Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Πρωτοπρ. Βασίλειος Βολουδάκης, Η Ανάληψη του Χριστού, θέωση του ανθρώπου


ΘΕΩΣΗ  ΤΟΥ  ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ μας ἀποτελεῖ τὴν ἀποκορύφωση τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας Του: «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκὶ ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (1 Τιμ. 3, 16). Αὐτὴ ἡ ἀποκορύφωση τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας Τοῦ Χριστοῦ εἶναι καὶ ἡ ἀποκορύφωση τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους μας, ἡ οἰκείωση καὶ ἡ μετοχή μας στὴν ἄφθαρτη ἀλλὰ καὶ ἄτρεπτη ἀνθρώπινη φύση μας ἡ ὁποία, ὄχι μόνο ἀποκατεστάθη στὴν προπτωτική της κατάσταση ἀλλά καὶ ἐθεώθη χωρὶς τὸν κίνδυνο πλέον τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἀποκοπῆς της ἀπὸ τὸν Θεό.

Ἡ σημασία τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο Γένος δὲν ἔχει γίνει κατανοητὴ ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους χριστιανοὺς λαϊκοὺς καὶ Κληρικούς, γιατὶ δὲν ἔχουμε συνειδητοποιήσει ὅτι ὅλα τὰ γεγονότα τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ μας ἀφοροῦν ἄμεσα τὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας, τὴν παροῦσα καὶ τὴν Μέλλουσα.
Ἀρκούμεθα στὴν ἐν πολλοῖς ἀόριστη ἀκαδημαϊκὴ γνώση τῆς Θεολογίας καὶ δὲν ἐμβαθύνουμε στὶς λεπτομέρειες τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν λειτουργία Της, λησμονῶντας πὼς αὐτὴ ἡ ἐμβάθυνση δὲν εἶναι ματαία ἐνασχόληση, ἀλλὰ ἡ ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ μετοχή μας στὴν αἰώνια ζωή, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς τὸ εἶπε: «αὕτη ἐστὶν αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον Ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰω. 17, 3).
Χωρὶς τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ μας θὰ ἔμενε ἀνολοκλήρωτη ἡ σωτηρία μας, ἐφὅσον ἡ Ἀνάστασή Του θὰ ὁδηγοῦσε τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, μέχρι τὴν ἀθανασία ἀλλὰ ὄχι στὴν Θέωσή της.
Γιὰ νὰ ἐννοήσουμε καλύτερα τὴν ἐν προκειμένῳ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας πρέπει νὰ ἀναφερθοῦμε μὲ περισσότερη σαφήνεια στὰ προγενέστερα στάδια τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας καὶ αὐτὸ θὰ τὸ ἐπιχειρήσουμε μὲ ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερη συντομία.
Ζητῶ ἀπὸ σᾶς τοὺς καλοὺς ἀναγνῶστες νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ παραθέσωπαράλληλα μὲ τὴν ὑγιᾶ διδασκαλίακαὶ παρανοήσεις καὶ κακοδοξίες Ὀρθοδόξων Θεολόγων, χωρὶς νὰ ἀναφέρω τὰ ὀνόματά τους, παρὅτι κάποιοι νέοι θεολόγοι τοὺς χρησιμοποίησαν καὶ τοὺς χρησιμοποιοῦν, ἀγκιστρωμένοι στὴν Προτεσταντική, κυρίως, Χριστολογία, ποὺ διδάχθηκαν οἱ καθηγητὲς τῶν Θεολογικῶν μας Σχολῶν κυρίως στὴν Γερμανία. Εἶναι, συνεπῶς περιττὸ νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὑπάρχει βαθὺ χάσμα μεταξὺ τῆς Ἀκαδημαϊκῆς Θεολογίας καὶ τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ διαστρέβλωση τῆς Χριστολογίας ἀρχίζει μὲ τὴν συγκεχυμένη θεολογία ποὺ ἐπικρατεῖ ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ ἔλαβε ὁ Χριστὸς γενόμενος ἄνθρωπος. Ἡ Ἐκκλησία μας ὁμολογεῖ ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ «ἐξ ἄκρας συλλήψεώς» της στὴν Παρθενικὴ Μήτρα τῆς Θεοτόκου εἶναι «ὁμόθεος», «τεθεωμένη», λόγῳ τῆς Ὑποστατικῆς ἑνώσεώς της στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Αὐτὸ εἶναι ἀναμφισβήτητο καὶ διακηρύσσεται καὶ ἀπὸ πολλοὺς Ἁγίους Πατέρας ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας»: «Τῶν λεγόντων ὅτι σάρξ τοῦ Κυ­ρίου, ἐξ αὐτῆς ἑνώ­σεως ὑπερυ­ψω­θεῖ­σα, καί ἀνωτάτω πάσης τι­μῆς ὑπερ­κειμέ­νη, ὡς ἐξ ἄκρας ἑνώ­σε­ως ὁμόθεος γενομένη, ἀμε­τα­βλή­τως, ἀνα­λοι­ώ­τως, ἀσυχγύτως, καί ἀτρέπτως, διά τήν καθὙπό­στα­­σιν Ἕνω­σιν, καί ἀχωρίστως καί ἀδιασπάστως μένουσα τῷ προσ­λα­βομένῳ αὐτήν Θεῷ Λόγῳ, ἰσοκλεῶς αὐτοτιμᾶται καί προσκυνεῖται μιᾷ προσκυνήσει, καί τοῖς βασιλικοῖς καί θεῖοις ἐγκαθίδρυται θρόνοις ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καί Πατρός ὡς τά τῆς Θεότητος αὐχήματα τῷ τρόπῳ τῆς ἀντιδόσεως, καταπλουτίσασα, σωζωμένων τῶν ἰδιο­τή­των τῶν Φύσεων, Αἰωνία μνήμη!».

ΑΝΑΛΗΨΗ ΧΡΙΣΤΟΥ

Με αδρές γραμμές ο ιερός ευαγγελιστής Λουκάς περιγράφει στο τέλος του Ευαγγελίου του και στην αρχή των Πράξεων των Αποστόλων, την τελευταία έμφάνιση του αναστάντος Κυρίου στους μαθητές Του. Όπως στα δύο αυτά βιβλία του ιερού Λουκά, έτσι η ανάληψη του Κυρίου κατακλείει την ιστορία του επί γης βίου του Χριστού και ανοίγει την ιστορία των μαθητών της Εκκλησίας. Είναι με άλλα λόγια ό συνδετικός κρίκος, η μετάβαση από την μία φάση του σωτηριώδους έργου του Θεού στην άλλη. Το κλείσιμο της πρώτης σκηνής και το άνοιγμα της δευτέρας. Ακριβώς δε την τεσσαρακοστή από την ανάσταση ήμερα, αφού υμνήσαμε και δοξολογήσαμε μαζί με τους μαθητάς την δόξα του αναστάντος, αφού ζήσαμε επί 40 ήμερες στην χαρούμενη ατμόσφαιρα της παρουσίας Του, θα κληθούμε από την Εκκλησία να παραστούμε νοητά στο όρος των Ελαίων για να αποχαιρετίσωμε τον απερχόμενο Σωτήρα.

Δεν ξέρω αν όλοι μας βρέθηκαμε ποτέ σε ώρα λατρείας κατά την ήμερα της Αναλήψεως ή και σε οποιαδήποτε άλλη λειτουργική σύναξη μέσα στον υπέρλαμπρο ναό της Μεγάλης Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, την Αγία Σοφία. Τον μεγάλο τρούλλο της κοσμεί ένα θαυμαστό μωσαϊκό του Θ’ αιώνος. Στο κέντρο μέσα σε φωτεινή δόξα κάθεται ό Χριστός υποβασταζόμενος από δύο αγγέλους. Γύρω-γύρω μέσα σε ενα καταπληκτικό για την μεγαλοπρέπεια του τοπίο οι δώδεκα απόστολοι με την Θεοτόκο στην μέση βλέπουν με θάμβος προς τον ουρανό. Και δύο λευκοφόροι άγγελοι τους απευθύνουν τους λόγους των Πράξεων: «Άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ούρανόν»; Νομίζεις πως και όλοι οι πιστοί κάτω από τον μεγάλο θόλο βρίσκονται συναγμένοι μαζί με τους αποστόλους και απολαμβάνουν το υπερφυές θέαμα. Τον Χριστό αναλαμβανόμενο, αλλά και διαρκώς μη χωριζόμενο. Διαρκώς βλέποντα από το βάθος του ουρανού μέσα στην αστραφτερή ολόχρυση δόξα Του και αδιάκοπα επαίροντα τα χέρια Του και ευλογούντα τους αποστόλους, την Εκκλησία Του. Και στην στάση, στην έκφραση, στις κινήσεις των αποστόλων του ψηφιδωτού διακρίνει κανείς όλα τα ανάμικτα αίσθήματα που ένοιωσαν εκείνοι κατά τη μεγάλη εκείνη στιγμή, αλλά και όλα τα αισθήματα πού πλημμυρίζουν τις καρδιές των πιστών που βλέπουν τη δόξα του αναλαμβανομένου. Γιατί ακριβώς η ανάληψη είναι το γεγονός – και η εορτή – των μεγάλων συναίσθηματων, της ποικιλίας των αντιθέσεων. Έτσι ακριβώς την βλέπει και η Εκκλησία στην ακολουθία της εορτής.

Και πρώτα κυριαρχεί ο τόνος της χαράς, της δόξης, του θριάμβου. Ο Κύριος τελειώνει το έργο της οικονομίας. Υψώνεται σαν νικητής και θριαμβευτής επάνω από τη γη που έσωσε, ο Πατήρ τον υποδέχεται, οι άγγελοι και οι άνθρωποι δοξολογούν τον νικητή, τον θριαμβευτή, τον Σωτήρα. Τον τόνο αυτόν της χαράς για την ένδοξο ανάληψη εκφράζει το πρώτο τροπάριο της εορτής, το πρώτο στιχηρό του εσπερινού, του πλ. β’ ήχου:«Ο Κύριος ανελήφθη εις ουρανούς, ίνα πέμψη τον Παράκλητον τω κόσμω. Οι ουρανοί ητοίμασαν τον θρόνον αυτού, νεφέλαι την επίβασιν αυτού. Άγγελοι θαυμάζουσιν, άνθρωπον ορώντες υπεράνω αυτών. Ο Πατήρ εκδέχεται, ον εν κόλποις έχει συναΐδιον. Το Πνεύμα το άγιον κελεύει πάσι τοις αγγέλοις αυτού· Άρατε πύλας, οι άρχοντες ημών. Πάντα τα Εθνη, κροτήσατε χείρας· ότι ανέβη Χριστός, όπου ήν το πρότερον».

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ


analipsi01Στην εικόνα της Αναλήψεως ο Κύριος με φωτεινά ενδύματα και κυριαρχική στάση, εικονίζεται μέσα σε «δόξα», που είναι άλλοτε στρογγυλή, όπως στην εικόνα μας και άλλοτε ελλειψοειδής. Κάθεται σε ουράνιο τόξο ευλογώντας με το ένα του το χέρι και κρατώντας όρθιο ειλητάριο με το άλλο. Το ειλητάριο είναι σύμβολο του διδασκάλου. Τη «δόξα», μέσα στην οποία βρίσκεται ο Κύριος υποβαστάζουν δύο άγγελοι. Συμβολίζουν και εκφράζουν τη θεία μεγαλειότητα και εξουσία. «Ο Κύριος ως παντοδύναμος δεν είχε ανάγκη τους αγγέλους για να αναληφθεί στους ουρανούς). Σε μερικές εικόνες της Αναλήψεως οι άγγελοι δεν ανακρατούν το δίσκο της δόξας, αλλά ατενίζουν τον Κύριο σε στάση προσευχής. Όπως λένε τα τροπάρια της εορτής, απορούν και θαυμάζουν, γιατί ο Χριστός αναλήφθηκε όχι μόνον ως Θεός, αλλά και ως άνθρωπος, δηλαδή με το άφθαρτο και δοξασμένο σώμα του. Άλλοτε οι άγγελοι εικονίζονται να σαλπίζουν σύμφωνα με το ψαλμικό στίχο «ἀνέβη ὁ Θεός ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος» (Ψαλμ. 46, 6). Ο στίχος αυτός αναφέρεται αυτούσιος στην υμνολογία της Αναλήψεως, γιατί «ἡ εἰς οὐρανούς ἄνοδος διά τούτων (των λέξεων) τοῦ Κυρίου σημαίνεται» (Μ. Αθανάσιος, ΒΕΠ 32, 116).Analipsis β) Οι απόστολοι. Χωρισμένοι κάτω σε δύο ομίλους έχοντας την Παναγία στη μέση «θεωρούν τον αναλαμβανόμενο Κύριο με χειρονομίες και στάσεις που δηλώνουν έκπληξη, αμηχανία, θάμβος και ταραχή». Πίσω της βρίσκονται δύο λευκοφορεμένοι άγγελοι, που δείχνουν με υψωμένο το χέρι τον αναλαμβανόμενο Κύριο. Ως αγγελιοφόροι του Θεού διαβεβαιώνουν και παρηγορούν τους παριστάμενους πως ο Κύριος θα επανέλθει κατά τη Δευτέρα παρουσία του. Στο κείμενο της Αγίας Γραφής (Λουκ. 24, 50-52. Πραξ. 1, 9-11) που αναφέρεται στην Ανάληψη, η Θεοτόκος δεν είναι ανάμεσα στα πρόσωπα που παραβρίσκονται στο γεγονός. Για την παρουσία της μας πληροφορεί η ιερά παράδοση, όπως τη βλέπουμε άλλωστε στα τροπάρια του εσπερινού της εορτής και το συναξάριο της ημέρας∙ «τήν γάρ ἐν τῷ πάθει σου μητρικῶς πάντων ὑπεραλγήσασαν (=που πόνεσε πιο πολύ), ἔδει καί τῇ δόξῃ τῆς σαρκός σου ὑπερβαλλούσης ἀπολαῦσαι χαρᾶς (Δοξαστικό της λιτής). Άξια προσοχής είναι η θέση και η στάση της Θεοτόκου στην εικόνα. Βρίσκεται ακριβώς κάτω από τον υιό της και είναι άξονας της όλης σύνθεσης. «Η κάθετη γραμμή που ενώνει το κεφάλι του Σωτήρος με εκείνο της Θεοτόκου μοιράζει το σύνολο ακριβώς σε δύο όμοια μέρη, διασταυρώνεται με την οριζόντια γραμμή και σχηματίζει ένα τέλειο σταυρό» (Π. Ευδοκίμωφ). Οι απόστολοι με τις χειρονομίες τους και έχοντας τα κεφάλια τους στραμμένα προς τον Κύριο έρχονται σε αντίθεση με την ατάραχη κα ήρεμη μορφή της Παναγίας. Η ηρεμία της, όπως ειπώθηκε, εκφράζει την αναλλοίωτη αλήθεια της Εκκλησίας. Ο αγιογράφος της εικόνας μας θέλησε με τους αποστόλους που κυκλώνουν την Παναγία να

Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑΣ. Γιάννης Κουτσούκος




Κατά την Ανάληψη του Χριστού σύμφωνα με την υμνολογία και τους φιλοκαλικούς πατέρες της Ορθοδοξίας προκύπτουν τα πιο κάτω θεολογικά συμπεράσματα:

Α) Θεοποίηση της ανθρώπινης φύσης.

Ο Χριστός καταδέχθηκε να πάρει την πεσμένη ανθρώπινη φύση μας ακριβώς για να την επαναφέρει με την θεϊκή του δύναμη στην προπτωτική κατάσταση. Ενώ έγινε ο ίδιος τέλειος άνθρωπος – δανειζόμενος την ανθρώπινη σάρκα από την Θεοτόκο – υπήρξε συγχρόνως και πάντοτε και τέλειος Θεός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος.

Στο δεύτερο κάθισμα του όρθρου της εορτής της Αναλήψεως αναφέρονται τα πιο κάτω: Ο προ των αιώνων και χωρίς αρχή (άναρχος) Θεός (Χριστός) αναλήφθηκε σήμερα, αφού με μυστηριώδη τρόπο θεοποίησε την ανθρώπινη φύση την οποία προσέλαβε[1].

Για τη λέξη θεοποίηση οι φιλοκαλικοί Πατέρες της ορθοδοξίας χρησιμοποιούν και τη φράση κατά χάριν θέωση. Σύμφωνα με τους ίδιους φιλοκαλικούς Πατέρες αυτός ήταν και ο σκοπός της ενσαρκώσεως του Χριστού (δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος), να δοθεί εν δυνάμει ( να δοθεί η δυνατότητα) σε όποιον το θελήσει και το προσπαθήσει να φθάσει και ο ίδιος στην κατά χάριν θέωση.

Η ακολουθία της θείας μεταλήψεως για το ίδιο θέμα χρησιμοποιεί την φράση εθέωσε της σαρκός το πρόσλημα. Δηλαδή ο Χριστός εθέωσε την ίδια την ανθρώπινη σάρκα που είχε προσλάβει. Και φυσικά έδωσε εν δυνάμει την ίδια δυνατότητα σε όποιον το θελήσει να το πετύχει και αυτός.

Β) Η Ανάληψη του Χριστού έγινε με δόξα σε αντίθεση με την ενσάρκωση του.

Στο πρώτο κάθισμα της εορτής αναφέρεται η φράση ανήλθες μετά δόξης ως Θεός. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το κείμενο των Πράξεων των Αποστόλων[2] όπου αναφέρονται τα πιο κάτω.  Και ταύτα ειπών βλεπόντων αυτών επήρθη και νεφέλη υπέλαβεν αυτόν από των οφθαλμών αυτών,  δηλαδή και αφού τους είπε τα πιο πάνω και ενώ τον παρατηρούσαν ανελήφθη στους Ουρανούς και η νεφέλη τον περιέλαβε, έως ότου χάθηκε από τα μάτια τους. Η νεφέλη εδώ είναι η θεία δόξα, που ταυτίζεται από πολλούς Πατέρες με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος.

Γ) Θα έλθει (ο Χριστός) κατά την Δευτέρα Παρουσία με τον ίδιο τρόπο, που ανελήφθη.

Η φράση του Ευαγγελιστή Λουκά στις πράξεις των Αποστόλων που γράφει, ότι ο Χριστός θα ξανάλθει κατά την Δευτέρα Παρουσία με την ίδια δόξα  με την οποία αναλήφθηκε, είναι η πιο κάτω: Ούτως ελεύσεται, όν  τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον Ουρανόν[3]. Δηλαδή με τον ίδιο τρόπο που τον είδατε να ανεβαίνει στους ουρανούς (με δόξα), με τον ίδιο τρόπο  θα ξανάλθει (κατά την Δευτέρα Παρουσία).

Ο ίδιος αυτός τρόπος θα είναι η θεοποιημένη (δοξασμένη) ή κατά χάριν  θεωμένη ανθρώπινη μορφή του Χριστού ως τελείου ανθρώπου, χωρίς  όμως να παύσει να είναι πάντα και τέλειος Θεός. Με άλλα λόγια, ότι είδαν οι μαθητές του κατά την Ανάληψη στο Όρος των Ελαιών, ήταν η ανθρώπινη σάρκα, που προσέλαβε ο Χριστός ως τέλειος άνθρωπος, αλλά σε θεωμένη (δοξασμένη) μορφή. Την ίδια στιγμή όμως – όπως και πάντοτε – ήταν και  είναι  και τέλειος Θεός. Και εδώ οι νηπτικοί Πατέρες της Ορθοδοξίας λένε, ότι ο Χριστός κατά την ενσάρκωση του προσέλαβε όλη την ανθρωπότητα (φανερή) αλλά συγχρόνως είχε και όλη την Θεότητα (κρυμμένη). Η σχετική φράση του Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού στον ιαμβικό κανόνα της Μεταμορφώσεως, ωδή γ, τροπάριο. β,  είναι η εξής. Θεός όλος υπάρχων, όλος βροτός γέγονας, όλη τη θεότητι  μίξας τη αννθρωπότητι….

Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ & ΔΥΟ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ


Γράφει φοιτητής του Τμήματος Ποιμαντικής & Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ.
40 μέρες μετά την ζωηφόρο Ανάσταση, ο Κύριος αναλαμβάνεται στον ουρανό. Η Ανάληψη του Χριστού αποτελεί το θριαμβευτικό πέρας της επί γης παρουσίας Του και του απολυτρωτικού έργου Του. «Ἀνελήφθη ἐν δόξη» για να επιβεβαιώσει την θεία ιδιότητά Του στους παριστάμενους μαθητές Του. Για να τους στηρίξει περισσότερο στον τιτάνιο πραγματικά αγώνα, που Εκείνος τους ανάθεσε, δηλαδή τη συνέχιση του σωτηριώδους έργου Του για το ανθρώπινο γένος «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν».
Ο Ιησούς Χριστός ανήλθε στους ουρανούς για να ανοίξει για τον άνθρωπο τον ουράνιο δρόμο και να τον κατακτήσει συμβασιλέα Του. Μπορεί να αναλήφθηκε αλλά δεν εγκατέλειψε το ανθρώπινο γένος, για το οποίο έχυσε το τίμιο Αίμα Του. Το αναστημένο και άφθαρτο Σώμα Του έφερε ακόμα τα αποτυπώματα των πληγών από τα πάθη που υπέστη. Γιατί; Για να δείξει πόσο μεγάλη και απερίγραπτη είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο καθώς και για να μας πείσει  να μην λησμονούμε ποτέ τα πάθη του, διότι όταν τα έχουμε ενώπιόν μας, η καρδιά μας θα πλημμυρίζει από ευγνωμοσύνη προς Αυτόν και από ιερά συναισθήματα.
- Γιατί ο Χριστός αναλήφθηκε μετά από 40 μέρες και όχι αμέσως μετά την Ανάσταση;
- Για να πείσει και τον τελευταίο δύσπιστο πως αναστήθηκε. 40 ολόκληρες μέρες στην γη, και εμφανίστηκε επανειλημμένα στους μαθητές Του, και τους έδειξε τις ουλές από τα πληγές Του, τους μίλησε για τις προφητείες που εκπλήρωσε με την ζωή και τα πάθη Του ως άνθρωπος, και μάλιστα συνέφαγε μαζί τους.
Ευρισκόμενοι στο Όρος των Ελαιών μπροστά στην Θεοτόκο και στους Αποστόλους, ο Χριστός «ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης».
Σημειώνει ο μακαριστός π. Αλέξανδρος Σμέμαν: «Μας δίνεται νέα χαρά: η χαρὰ νὰ στοχαζόμαστε καὶ νὰ γιορτάζουμε τὴν Ἀνάληψη. Δεν εορτάζουμε την αναχώρηση του Χριστού. Ο Χριστός είπε: «μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Καὶ ὁλόκληρη ἡ χαρὰ τῆς Χριστιανικῆς πίστης βρίσκεται στὴ συνειδητοποίηση τῆς παρουσίας Του, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ὑποσχέθηκε: «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν». Δὲν γιορτάζουμε τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τὴν ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς».
Ο Κύριος γύρισε κοντά τους πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι περίμεναν. Δέκα μέρες αργότερα κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα, «ἡ ἐξ ὕψους δύναμις», πάνω στους Αποστόλους και στην πρώτη Εκκλησία για να τους φωτίζει, να τους καθοδηγεί, να τους ενισχύει και να τους στερεώνει «πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».
Τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος (Λόγος εἰς τὴν Ἀνάληψιν) «Κατά το γεγονός της Αναλήψεως, πραγματοποιήθηκε στην πράξη η συμφιλίωση του Θεού με το ανθρώπινο γένος. Διαλύθηκε η παλιά έχθρα, τελείωσε ο μακροχρόνιος πόλεμος. Κι αυτό συνέβαινε έως τώρα, όχι επειδή μισούσε ο Θεός τον άνθρωπο, αλλά επειδή ο άνθρωπος επιδείκνυε αδιαφορία και αχαριστία. Και τώρα, η αλλαγή δεν έγινε εξαιτίας των δικών μας κατορθωμάτων ή επειδή αλλάξαμε στάση και συμπεριφορά, αλλά λόγω της απροσμέτρητης αγάπης και του ενδιαφέροντος του Θεού. [...] Τώρα στην Ανάληψη, εμείς που δεν ήμασταν άξιοι να κατοικούμε στον παράδεισο, εμείς που στο τέλος καταντήσαμε να μην αξίζουμε να ζούμε εδώ στη γη, με αποτέλεσμα να γίνει ο κατακλυσμός και να χαθεί όλο το ανθρώπινο γένος εκτός της οικογένειας του Νώε, εμείς τώρα οι ανάξιοι ανεβαίνουμε στον ουρανό. Τα χερουβίμ, παλαιά, φυλάγανε τον παράδεισο για να μην μπούμε ξανά και τώρα εμείς τα υπερβαίνουμε. Η ανθρώπινη φύση, στο πρόσωπο του Χριστού, έτυχε τιμής που δεν έτυχε η φύση των αγγέλων. Ο Θεός έγινε άνθρωπος. Δεν έγινε άγγελος. Ενώθηκε μόνο με την ανθρώπινη φύση. Και οι άγγελοι δεν ζηλεύουν, αντίθετα χαίρονται, διότι χαρά των αγγέλων είναι η προκοπή μας και πόνος τους η εξαθλίωσή μας».
Με την Ανάληψή Του ο Κύριος φώτισε το νου μας για να δούμε τον δρόμο και τον προορισμό της ζωής μας. Που είναι η συνεχής μαρτυρία Χριστού, η μεταμόρφωση και η θέωση. Που είναι ο ουρανός, η δική μας ανάληψη διότι η καταγωγή μας είναι ουράνια. Και ουρανός είναι όχι το στερέωμα που βλέπουμε αλλά είναι αυτό πού μας επιστρέφει ο Χριστός, ό,τι χάσαμε με την αμαρτία και την υπερηφάνεια. Ουρανός είναι η αιώνια ζωή, το βασίλειο της αλήθειας, ο κόσμος της καλωσύνης και της ομορφιάς. Ουρανός είναι ολόκληρη η πνευματική μεταμόρφωση της ανθρώπινης ζωής· ουρανός είναι η βασιλεία του Θεού, η νίκη πάνω στο θάνατο, ο θρίαμβος της αγάπης και της φροντίδας· ουρανός είναι η εκπλήρωση αυτής της έσχατης επιθυμίας, για την οποία ειπώθηκε: «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».

Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ π.Ἀλεξάνδρου Σμέμαν


Ἕνα ρίγος χαρᾶς διαπερνᾶ τὴ λέξη “ἀνὰληψη”, πού δείχνει μιὰ πρόκληση πρὸς τοὺς ἀποκαλούμενους “νόμους τῆς φύσεως”, πρὸς τὴ διαρκῆ κάθοδο καὶ πτώση· εἶναι μιὰ λέξη πού ἀκυρώνει τοὺς νόμους τῆς βαρύτητας καὶ πτώσης. Ἐδῶ ἀντίθετα τὰ πάντα εἶναι ἐλαφράδα, πέταγμα, μιὰ ἀτέλειωτη ἄνοδος. Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου γιορτάζεται σαράντα μέρες μετὰ τὸ Πάσχα, τὴν Πέμπτη τῆς ἕκτης ἑβδομάδας μετὰ τὴ γιορτὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ.
Τὴν Τετάρτη, τὴν παραμονή, ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τὴν ἀποκαλούμενη “Ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα”, σὰν νὰ χαιρετᾶ δηλ. τὸ Πάσχα. Ἡ ἀκολουθία εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια, ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, ὅπως αὐτὴ τῆς νύχτας τοῦ Πάσχα, μὲ τὴν ἀπαγγελία ἀκριβῶς τῶν ἴδιων στίχων: “Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ Αὐτοῦ…”, “Αὕτη ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ”. Ὅταν ψάλλει αὐτοὺς τοὺς στίχους ὁ ἱερεύς, κρατᾶ τὴν πασχάλια λαμπάδα καὶ θυμιατίζει ὁλόκληρη τὴν ἐκκλησία, ἐνῶ σὲ ἀπάντηση ψάλλεται τὸ “Χριστὸς ἀνέστη”. Ἀποχωριζόμαστε τὸ Πάσχα, τὸ “ἀποδίδουμε” στὸ ἑπόμενο ἔτος.
Ἴσως νὰ ἔπρεπε νὰ αἰσθανόμαστε λυπημένοι. Ἀντί ὅμως γιὰ λύπη, μᾶς δίνεται νέα χαρά: ἡ χαρὰ νὰ στοχαζόμαστε καὶ νὰ γιορτάζουμε τὴν Ἀνάληψη. Σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ὁ Κύριος ἀφοῦ ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὁδηγίες στοὺς μαθητές, «ἐξήγαγε … αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης», (Λουκ. 24, 50-52). “Μετὰ χαρᾶς μεγάλης…”. Ποιὰ εἶναι ἡ πηγὴ αὐτῆς τῆς μεγάλης χαρᾶς πού ἀντέχει μέχρι σήμερα καὶ ἐκρήγνυται μὲ τέτοια ἐκπληκτικὴ λαμπρότητα τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως; Ἐπειδὴ φαίνεται σὰν ὁ Χριστὸς νὰ ἔφυγε καὶ νὰ ἄφησε μόνους τούς μαθητές· ἦταν μιὰ μέρα χωρισμοῦ. Μπροστά τους βρίσκεται ὁ πολὺ μακρὺς δρόμος τοῦ κηρύγματος, τῶν διωγμῶν, τοῦ πόνου καὶ τοῦ πειρασμοῦ πού γεμίζουν μέχρι ὑπερχείλισης τὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Φαίνεται πώς παρῆλθε ἡ χαρά, ἡ χαρὰ τῆς ἐπίγειας καὶ καθημερινῆς συντροφιᾶς μὲ τόν Χριστό, πώς ἔφθασε στὸ τέλος ἡ προστασία πού παρεῖχε ἡ δύναμη καὶ ἡ θεότητά Του.
Πόσο σωστὰ ὅμως ἔκανε κάποιος ἱερέας πού ὀνόμασε τὴν ὁμιλία του γιὰ τὴν Ἀνάληψη “χαρὰ τοῦ χωρισμοῦ”! Φυσικὰ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἑορτάζει τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶπε: «μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». (Ματθ. 28, 20), καὶ ὁλόκληρη ἡ χαρὰ τῆς Χριστιανικῆς πίστης βρίσκεται στὴ συνειδητοποίηση τῆς παρουσίας Του, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ὑποσχέθηκε: «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20). Δὲν γιορτάζουμε τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τὴν ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς.
Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως ἀποτελεῖ γιορτασμὸ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ οὐρανοῦ στοὺς ἀνθρώπους, τοῦ οὐρανοῦ ὡς τοῦ νέου καὶ αἰώνιου οἴκου, τοῦ οὐρανοῦ ὡς τῆς ἀληθινῆς μας πατρίδας. Ἡ ἁμαρτία χώρισε βίαια τὴ γῆ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς ἔκανε γήινους καὶ χοντροκομμένους, προσήλωσε τὸ βλέμμα μας σταθερὰ στὸ ἔδαφος καὶ ἔκανε τὴ ζωὴ μας ἀποκλειστικὰ γεωτροπική. Ἁμαρτία εἶναι ἡ προδοσία τοῦ οὐρανοῦ μέσα στὴν ψυχή. Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ μέρα, τὴν ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, νιώθουμε τρομοκρατημένοι ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄρνηση πού γεμίζει ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος μὲ ὑπεροψία καὶ περηφάνια ἀναγγέλλει πώς εἶναι μόνο ὑλικός, πώς ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι ὑλικός, καὶ πώς τίποτε δὲν ὑπάρχει πέρα ἀπὸ τὸ ὑλικό. Καὶ γιὰ κάποιο λόγο εἶναι ἀκόμη καὶ χαρούμενος γι’ αὐτό, καὶ μιλᾶ μὲ οἶκτο καὶ συγκατάβαση γι’ αὐτοὺς πού ἀκόμη πιστεύουν σὲ κάποιου εἴδους “οὐρανὸ” σὰν νὰ πρόκειται γιὰ γελωτοποιοὺς ἤ γιὰ ἀγροίκους. Ἐλᾶτε ἀδελφοί, “οὐρανοὶ” εἶναι ἁπλῶς ὁ οὐρανός, εἶναι τόσο ὑλικὸς ὅσο καὶ καθετί ἄλλο··δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, δὲν ὑπῆρξε οὔτε καὶ θὰ ὑπάρξει. Πεθαίνουμε, ἐξαφανιζόμαστε· ἔτσι στὸ μεταξὺ ἂς κτίσουμε ἕναν ἐπίγειο παράδεισο καὶ ἂς ξεχάσουμε τὶς φαντασίες τῶν παπάδων. Αὐτὸ ἐν συντομία εἶναι τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα καὶ ἡ οὐσία τοῦ πολιτισμοῦ μας, τῆς ἐπιστήμης μας, τῆς ἰδεολογίας μας. Ἡ πρόοδος καταλήγει στὸ νεκροταφεῖο, μὲ τὴν πρόοδο τῶν σκουληκιῶν ποῦ τρέφονται ἀπὸ τὰ πτώματα. Ἀλλά τί μᾶς προτείνετε, μᾶς ἐρωτοῦν, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ οὐρανὸς γιὰ τὸν ὁποῖο μιλᾶτε, στὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη; Τέλος πάντων, τίποτε δὲν ὑπάρχει στὸν οὐρανὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶτε.

Η Ανάληψη του Κυρίου (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΤΑΣΙ;
«Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν;…» (Πράξ. 1,11)
  Ναι ανελήφθη ο Κύριος και θα έρθη μετά δόξης μεγάλης!

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε μεγάλη δεσπο­τικὴ ἑορτή, ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυ­ρίου. Ποιό εἶνε τὸ ἱστορικὸ τῆς ἡμέρας; Θὰ μιλήσω ἁπλᾶ, νὰ μὲ καταλάβουν ὅλοι, νὰ μὴν εἶνε τὸ κήρυ­γμα «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» (Ματθ. 3,3).
Πέρασαν σαράντα μέρες ἀφ᾽ ὅτου
ὁ Κύρι­ός μας ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Ἐμφανίστηκε σὲ πολλούς. Οἱ μαθηταὶ τὸν εἶδαν νὰ τοὺς εὐ­λο­γῇ, τὸν ἄκουσαν, τὸν ψηλάφησαν. Κι αὐτὸς ἀ­κόμα ὁ Θωμᾶς ἀναγ­κάστηκε νὰ πῇ «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20,28). Στὶς σα­ράντα μέρες, τοὺς εἶπε νὰ συγ­κεντρωθοῦν στὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν, ἕ­να βουναλάκι σὲ μικρὴ ἀ­πόστασι ἀπ᾽ τὰ Ἰερο­σόλυμα. Ἐκεῖ μαζεύτηκαν. Ἦταν ὁ Πέτρος, ὁ Ἰ­άκωβος, ὁ Ἰωάννης, ὁ Ἀν­δρέας, ὁ Φί­λιππος, ὁ Θωμᾶς, ὁ Βαρθολο­μαῖ­ος, ὁ Ματθαῖος, ὁ Ἰάκωβος τοῦ Ἀλφαίου, ὁ Σίμων ὁ Ζηλωτής, καὶ ὁ Ἰούδας Ἰακώβου. Μαζί τους ἦταν οἱ μυροφόρες, ἡ Μαρία ἡ Παναγία μητέρα τοῦ Κυρίου ὅ­πως βλέπουμε στὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως, καὶ οἱ λεγόμενοι ἀδελφοί του (βλ. Πράξ. 1,13-14).
Καθὼς περίμεναν, ὁ Χριστὸς ἐμ­φα­νίζεται μπροστά τους, τοὺς μιλάει, δίνει τὶς τελευταῖ­ες πα­ραγγελίες, τοὺς εὐλογεῖ, καὶ τότε ―ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους― ἔ­γινε θαῦμα. Ἐνῷ τὸν ἔβλεπαν, τὰ πόδια του τὰ ἅ­για, ποὺ εἶχαν βαδίσει χιλιόμετρα νὰ βροῦν τὸ πλανεμένο πρόβατο, τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρω­πο, τὰ πόδια ἐκεῖνα ποὺ ἀκόμα εἶχαν νωπὰ τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν τοῦ σταυροῦ, ἄρχισαν νὰ μὴν πατοῦν πιὰ τὴ γῆ ἀλλὰ νὰ ὑψώνωνται…
Εἶδα κάποτε ἀετὸ καθισμένο σ᾽ ἕνα βράχο στὰ ψη­λὰ βουνὰ τῶν Γρεβε­νῶν –χρυσάετος ἦταν– καὶ τὸν θαύμαζα. Καὶ ξα­φνικὰ τὸν βλέπω ν᾽ ἀ­νοίγῃ τὶς φτεροῦγες του τὶς μεγάλες καὶ νὰ πετάῃ. Κ᾽ ἔμεινα νὰ τὸν κοιτάζω νὰ ὑψώνε­ται στὸν αἰθέρα, ν᾽ ἀνεβαίνῃ ψηλά, πολὺ ψηλά, μέ­­χρι ποὺ ἔγινε σὰν μιὰ τελεία, καὶ τέλος ἐξ­αφανίστηκε στὸ ἄπειρο. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός· ἀετὸ τὸν ὀνομάζει ἡ Ἀποκάλυψις (12,14). Ἐκεῖ­νος λοιπόν, ποὺ ἔδωσε τὴ δύναμι στὰ πουλιὰ νὰ πετοῦν, δὲν θά ᾽χε κι ὁ ἴδιος τὴ δύναμι αὐτή;
Ὁ Χριστὸς ―γιὰ νὰ μεταχειριστοῦμε σύγχρονη γλῶσσα―, σὰν τὸ ἀ­εροπλάνο ποὺ ἀ­ποσπᾶται ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ἀπογειώθηκε. Καὶ οἱ μαθηταὶ τὸν κοίταζαν τὸν κοί­­ταζαν ποὺ ὑψω­νόταν. «Ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν» ὁ Κύριος σὰν σήμερα «καὶ ἐ­κάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Μᾶρκ. 16,19). Τότε ἐμ­φανί­στηκαν δύο ἄγγελοι καὶ τοὺς εἶπαν· Τί στέκε­στε κοιτάζοντας στὸν οὐ­ρανό; Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ποὺ ἀ­να­λήφθηκε, ὅπως τὸν εἴδατε ν᾽ ἀνεβαίνῃ ἔτσι θὰ ἔρθῃ πάλι.
Ναὶ θὰ ἔρθῃ. Τὸ σκεφτήκαμε; ―Ποιός θὰ ἔρθῃ! παραμύθια μᾶς λὲς τώρα;… Ναὶ θὰ ἔρθῃ ὁ Κύ­ριος «μετὰ δόξης» (Ματθ. 24,30. Σύμβ. πίστ. 7) μεγάλης, εἰς πεῖ­­σμα τῶν δαιμόνων, νὰ κρίνῃ ὅλη «τὴν οἰκου­μένην ἐν δικαιοσύνῃ» (Πράξ. 17,31). Θὰ ἔρθῃ ὁ Κύρι­ος· χα­ρὰ στοὺς δικαίους, λύπη στοὺς ἁμαρτωλούς.

* * *

Αὐτὸ εἶνε τὸ ἱστορικὸ τῆς ἑορτῆς. Ἀπ᾽ ὅλα ὅσα εἴπαμε ἂς προσέξουμε ἕνα· ὅτι οἱ μαθηταὶ καὶ ἡ Παν­αγία ἔμειναν νὰ κοιτάζουν πρὸς τὰ πάνω, πρὸς τὸν οὐρανό. Δὲν κοίταζαν χαμη­λά, στὴ γῆ· κοίταζαν ψηλά. Τί σημαίνει αὐτό;
Ἀπὸ τὰ δημιουργήματα, ποὺ ἔκανε ὁ Θεός, τὰ ζῷα περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα κ᾽ ἔχουν τὸ κεφάλι σκυμμένο κάτω. Μόνο ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε νὰ περπατάῃ ὄρθιος. Πολλοὶ εἰδικοὶ λένε ὅτι αὐτὸ εἶνε ἕνα θαῦμα. Καὶ ἡ λέξι ἄνθρωπος, ἂν τὴν ἀναλύσουμε ἐτυ­μολογικῶς, τί σημαίνει; Εἶνε σύνθετη· σημαίνει τὸ ὂν ἐκεῖ­νο ποὺ ἄνω θρώσκει, τείνει πρὸς τὰ ἐπάνω. Βλέ­πει ψηλά, διότι πλάστηκε γιὰ τὰ οὐράνια.
Λένε γιὰ κάποιον ἄθεο ὅτι ζητοῦσε ἀποδεί­ξεις. Ὅταν νύχτωσε, ἕνας φίλος του τοῦ ᾽δειξε τὰ ἀμέτρητα ἄστρα καὶ τὸν ρώτησε· Ποιός τὰ ἔκανε ὅλ᾽ αὐτά;… Μιὰ ἀπάν­τησις ὑπάρχει, καμμία ἄλλη· ὁ Θεός! Κοίτα ἐ­πά­νω λοι­πόν, τὸ στερέωμα, καὶ θὰ πεισθῇς ὅτι ὑπάρχει Θεός· «οἱ οὐρανοὶ δι­ηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐ­τοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα» (Ψαλμ. 18,2).
Ἕνας Γερμανὸς ποιητὴς εἶδε μιὰ μέρα ἕνα κοπάδι χοίρους νὰ μπαίνουν στὸ δάσος. Οἱ χοῖ­ροι ἀγαποῦν τὰ βελανίδια· ὥρμησαν λοιπὸν κ᾽ ἔτρωγαν λαίμαργα ἀπ᾽ αὐτά, ποὺ ἦταν στρωμέ­­νο τὸ ἔδαφος. Καὶ ὁ ποιητὴς μὲ γλῶσ­σα γλαφυρὴ παρατηρεῖ· Ὅταν βγῆκαν ἀπ᾽ τὸ δάσος, κανένας τους δὲ γύρισε ­πάνω νὰ κοιτάξῃ τὴ βελανιδιὰ νὰ τῆς πῇ, Σ᾽ εὐχαριστῶ!… Τέτοιοι εἴμαστε καὶ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς, καὶ μὴ φανῇ προσ­­βλη­τικὴ ἡ παρομοίωσις· ὁ Χριστός μας χαρακτηρίζει ἔτσι ὡρισμένους ἀνθρώπους· «Μὴ δῶ­τε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργα­ρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7,6). Ἔ­τσι εἶνε· ἀπολαμβάνουμε μύρια ἀγαθά, μὰ δὲν ὑψώνουμε τὰ μάτια νὰ ποῦμε «Δόξα σοι, ὁ Θεός».
Μήπως ὑπερβάλλω; Ὁρίστε· σηκώνεσαι τὸ πρωί, βλέπεις τὸν ἥλιο νὰ βγαίνῃ λαμπρός· πὲς «Δό­ξα σοι, ὁ Θεός», «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς» (Μεγ. Δοξ.). Τίποτα. Βγαίνεις, πᾷς στὴ δουλειά· παρα­κάλεσε τὸ Θεό, συνήθισε νὰ κάνῃς τὸ σταυ­ρό σου. Οὔτε ἕνα σταυρό. Ἔρχεται μεσημέρι, κάθεσαι στὸ τραπέζι, ἔχεις ὅλα τὰ ἀγαθά· κάνε μιὰ προσευχή. Τίποτα, χωρὶς εὐχαριστῶ. Πίνεις τὸ νερό, εὐχαριστῶ δὲ λές· τρῶς τὸ ψωμί, εὐχαριστῶ δὲ λές· σὰν τὸ χοῖρο, χοιρώδης κατάστασις. Ἔν­νοια σας· θὰ ἔρθῃ πεῖνα, μεγάλη πεῖνα, θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι.
Ποῦ ᾽νε τὰ παλιὰ τὰ χρόνια! Ἐγὼ θυμοῦμαι στὸ χωριό μου, γύρω στὸ 1910, κάτι γέρους ποὺ δὲν πῆγαν σὲ σχολειά, οὔτε λύκεια οὔτε πανεπιστήμια. Προτοῦ νὰ πιοῦν τὸ ποτήρι τὸ νερὸ ἔκαναν τὸ σταυρό τους. Εἴδατε τώρα κανένα νὰ τὸ κάνῃ; Γι᾽ αὐτὸ σᾶς λέω· ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ καὶ τὸ νερὸ θὰ λείψῃ, θὰ στερέψουν καὶ θὰ στεγνώσουν πηγὲς καὶ βρύσες, ποτάμια καὶ λίμνες· τὸ νεράκι θὰ γίνῃ δυσεύρετο. Καὶ τότε ἕνα ποτήρι νερὸ – μιὰ λίρα! κι ὅπως προφήτευσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μιὰ χούφτα ἀλεύρι – μιὰ χούφτα χρυσάφι. Θὰ τιμωρηθοῦμε γι᾽ αὐτὴ τὴ χοι­ρώδη κατάστασι, ποὺ ζοῦμε σὰν τὰ ζῷα, χωρὶς ἀ­νατάσεις, χωρὶς ὑψηλὰ φρονήματα, ἢ μᾶλλον χειρότερα κι ἀπὸ τὰ ζῷα. Βλέπεις τὸ σκυλί· τοῦ πε­τᾷς ἕνα κόκκαλο, καὶ δὲν ἔχει γλῶσσα, γλῶσ­­σα τοῦ σκυλιοῦ εἶνε ἡ οὐρά του· κουνάει τὴν οὐρά του σὰ νὰ σοῦ λέῃ· Ἀφεντικό, σ᾽ εὐχαριστῶ. Ἀχάριστοι καὶ ἐλεεινοὶ ἄνθρωποι, κ᾽ ἐ­πὶ πλέον βλαστημοῦμε μέρα – νύχτα τὸ Θεό.
Λοιπὸν ἔτσι εἶνε· εἴμαστε κατώτεροι κι ἀπὸ τὰ ζῷα. Δὲν εἶνε τοῦ παρόντος νὰ τὸ ἀναπτύ­ξω τὸ θέμα, νὰ ἑρμηνεύσω ἕνα ῥητὸ τοῦ Ψαλ­τηρίου ποὺ λέει· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρα­συνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀ­νοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Εἶνε ὅ­μοιος ἀλλὰ καὶ κατώτερος κι ἀπὸ τὰ ζῷα (τὰ βόδια, τὰ πρόβατα, τὰ γίδια…) καὶ τὰ πουλιά.
Σὲ τρούλλους καὶ καμπαναριὰ ἐκκλησιῶν βλέπουμε φωλιὲς πελαργῶν. Τί μᾶς λέει λοι­πὸν ὁ πελαργός; Ὁ πελαργὸς ἀγαπάει τὰ παιδιά του, καὶ τὸν ἀγαποῦν κι αὐτά. Ὅταν γερά­σῃ ὁ πελαργὸς ξέρετε τί γίνεται; Τοῦ φέρνουν τροφὴ τὰ παιδιά του· κ᾽ ἐπειδὴ ὁ γέρο – πελαργὸς μαδάει καὶ κρυώνει, τὸν ζεσταίνουν ἐκεῖνα μὲ τὰ φτερά τους! Κι ὁ ἄνθρωπος;… Ὅ­ταν δὲν ἔχῃς ἰδανικά, ἀνατά­σεις, ὑψηλὲς καὶ μεγάλες ἰδέες, πῶς νὰ σὲ πῶ ἄνθρωπο; Πές μου τί σκέπτεσαι τὰ μεσάνυχτα, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι. Ἂν σκέπτεσαι λεφτά, ἀπολαύσεις, γυναῖκες, ἄλλα γήϊνα πράγματα, τότε τί εἶσαι; Ἕνα μικρὸ καὶ ἀσήμαντο ὄν.

* * *

Λένε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ χοῖρος, ποὺ ἀναφέραμε, ὁ χοῖρος ποὺ ἔχει τὸ κεφάλι σκυμμέ­νο συνεχῶς κάτω καὶ τρώει λάσπη, μόνο μιὰ φορὰ βλέπει τὸν οὐρα­νό. Πότε· ὅταν τὸν πά­ρῃ ὁ χασάπης καὶ τὸν ἀ­ναποδογυρίσῃ γιὰ νὰ τὸν σφάξῃ. Ἔτσι εἶνε καὶ πολ­λοὶ ἄνθρωποι. Θεὸ δὲ σκέπτονται, ἐκκλησία δὲν πατοῦν, προσ­ευχὴ δὲν κάνουν. Καὶ νομίζουν πὼς ἔτσι θὰ εἶνε πάντα. Ἔρχεται ὅμως ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Τότε, τὴν τελευταία στιγμή, ὅταν ἔρθῃ ὁ ἀρχάγγελος μὲ τὸ σπαθί του, τότε θυμοῦνται πλέον τὸ Θεό.
Δὲν πλαστήκαμε γιὰ τὴ γῆ, ποὺ εἶνε ἕνα κουκκὶ ἄμμου – μιὰ σταγόνα μέσ᾽ στὸ σύμπαν. Ἀξίζει, ἄνθρωπε, γιὰ ἕνα κουκκὶ – γιὰ μιὰ σταγόνα νὰ κάνῃς πολέμους καὶ νὰ αἱματοκυλίῃς τὴν ἀνθρωπότητα; Φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό. Γι᾽ αὐτὸ «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Καὶ ὄχι μόνο σήμερα, ἀλλὰ ὅλο τὸ χρόνο. Αὐτὸ θὰ πῇ Ἀ­νάληψις. Σὲ κάθε θεία λειτουργία τιμοῦμε τὴν Ἀνάληψι. Ὅταν ὁ παπᾶς λέῃ «Ἄνω σχῶ­μεν τὰς καρδίας», ἐννοεῖ· Κοιτάζετε ψηλά, πλα­στήκατε γιὰ τὸν οὐρανό, γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑ­ψη­λά. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀδιαφορία γιὰ τὴν παροῦσα ζωή, ὄχι. Ἐὰν ἐφαρμόζαμε ὅλοι τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ γῆ αὐτὴ θὰ γινόταν παράδεισος. Τώρα μικροὶ – μεγάλοι, πα­πᾶδες – δεσποτάδες, δεξιοὶ – ἀριστεροί, ἄσπροι – μαῦ­ροι, κατὰ ποικίλους τρόπους πατήσαμε τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ἡ γῆ αὐτὴ ἔγινε κόλασι.
Εἴθε νὰ μετανοήσουμε. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ εὐλογῇ ὅλους· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάν­τας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(ἱ. ναὸς Ἁναλήψεως τοῦ Κυρίου Περδίκκα – Ἑορδαίας 24-5-1990)

 

 

 

 

 

Κλικ εδώ. Εορτασμός Αναλήψεως στο Ημεροβίγλι Σαντορίνης 20.5.2015

 

 

Κλικ εδώ. Εορτασμός Αναλήψεως στο Ημεροβίγλι Σαντορίνης 28.5.2014 

 

 

 

 

 

 

 

Κλικ εδώ . Εορτασμός Ανάληψης στο Ημεροβίγλι της Σαντορίνης, Μάιος 2012

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κλικ εδώ. Εορτασμός Ανάληψης στον Καρτεράδο της Σαντορίνης, 24 Μαΐου 2012

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κλικ εδώ. Ανακαίνιση ενοριακού Ναού της Αναλήψεως του Σωτήρος στο Καρτεράδο 23.5.2012

 

H "Aνάληψη του Χριστού" από τον Ρώσο Αγιογράφο Ρουμπλιέφ, στο Βυζαντινό Μουσείο


ROUBLEV
Εγκαινιάστηκε την Παρασκευή 27/05/2016 στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο  της Αθήνας, παρουσία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του Προέδρου της Ρώσικης Ομοσπονδίας Βλάντιμιρ Πούτιν, η έκθεση της εικόνας της Ανάληψης του Χριστού, του μεγάλου Ρώσου αγιογράφου του 15ου αιώνα, Αντρέι Ρουμπλιέφ, μαθητή του Θεοφάνη από την Κωνσταντινούπολη. Η έκθεση οργανώθηκε σε συνεργασία με την Πινακοθήκη Tretyakov, την μεγαλύτερη Πινακοθήκη της Μόσχας, το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (Τομέας Έρευνας και Καινοτομίας, Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας), τα Υπουργεία Πολιτισμού  Ελλάδας και Ρωσίας και το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας. Το ΥΠ.Π.Ε.Θ εκπροσωπήθηκε στα εγκαίνια από τον Αν. Υπουργό Έρευνας & Καινοτομίας. Κ.Φωτάκη και στελέχη της Γ.Γ. Έρευνας & Τεχνολογίας. Η εικόνα, που βγαίνει για δεύτερη φορά από τη Ρωσία, είναι ένα από τα ελάχιστα αυθεντικά έργα του Ρουμπλιέφ που σώζονται παγκοσμίως. Στάλθηκε στην Αθήνα ως προπομπός της ευρύτερης συνεργασίας με την Πινακοθήκη Tretyakov και των εκδηλώσεων που θα ακολουθήσουν, εντός του 2016, πάνω στην τέχνη των Βυζαντινών εικόνων και τη συμβολή της τεχνολογίας στη συντήρησή τους. Οι εκδηλώσεις αυτές προβλέπονται μέσα στα πλαίσια του Αφιερωματικού Έτους Ελλάδας Ρωσίας 2016. 
RUBLEF2

 
agiografos rubliof

Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ


Πα­πα­δό­που­λου Πα­να­γι­ώ­τη
Θε­ο­λό­γου
  1. Ἡ Ἀ­νά­λη­ψη ὡς ἐ­πι­σφρά­γι­ση τῆς ἐ­πί­γειας ζω­ῆς τοῦ Χρι­στοῦ.
Ἡ Ἀ­νά­λη­ψη τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι τὸ τε­λευ­ταῖ­ο γε­γο­νὸς τοῦ ἐ­πί­γει­ου βί­ου Του. Ἀ­να­φέ­ρε­ται μό­νο ἀ­πὸ τὸν Λου­κᾶ στὸ ὁ­μώ­νυ­μο Εὐ­αγ­γέ­λιό του (Λουκ. κδ΄ 50-52). «Ἐ­ξή­γα­γε δὲ αὐ­τοὺς ἔ­ξω, ἕ­ως εἰς Βη­θα­νί­αν, καὶ ἐ­πά­ρας τὰς χεί­ρας αὐ­τοῦ εὐ­λό­γη­σεν αὐ­τοὺς καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ εὐ­λο­γεῖν αὐ­τὸν αὐ­τοὺς δι­έ­στη ἀ­π᾿ αὐ­τῶν καὶ ἀ­νε­φέ­ρε­ται εἰς τὸν οὐ­ρα­νόν. Καὶ αὐ­τοὶ προ­σκυ­νή­σαν­τες Αὐ­τὸν ἐ­πέ­στρε­ψαν εἰς Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ με­τὰ χα­ρᾶς με­γά­λης, καὶ ἦσαν δι­α­παν­τὸς ἐν τῷ ἱ­ε­ρῷ αἰ­νοῦν­τες καὶ εὐ­λο­γοῦν­τες τὸν Θε­όν, ἀ­μήν».
Ἀ­να­φέ­ρε­ται ἐ­πί­σης καὶ εἰς τὰς Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων. (Πράξ. α΄ 1-9): «Τὸν μὲν πρῶ­τον λό­γον ἐ­ποι­η­σά­μην πε­ρὶ πάν­των, ὦ Θε­ό­φι­λε, ὧν ἤρ­ξα­το ὁ Ἰ­η­σοῦς ποι­εῖν τε καὶ δι­δά­σκειν, ἄ­χρι ἧς ἡ­μέ­ρας ἐν­τει­λά­με­νος τοῖς Ἀπο­στό­λοις διὰ Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου, (ἀ­φοῦ πρῶ­τα ἔ­δω­σε ἐν­το­λὲς μὲ τὴ δύ­να­μη τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος στοὺς Ἀπο­στό­λους), οὗς ἐ­ξε­λέξα­το, ἀ­νε­λή­φθη· οἷς καὶ πα­ρέ­στη­σεν ἑ­αυ­τὸν ζῶν­τα με­τὰ τὸ πα­θεῖν αὐ­τὸν ἐν πολ­λοῖς τεκ­μη­ρί­οις, δι᾿ ἡ­με­ρῶν τεσ­σα­ρά­κον­τα ὀ­πτα­νό­με­νος αὐ­τοῖς καὶ λέ­γων τὰ πε­ρὶ Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Καὶ συ­να­λι­ζό­με­νος, (ἐ­νῶ ἔ­τρω­γε μα­ζί τους), πα­ρήγ­γει­λεν αὐ­τοῖς, ἀ­πὸ Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων μὴ χω­ρί­ζε­σθαι, ἀλ­λὰ πε­ρι­μέ­νειν τὴν ἐ­παγ­γε­λί­αν τοῦ Πα­τρὸς ἥν ἠ­κού­σα­τέ μου, (νὰ πε­ρι­μέ­νουν τὴν ἐκ­πλή­ρω­ση τῆς ὑ­πό­σχε­σης γιὰ τὴν ὁ­ποί­α σᾶς μί­λη­σα). Ὅ­τι Ἰ­ω­άν­νης μὲν ἐ­βά­πτι­σεν ὕ­δα­τι, ὑ­μεῖς δὲ βα­πτι­σθή­σε­σθε ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ οὐ με­τὰ πολ­λάς ταύ­τας ἡ­μέ­ρας. Οἱ μὲν οὖν συ­νελ­θόν­τες ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τὸν λέ­γον­τες· Κύ­ρι­ε, εἰ ἐν τῷ χρό­νῳ τού­τῳ ἀ­πο­κα­θι­στά­νεις τὴν βα­σι­λεί­αν τῷ Ἰσ­ρα­ήλ; (δηλ. Κύ­ρι­ε, ἔ­φθα­σε ἡ ὥ­ρα νὰ ἀ­πο­κα­τα­στή­σεις τὴν βα­σι­λεί­α στὸ Ἰσ­ρα­ήλ;), εἶ­πε δὲ πρὸς αὐ­τούς· οὐχ ὑ­μῶν ἐ­στί γνῶ­ναι χρό­νους ἢ και­ροὺς οὗς ὁ πα­τὴρ ἔ­θε­το ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐ­ξου­σί­α, (ἐ­σεῖς δὲν μπο­ρεῖ­τε νὰ γνω­ρί­ζε­τε τὸν ἀ­κρι­βῆ χρό­νο· αὐ­τὸν τὸν κρα­τά­ει ὁ Πα­τέ­ρας μου στὴν ἀ­πο­κλει­στι­κή Του ἐ­ξου­σί­α)· ἀλ­λά λή­ψε­σθε δύ­να­μιν ἐ­πελ­θόν­τος τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἐ­φ᾿ ὑ­μᾶς, καὶ ἔ­σε­σθέ μοι μάρ­τυ­ρες ἐν τε Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ ἐν πά­σῃ τῇ Ἰ­ου­δαί­ᾳ καὶ Σα­μα­ρεί­ᾳ καὶ ἕ­ως ἐσχάτου τῆς γῆς. Καὶ ταῦ­τα εἰ­πών, βλε­πόν­των αὐ­τῶν ἐ­πήρ­θη, (ἀ­νυ­ψώ­θη­κε πρὸς τὸν οὐ­ρα­νὸ), καὶ νε­φέ­λη ὑ­πέ­λα­βεν Αὐ­τὸν, (νε­φέ­λη τὸν ἔ­κρυ­ψε ἀ­πὸ τὰ μά­τια τους), ἀ­πὸ τῶν ὀ­φθαλ­μῶν αὐ­τῶν».
Τὸ γε­γο­νὸς τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως τοῦ Χρι­στοῦ εἰς τοὺς οὐ­ρα­νοὺς συν­τε­λεῖ­ται με­τα­ξὺ Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων καὶ Βη­θα­νί­ας.
Ἔτσι ἐ­νῶ ὁ Ἰ­η­σοῦς μι­λοῦ­σε καὶ εὐ­λο­γοῦ­σε, «δι­έ­στη ἀ­π᾿ αὐ­τῶν καὶ ἀ­νε­φέ­ρε­το εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν …καὶ νε­φέ­λη ὑ­πέ­λα­βεν Αὐ­τὸν», δηλ. ἄρ­χι­σε νὰ ἀ­νε­βαί­νει στοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ Τὸν ἐ­κά­λυ­ψε μί­α νε­φέ­λη ἕ­ως ὅ­του Τὸν ἔ­κρυ­ψε ἀ­π᾿ αὐ­τοὺς (δηλ. ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τές). Ἡ νε­φέ­λη εἶ­ναι πάν­τα τὸ ση­μά­δι τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ ἐμ­φα­νί­ζε­ται σὲ πολ­λὲς πε­ρι­πτώ­σεις στὴν Πα­λαι­ὰ καὶ Και­νὴ Δι­α­θή­κη, (π.χ. νε­φέ­λη στὴν ἔ­ρη­μο, στὴν Με­τα­μόρ­φω­ση κ.λπ.).
Τὴν ὥ­ρα ποὺ ὁ Κύ­ριος ἀ­νέ­βαι­νε εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸ κα­λυ­πτό­με­νος ἀ­πὸ τὴν νε­φέ­λη, δύ­ο Ἄγ­γε­λοι «κα­τελ­θόν­τες ἐκ τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ», κα­θη­συ­χά­ζουν τοὺς μα­θη­τὲς λέ­γον­τας: «Ἄν­δρες Γα­λι­λαῖ­οι, τί στα­θή­κα­τε καὶ κοι­τᾶ­τε στὸν οὐ­ρα­νό; Αὐ­τός, ὁ Ἰ­η­σοῦς, ποὺ ἀ­να­λή­φθη­κε ἀ­πὸ ἀ­νά­με­σά σας στὸν οὐ­ρα­νό, ἔ­τσι θὰ ἔρ­θει καὶ πά­λι, μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο ποὺ τὸν εἴ­δα­τε νὰ πη­γαί­νει ἐ­κεῖ», προ­λέ­γον­τας τὴν ἔν­δο­ξη ἐ­πά­νο­δό Του στὴ γῆ.
Πα­ρό­λον ὅ­τι ἡ Ἀ­νά­λη­ψη εἶ­ναι ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ γε­γο­νός, ἐν τού­τοις λό­γῳ τοῦ ὑ­περ­φυ­σι­κοῦ του χα­ρα­κτῆ­ρος κα­τα­τάσ­σε­ται με­τα­ξὺ τῶν δογ­μά­των τῆς Πί­στε­ώς μας καὶ πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὰ τε­λευ­ταῖ­α ἄρ­θρα τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως: «Καὶ ἀ­νελ­θόν­τα εἰς τοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ κα­θε­ζό­με­νον ἐκ δε­ξι­ῶν τοῦ Πα­τρός… καὶ πά­λιν ἐρ­χό­με­νον με­τὰ δό­ξης, κρί­ναι ζῶν­τας καὶ νε­κρούς, οὗ τῆς Βα­σι­λεί­ας οὐκ ἔ­σται τέ­λος…».
Ἡ Ἀ­νά­στα­ση, ἡ Ἀ­νά­λη­ψη καὶ ἡ Ὕ­ψω­ση, (ἐκ δε­ξι­ῶν κα­θέ­δρα στὸν θρό­νο τῆς Θε­ό­τη­τος), ἀ­πο­τε­λοῦν τὴν κα­τά­στα­ση τῆς δό­ξης τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­κο­λού­θη­σε τὴν κα­τά­στα­ση τῆς τα­πει­νώ­σε­ως, δηλ. τῆς «κε­νώ­σε­ώς» Του, (ἐ­ναν­θρώ­πι­ση, πά­θος καὶ θά­να­τος).
Ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς στὸ 24ο  Κε­φά­λαι­ο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου του (Λουκ. κδ΄ 50) καὶ στὸ 1ο κε­φά­λαι­ο τῶν Πρά­ξε­ων, (Πράξ. α΄ 1-9), κα­θο­ρί­ζει λε­πτο­με­ρῶς τὸν τό­πο καὶ τὸν χρό­νο τῆς Ἀνα­λή­ψε­ως καὶ πε­ρι­γρά­φει μὲ λε­πτο­μέ­ρει­ες τὰ γε­γο­νό­τα κα­τ᾿ αὐ­τήν.
Ὁ Ἰ­η­σοῦς γιὰ 40 ἡ­μέ­ρες ἀ­πὸ τὴν Ἀ­νά­στα­ση μέ­χρι τὴν Ἀνά­λη­ψή Του στοὺς  οὐ­ρα­νούς, ἔ­χει τα­κτι­κὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ τοὺς μα­θη­τές Του, κυ­ρί­ως κοι­νω­νί­α Τρα­πέ­ζης: «Πα­ρέ­στη­σεν ἑ­αυ­τὸν ζῶν­τα με­τὰ τὸ πα­θεῖν αὐ­τὸν ἐν πολ­λοῖς τεκ­μη­ρί­οις, δι᾿ ἡ­με­ρῶν τεσ­σα­ρά­κον­τα ὀ­πτα­νό­με­νος αὐ­τοῖς… καὶ συ­να­λι­ζό­με­νος αὐ­τοῖς, (δηλ. συ­ναν­τώ­με­νος μὲ αὐ­τοὺς)».

ΑΝΑΛΗΨΗ - ΕΝΑ ΛΥΠΗΡΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΈΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 


    Περίεργος θα φανεί ο τίτλος του άρθρου αυτού. Για μας, που ζούμε περίπου 2.000 χρόνια μετά το τελευταίο αυτό γεγονός της θείας ενανθρωπήσεως του Χριστού μας, η ανάληψη του Κυρίου μας εις τους ουρανούς, που συνέβη 40 μέρες μετά την ανάστασή του, είναι ένα γεγονός ευχάριστο και ενδυναμωτικό της πίστεώς μας, γιατί ο Χριστός απέδειξε μ’ ένα ακόμη μοναδικό και καταπληκτικό θαύμα ότι είναι Θεός. Ανέβηκε μόνος του χωρίς κανένα βοηθητικό μέσο στους ουρανούς συνοδεία αγγέλων.
    Η ανάληψη ακόμη είναι ένα χαρούμενο σωτηριολογικό γεγονός, που δείχνει ότι ο άνθρωπος, που πίστεψε και αγωνίστηκε να βιώσει το ευαγγέλιο, δεν θ’ αναστηθεί απλώς, αλλά θ’ αξιωθεί της θεώσεως. Θα βρεθεί δίπλα με το Θεό και θα έχει κοινωνία με αυτόν. Η ανάληψη όπως και η μεταμόρφωση του Κυρίου μας αποκαλύπτουν πόσο λαμπρή και ένδοξη θα είναι η σωτηρία μας.
    Επίσης γνωρίζουμε ότι με την ανάληψη του Κυρίου μας, εμείς στείλαμε ως δώρο στο Θεό την ανθρώπινη φύση (του Κυρίου μας) και ο Θεός έστειλε σε μας σαν δώρο το Άγιο Πνεύμα, που παραμένει συνεχώς μέσα στην Εκκλησία μας και μας χαριτώνει ποικιλοτρόπως. Σκοπός της ενσαρκώσεως του Κυρίου μας και επέκταση αυτής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος και η οικείωση των δωρεών του.
    Κι όμως για τους μαθητές του Χριστού, που δεν είχαν υπ’ όψη τους τι ακριβώς θα επακολουθήσει και ήταν ήδη αναστατωμένοι από το γεγονός της σταυρώσεως και της φαινομενικής, προς ώρα, νίκης των εχθρών του Χριστού, η ιδέα ότι θα χάσουν ξανά τον αναστηθέντα διδάσκαλό τους, τον πνευματικό τους καθοδηγό και αρχηγό τους, τους γέμιζε λύπη και απόγνωση.
    Γι’ αυτό ο Χριστός προβαίνει σε κάποιες ενέργειες για να τους ενδυναμώσει και να τους κάνει να χαρούν.
    Όταν ανέβαινε στους ουρανούς, σήκωσε τα χέρια του και τους ευλογούσε, και έτσι χώρισε απ’ αυτούς (Λκ. 24, 50-51). Δεν τους ευλόγησε απλώς μια φορά και μετά ανεχώρησε, αλλά ανήλθε εις τους ουρανούς ευλογώντας τους συνεχώς. «Εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν». Ήθελε να τους δείξει ότι παραμένει μαζί τους αοράτως και εσαεί ευλογών αυτούς. Τους υποσχέθηκε ότι «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν» (Ματθ. 28,20). Έτσι πλήρωσε εν τέλει τους μα-θητές με χαρά (Λκ. 24,52).
    Επίσης τους είχε διδάξει πολύ νωρίτερα ότι «ο τρώγων μου την σάρκαν και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ» (Ιω.6, 56). Δηλαδή ο Χριστός παραμένει και σωματικά στη γη, στα είδη του άρτου και του οίνου της θείας ευχαριστίας. Στα «σα εκ των σων» της λειτουργίας, στην αγία τράπεζα βρίσκεται το Σώμα του Χριστού μας και μπορούμε όχι μόνο να το ακουμπήσουμε και να το προσκυνήσουμε, αλλά και να το βάλουμε μέσα μας και έτσι να εισέλθει και στο τελευταίο κύτταρό μας. Ο Ηλίας Μηνιάτης σε λόγο του στην Ανάληψη παρατηρεί· «όταν με πύρινον άρμα ανελήφθη ο Θεσβίτης Ηλίας, δια να παρηγορήσει τον μαθητήν Ελισαίον του άφησε την μηλωτήν· ομοίως αναληφθείς ο φιλάνθρωπος κύριος μας αφήνει εις παρηγορίαν το ένδυμα της θεότητος του, όπου εφόρεσε γενόμενος άνθρωπος, ήγουν την μακαριωτάτην του σάρκαν εις το φρικτόν της θείας ευχαριστίας μυστήριον δια να είναι αχώριστος αφ’ ημών· όθεν μας παρηγορεί λέγοντας· «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος».
    Υπάρχει όμως και άλλη παρουσία του Χριστού. Η παρουσία μέσω των αγίων του. Ο άγιος είναι το ορατό σημείο της χάριτος του Χριστού. Δοχείο των ακτίστων ενεργειών του. Παρουσία του Θεού στον κόσμο. Φορέας της θείας δυνάμεως. Κάνει τέρατα, σημεία και δυνάμεις. Είναι πού χαρακτηριστικά και διαφωτιστικά τα χωρία της αγίας Γραφής πάνω σ’ αυτό το θέμα. «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιω. 14,23). «Εγώ ειμί η άμπελος υμείς τα κλήματα. Ο μένων εν εμοί καγώ εν αυτώ (Ιω. 15,50). Γι’ αυτό στην αγία Τράπεζα θέτουμε οστά αγίων. Γι’ αυτό εορτάζουμε πανηγυρικά την ανακομιδή των οστών. Γι’ αυτό δεχόμαστε κάποιες μέρες λείψανα αγίων από άλλες εκκλησίες. Γιατί θεωρούμε την φιλοξενία και παραμονή των λειψάνων σαν παρουσία Θεού.
    Στις «Πράξεις των αποστόλων» (1,10-11) παρουσιάζονται άγγελοι να λέγουν στους μαθητές· «Άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν; ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ’ υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται, ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν». Γιατί τα λέγουν αυτά οι άγγελοι; Τα λέγουν για τους εξής δύο λόγους κατά τον ιερό Χρυσόστομο·
    α΄. Διότι πάντοτε στενοχωριούνταν οι μαθητές για την αναχώρηση του Χριστού. Αυτό φαίνεται σ’ αυτό που τους είπε ο Χριστός· «Κανείς από σας δεν με ρωτά που πηγαίνεις; Αλλά η λύπη έχει γεμίσει την καρδία σας επειδή σας είπα αυτά» (Ιω. 16,5-6). Αν εμείς λυπούμαστε που αποχωριζόμαστε κάποτε, ακόμη και για λίγο, φίλους, γνωστούς, ή συγγενείς, πόσο θα στενοχωριούνταν οι μαθητές που χάνανε δια παντός την ορατή παρουσία του Χριστού; Γι’ αυτό στέκονται οι άγγελοι και λέγουν αυτά· για να καταπραΰνουν με την επάνοδο του Κυρίου τη λύπη που τους προξένησε η αναχώρησή του. Για να μη πάθουν οι μαθητές ότι έπαθε ο Ελισαίος, όταν είδε τον διδάσκαλο του, τον Ηλία, ν’ ανεβαίνει στους ουρανούς. Έσκισε τα ρούχα του από τον πόνο, διότι δεν υπήρχε κανείς να του πει ότι ο Ηλίας θα ξαναρθεί. Πράγματι, λέγει ο Παύλος, «ο ίδιος ο Κύριος θα κατεβεί από τον ουρανό με πρόσταγμα με φωνή αρχαγγέλου· κι εμείς οι ζωντανοί, που θ’ απομένουμε τότε στη ζωή, θ’ αρπαχθούμε με σύννεφα για να συναντήσουμε τον Κύριο στον αέρα» (Α΄ Θεσ. 4,15-16).
    β΄. Για να τονίσουν ότι ο Χριστός ανεβαίνει όχι ως απλός άνθρωπος, όπως ο Ηλίας, αλλά ως Θεός. Εκείνος ανέβηκε με πύρινο άρμα, ο Χριστός με νεφέλη· η νεφέλη στην αγία Γραφή είναι το όχημα και ο θρόνος του Θεού. «Ιδού Κύριος κάθεται επί νεφέλης κούφης» (Ησ.19,1), λέγει η Γραφή. Επειδή λοιπόν ο Πατέρας κάθεται πάνω σε νεφέλη, γι’ αυτό και στον Υιό έστειλε τη νεφέλη. Είναι σαν να τους λέγει· Μη στενοχωρείσθε εάν ο Ελισαίος πήρε τη μηλωτή του Ηλία σαν δώρο· εσείς θα πάρετε άπειρα θεϊκά χαρίσματα.
    Και πράγματι μόλις έφυγε η ανθρώπινη φύση του Χριστού με την ανάληψη ήρθε η αισθητή, δυναμική και πυρφόρα παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Ήρθε ο «άλλος Παράκλητος», που είχε υποσχεθεί ο Χριστός στους μαθητές του (Ιω.14,16), και ο οποίος δημιούργησε την ορατή ανθρώπινη Εκκλησία, που είναι η συνέχεια του Σώματος του Χριστού. Η Εκκλησία είναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας. Μόλις έφυγε ο αρχιερεύς Χριστός, ήρθε το Άγιο Πνεύμα βάπτισε και έχρισε όλους τους πιστούς και τους γέμισε χαρίσματα ποικίλα. Ειδικά τους αποστόλους τους έχρισε αρχιερείς. Χάσαμε λοιπόν την αισθητή παρουσία του Χριστού που εκδηλωνότανε με την ανθρώπινή του φύση, έχουμε όμως την αισθητή -εξωτερική και εσωτερική- παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Έχουμε τους επισκόπους και ιερείς, που είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού» και αποτελούν την ορατή παρουσία του Θεού. Δεν εγγίζουμε τα ιμάτια του Χριστού όπως η αιμορροούσα, αλλά εγγίζουμε τα άμφια των ιερέων που έχουν την ίδια δύναμη. Δεν ακούμε το Χριστό, ακούμε όμως το κήρυγμα των ιερέων και παίρνουμε απ’ αυτούς το Σώμα και το Αίμα του, το οποίο όχι απλώς το εγγίζουμε, αλλά το τρώμε, το βάζουμε μέσα μας.
    Μετά απ’ όλες αυτές τις ενέργειες του Χριστού έγινε πραγματικότητα αυτό που ψάλλει η Εκκλησία μας την ημέρα της αναλήψεως· «Ανελήφθης εν δόξη, Χριστέ ο Θεός ημών, χαροποιήσας τους μαθητάς τη επαγγελία του Αγίου Πνεύματος· βεβαιωθέντων αυτών δια της ευλογίας, ότι σύ ο Υιός του Θεού, ο λυτρωτής του κόσμου».
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Η Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (δέκα τοποθετήσεις σε δέκα ερωτήσεις)


Η ΑΝΑΛΗΨΗ του Χριστού (Η ιερή εικόνα βρίσκεται στο Όρος των Ελαιών στα Ιεροσόλυμα)
1. Γιατί έγινε η Ανάληψη μετά από 40 μέρες και όχι αμέσως μετά την Ανάσταση;
Ο αρχηγός της ζωής, που έλυσε τα δεσμά του θανάτου με την Ανάστασή του, συναναστράφηκε με τους μαθητές του επί σαράντα ημέρες και επιβεβαίωσε σ’ αυτούς την Ανάστασή του με πολλές αποδείξεις. Δεν ανέβηκε στους ουρανούς την ίδια ημέρα που αναστήθηκε, γιατί κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε αμφιβολίες και ερωτηματικά. Διαφορετικά, πολλοί από τους άπιστους θα μπορούσαν να προβάλλουν το επιχείρημα ότι η Ανάσταση δεν ήταν παρά ένα ακόμη από τα όνειρα ευσεβών πόθων που γρήγορα έρχονται και πιο γρήγορα παρέρχονται. Για αυτό ακριβώς έμεινε ο Χριστός σαράντα ολόκληρες ημέρες στη γη, και εμφανίστηκε επανειλημμένα στους μαθητές του, και τους έδειξε τις ουλές από τα πληγές του, τους μίλησε για τις προφητείες που εκπλήρωσε με την ζωή και τα πάθη του ως άνθρωπος, και μάλιστα συνέφαγε μαζί τους.
2. Γιατί έφαγε ο αναστημένος Χριστός ψητό ψάρι και μέλι;
Στο σημερινό Ευαγγέλιον της Εορτής ακούμε ότι ζήτησε και έφαγε ο Χριστός «ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου», δηλ. ένα κομμάτι από ψητό ψάρι και από κηρύθρα με μέλι (Λουκ. 24:42). Γιατί αναφέρεται η λεπτομέρεια αυτή; Κατά την εκκλησιαστική παράδοση, η λεπτομέρεια αυτή είχε πολύ σπουδαία αλληγορική σημασία. Όσον αφορά στο ψάρι, γνωρίζουμε ότι αν και ζει μέσα στην αλμυρή θάλασσα, το σώμα του δεν είναι αλμυρό, αλλά γλυκό. Κατά παρόμοιο τρόπο και ο Χριστός, που έζησε μέσα στην ‘αλμυρή θάλασσα της αμαρτίας’ του κόσμου τούτου, «αμαρτίαν ουκ εποίησε, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού», δηλ. δεν έκανε καμιά αμαρτία, ούτε ξεστόμισε τίποτε το δόλιο (Ησ. 53:9). Επίσης, ο Χριστός παρέμεινε πιο άφωνος και από το ψάρι όταν υπέστη το σωτήριο πάθος του και δέχτηκε τα ανήκουστα εκείνα βασανιστήρια και ακατανόμαστους υβρισμούς. Όσον αφορά στο μέλι και στο κερί, γνωρίζουμε ότι το μέλι είναι γλυκό και το κερί φωτιστικό, γι’ αυτό και θεωρούνται σαν σύμβολα της πνευματικής ηδονής και του φωτισμού που μεταδίδει στους πιστούς ο Χριστός μετά την Ανάστασή του. Επίσης, συμβολίζουν, το μεν πρώτο την θεραπεία της μεγάλης πίκρας της αμαρτίας την οποίαν συμβολίζει η χολή που του δόθηκε στο πάθος του, το δε δεύτερο, την διάλυση του πυκτού σκοταδιού της αμαρτίας την οποία συμβολίζει το σκοτάδι που έγινε κατά την σταύρωσή του.
3. Γιατί έγινε η Ανάληψη στο Όρος των Ελαιών;
Αφού λοιπόν επιβεβαίωσε ο Χριστός την εκ νεκρών Ανάστασή του στους μαθητές του με μελιστάλακτους λόγους, και φώτισε τον νου τους και θέρμανε την καρδιά τους με την παρουσία του, τους οδήγησε την 40ην ημέρα από την Ανάστασή του στο Όρος των Ελαιών, που βρίσκεται στα ανατολικά της Ιερουσαλήμ. Έπρεπε σ’ αυτό το Όρος να γίνει η Ανάληψη, γιατί σ’ αυτό, σύμφωνα με μια αρχαία παράδοση, θα επανέλθει ο Κύριος σωματικά και με δόξα για να κρίνει τον κόσμο κατά την έσχατη ημέρα. Εκεί θα ελεηθούν με το μέγα έλεος οι δίκαιοι, και εκεί θα θρηνήσουν με τον αιώνιο και απαρηγόρητο θρήνο οι αμαρτωλοί. Τις δύο αυτές αντίθετες καταστάσεις των ανθρώπων δηλώνει η ονομασία του Όρους τούτου, γιατί οι κορυφές του ονομάζονται Όρος Ελαιών, ενώ οι πρόποδές του, κοιλάδα του Κλαυθμώνος. Το ίδιο προμήνυσε και ο χρησμός του προφήτη Ζαχαρία που ρητά δήλωσε «Ιδού ημέρα έρχεται Κυρίου, και στήσονται οι πόδες αυτού επί το Όρος των Ελαιών κατέναντι Ιερουσαλήμ εξ ανατολών» (Ζαχ. 14:4).
4. Γιατί έπρεπε να ήταν παρόντες οι Απόστολοι και η Θεοτόκος;
Σ’ αυτό το Όρος οδήγησε ο Κύριος τους μαθητές του και την Θεοτόκο που τον γέννησε, για να δουν με τα μάτια τους την ένδοξη Ανάληψή του. Έπρεπε η κατά σάρκα Μητέρα του να είναι παρούσα σ’ εκείνη την μεγάλη δόξα του Υιού της, έτσι ώστε όπως σαν Μητέρα πληγώθηκε ψυχικά για το πάθος του πάνω από όλους, έτσι κατά τρόπο ανάλογο να χαρεί πάνω από όλους βλέποντας τον Υιό της να ανέρχεται με δόξα στους ουρανούς, να προσκυνείται σαν Θεός από τους Αγγέλους και να καθίζεται στον θρόνο της Μεγαλοσύνης πάνω από κάθε αρχή και εξουσία. Έπρεπε επίσης και οι θείοι Απόστολοι να γίνουν αυτόπτες της Ανάληψής του, για να πληροφορηθούν, ότι ο θείος Διδάσκαλός τους που ανεβαίνει τώρα στους ουρανούς, από εκεί είχε κατεβεί, και εκεί θα τους περιμένει σαν αληθινός Υιός του Θεού και Σωτήρας του κόσμου.

Τι γιορτάζουμε του Αγίου Πνεύματος;


Τι γιορτάζουμε του Αγίου Πνεύματος;
Την Κυριακή της Πεντηκοστής γιορτάζουμε την εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές του Χριστού, με μορφή φωτιάς, σαν φλόγες πάνω στα κεφάλια τους, πενήντα μέρες μετά την ανάστασή Του και δέκα μέρες μετά την ανάληψή Του.

Η εορτή της Πεντηκοστής είναι εορτή της Αγίας Τριάδος, αφού με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος μαθαίνουμε ότι ο Θεός είναι Τριαδικός. Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος έγινε κατά την ημέρα της Κυριακής.

Ο ιερός υμνογράφος αποκαλεί την Πεντηκοστή τελευταία εορτή από πλευράς αναπλάσεως και ανακαινίσεως του ανθρώπου: “Την μεθέορτον πιστοί και τελευταίαν εορτήν εορτάσωμεν φαιδρώς, αύτη εστί Πεντηκοστή, επαγγελίας συμπλήρωσις και προθεσμία”.

Την Κυριακή λοιπόν εορτάζουμε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή, εκείνη την ημέρα ήλθε το Άγιο Πνεύμα στους Μαθητές του Χριστού.

Όπως αναφέρεται και στο Συναξάρι της ημέρας:

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ ὀγδόῃ ἀπὸ τοῦ Πάσχα, τὴν ἁγίαν Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν.

Στίχοι

Πνοῇ βιαίᾳ γλωσσοπυρσεύτως νέμει,

Χριστὸς τὸ θεῖον Πνεῦμα τοῖς Ἀποστόλοις.

Ἐκκέχυται μεγάλῳ ἑνὶ ἤματι Πνεῦμ’ ἁλιεῦσι.

Ταῖς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Την Δευτέρα εορτάζουμε πάλι την Αγία Τριάδα αφού γνωρίζουμε και πιστεύουμε ότι κοινή είναι η ενέργεια του Τριαδικού Θεού και ποτέ δεν μπορεί να χωρισθή και να απομονωθή ένα Πρόσωπο από τα άλλα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Όμως οι άγιοι Πατέρες μας πού έβαλαν σε άριστη σειρά και τάξη όλα τα θέματα της πίστεως μας, για να δώσουν τιμή στο Άγιο Πνεύμα, όρισαν να το εορτάζουμε και κατά την Πεντηκοστή, αλλά και ξεχωριστά σήμερα.

Ξεκάθαρο είναι το υπόμνημα του Συναξαρίου:

Τη αύτη ήμερα, Δευτέρα της Πεντηκοστής, αυτό το Πανάγιον και ζωοποιόν και παντοδύναμον εορτάζομεν Πνεύμα, τον ένα της Τριάδος Θεόν, το ομότιμον και ομοούσιον και ομόδοξον τω Πατρί και τω Υίω.

Στίχοι

Πᾶσα πνοή, δόξαζε Πνεῦμα Κυρίου,

Δι’ οὗ πονηρῶν πνευμάτων φροῦδα θράση.

Τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πρεσβείαις τῶν Ἀποστόλων σου, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Εμείς πού γιορτάζουμε τη δική μας Πεντηκοστή, πρέπει να γνωρίζουμε ότι την ήμερα αυτή, όταν εορταζόταν η Πεντηκοστή των Εβραίων, ήλθε το Άγιο Πνεύμα στους Μαθητές του Χριστού.

Επειδή, λοιπόν, οι Άγιοι Πατέρες θεώρησαν καλό να ξεχωρίσουν τις γιορτές για να τιμήσουν με τον τρόπο αυτό το μεγαλείο του Παναγίου και Ζωοποιού Πνεύματος, γι’ αυτό την επομένη της Πεντηκοστής, την Δευτέρα, εορτάζουμε το Πανάγιο Πνεύμα, πού είναι μία υπόσταση της Αγίας Τριάδος.

Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, 10 ημέρες μετά την Ανάληψη του Χριστού και 50 ημέρες μετά την Ανάσταση, οι Δώδεκα Απόστολοι ήταν συγκεντρωμένοι σε ένα σπίτι στα Ιεροσόλυμα. Εκείνη την ημέρα ήταν η εβραϊκή γιορτή της Πεντηκοστής, ημέρα που γιορτάζουν το ότι ο Θεός έδωσε στον Μωυσή τις Δέκα Εντολές στο Όρος Σινά. Ξαφνικά, ακούστηκε μία δυνατή βροντή στον ουρανό και όλοι είδαν δώδεκα γλώσσες που θύμιζαν φωτιά να κατεβαίνουν από τον ουρανό και να μπαίνουν στο σπίτι όπου βρίσκονταν οι Απόστολοι. Κάθε μία από τις γλώσσες στάθηκε πάνω από το κεφάλι του κάθε Απόστολου. Κατά τον Αγ. Γρηγόριο Παλαμά, με αυτές τις πύρινες γλώσσες πήρε μορφή το Αγ. Πνεύμα.

Τι γιορτάζουμε του Αγίου Πνεύματος;

Ο λόγος που το Αγ. Πνεύμα εμφανίστηκε με τη μορφή πύρινων γλωσσών ήταν αφενός για να δείξει ότι Πατήρ, Υιός και Αγ. Πνεύμα είναι ομοούσιοι και αφετέρου ότι το κήρυγμα των Αποστόλων έχει διπλή ενέργεια, όπως η φωτιά: να φωτίζει τους πιστούς και να παραδίδει τους άπιστους στο πυρ.

Η επιφοίτηση του Αγ. Πνεύματος ήταν η εκπλήρωση της υπόσχεσης που έδωσε ο Χριστός πριν την Ανάληψη. Το Αγ. Πνεύμα, λοιπόν, στάλθηκε για να φωτίσει τους Αποστόλους και να δυναμώσει το έργο τους.

Έπειτα από την επιφοίτηση, οι Απόστολοι βγήκαν από το υπερώο και άρχισαν να κηρύττουν στους Ιουδαίους που βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, μιλώντας στον καθένα στη γλώσσα του «για τα θαυμαστά έργα του Θεού». Ως αποτέλεσμα, έπειτα και από το κήρυγμα του Πέτρου, βαφτίστηκαν εκείνη την ημέρα 3.000 νέα μέλη της χριστιανικής εκκλησίας και κάπως έτσι ιδρύθηκε η Εκκλησία.

Όπως είχε υποσχεθεί ο Χριστός στους Αποστόλους, από τότε το Αγ. Πνεύμα είναι δίπλα στην Εκκλησία, δίπλα στους πιστούς, καθοδηγεί την Εκκλησία και βοηθάει τους ανθρώπους να γνωρίσουν τον Θεό και να μπορέσουν να αγωνιστούν για τη Σωτηρία της ψυχής τους.