιαζε και κοιμόταν. Και καθώς η συνείδηση του έλεγε: «Κάνε κι άλλες μετάνοιες, πρόσθεσε κι άλλους ψαλμούς, πες κι άλλο το Κύριε ελέησον, αφού μπορείς», αυτός υπάκουε σ΄ αυτήν πρόθυμα κι αδίστακτα κι έτσι έπραττε, σαν να τα έλεγε ο ίδιος ο Θεός.
 Και από τότε πλέον δεν κοιμήθηκε ποτέ με τη συνείδηση να τον ελέγχει και να λέει: «Αυτό γιατί δεν το έκανες;». Κι έτσι, υπακούοντας αυτός χωρίς παράλειψη στη συνείδησή του κι εκείνη προσθέτοντας μέρα με τη μέρα περισσότερο, σε λίγες μέρες αυξήθηκε πολύ η εσπερινή προσευχή του. Κατά τη διάρκεια της ημέρας είχε την επιστασία του σπιτιού ενός πατρικίου κι είχε πολλές βιοτικές φροντίδες και πήγαινε κάθε μέρα στο Παλάτι· έτσι κανείς δεν αντιλήφθηκε όσα αυτός έπραττε το βράδυ.
Αλλά κάθε βράδυ έτρεχαν από τα μάτια του δάκρυα κι έκανε πολλές γονυκλισίες και μετάνοιες και όταν στεκόταν σε προσευχή είχε τα πόδια κολλημένα μεταξύ τους και ακίνητα και διάβαζε ευχές στη Θεοτόκο με πόνο και στεναγμούς και δάκρυα και, σαν να ήταν ο Κύριος παρών σωματικά, έτσι έπεφτε εμπρός στα άχραντα πόδια Του και ως τυφλός του ζητούσε να τον σπλαχνιστεί και να του χαρίσει το φως των ματιών της ψυχής του. Και καθώς πλήθαινε κάθε βράδυ η προσευχή, κρατούσε ως τα μεσάνυχτα, κι όση ώρα προσευχόταν, στεκόταν όρθιος σαν κολόνα η σαν ασώματος, χωρίς διόλου να χαλαρώνει η να ραθυμεί η έστω να κινεί κανένα μέλος του σώματός του, μήτε τα μάτια του να στρέψει η να τα σηκώσει.

Ένα βράδυ λοιπόν, πού ήταν όρθιος κι έλεγε το « Ο Θεός ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ» με το νου μάλλον παρά με το στόμα, έξαφνα φανερώθηκε πλούσια από ψηλά μια έλλαμψη θεϊκή και γέμισε από φως όλο τον τόπο και ο νέος αγνόησε και λησμόνησε αν βρισκόταν μέσα σε σπίτι η αν ήταν κάτω από στέγη, γιατί παντού έβλεπε μόνο φως και δεν ήξερε μήτε αν πατούσε στη γη. Ούτε φόβο είχε μήπως πέσει, ούτε καμία φροντίδα του κόσμου, ούτε τίποτε άλλο από όσα ταιριάζουν σε ανθρώπους πού έχουν σώμα περνούσε από το λογισμό του.
 Αλλά μένοντας τελείως μέσα στο άϋλο φως, του φαινόταν πώς έγινε και αυτός φως και λησμόνησε όλο τον κόσμο κι ήταν όλος γεμάτος από δάκρυα κι από ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση. Και ύστερα από τούτο ανέβηκε ο νους του στον ουρανό κι εκεί είδε άλλο φως λαμπρότερο από το γύρω του· και κοντά σ΄ εκείνο το φως του φάνηκε να στέκεται ο άγιος και ισάγγελος εκείνος γέροντας πού του έδωσε, όπως είπαμε, την εντολή και το βιβλίο.

Εγώ λοιπόν, καθώς τʼ άκουσα από το νέο, σκέφτηκα ότι και η πρεσβεία του αγίου εκείνου θα είχε συνεργήσει πολύ σε τούτο και ότι ο Θεός πάλι θα οικονόμησε να δείξει στο νέο σε ποιο ύψος αρετής βρισκόταν ο άγιος εκείνος. Όταν πέρασε αυτή η θεωρία και ήρθε πάλι στον εαυτό του ο νέος εκείνος, όπως έλεγε, ήταν γεμάτος από χαρά και θαυμασμό και έκπληξη και δάκρυζε από την καρδιά του· και μαζί με τα δάκρυα ακολουθούσε και μία γλυκύτητα. Τέλος, πλάγιασε να κοιμηθεί και την ίδια ώρα λάλησε ο πετεινός, δείχνοντας τη μέση της νύχτας· και σε λίγο σήμαναν οι εκκλησίες για το Όρθρο. Και σηκώθηκε ο νέος για να ψάλλει κατά τη συνήθειά του, χωρίς να σκεφτεί καθόλου τον ύπνο εκείνη τη νύχτα.

Αυτά έγιναν όπως ο Θεός γνωρίζει, ο οποίος και τα πραγματοποίησε για λόγους πού μόνο Εκείνος ξέρει, ενώ ο νέος δεν έκανε τίποτε περισσότερο από όσα ακούσατε, πλην είχε ορθή πίστη και αδίστακτη ελπίδα. Και μην πει κανείς, πώς εκείνος τα έκανε αυτά για να δοκιμάσει· γιατί αυτός μήτε με το λογισμό του είπε μήτε καν σκέφτηκε κάτι τέτοιο -επειδή όποιος δοκιμάζει η πειράζει το Θεό, δεν έχει πίστη. Αλλά απορρίπτοντας ο νέος εκείνος κάθε άλλον εμπαθή και φιλήδονο λογισμό, φρόντιζε τόσο πολύ -όπως έλεγε με όρκο- να πραγματοποιεί εκείνα πού του έλεγε η συνείδησή του, ώστε σε όλα τα άλλα αισθητά πράγματα του κόσμου να είναι σαν αναίσθητος και δεν ήθελε μήτε να φάει η να πιει ηδονικά η συχνότερα.

Ακούσατε, αδελφοί μου, τι κατορθώνει η πίστη στο Θεό, όταν βεβαιώνεται με τα έργα; Καταλάβατε πώς μήτε η νεότητα είναι απορριπτέα, μήτε το γήρας ωφέλιμο, αν λείπει η σύνεση και ο φόβος του Θεού; Μάθατε ότι μήτε η παραμονή στην πόλη μας εμποδίζει να εργαστούμε τις εντολές του Θεού, αν έχουμε προθυμία και εγρήγορση, μήτε η ησυχία και η αναχώρηση από τον κόσμο μας ωφελούν αν βρισκόμαστε σε ραθυμία και αμέλεια; Όλοι μας ακούμε για τον Δαβίδ και θαυμάζομε και λέμε ότι ένας Δαβίδ έγινε κι όχι άλλος· και να πού σε τούτο το νέο συνέβη κάτι περισσότερο από το Δαβίδ. Γιατί ο Δαβίδ έλαβε τη μαρτυρία από τον ίδιο το Θεό, χρίστηκε προφήτης και βασιλιάς, έγινε μέτοχος του Αγίου Πνεύματος κι είχε λάβει πολλές αποδείξεις περί Θεού.
Όταν λοιπόν αμάρτησε κι έχασε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και το αξίωμα της προφητείας και αποξενώθηκε από τη συναναστροφή του Θεού, τι το παράδοξο πού τα ζήτησε πάλι, όταν έφερε στο νου του τη χάρη από την οποία ξέπεσε; Ο νέος όμως αυτός τίποτε τέτοιο δεν είχε σκεφτεί ποτέ, αλλά ήταν προσηλωμένος μόνο στα κοσμικά πράγματα κι έβλεπε μόνο τα πρόσκαιρα και η διάνοιά του δεν είχε φανταστεί τίποτε ανώτερο από τα γήινα· και -τι θαυμαστά τα κρίματά Σου,Κύριε!- μόνο άκουσε γι΄ αυτά κι ευθύς πίστεψε.
Και τόσο πολύ πίστεψε, ώστε να παρουσιάσει και έργα πού αρμόζουν στην πίστη, με τα όποια η διάνοιά του πήρε φτερά και έφτασε στους ουρανούς κι έκανε τη Μητέρα του Χριστού να τον ευσπλαχνιστεί και με την πρεσβεία της εξιλέωσε το Θεό και κατέβασε ως αυτόν τη χάρη του Πνεύματος· και αυτή τον δυνάμωσε να φτάσει ως τον ουρανό και τον αξίωσε να δει φως, το οποίο όλοι το επιθυμούν μα πολύ λίγοι το πετυχαίνουν.

Ο νέος αυτός πού μήτε χρόνους πολλούς νήστεψε, μήτε ποτέ κοιμήθηκε στο έδαφος, μήτε φόρεσε τρίχινα ρούχα, μήτε τη μοναχική κουρά έλαβε, μήτε από τον κόσμο αναχώρησε σωματικά, αλλά μόνο πνευματικά· μόνο αγρύπνησε λίγο, και φάνηκε ανώτερος από τον Λώτ στα Σόδομα. Η μάλλον, έγινε άγγελος μέσα σε σώμα, πού ενώ οι άλλοι τον ψηλαφούσαν και τον έβλεπαν, ήταν εντούτοις ακράτητος και ασύλληπτος, άνθρωπος στο φαινόμενο και άσαρκος στο νοούμενο, βλεπόμενος από όλους και μόνος ευρισκόμενος με μόνο τον παντογνώστη Θεό.
Γι΄ αυτό και με τη δύση του αισθητού ηλίου τον έλουσε το γλυκύ φως του νοητού Ηλίου, και πολύ εύλογα· γιατί η αγάπη του προς τον ζητούμενο Θεό τον έβγαλε τελείως από τον κόσμο και από την ίδια του τη φύση και από όλα τα πράγματα και τον έκανε όλον πνευματικό και όλον φως, και μάλιστα ενώ κατοικούσε μέσα στην πόλη κι είχε την επιστασία ενός αρχοντικού και φρόντιζε για δούλους και ελεύθερους και έκανε και έπραττε όλα όσα αρμόζουν στο βίο.

Αλλά είναι αρκετά αυτά πού είπαμε και για έπαινο του νέου και για παρακίνηση δική σας στον πόθο και τη μίμησή του, η θέλετε να σας πω και αλλά μεγαλύτερα, τα όποια ίσως δεν μπορέσει να δεχτεί η ακοή σας; Όμως τι άλλο θα βρεθεί μεγαλύτερο η τελειότερο από αυτό; Σίγουρα, δεν υπάρχει άλλο μεγαλύτερο, καθώς λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος: « Αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου.
Όπου είναι ο φόβος, εκεί και η φύλαξη των εντολών· και όπου η φύλαξη των εντολών, εκεί και η κάθαρση της σάρκας, η οποία είναι ένα νέφος εμπρός στην ψυχή και δεν την αφήνει να δει καθαρά τη λάμψη τη θεϊκή· κι εκεί πού είναι η κάθαρση, εκεί και η έλλαμψη. Και η έλλαμψη είναι η ικανοποίηση του πόθου αυτών πού ποθούν τα μέγιστα η το μέγιστο η αυτό πού είναι πάνω από μέγα.» Λέγοντας αυτά φανέρωσε ότι ο φωτισμός του Πνεύματος είναι τέλος ατελές κάθε αρετής, και όποιος έρθει σ΄ αυτόν, έφτασε στο τέλος και το πέρας όλων των αισθητών και βρήκε την αρχή της γνώσεως των πνευματικών.

Αυτά είναι, αδελφοί μου, τα θαυμάσια του Θεού· για τούτο φανερώνει ο Θεός τούς κρυπτόμενους Αγίους Του, ώστε άλλοι να τούς μιμηθούν και άλλοι να μείνουν αναπολόγητοι. Γιατί κι εκείνοι πού βρίσκονται μέσα στους περισπασμούς και όσοι είναι στα κοινόβια, τα όρη και τα σπήλαια και πολιτεύονται όπως πρέπει, σώζονται και αξιώνονται να λάβουν από το Θεό μεγάλα καλά, για μόνη την πίστη τους προς Αυτόν, έτσι ώστε όσοι αποτυγχάνουν από ραθυμία, να μην έχουν να πουν τίποτε την ημέρα της Κρίσεως.
 Γιατί, αδελφοί μου, δεν ψεύδεται Αυτός πού υποσχέθηκε να σώζει για μόνη την πίστη προς Αυτόν. Λοιπόν λυπηθείτε τον εαυτό σας και εμάς πού σας αγαπούμε και συχνά θρηνούμε και κλαίμε για χάρη σας -γιατί τέτοιοι προστάζει να είμαστε ο σπλαχνικός και ελεήμων Θεός-· και πιστεύοντας ολόψυχα στον Κύριο, αφήστε τη γη κι όλα όσα παρέρχονται, και προσέλθετε και κολληθείτε σ΄ Αυτόν, γιατί λίγο ακόμη και ο ουρανός με τη γη θα παρέλθουν, και έξω από το Θεό δεν υπάρχει ούτε στάση ούτε πέρας ούτε κατάληξη της πτώσεως των αμαρτωλών. Αφού δηλαδή ο Θεός είναι αχώρητος και ακατάληπτος, πές μου, αν μπορείς, που θα βρεθεί τόπος για όσους εκπίπτουν από τη βασιλεία Του;

Μου έρχεται να θρηνώ και λυπούμαι υπερβολικά και λιώνω για σας, όταν συλλογιστώ πώς έχουμε τέτοιο Κύριο πλουσιόδωρο και φιλάνθρωπο, πού για μόνη την πίστη μας προς Αυτόν μας χαρίζει αυτά πού υπερβαίνουν κάθε νου και ακοή και διάνοια και πού ποτέ δεν τα συνέλαβε άνθρωπος, κι εμείς σαν άλογα ζώα προτιμούμε μόνο τη γη και όσα η γη βγάζει για μας από την πολλή ευσπλαχνία του Θεού για να επαρκούμε στις ανάγκες του σώματος· ώστε εμείς να τρεφόμαστε από αυτά με μέτρο και η ψυχή μας να κάνει ανεμπόδιστα την πορεία της προς τα άνω, τρεφόμενη και αυτή με τη νοερή τροφή του Πνεύματος, ανάλογα με την κάθαρση και την ανάβασή της.

Γιατί αυτό είναι ο άνθρωπος και για τούτο δημιουργηθήκαμε και ήρθαμε στην ύπαρξη· δεχόμενοι εδώ αυτές τις μικρές ευεργεσίες, με την ευχαριστία και την ευγνωμοσύνη προς το Θεό ν΄ απολαύσομε εκεί τα ανώτερα και αιώνια. Αλλά εμείς, αλίμονο, ενώ δε φροντίζομε καθόλου για τα μέλλοντα, είμαστε αχάριστοι για όσα απολαμβάνομε εδώ, κι έτσι γινόμαστε παρόμοιοι με τούς δαίμονες η και χειρότεροι, αν πρέπει να πω την αλήθεια.
Και για τούτο πρέπει να τιμωρηθούμε περισσότερο, γιατί και περισσότερες ευεργεσίες λάβαμε και γνωρίζομε Θεό πού έγινε για μας άνθρωπος όπως εμείς, μόνο χωρίς την αμαρτία, για να μας απαλλάξει από την πλάνη και να μας ελευθερώσει από την αμαρτία. Τι άλλο να πω; Σε όλα αυτά πιστεύομε μονάχα με τα λόγια, και με τα έργα τα αρνούμαστε.
Δεν ακούγεται παντού το όνομα του Χριστού, στις πόλεις και τα χωριά και τα κοινόβια και τα όρη; Αν θέλεις, κοίταξε και εξέτασε προσεκτικά, αν τηρούν τις εντολές Του· και μόλις θα βρεις -είναι αλήθεια- ένα σε χιλιάδες η ένα σε μυριάδες πού να είναι Χριστιανός και με τα λόγια και με τα έργα.
Δεν είπε ο Κύριος και Θεός μας στο άγιο ευαγγέλιο: « Όποιος πιστέψει σ΄ εμένα θα κάνει κι αυτός τα έργα πού κάνω εγώ κι ακόμη μεγαλύτερα»; Ποιος λοιπόν από εμάς τολμά να πει: « Εγώ κάνω έργα Χριστού και πιστεύω ορθά στο Χριστό»; Δε βλέπετε, αδελφοί, ότι έχουμε να βρεθούμε άπιστοι κατά την ημέρα της κρίσεως και να κολαστούμε χειρότερα από εκείνους πού δε γνωρίζουν τον Κύριο; Γιατί είναι ανάγκη η εμείς να καταδικαστούμε ως άπιστοι, η ο Χριστός να αποδειχτεί ψεύτης, το οποίο είναι αδύνατο, αδελφοί μου, αδύνατο.

Αυτά τα έγραψα όχι για να εμποδίσω την αναχώρηση από τον κόσμο και να προβάλω τη ζωή μέσα σ΄ αυτόν, αλλά για να πληροφορήσω όλους όσοι διαβάσουν την παρούσα διήγηση, πώς εκείνος πού θέλει να κάνει το αγαθό, έλαβε και τη δύναμη από το Θεό να μπορεί να το κάνει σε κάθε τόπο. (Και να αξιωθεί να λάβει και χαρίσματα πνευματικά και θειες θεωρίες όπως και τούτος ο νέος, ο ευλογημένος Γεώργιος, τον οποίο επειδή είχα γνώριμο και στενό φίλο, τον παρακάλεσα και μου τα διηγήθηκε καθώς τα έγραψα).

Για τούτο, αδελφοί μου εν Χριστώ, σας παρακαλώ ας τρέξομε κι εμείς με κόπο το δρόμο των εντολών του Χριστού, και δεν πρόκειται να καλύψει η ντροπή τα πρόσωπά μας. Γιατί όπως ο Χριστός ανοίγει τις πύλες της βασιλείας Του σε καθένα πού χτυπά επίμονα, και δίνει το ευθές και πανάγιο Πνεύμα σε καθένα πού γυρεύει, και είναι αδύνατο, εκείνος πού ζητά ολοψύχως, να μη βρει τον πλούτο των χαρισμάτων Του, έτσι κι εσείς θα εντρυφήσετε στα απόρρητα αγαθά Του, τα όποια ετοίμασε γι΄ αυτούς πού τον αγαπούν, τώρα βέβαια εν μέρει και με πνευματική σοφία, κατά τον μέλλοντα όμως αιώνα ολοκληρωτικά, μαζί με όλους τούς Αγίους, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σ΄ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

paterikakeimena.blogspot.gr